Οι Αρμένιοι δεν έμειναν με τα χέρια δεμένα, σ΄ότι αφορά στη Γενοκτονία των Αρμενίων. Δεν περίμεναν τη διεθνή κοινότητα για να τιμωρήσει τους σχεδιαστές της. Τους τιμώρησαν με τα ίδια τους τα χέρια, σε μια επιχείρηση που θυμίζει το τρόπο που έδρασαν οι ισραηλινοί μετά από τα γεγονότα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου. Γεγονότα που τα είδαμε στην ταινία ΜΟΝΑΧΟ. Η ομάδα των αρμένιων τιμωρών δεν ξεπερνούσε τα δέκα άτομα και έδρασε στα πλαίσια μιας μακράς προετοιμασίας. Για την ακρίβεια αφιέρωσαν ολοκλήρη τη ζωή τους, για τον ιερό αυτό το σκοπό.
Ήταν 11 το πρωί της Τρίτης 15 Μαρτίου 1921, στην οδό Χάρντεμπεργκ στη συνοικία Σαρλότεμπουργκ του Βερολίνου, όταν ένα καλοντυμένο παλικάρι 23 ετών, προσεγγίζει τον «πασά» – εμπνευστή της Γενοκτονίας των Αρμενίων, που είχε βρει άσυλο στη Γερμανία. Τον προσπερνά, γυρίζει, τραβάει το περίστροφο που είχε στην τσέπη και τον πυροβολεί στο κεφάλι. Αμέσως αφήνει το όπλο κάτω, και παραδίδεται.
Ο «δράστης», ο Σαρό Μελικιάν, γεννημένος ως Σογομόν Τεχλιριάν. Το «θύμα», ο διαβόητος Ταλαάτ Πασά, ο τούρκος Μεγάλος Βεζίρης ο οποίος στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου είχε διατάξει τη σφαγή των Αρμενίων.
«Έβλεπα στον ύπνο μου την δολοφονημένη από τους τούρκους μητέρα μου κάθε βράδυ»
Ο Σογομόν Τεχλιριάν ήταν παιδάκι όταν οι τούρκοι δολοφόνησαν μπροστά του την μητέρα του, τον πατέρα του, τον αδερφό του και την αδερφή του, μετά από φρικτά βασανιστήρια και ομαδικούς βιασμούς. Ο ίδιος επιβίωσε ανάμεσα στα πτώματα των δικών του, επειδή οι τούρκοι τον θεώρησαν νεκρό.
Το συγκλονιστικό στοιχείο στην επιχείρηση Νέμεσις των Αρμενίων, είναι ότι δεν υπήρχε καμία κεντρική οργάνωση, καμία υποστήριξη. Οι αγωνιστές αφιέρωσαν ολόκληρη τη ζωή τους στην τιμωρία των ενόχων, ως μία αρχέγονη έμπνευση, ένα ιερό χρέος.
Σπούδασαν, βρήκαν δουλειές, ζούσαν μια κανονική ζωή την οποία όμως την είχαν περιστρέψει γύρω από τους στόχους τους. Κάθε τους κίνηση αποσκοπούσε στον σχεδιασμό της τιμωρίας των δολοφόνων. Ουδείς από την επιχείρηση, προσπάθησε να διαφύγει. Όλοι οι ήρωες της Αρμενίας, μετά τις εκτελέσεις άφηναν Το όπλο στο έδαφος και παραδίδονταν στις αρχές. Προκειμένου να δικαστούν και να παραθέσουν στο δικαστήριο τους λόγους της πράξης τους, ώστε η γενοκτονία των Αρμενίων να γίνει μέρος των πρακτικών κάθε δίκης.
Διαβάζοντας τις διαφορετικές ιστορίες της ηρωικής απόδοσης δικαιοσύνης από τους μοναχικούς ήρωες της Αρμενίας, σε κυριεύουν συναισθήματά θαυμασμού αλλά και θλίψης. Διότι δυστυχώς εμείς οι Έλληνες, αφήσαμε τους φονιάδες μας ατιμώρητους. Αντίθετα, σε κάποιους δώσαμε και το όνομά τους σε κεντρικούς δρόμους της Ελλάδας.
Διαβάστε λοιπόν την επική ιστορία της επιχείρησης Νέμεσις, με την ελπίδα να διδαχθούμε και εμείς ως έθνος από το ηρωικό έθνος της Αρμενίας.
Γράφει η Έλενα Κιουρκτσή, στο Αρμένικο Περιοδικό.
Πώς μπορεί κανείς να περιγράψει τον αφόρητο πόνο ενός ολόκληρου λαού που σχεδόν εξοντώθηκε με κάθε είδους σαδιστικές πρακτικές και 100 χρόνια τώρα πασχίζει να δικαιωθούν οι απέλπιδες κραυγές εκείνων που έφυγαν από τη ζωή με τους πιο φρικτούς τρόπους που προσβάλουν τον ΄Άνθρωπο. Φαίνεται πως η μυθολογία ως αλληγορία της ανθρώπινης φύσης διηγείται την αληθινή ιστορία των εγκόσμιων πραγμάτων και υπόσχεται την κάθαρση για να ησυχάσουν τα βασανισμένα θύματα που αλλιώς δεν θα είχαν φωνή.
Κόρη της Νύχτας-σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου και τον Παυσανία-η Νέμεσι γεννήθηκε χωρίς να χρειαστεί κάποιο αρσενικό να γονιμοποιήσει τη μητέρα της και το όνομα της αρχαιότατης αυτής θεότητας (από το «νέμω» δηλαδή μοιράζω, απονέμω), μέχρι σήμερα ταυτίζεται με τη Θεία Δίκη.
Ανέκαθεν εκπροσωπούσε την έννοια της δικαιοσύνης και ο ρόλος της ήταν να αποκαθιστά την τάξη στη φύση, στις κοινωνίες των ανθρώπων και του Κόσμου όταν αυτή διασαλευόταν. Τότε παρέμβαινε και τιμωρούσε την υπεροψία και την αλαζονεία των θνητών (την ΄Ύβρη), επιφυλάσσοντας αργά ή γρήγορα οδυνηρές επιπτώσεις σε όσους η στρεβλή ψυχή τους οικοδομούσε εγκλήματα και ευφραινόταν από κτηνωδίες.
Και αν στη διαδρομή της ανθρώπινης ιστορίας, η μυθολογική προσέγγιση της απόδοσης δικαιοσύνης φαντάζει πολύ ωραία για να είναι αληθινή, κάποιες φορές οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Όπως συνέβη στην ειδική επιχείρηση «Νέμεσις» που οργανώθηκε και εκτελέστηκε από Αρμένιους τιμωρούς ενάντια στους υπαίτιους της γενοκτονίας για να γαληνέψουν οι ψυχές νεκρών και επιζώντων.
Τι θέριεψε τη «Νέμεσις»
Με τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το Νοέμβριο του 1918, οι Αρμένιοι προσδοκούσαν από τους Συμμάχους (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής) να βοηθήσουν στο να αποδοθούν ευθύνες και να τιμωρηθούν οι Τούρκοι αξιωματούχοι που σχεδίασαν τη γενοκτονία των Αρμενίων.
Όμως στη διεθνή διπλωματική σκακιέρα το ήθος και το δίκαιο σπανίως έως ποτέ υπήρξαν ειλικρινής επιδίωξη των εκάστοτε ισχυρών.
Έτσι οι μεγάλες δυνάμεις της Δύσης παρά τη διακήρυξή τους το Μάιο του 1915 που πίεζε την Τουρκία να αποδεχτεί τη συστηματική εξόντωση των Αρμενίων και να ασκήσει διώξεις, τελικά υπαναχώρησαν γιατί ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο να κερδίσουν την εύνοια της Κεμαλικής κυβέρνησης. ΄Έτσι η Γαλλία –και ως δορυφόρος η Ιταλία-υπονόμευσαν κυρίως τις προσπάθειες της Μεγάλης Βρετανίας και σε μικρότερο βαθμό αυτές των Ηνωμένων Πολιτειών στο να αποδοθεί δικαιοσύνη. Είναι χαρακτηριστικό ότι για περίπου δυο χρόνια η Μεγάλη Βρετανία κράτησε 130 Τούρκους κρατούμενους στη Μάλτα περιμένοντας να δικαστούν αλλά τελικά τους ελευθέρωσε λόγω εκβιαστικών πιέσεων μεταξύ 1921 με 1922 με αντάλλαγμα τους Βρετανούς αστυνομικούς και άνδρες που είχαν κρατηθεί όμηροι από τη νέα Κεμαλική κυβέρνηση στην Τουρκία.
Άλλωστε η Μεγάλη Βρετανία χωρίς την υποστήριξη των Συμμάχων θα ήταν υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει μόνη της την τουρκική αντίδραση, οπότε για αυτό υπαναχώρησε θυσιάζοντας το ηθικό της αίτημα στο βωμό των πολιτικών της συμφερόντων. Από την άλλη, παρότι τα δικαστήρια της Τουρκίας κατάφεραν να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα ντοκουμέντα που στοιχειοθετούσαν το έγκλημα της εθνοκάθαρσης εις βάρος των Αρμενίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στάθηκε αδύνατο να απονείμουν δικαιοσύνη και να τιμωρήσουν τους υπεύθυνους αυτού του ακατονόμαστου μακελειού.
Φαίνεται πως σε αυτή την «αστοχία» έπαιξε καθοριστικό ρόλο το ανερχόμενο εθνικιστικό κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ, το οποίο αντιτάχθηκε αποφασιστικά ενάντια στις προσπάθειες να ασκηθεί δίωξη σε Τούρκους στρατιωτικούς και κυβερνητικούς αξιωματούχους.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Βαχάκν Νταντριάν στο βιβλίο του «Η Ιστορία της Αρμενικής Γενοκτονίας», οι εθνικιστικές φιλοδοξίες περί ενότητας και εθνικής υπερηφάνειας ήταν αταίριαστες με τις όποιες παρορμήσεις από το εσωτερικό της χώρας στο να επιρριφθούν ευθύνες στους Τούρκους για τη γενοκτονία των Αρμενίων.
Ωστόσο κάποιες δίκες έγιναν στην Κωνσταντινούπολη και αρκετοί υπουργοί τον καιρό του πολέμου καθώς και αρχηγοί του κόμματος ΄Ένωση και Πρόοδος –συμπεριλαμβανομένων και των βασικών αυτουργών της γενοκτονίας Ταλαάτ Πασά και Ενβέρ Πασά-δικάστηκαν και καταδικάστηκαν ερήμην καθότι είχαν διαφύγει στο εξωτερικό με πλαστά χαρτιά και ψεύτικα ονόματα.
«Η Νυρεμβέργη των Αρμενίων»
Η ετυμηγορία της «δίκης» των αρχιτεκτόνων αυτού του άνευ προηγουμένου αιματοκυλίσματος προέκυψε τελικά από τους ίδιους τους Αρμένιους στο 9ο Παγκόσμιο Συμβούλιο της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας (Τασνακτσουτιούν) που έλαβε χώρα στο Ερεβάν το φθινόπωρο του 1919. Οι εκτελέσεις – τις οποίες το ακριβώς επόμενο 10ο Παγκόσμιο Συμβούλιο της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας ονομάτισε «Ειδική Επιχείρηση» (Χαντούκ Κορτζ) – θα είχαν μυστικό χαρακτήρα και για να πραγματοποιηθούν δημιουργήθηκε ένα ειδικό σώμα (Χαντούκ μαρμίν) που θα καταδίωκε τους ενόχους σε τρεις ηπείρους. Με το κωδικό ονομασίας «Νέμεσις» – από το όνομα της θεότητας της θείας δίκης – οι Αρμέν Γκαρό, (Καρεκίν Παστερματζιάν) επικεφαλής της επιχείρησης, Σαχάν Ναταλί, (Αγκόπ ντερ Αγκοπιάν) υπεύθυνος για την οργάνωση και το συντονισμό και Ααρόν Σατσακλιάν υπεύθυνος για τη χρηματοδότηση αυτού του ριψοκίνδυνου εγχειρήματος ξαναμοίρασαν την τράπουλα και το παιχνίδι άλλαξε κανόνες.
Αυτή τη φορά τα πρόβατα με ακονισμένα δόντια από την οδύνη, την απόγνωση και την αδικία θα κατασπάραζαν τους λύκους.
Πρωταρχικός στόχος ήταν ο Ταλαάτ Πασάς και στη συνέχεια θα ακολουθούσαν οι Τζιβανσίρ, Σαϊντ Χαλίμ Πασάς, Μπεαχεντίν Σακίρ, Τζεμάλ Αζμί, Τζεμάλ Πασάς και Ενβέρ Πασάς (που συνάντησαν τον δίκαιο θάνατο το διάστημα 1921-1922).
«Η οργάνωσή μας δεν είχε κανένα σχέδιο εξόντωσης, τιμωρούσε αποκλειστικά τα άτομα εκείνα που είχαν δικαστεί ερήμην και είχαν κριθεί υπεύθυνα για μαζικές δολοφονίες. Εξ άλλου στη λίστα υπήρχαν και ονόματα Αρμενίων προδοτών», θα γράψει στ’ απομνημονεύματά του λίγο πριν το θάνατό του το 1973 ο Αρσαβίρ Σιρακιάν, ένας από τους τιμωρούς της επιχείρησης «Νέμεσις».
Συνολικά, οκτώ υψηλόβαθμοι Τούρκοι ή Αζέροι αξιωματούχοι και τρεις Αρμένιοι προδότες θα πέσουν νεκροί από τις σφαίρες των επτά Αρμενίων τιμωρών. Την επιχείρηση εκτέλεσης των υπευθύνων της Γενοκτονίας των Αρμενίων ο Σιμόν Βρατσιάν πολύ εύστοχα αποκάλεσε ως «Η Νυρεμβέργη των Αρμενίων».
Η ετυμηγορία στηρίχτηκε σε όλους τους δυνατούς λόγους που προκύπτουν από τον αχαλίνωτο πόνο και τη σαρκοφάγα απελπισία. Οι τιμωροί της Νέμεσις ταυτοποίησαν και εκτέλεσαν συνολικά έξι υψηλόβαθμους αξιωματούχους της κυβέρνησης των Νεότουρκων. Εκείνους που παρότι δικάστηκαν και κρίθηκαν ένοχοι μαζικών δολοφονιών, ανέφελοι απολάμβαναν μια προκλητικά υπέροχη ζωή εκτός Τουρκίας
Υπόθεση Σογομόν Τεχλιριάν
Δευτέρα, 6 Ιουνίου 1960, το Time Magazine δημοσίευε την ακόλουθη νεκρολογία:
Πέθανε μετά από εγκεφαλική αιμορραγία στο Σαν Φρανσίσκο, όπου εργαζόταν ως υπάλληλος γραφείου, ο Αρμένιος ήρωας Σαρό Μελικιάν (γεννημένος ως Σογομόν Τεχλιριάν), 63 ετών, ο οποίος σε μια συγκλονιστική δίκη που έγινε στο Βερολίνο το 1921, αθωώθηκε, αν και είχε ομολογήσει ότι δολοφόνησε τον Ταλαάτ Πασά, τον τούρκο Μεγάλο Βεζίρη (ο οποίος στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου είχε διατάξει τη σφαγή των Αρμενίων).
Γεννημένος στις 2 Απριλίου 1897, ποτέ δεν θα φανταζόταν ότι η ζωή του θα μετατρεπόταν σε ένα αβάσταχτο δράμα που τον τραυμάτισε ψυχικά και σωματικά μέχρι το θάνατό του. Είδε να συνθλίβουν το κεφάλι του αδερφού του, να δολοφονούν τη μητέρα και τον πατέρα του, να βιάζουν και μετά να σκοτώνουν την αδερφή του. Ο ίδιος επέζησε ανάμεσα σε διαμελισμένα πτώματα γιατί τον θεώρησαν νεκρό.
Είναι το παλικάρι που στις 11 το πρωί της Τρίτης 15 Μαρτίου 1921, στην οδό Χάρντεμπεργκ στη συνοικία Σαρλότεμπουργκ του Βερολίνου , μετά από συστηματική παρακολούθηση δέκα ημερών συναντά κατά πρόσωπο τον δήμιο της οικογένειάς του να κάνει ανέμελος το συνηθισμένο του περίπατο, ντυμένος ευρωπαϊκά και ακολουθούμενος σε απόσταση μερικών μέτρων, -σύμφωνα με τα μουσουλμανικά έθιμα, από τη σύζυγό του. Ο οργανωτής του μεγάλου εγκλήματος, πρώην υπουργός Εσωτερικών και μέλος της τριανδρίας των Νεότουρκων που κυβέρνησε ουσιαστικά την Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια του πολέμου, Ταλαάτ Πασας απολαμβάνει ανυποψίαστος τις τελευταίες του στιγμές.
Ο Τεχλιριάν ξεκινά από το απέναντι πεζοδρόμιο, διασταυρώνεται με τον «στόχο», τον προσπερνά και επιβραδύνει το βήμα του. Κατόπιν γυρίζει πίσω. Ο Ταλαάτ φαίνεται σαν κάτι να διαισθάνεται, αλλά είναι πλέον αργά. Ο Τεχλιριάν βγάζει το περίστροφο από την τσέπη του και με μια αστραπιαία κίνηση τον πυροβολεί στο ύψος του κεφαλιού. Ο Ταλαάτ Πασάς εγκαταλείπει ….επιτυχώς τα εγκόσμια.
Η δίκη και ο πραγματικός ένοχος
«Σκότωσα μα δεν είμαι δολοφόνος» δήλωσε ο Τεχλιριάν στη δίκη που ακολούθησε στο Βερολίνο και προκάλεσε το διεθνές ενδιαφέρον.
Υποστήριξε ότι ενήργησε μόνος του από παρόρμηση καθότι λόγω των όσων έζησε έβλεπε στον ύπνο του τις νύχτες τη μητέρα του να του ζητά να πάρει εκδίκηση. Ήξερε ότι με κάθε τρόπο έπρεπε να αποκρύψει ότι εκτελούσε μέρος της ειδικής επιχείρησης Νέμεσις. Και το κατάφερε.
Οι συνήγοροί του επικαλέστηκαν ως ελαφρυντικά τις ταλαιπωρίες που υπέστη από την εκτόπισή του και τις κρίσεις επιληψίας που τον βασάνιζαν κάθε φορά που ανακαλούσε στη μνήμη του τις εικόνες φρίκης από την κακοποίηση και τη θανάτωση των γονιών του, του αδελφού και της αδελφής του. Τρεις μήνες μετά την πολύκροτη δίκη, οι ένορκοι του κακουργιοδικείου του Βερολίνου έκριναν αθώο τον Σογομόν Τεχλιριάν, απόφαση που έγινε δεκτή με ενθουσιώδη χειροκροτήματα από ένα πλήθος ομοεθνών και συμπαθούντων που είχαν κατακλύσει το δικαστήριο.
Γιατί ο Ταλαάτ ήταν ο υπ’ αριθμόν 1 στόχος
Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το οθωμανικό στρατιωτικό δικαστήριο καταδίκασε σε θάνατο τους βασικούς ηγέτες Νεότουρκους, που ήταν υπεύθυνοι για το σχεδιασμό και την εκτέλεση της γενοκτονίας των Αρμενίων. Από τις 8 Ιανουαρίου του 1919 και έπειτα, έγιναν τρία στρατοδικεία στην Κωνσταντινούπολη. Η δικαστική απόφαση βγήκε στις 5 Ιουλίου του 1919 και καταδίκασε ερήμην τους βασικούς υπαίτιους αναγνωρίζοντας τον προσχεδιασμένο χαρακτήρα των σφαγών των Αρμενίων. Οι Ταλαάτ, Τζεμάλ, Ενβέρ, Μπεχαεντίν Σακίρ και Μπεχαεντίν Ναζίμ, Τζεμάλ Αζμί είχαν διαφύγει τα ξημερώματα της 3ης Νοεμβρίου του 1918 με το γερμανικό πλοίο Λορελέι, που διέθεσε η πρεσβεία της Γερμανίας και θα τους μετέφερε στην Οδησσό.
Ο Ταλαάτ Πασάς που διέφυγε στο Βερολίνο κρυβόταν με το όνομα Αλή Σαλιέχ Μπέη. Είχε ξυρίσει το μουστάκι του για να μην τον αναγνωρίζουν, όμως ο Σογομόν Τεχλιριάν, κατάφερε να ταυτοποιήσει τον Ταλαάτ, χρησιμοποιώντας ένα ξυραφάκι για να «σβήσει» το μουστάκι του στη φωτογραφία που του είχαν δώσει οι σύντροφοί του.
Ο Ταλαάτ ήταν ο ουσιαστικός ηγέτης του Κομιτάτου ΄Ένωση και Πρόοδος και θεωρείται ως ο κύριος υπαίτιος της Γενοκτονίας των Αρμενίων μεταξύ 1915-1917. Είχε δηλώσει δημόσια την πρόθεσή του να εξαλείψει τους Αρμένιους της οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σχεδίασε και οργάνωσε την εθνοκάθαρση των Αρμενίων και επέβλεψε όλες τις φάσεις της εκτέλεσής της.
Η σορός του επεστράφη στο τουρκικό κράτος από τον Χίτλερ το 1943. Στην Κωνσταντινούπολη βρίσκεται το μαυσωλείο του και μια λεωφόρος φέρει το όνομά του στην ΄Άγκυρα. Από κάθε άποψη από δυσάρεστο έως εξοργιστικό…
Όμως πιο πριν
Το Δεκέμβριο του 1918 ο Σογομόν Τεχλιριάν βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη, στα γραφεία της εφημερίδας του Τασνάκ, Τζαγκανταμάρντ και εκεί γνωρίζεται με μια νεαρή δασκάλα, τη Γερανουή Ντανιελιάν, η οποία του υποδεικνύει την κατοικία του Χαρουτιούν Μιγκιρντιτσιάν, πράκτορα του Ταλαάτ. Ο Μιγκιρντιτσιάν είχε δώσει τα ονόματα των Αρμενίων διανοουμένων που συνελήφθησαν τη νύχτα της 23ης Απριλίου 1915 στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια δολοφονήθηκαν. Είχε συμπεριληφθεί στη λίστα με τους Αρμένιους προδότες, που είχαν συντάξει οι υπεύθυνοι του Τασνάκ, με σκοπό να τους εκτελέσουν. Μετά από παρακολούθηση πολλών εβδομάδων, τον Μάρτιο του 1919, ο Τεχλιριάν επωφελείται από μια δεξίωση που έδωσε ο Μιγκιρντιτσιάν στο σπίτι του και τον πυροβολεί από το παράθυρο σκοτώνοντάς τον με μια σφαίρα.
Ο επόμενος παρακαλώ
Την ίδια τακτική θα ακολουθήσει κι ένας άλλος Αρμένιος τιμωρός, ο Μισάκ Τορλακιάν που θα εκτελέσει στην Κωνσταντινούπολη, τον υπουργό Εσωτερικών του Αζερμπαϊτζάν, Μπεχούντ Χαν Τζιβανσίρ, υπεύθυνο της σφαγής 20.000 Αρμενίων κατά την είσοδο των Τούρκων στο Μπακού το Σεπτέμβρη του 1918. Στις 18 Ιουλίου 1921, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, ο Αζέρος αξιωματούχος επιστρέφει στο ξενοδοχείο Πέρα Παλάς, συνοδευόμενος από τον αδελφό του και άλλα τέσσερα άτομα μετά από μια οινοποσία σ’ ένα γειτονικό δημόσιο πάρκο.
Ένας μικρόσωμος άνδρας εμφανίζεται ξαφνικά στην είσοδο του ξενοδοχείου πυροβολώντας μια φορά στα πλευρά του Τζιβανσίρ που τον περνούσε ένα κεφάλι. Ο υπουργός γυρίζει λίγο το σώμα του και καταφέρνει να πιάσει το μπράτσο του θύτη του. Αυτός όμως προλαβαίνει και του φυτεύει δυο σφαίρες στο στήθος. Κι ενώ ο τραυματίας σωριάζεται καταγής, οι συνοδοί του πανικόβλητοι το βάζουν στα πόδια και κρύβονται πίσω από τα αυτοκίνητα. Οι δυο τούρκοι αστυνομικοί της φρουράς που βρίσκονται μπροστά στο ξενοδοχείο εξαφανίζονται.
Ο Τορλακιάν στρίβει στη γωνία του δρόμου, αλλά ξαναεμφανίζεται ακούγοντας τις εκκλήσεις του θύματος για βοήθεια. Οι τριάντα περίπου αποσβολωμένοι μάρτυρες δεν τολμούν να επέμβουν, βλέπουν έντρομοι τον εκτελεστή να πλησιάζει και να δίνει τη χαριστική βολή στον τραυματισμένο που θα υποκύψει λίγο αργότερα κατά τη μεταφορά του στο ξενοδοχείο. Ο Τορλακιάν ακουμπά το όπλο του στο καπό ενός αυτοκινήτου και παραδίδεται. Στους Γάλλους και κατόπιν στους ΄Άγγλους αξιωματικούς που τον ανακρίνουν, απαντά ότι η οικογένειά του εξοντώθηκε με διαταγή του Τζιβανσίρ στο Μπακού και δείχνει τις τρεις ουλές που φέρει στο σώμα του ενώ μια σφαίρα είναι ακόμα σφηνωμένη στο μηρό του από εκείνη την τραγική ημέρα..
Η δίκη του ξεκινά τέλη Αυγούστου, ενώπιον του βρετανικού στρατιωτικού δικαστηρίου στο κτίριο της παλιάς οθωμανικής σχολής πολέμου.
Διαρκεί δυο μήνες και ο συνήγορος υπεράσπισης στηριζόμενος στο πόρισμα του γιατρού-πραγματογνώμονα, υποστηρίζει ότι ο πελάτης του αφού υπέστη κρίση επιληψίας – τακτική που ακολουθήθηκε και στην υπόθεση Τεχλιριάν – είχε προβεί σε φόνο σε κατάσταση κρίσης όταν πληροφορήθηκε για την παρουσία του Τζιβανσίρ στην Κωνσταντινούπολη. Στις 20 Οκτωβρίου, ο Τορλακιάν κρίνεται ένοχος χωρίς να του επιβληθεί ποινή καθότι είχε το ακαταλόγιστο των πράξεών του τη στιγμή της εκτέλεσης. ΄Έτσι απελαύνεται στην Ελλάδα από τις δυνάμεις κατοχής.
Ο Τορλακιάν όπως και ο Τεχλιριάν, ακολούθησαν πιστά τις οδηγίες της οργάνωσης που ανήκαν και σκοπό είχε τη τιμωρία με θάνατο των πρωταιτίων της Γενοκτονίας των Αρμενίων.
Η λίστα του… «killer» σε συνέχειες
Στις 5 Δεκεμβρίου 1921 ο Αρσαβίρ Σιρακιάν θα εκτελέσει στη Ρώμη κατά τρόπο μυθιστορηματικό – κρεμασμένος στο μαρσπιέ της άμαξας που μετέφερε το θύμα – με μια σφαίρα στο κεφάλι, τον πρώην αρχηγό της κυβέρνησης των Νεότουρκων Σαΐντ Χαλίμ μετά από συστηματική παρακολούθηση πέντε μηνών.
Ο Σιρακιάν μαζί με τον Αράμ Γεργκανιάν θα ξαναχτυπήσουν στο Βερολίνο στις 17 Απριλίου 1922 ταυτόχρονα και θα εκτελέσουν τον δρ. Μπεχαεντίν Σακίρ, έναν από τους κυριότερους υπεύθυνους της γενοκτονίας και τον πρώην διοικητή της Τραπεζούντας, Τζεμάλ Αζμί.
Η καταδίωξη του πρώην υπουργού Ναυτικών, Τζεμάλ Πασά, μέλους της τριανδρίας των Νεότουρκων, που έγινε σύμβουλος των Σοβιετικών στις καυκασιανές υποθέσεις, θα οδηγήσει τους αποφασισμένους τιμωρούς Στεπάν Τζαγικιάν, Μπεντρός Τερ Μπογοσιάν και Αρντασέζ Κεβορκιάν να τον εντοπίσουν και εκτελέσουν στις 25 Ιουλίου 1922, μπροστά στο στρατηγείο της Τσέκα, (πολιτικής αστυνομίας των μπολσεβίκων) στην Τιφλίδα.
Ειρωνεία της τύχης: ο Εμβέρ Πασάς, το τρίτο μέλος της τριανδρίας των Νεότουρκων, πρώην υπουργός Πολέμου, που είχε στραφεί προς την κομμουνιστική κυβέρνηση της Μόσχας, θα χάσει τη ζωή του στις 4 Αυγούστου 1922 από τον Αγκόπ Μελκουμιάν αξιωματικό μιας διμοιρίας Αρμενίων μπολσεβίκων κοντά στη Σαμαρκάνδη, στα σύνορα του Αφγανιστάν, όντας επικεφαλής μιας ομάδας επαναστατημένων μουσουλμάνων του εμιράτου της Μπουχάρας και ο δρ. Ναζίμ, ο τελευταίος που απέμεινε από τη λίστα των «στόχων» που είχαν συντάξει οι εκδικητές, θα εκτελεστεί δια απαγχονισμού στην ΄Άγκυρα στις 26 Αυγούστου 1926. ΄Όχι όμως επειδή συμμετείχε στην οργάνωση των σφαγών του 1915, αλλά διότι συνωμότησε εναντίον του κεμαλικού καθεστώτος. ΄Όπως και να ‘χει κακό δε το λες….
Κυκλοφορούν στα Ελληνικά
«Επιχείρηση Νέμεσις» του Ζακ Ντεροζύ Εκδόσεις Στοχαστής
«Το Χρέος του Αίματος-Ο Τιμωρός» του Αρσαβίρ Σιρακιάν Εκδόσεις Στοχαστής
«Επιχείρηση Νέμεσις-Ειδική Αποστολή» του Πάολο Κόσι (κόμικ) Εκδόσεις Αρμενικά.
Και για εμάς τους Έλληνες ... ΤΟ ΣΦΑΞΕ ΜΕ ΑΓΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΑΓΙΑΣΩ πρέπει να έχει ημερομηνία λήξης!
ΑπάντησηΔιαγραφή