Σελίδες

16 Μαρτίου 2021

Η θρησκευτική πολιτική της δυναστείας του Ηρακλείου και τα μετέπειτα χρόνια (από την ελληνική μας ιστορία) (μέρος Α)

Αναδημοσίευση από τη Βυζαντινή Ιστορία 
 
Ο ΜΟΝΟΘΕΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ «Η ΕΚΘΕΣΗ»
 
Οι εκστρατείες του Ηρακλείου εναντίον των Περσών έχοντας σαν αποτέλεσμα την επανάκτηση των Μονοφυσιτικών επαρχιών της αυτοκρατορίας (Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτος) έθεσαν για μια ακόμα φορά έντονο το πρόβλημα της συμπεριφοράς του κράτους προς τους Μονοφυσίτες. Ακόμα και στη διάρκεια των εκστρατειών του ο Ηράκλειος άρχισε συνεννοήσεις με τους Μονοφυσίτες επισκόπους των ανατολικών επαρχιών, για να πετύχει ένα είδος εκκλησιαστικής ενότητας, κάνοντας ορισμένες παραχωρήσεις στα δογματικά ζητήματα.
 
Φαινόταν ότι η ενότητα θα μπορούσε να επιτευχθεί αν η Ορθόδοξη Εκκλησία συμφωνούσε να αποδεχθεί δύο μεν φύσεις αλλά μια ενέργεια και ένα θέλημα του Ιησού. Από την τελευταία αυτή λέξη η διδασκαλία ονομάστηκε Μονοθελητισμός και είναι γνωστή στην ιστορία με το όνομα αυτό. Η Αντιόχεια και η Αλεξάνδρεια, που αντιπροσωπεύονταν από τους Μονοφυσίτες Πατριάρχες τους που διόρισε ο Ηράκλειος, ήθελαν να εργαστούν για την επίτευξη μιας συμφωνίας. Εναντίον όμως του Μονοθελητισμού εξεγέρθηκε ο μοναχός Σωφρόνιος από την Παλαιστίνη, ο οποίος ζούσε στην Αλεξάνδρεια και που χρησιμοποιώντας τα εντυπωσιακά του επιχειρήματα κατά της νέας διδασκαλίας, απειλούσε να υποσκάψει τη διαλεκτική τακτική του Ηράκλειου. Ο Πάπας Ονόριος, αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο των δογματικών ερίδων που στηρίζονταν σε δόγματα, τα οποία δεν συζητήθηκαν από Οικουμενικές Συνόδους, δήλωσε ότι η διδασκαλία περί μιας θέλησης ήταν σωστή.  
 
Ο Σωφρόνιος έγινε Πατριάρχης Ιεροσολύμων, παίρνοντας έτσι μια θέση που του επέτρεπε να εξασκεί πολύ μεγαλύτερη επιρροή, και έστειλε μια συνοδική επιστολή στον επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, με την οποία ανέπτυσσε με μεγαλύτερη θεολογική ικανότητα το μη ορθόδοξο της διδασκαλίας των Μονοθελητών. Προβλέποντας ο Ηράκλειος μεγάλες θεολογικές διαμάχες εξέδωσε την «Έκθεση», τη διατύπωση δηλαδή της διδασκαλίας περί μιας θέλησης του Χριστού. Το χριστολογικό μέρος του κειμένου αυτού το συνέθεσε ο Πατριάρχης Σέργιος. Ο αυτοκράτορας έλπιζε ότι η έκθεση θα συντελούσε πολύ στη συνδιαλλαγή των Μονοφυσιτών με τους Ορθοδόξους, αλλά οι ελπίδες του διαψεύσθηκαν. Ο νέος Πάπας δεν ενέκρινε την Έκθεση και θέλοντας να υποστηρίξει το δόγμα περί δύο θελήσεων, κήρυξε τον Μονοθελητισμό ως αίρεση.  
 
Η πράξη αυτή όμως δημιούργησε μια απροσδόκητη έχθρα μεταξύ του Πάπα και του αυτοκράτορα. Επιπλέον η Έκθεση δημοσιεύθηκε σε μια περίοδο κατά την οποία δεν μπορούσε να ασκήσει τη μεγάλη επιρροή στην οποία υπολόγιζε ο Ηράκλειος. Ο κύριος σκοπός του αυτοκράτορα ήταν να συμβιβάσει τις ανατολικές μονοφυσιτικές επαρχίες με την Ορθοδοξία. Αλλά το έτος 638, όταν δημοσιεύθηκε η Έκθεση, η Συρία, η Παλαιστίνη και το τμήμα της Μεσοποταμίας που ανήκε στο Βυζάντιο, δεν αποτελούσαν πια τμήμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, επειδή είχαν καταληφθεί από τους Άραβες. Υπήρχε ακόμα η Αίγυπτος αλλά και αυτής οι ημέρες ήταν μετρημένες. Η υπόθεση των Μονοφυσιτών είχε χάσει την πολιτική της σημασία και το διάταγμα του Ηρακλείου δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Παρόμοιες προσπάθειες συμβιβασμού που είχαν γίνει στο παρελθόν δεν οδήγησαν σε ικανοποιητικά αποτελέσματα και δεν πέτυχαν ποτέ να λύσουν τα βασικά προβλήματα κυρίως λόγω της έντονης ισχυρογνωμοσύνης της πλειονότητας και των δύο πλευρών.  
 
Ο «ΤΥΠΟΣ» ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑ Β’  
 
Μετά το θάνατο του Ηράκλειου, στη διάρκεια της βασιλείας του Κώνστα Β’, η θρησκευτική πολιτική εξελίχθηκε ως εξής: Ο αυτοκράτορας παρέμενε ακόμα οπαδός του Μονοθελητισμού, αν και η κίνηση αυτή είχε χάσει την πολιτική της σημασία. Μετά την απώλεια της Αιγύπτου, που καταλήφθηκε από τους Άραβες, ο αυτοκράτορας έκανε αρκετές προσπάθειες για να συμβιβασθεί με τον Πάπα, και προσφέρθηκε να κάνει αρκετές μεταβολές των δογμάτων του Μονοθελητισμού.  
 
Έχοντας σκοπό τη συμφιλίωση, ο Κώνστας Β’ εξέδωσε το 648 τον «Τύπο», ο οποίος απαγόρευε κάθε συζήτηση σχετική με τις δύο ενέργειες ή θελήσεις του Χριστού. Εκτός από την απαγόρευση αυτή, ο Τύπος διέταζε την εξαφάνιση των εγγράφων συζητήσεων επί του θέματος, δηλαδή την έκθεση του Ηρακλείου, που είχε τοποθετηθεί στο νάρθηκα της Αγίας Σοφίας. Το μέτρο όμως αυτό του Κώνστα δεν πέτυχε την ποθητή θρησκευτική ειρήνη. Μπροστά στους αντιπροσώπους του ελληνικού κλήρου, στη Σύνοδο του Λατερανού, ο Πάπας Μαρτίνος καταδίκασε «την πολύ ασεβή Έκθεση (impiissima Ecthesis)» και «τον φαύλο Τύπο (scelerosus Typus)» και κήρυξε όλους εκείνους, που τα ονόματά τους συνδέονταν με τη σύνταξη των δύο διαταγμάτων, ένοχους αίρεσης. Ο εκλεκτός θεολόγος του 7ου αιώνα Μάξιμος ο Ομολογητής, αντιμετώπισε αποφασιστικά τόσο τον Τύπο όσο και τον Μονοθελητισμό γενικά. Επίσης μεγάλη δυσαρέσκεια εκδηλωνόταν εναντίον της θρησκευτικής πολιτικής του αυτοκράτορα στην Ανατολική Εκκλησία.  
 
Εξοργισμένος από τη στάση του Πάπα στη σύνοδο του Λατερανού, ο Κώνστας Β’ διέταξε τον Έξαρχο της Ραβέννας να συλλάβει τον Μαρτίνο και να τον στείλει στην Κωνσταντινούπολη. Ο Έξαρχος, εκπληρώνοντας τις διαταγές του αυτοκράτορα, μετέφερε τον Πάπα στην Κωνσταντινούπολη, όπου κατηγορήθηκε για προσπάθεια εξέγερσης των δυτικών επαρχιών εναντίον του αυτοκράτορα, διαπομπεύθηκε και φυλακίστηκε. Λίγο αργότερα στάλθηκε στη μακρινή Χερσώνα, το συνηθισμένο τόπο εξορίας της βυζαντινής περιόδου, όπου πέθανε λίγο μετά την άφιξή του εκεί. Στα γράμματα που έστελνε από τη Χερσώνα ο Πάπας παραπονείται για τις κακές συνθήκες ζωής και ζητάει από τους φίλους του να του στείλουν τροφή και κυρίως ψωμί, για το οποίο μιλούν εκεί δίχως να το έχουν δει ποτέ. Δυστυχώς τα γράμματα του Μαρτίνου δίνουν πολύ μικρού ενδιαφέροντος πληροφορίες για την κατάσταση που επικρατούσε στη Χερσώνα, από πλευράς οικονομικής και πολιτισμού, τον 7ο αιώνα.  
 
Ο αυτοκράτορας κι ο Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης συνέχισαν τις συνεννοήσεις τους με τους διαδόχους του Μαρτίνου και τελικά συμβιβάστηκαν με τον δεύτερο διάδοχό του, τον Βιταλιανό και το σχίσμα των Εκκλησιών έπαψε να υπάρχει. Αυτή η θρησκευτική συμφιλίωση με τη Ρώμη πολιτικά ήταν πολύ σημαντική για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, επειδή ενίσχυσε τη θέση του αυτοκράτορα στην Ιταλία.  
 
Ο αντίπαλος του Μονοθελητισμού, Μάξιμος ο Ομολογητής, συνελήφθηκε από τον Έξαρχο της Ιταλίας και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου, αφού τον καταδίκασαν, τον ακρωτηρίασαν σκληρά. Ο Μάξιμος πέθανε σαν μάρτυρας στην εξορία.  
 
Η 6η ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ  
 
Αν και ο Μονοθελητισμός έχασε την πολιτική του σημασία, συνέχισε να προκαλεί διαφωνίες μεταξύ του λαού ακόμα και μετά την απαγόρευση του Τύπου. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο ο διάδοχος του Κώνστα Β’, ο Κωνσταντίνος Δ’, θέλοντας να εγκαθιδρύσει μια οριστική θρησκευτική ειρήνη στην αυτοκρατορία του, συγκάλεσε το 680 στην Κωνσταντινούπολη την 6η Οικουμενική Σύνοδο, που καταδίκασε τον Μονοθελητισμό και αναγνώρισε τις δύο φύσεις, τα δύο θελήματα και τις δύο ενέργειες του Χριστού.  
 
Η ειρήνη με τη Ρώμη αποκαταστάθηκε τελείως, και η ανακοίνωση που στάλθηκε στον Πάπα από την 6η Σύνοδο τον προσφωνεί «Κεφαλή της πρώτης Επισκοπής της παγκόσμιας Εκκλησίας» και δηλώνει ότι το μήνυμα του Πάπα προς τον αυτοκράτορα ερμήνευε τις πραγματικές αρχές της θρησκείας.  
 
Έτσι την εποχή του Κωνσταντίνου Δ’, το βυζαντινό κράτος εκδηλώθηκε οριστικά κατά του Μονοφυσιτισμού και του Μονοθελητισμού. Τα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας (αποσπασμένα από την αυτοκρατορία, μετά τις κατακτήσεις των Αράβων) έλαβαν μέρος στην 6η Οικουμενική Σύνοδο, στέλνοντας κι αυτά τους αντιπροσώπους τους. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μακάριος, που ζούσε στην Κωνσταντινούπολη ασκώντας τα καθήκοντά του μόνο στην Κιλικία και την Ισαυρία, υποστήριξε τον Μονοθελητισμό στη διάρκεια της Συνόδου και γι’ αυτό εκθρονίστηκε και αφορίστηκε. Οι αποφάσεις της Συνόδου απέδειξαν στη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο ότι η Κωνσταντινούπολη εγκατέλειψε την επιθυμία να βρει ένα τρόπο συμβιβασμού με τις επαρχίες που δεν αποτελούσαν πλέον μέρος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.  
 
Η θρησκευτική ειρήνη που έγινε με τη Ρώμη πέτυχε χάρη στην αποφασιστική απομάκρυνση από το Μονοφυσιτικό και το Μονοθελητικό πληθυσμό των ανατολικών επαρχιών, πράγμα που συντέλεσε πολύ στην περαιτέρω ενίσχυση της δύναμης των Αράβων στις επαρχίες αυτές. Η Συρία, η Παλαιστίνη κι η Αίγυπτος απομονώθηκαν οριστικά από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία.  
 
Δεν μπορούμε να πούμε ότι η συμφωνία που έγινε με τη Ρώμη, με βάση την 6η Οικουμενική Σύνοδο, κράτησε πολύ. Ακόμα και την εποχή του διαδόχου του Κωνσταντίνου Δ’, Ιουστινιανού Β’, οι σχέσεις μεταξύ Βυζαντινής αυτοκρατορίας και Ρώμης εντάθηκαν και πάλι. Θέλοντας να συμπληρώσει το έργο της 5ης και 6ης Οικουμενικής Συνόδου, ο Ιουστινιανός Β’ συγκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη, το 691, μια Σύνοδο, που έγινε στη θολωτή αίθουσα του Παλατιού, τον Τρούλο, και ονομάστηκε συνεπώς «η εν Τρούλω Σύνοδος».  
 
Η Σύνοδος αυτή που ονομάστηκε Οικουμενική, είναι επίσης γνωστή ως «Πανθέκτη» (Ouinisextum), επειδή αποτελεί συμπλήρωμα των δύο προηγούμενων Συνόδων, δηλαδή της 5ης και της 6ης. Ο Πάπας Σέργιος αρνήθηκε να υπογράψει τα πρακτικά της Συνόδου με την αιτιολογία ορισμένους όρους, όπως ήταν ο όρος ο σχετικός με τη νηστεία του Σαββάτου και η άδεια που δινόταν στους ιερείς να παντρεύονται. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Κώνστα Β’ που εξόρισε τον Μαρτίνο στην Κριμαία, ο Ιουστινιανός διέταξε τη σύλληψη του Σέργιου και τη μεταφορά του στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά ο στρατός της Ιταλίας τον υπερασπίστηκε και τον προστάτευσε από τον απεσταλμένο του αυτοκράτορα, ο οποίος θα έχανε τη ζωή του αν δεν επενέβαινε ο Πάπας.  
 
Στη διάρκεια της δεύτερης βασιλείας του Ιουστινιανού Β’ (705-711), ο Πάπας Κωνσταντίνος (ο τελευταίος Πάπας που κλήθηκε στην πρωτεύουσα του Βυζαντίου) ήρθε, ύστερα από πρόσκληση του αυτοκράτορα, στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ιουστινιανός δέχτηκε τον Πάπα με μεγάλες τιμές και (όπως αναφέρει ο βιογράφος του Πάπα) ξαπλώθηκε μπροστά στον Κωνσταντίνο, του οποίου φίλησε το πόδι, κρατώντας στο χέρι το αυτοκρατορικό στέμμα.  
 
Ο Ιουστινιανός κι ο Πάπας πέτυχαν έναν ικανοποιητικό συμβιβασμό, για τον οποίον όμως δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες. Ο Πάπας Κωνσταντίνος, όπως αναφέρει ο Γερμανός εκκλησιαστικός ιστορικός Hefele, είχε την εποχή εκείνη αναμφίβολα πετύχει τη μέση οδό, την οποία αργότερα ακολούθησε ο Πάπας Ιωάννης Η’ (872-882), δηλώνοντας ότι «δεχόταν όλους τους κανόνες που δεν ήταν αντίθετοι στην αληθινή πίστη, την ηθική και τα διδάγματα της Ρώμης».  
 
Ο Πάπας Κωνσταντίνος επέστρεψε με ασφάλεια στη Ρώμη, όπου έγινε δεκτός από το λαό με μεγάλη χαρά. Η θρησκευτική ειρήνη φαινόταν να έχει επικρατήσει τελικά μέσα στα τόσο περιορισμένα σύνορα της αυτοκρατορίας.  
 
συνεχίζεται στο Β μέρος 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).

Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.

Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.