Υπάρχουν άνθρωποι των οποίων η προσωπικότητα είναι τόσο ισχυρή, ο ζωικός τους μαγνητισμός τόσο έντονος, και οι ικανότητες τους τόσο διακριτές, ώστε αφήνουν, χωρίς οι ίδιοι να το επιδιώκουν, τα ίχνη τους στη ζωή βαθιά χαραγμένα, πέραν όλων αυτών των ιδιαιτεροτήτων που διχάζουν τους κοινούς θνητούς: των πολιτικών πεποιθήσεων, των σεξουαλικών προτιμήσεων, ή ακόμη και των κοινωνικών τους συμπεριφορών. Με άλλα λόγια πέραν του καλού και του κακού (“Jenseits von Gut und Böse”, Friedrich Nietzsche). Σκόρπια παραδείγματα: ο Λώρενς της Αραβίας, ο Έζρα Πάουντ, ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, η Λένι Ρίφενσταλ, ο Σελίν, ο Μπερτολτ Μπρεχτ, ο Χάιντεγκερ, ο Μισίμα, και για να έρθουμε και σε μερικά δικά μας, η Μαρία Κάλλας, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Γιάννης Γλέζος και φυσικά ο Γιώργος Κιμούλης.
Τον Κιμούλη τον γνώρισα το 1999 ως καλλιτεχνικό διευθυντή του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, τότε που ήμουν μέλος του Διοικητικού του Συμβουλίου (1999-2002). Άνθρωπος με μεγάλη παιδεία, βαθιές γνώσεις, φιλοσοφία ζωής, αξιοπρέπεια και ακεραιότητα. Θυμηθείτε ότι διορίσθηκε από τον Σύριζα τον Φεβρουάριο του 2017 πρόεδρος του Κέντρου Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, θέση περίοπτη, περιζήτητη, αξιοζήλευτη, καλλιτεχνικά και οικονομικά, και σε μερικές μέρες, μόλις αντελήφθη ότι οι πολιτικοί ψάχνουν για αχυράνθρωπο, τους περιφρόνησε και παραιτήθηκε. Πολλοί λίγοι θα έκαναν κάτι τέτοιο.
Ο Γιώργος Κιμούλης, πέραν των γνωστών σε όλους εξαίρετων θεατρικών προσόντων του, είναι ένας πολύ ζωντανός άνθρωπος, πάντοτε συνεπής στις υποχρεώσεις του και (ή αλλά για κάποιους), προ παντός στον εργασιακό του χώρο, απόλυτα τελειοθηρικός. Αυτή η τελευταία ιδιότητα των πολύ λίγων όντως ανθρώπων που έχουν το μειονέκτημα να την κουβαλάν στο γενετικό τους υλικό, είναι που προκαλεί τα προβλήματα με τον ανθρώπινο περίγυρο του συρμού. Τηρουμένων των αναλογιών (mutatis mutandis) το είχε σχολιάσει κάποτε και ο Αριστοτέλης, αναφερόμενος στο πως η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων δεν αντέχει την σκληρή και άκαμπτη τελειοθηρία της λογικής και τις λεπτομερείς προσεγγίσεις της.
Είναι φυσικό στον χώρο του θεάτρου, της σκηνοθεσίας, και της υποκριτικής, ο έχων τα ηνία της τελειοθηρίας μιας παράστασης, να αντιμετωπίζεται από τους λιγότερο ταλαντούχους συντελεστές (ποτέ ατάλαντους, τέτοιους ποτέ δεν θα επέλεγε ο Κιμούλης), ως ιδιότροπος, περίεργος και από κάποιους να θεωρείται και καταπιεστής. Κανείς εξάλλου δεν αμφιβάλλει ότι οι πραγματικά μεγάλοι ηθοποιοί είναι sui generis, αποτέλεσμα της συνέλιξης των γονοτυπικών τους χαρακτηριστικών, της επίκτητης θεατρικής τους παιδείας, και, το σημαντικότερο ίσως, της καλειδοσκοπικής προσωπικότητας που αναπτύσσουν, καθώς αναρριχώνται στον κολοφώνα της δόξας τους, από την εισβολή, αν όχι κατοχή, που υφίστανται, από μία πολλαπλότητα ιδιαίτερα πεπλεγμένων προσωπικοτήτων που ενσάρκωσαν και ενσαρκώνουν στη σκηνή, κατά την διάρκεια της καριέρας τους. Γιατί ο μεγάλος ηθοποιός δεν μιμείται απλώς, αλλά μεταμορφώνεται σε αυτόν που ενσαρκώνει, πνευματικά, ψυχολογικά, και – γιατί όχι; – και βιολογικά, για το μεγάλο χρονικό διάστημα που διαρκεί ο ρόλος, του, από τις πρόβες και καθ’ όλη την διάρκεια των παραστάσεων, και όχι μόνον. Γιατί αυτή η μεταμόρφωση αφήνει μόνιμα ίχνη μέσα του, με αποτέλεσμα σε βάθος χρόνου, λόγω των πολλών και πολλές φορές αντιφατικών ρόλων που ενσαρκώνει στην καριέρα του, να αποτελεί επιμειξία μεταμορφώσεων που συνιστούν μια ολοένα νέα και διαφορετική προσωπικότητα, με την οποία έχουν να κάνουν οι κατά καιρούς συνεργάτες του και οι συντελεστές μιας παράστασης. Όταν δε ένας τέτοιος ηθοποιός καθίσταται σκηνοθέτης, τότε απαιτεί, πολλές φορές πυξ λάξ και οδάξ, τα πράγματα να γίνονται «έτσι» και όχι «αλλιώς».
Για όλες λοιπόν αυτές τις διαμαρτυρόμενες καλλιτέχνιδες (και ίσως και κάποιους καλλιτέχνες), αναφορικά με την συμπεριφορά και τις απαιτήσεις του Γιώργου Κιμούλη απέναντί τους, ισχύει το «μην πυροβολείτε τον πιανίστα», «ρυθμίστε καλύτερα το πιάνο σας, κι αν δεν μπορείτε, μη τον αφήνετε να παίζει με τα πλήκτρα σας, παίξτε τα μόνες σας». Επιλογή σας (κα υποθέτω και τιμή σας, κάπως έτσι θα το θεωρούσατε στην αρχή) η συνεργασία σας μαζί του, και επιλογή σας θα έπρεπε να είναι η διακοπή της, αν δεν την αντέχατε. Και οι όποιες διαμαρτυρίες σας, θα έπρεπε να εκφράζονταν έγκαιρα και όχι ετεροχρονισμένα. Γιατί αυτό το φαινόμενο μπορεί να επιδέχεται μια πολλαπλότητα ερμηνειών, όχι όλων τιμητικών για τις καταγγέλλουσες, κάποιες μάλιστα ερμηνείες θα μπορούσαν αντί καταγγέλλουσες να τις καταστήσουν καταγέλαστες.
Αυτό το τελευταίο αναφέρεται στις περιπτώσεις όπου το θήλυ μέλος ενδίδει στις σεξουαλικές παρενοχλήσεις τού εν δυνάμει επιβήτορα, σε στυλ «τραβάτε με κι ας κλαίω», γιατί «κάτι με τραβά κοντά σας καλέ μου κύριε, όχι ίσως ο ανδρισμός σας, αλλά κάτι τέλος πάντων», το οποίο «Μετά Είκοσι (και βάλε) Έτη», όπως βάφτισε την συνέχεια του έργου του «Οι Τρεις Σωματοφύλακες» ο Αλέξανδρος Δουμάς (πατήρ), το αποπλανηθέν, παραπλανηθέν και πλανηθέν θήλυ, σε προχωρημένη πλέον ηλικία για να θεωρείται νέα γυναίκα, αντιλαμβάνεται ότι δεν ήταν σωστό που υπέκυψε, ότι έπρεπε να είχε πει «όχι», και ότι τώρα αισθάνεται ως «Η Κυρία με τας Καμελίας», του Αλεξάνδρου Δουμά (υιού αυτή την φορά), την οποία ο μοναδικός Τζουζέπε Βέρντι μελοδραματοποίησε στην γνωστή σε όλους τους καλλιτεχνικούς κύκλους «Παραστρατημένη», νεοελληνιστί «Τραβιάτα» ((La Traviata), λεκτική συνήχηση απλώς, και όχι λέξη ετυμολογούμενη εκ του «τραβάτε με κι ας κλαίω».
Η πρώτη διδάξασα τις διαμαρτυρίες και μετανοούσα Μαγδαληνή, αποτέλεσε το έναυσμα ενός μιμητικού τσουνάμι παρόμοιων, παράπλευρων ή και ανόμοιων περιπτώσεων, θιγμένων κατά τη γνώμη τους γυναικών, οι οποίες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο υιοθέτησαν το ίδιο ετεροχρονισμένο σκεπτικό αντίδρασης. Είναι το γνωστό «σύνδρομο της σκάλας», από το «Κόκκινο και το Μαύρο» του Σταντάλ, όπου κάποιος (ή κάποια) κατεβαίνοντας τη σκάλα σκέφθηκε τι θα έπρεπε να είχε πει και να είχε κάνει σε κάτι που του (ή της) συνέβη στον άνω όροφο της πολυκατοικίας, από τον οποίο κατέβαινε αμέσως μετά το συμβάν. Μόνο που στις προκείμενες περιπτώσεις η «κάθοδος των μυρίων» (παρενοχλημένων, τσαλακωμένων, και κακοποιημένων γυναικών) κράτησε χρόνια και ζαμάνια.
Ο λόγος, ή τέλος πάντων ένας από τους λόγους, είναι σίγουρα υπαρξιακός. Με την «ελεύθερη αγορά» να κατακλύζεται από πρόθυμες φαινομηρίδες νεάνιδες στα άπειρα τηλεοπτικά παλκοσένικα («φάτε μάτια ψάρια»), η παλιά γενιά των τώρα διαμαρτυρόμενων γυναικών, με τη μπογιά της ξεθωριασμένη, καθιστά γνωστό urbi et orbi, αλλά κυρίως στις ίδιες τις κυρίες που διαμαρτύρονται, στους εαυτούς τους δηλαδή, ότι ναι, κάποτε ήταν κι αυτές περιζήτητες σαν γυναίκες, μέχρι που τις στριμώχνανε τα αρσενικά και με κάποιο ζόρι, και παρά τη θέλησή τους, αλλά τι να κάνανε; Ακριβώς το ανάστροφο από αυτό που συνέβη με την τσαρίνα πασών των Ρωσιών, όπου «η Μεγάλη Αικατερίνη τοιαύτην πίεσιν εξήσκησε επί του Σουλτάνου, ώστε το Διβάνιον υπεχώρησεν» (αχ! αυτές οι ρωσο-τουρκικές σχέσεις με το «οθωμανικόν» βεβαίως, βεβαίως, «δίκαιον»).
Τώρα όμως, που να βρεις σουλτάνο με τέτοια λειψανδρία… Άντε μόνο σε κανένα τούρκικο σήριαλ με τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή να πάρεις καμιά γεύση, virtual reality δηλαδή. Tele-sex, κατά το Tele-text, και Μέγας είσαι Κύριε («Αλλάχ-ου- Άκμπαρ» επί το ελληνικότερο). Αμ τα έγραφε ο καημένος ο Μένης Κουμανταρέας στο πλούσιο και πλουμιστό πρωτοπόρο έργο του, στο οποίο πολλοί έχουν ενδιατρίψει. Στο τελευταίο αυτοβιογραφικό του πόνημα «Ο Θησαυρός του Χρόνου» (που εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2014, έναν πρακτικά μήνα πριν από τον αδόκητο χαμό του), ο Μένης απευθύνει, με τον τρόπο του, προειδοποίηση στο γυναικείο φύλο, για το τι θα του συμβεί, σε περίπτωση που κάποιες σεξουαλικές τάσεις καταστούν mainstream (του συρμού), όταν, αναφερόμενος σε έναν φοβικό απέναντι στις γυναίκες τυπάκο, τον Σπίνο, τις βάζει να σχολιάζουν με αφοπλιστικό τρόπο (εγώ το βάζω σε εισαγωγικά, όπως κάνουν οι δικηγόροι στα δικόγραφα): «Αν ήταν όλοι τους έτσι, το μ....ί μας θα ’μενε νηστικό».
Φυσικά το πρόβλημα με τις ανάρμοστες συμπεριφορές, τις κακοποιήσεις, και τις υποβαθμίσεις που υφίστανται σήμερα οι γυναίκες, δεν θέλει κανείς να το πιάσει από τα κέρατα. Γιατί το πρόβλημα έγκειται στην απάτη των σύγχρονων εξουσιαστών, που τις παραμυθιάζουν με την δήθεν απελευθέρωσή τους, κάτω από την σημαία του φεμινισμού. Αντί λοιπόν οι γυναίκες να ζουν κάτω από την προστασία του άνδρα τους, στη θαλπωρή του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, να γίνονται μανάδες, και να ανατρέφουν κατά τρόπο χρηστό τα παιδιά τους, τις επιβάλλονται και όλες οι δουλειές του σπιτιού, και οι εγκυμοσύνες, και η διατροφή και ανατροφή των παιδιών τους, ενώ παράλληλα αποστέλλονται από τους εξουσιαστές αρσενικούς να δουλέψουν «για το καλό τους», κάτω από τις γνωστές συνθήκες καταπίεσης, παρενόχλησης και υποβάθμισης, στα σύγχρονα «στρατόπεδα εργασίας», όπου feminismus macht frei, «ο φεμινισμός σε κάνει ελεύθερη». Την ψευδεπίγραφη ισότητα των φύλων όμως την διέγνωσε μια γυναικεία φωνή (νομίζω ήταν η Θάτσερ), όταν με περισσή πικρία και πλήρη αίσθηση της πραγματικής πραγματικότητας, δήλωνε: «ισότητα των φύλων θα επέλθει όταν σε μία κυβέρνηση ο αριθμός των βλακών γυναικών υπουργών θα είναι ίσος με τον αριθμό των βλακών ανδρών υπουργών». Επί του παρόντος οι τοιούτου είδους άνδρες υπουργοί σαρώνουν τα κυβερνητικά γήπεδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.