Σελίδες

24 Φεβρουαρίου 2021

Ογδόντα χρόνια από τον θάνατο του Γ. Σαραντάρη

Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
 
Πριν από ογδόντα χρόνια απεβίωσε ο σημαντικός ποιητής και στοχαστής Γιώργος Σαραντάρης. Καχεκτικός στο σώμα και φιλάσθενος πολέμησε στην πρώτη γραμμή τους Ιταλούς και δεν άντεξε. Απεβίωσε στις 25 Φεβρουαρίου 1941, σε ηλικία 33 ετών.
 
Για την τραγικότητα του τέλους του Σαραντάρη και τον χριστιανικό τρόπο που αντιμετώπισε τον θάνατο έγραψε ο Οδυσσέας Ελύτης στα «Ανοιχτά Χαρτιά» (Εκδ. Ίκαρος, σελ. 392-393). Καταγγέλλει το επιστρατευτικό σύστημα ότι κράτησε στο Κολωνάκι «τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και ξαπόστειλε στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα». Έναν εύθραυστο διανοούμενο, όπως τον χαρακτηρίζει, «που μόλις στεκότανε στα πόδια του, που όμως είχε προφτάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της».  
 
Εξηγεί ο Ελύτης ότι αφού ήταν διπλωματούχος νομικός ιταλικού πανεπιστημίου – ο μόνος ίσως σε ολόκληρο το στράτευμα παρατηρεί -, θα μπορούσε να ΄ναι περιζήτητος στις υπηρεσίες της αντικατασκοπείας, ή της ανάκρισης αιχμαλώτων, αντί να φορτωθεί το γυλιό και τον οπλισμό των τριάντα οκάδων και «να χαθεί παραπατώντας μες στα χιονισμένα φαράγγια ένας ακόμη ποιητής, ένας ακόμη αθώος στο δρόμο του μαρτυρίου».  
 
Συνεχίζοντας ο Ελύτης γράφει για το τραγικό του τέλος: «Φαίνεται ότι πέρασε φρικτές ώρες...Φώναζε βοήθεια στους άλλους φαντάρους, αυτός ο Χριστιανός φώναζε «αδέλφια» και τ’ «αδέλφια» τον κοροϊδεύανε, τα πιο αδίσταχτα βαλθήκανε κιόλας να του κλέβουνε κουβέρτες, μάλλινα, οτιδήποτε χρήσιμο μπορούσε ο δόλιος να κουβαλεί. Απόμεινε σαν το κατατρεγμένο πουλί μέσα στην παγωνιά. Χωρίς να βαρυγκομήσει. Χωρίς να ξεστομίσει έναν πικρό λόγο. Περήφανος, μ’ ένα σώμα ελάχιστο και μια μεγάλη ψυχή, που τον κράτησε όσο που να τραγουδήσει ακόμη λίγο: “Εγώ που οδοιπόρησα με τους ποιμένες της Πρεμετής” – κι ύστερα ν’ ανεβεί “στους τόπους που αγγέλλουν τον ουρανό και συνομιλούν με τον ήλιο”. Και καταλήγει ο Ελύτης: 
 
«Έτσι πέθανε ένας Έλληνας ποιητής, όταν οι συνάδελφοί του στη Δύση βλαστημούσανε το Θεό κι εμπιστεύονταν στη μαριχουάνα. Έπρεπε να το διαφυλάξουμε αυτό, να το κάνουμε σύμβολό μας και κουράγιο μας, τώρα που άρχιζαν άλλα δεινά, η πείνα, η κλούβα, οι εκτελέσεις στον τοίχο». 
 
Ο Σαραντάρης εκτός από πρωτοπόρος στη σύγχρονη ποίηση και στον χριστιανικό υπαρξισμό ήταν και πρότυπο πατριώτη. Η οικογένειά του ζούσε για εκατό και πλέον χρόνια στην Ιταλία. Όμως όλα τα μέλη της διατηρούσαν την ελληνική τους συνείδηση και ταυτότητα. Ο Σαραντάρης τελειώνει τα Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Ματσεράτα και έρχεται στην Ελλάδα να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία και μένει πλέον μόνιμα. Αυτοδίδακτος στα ελληνικά τα καλλιεργεί και εκφράζεται άριστα στην ποίηση του και στον φιλοσοφικό του στοχασμό. Ανακαλύπτει το μεγάλο ταλέντο του Οδυσσέα Ελύτη, ενισχύει τη Ζωή Καρέλλη να ασχοληθεί με την ποίηση, έχει ενδιαφέροντα φιλοσοφικό επιστολικό διάλογο με τον Πεντζίκη. Στην περίπτωσή του έχει εφαρμογή το πώς η Ελλάδα τρώγει καμιά φορά τα άξια παιδιά της.-

2 σχόλια:

  1. Αιωνία τιμή και δόξα για τον αείμνηστο Γ. Σαραντάρη.
    Έφυγε αλλά έμεινε κάτι από αυτόν ζωντανό....

    Τότε οι νεκροί πεθαίνουνε, όταν τους λησμονάνε!
    Α. Αντωνάς

    Τιμητικό για τον Γ. Παπαθανασόπουλο που μας τον θύμισε....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Γ. Σαραντάρη

    Δὲν εἴμαστε ποιητές

    Δὲν εἴμαστε ποιητὲς
    Σημαίνει ἐγκαταλείπουμε τὸν ἀγῶνα
    Παρατᾶμε τὴ χαρὰ στοὺς ἀνίδεους
    Τὶς γυναῖκες στὰ φιλιὰ τοῦ ἀνέμου
    Καὶ στὴ σκόνη τοῦ καιροῦ
    Σημαίνει πὼς φοβόμαστε
    Καὶ ἡ ζωή μας ἔγινε ξένη
    Ὁ θάνατος βραχνάς.

    Εἶναι μία γυναῖκα

    Εἶναι μία γυναῖκα καὶ τραγουδᾷ
    Θὰ γίνω σὰν τὴ θάλασσα ποὺ βρέχει τὴ ζωή μας
    Θὰ γίνω περιστέρι
    Θὰ γίνω σὰν τὴ θάλασσα ποὺ εἶναι πάντα μπροστά μου
    Καὶ μ᾿ ἀκλουθᾷ ὅταν περπατῶ
    Καὶ μ᾿ ἀκλουθᾷ ὅταν κλαίω
    Καὶ μὲ παρηγορεῖ τὴν ὥρα ποὺ δὲν φταίω
    Τὴν ὥρα ποὺ τὴν πατρίδα μου νείρομαι
    Τὸν ἔρωτα ἢ τὴ χαμένη ἀγάπη.


    Ἔχω δεῖ τὸν οὐρανό...

    Ἔχω δεῖ τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ μάτια μου
    Μὲ τὰ μάτια μου ἄνοιξα τὰ μάτια του
    Μὲ τὴ γλῶσσα μου μίλησε
    Γίναμε ἀδελφοὶ καὶ κουβεντιάσαμε
    Στρώσαμε τραπέζι καὶ δειπνήσαμε
    Σὰν νὰ ἦταν ὁ καιρὸς ὅλος μπροστά μας

    Καὶ θυμᾶμαι τὸν ἥλιο ποὺ γελοῦσε

    Πού γελοῦσε καὶ δάκρυζε θυμᾶμαι




    ΑπάντησηΔιαγραφή

Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).

Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.

Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.