Η Τουρκία κρατά μοιρασμένη την Κύπρο από το 1974. Φωτογραφίες Reuters, του Νιλ Χαλ
Του ΝΙΚΟΥ ΟΡΦΑΝΙΔΗ
Σκέφτομαι την πορεία μας και την παρουσία μας μέσα στην ιστορία, αλλά και όσα ως ελληνισμός έχουμε καταθέσει μέσα στους αιώνες. Ως το Γένος των Ελλήνων. Στην πονεμένη Ρωμιοσύνη γυρίζω, στο Γένος ημών, το δεδιωγμένο και κατατρεγμένο, που όμως καταλάμπει μέσα στον χρόνο, σε πείσμα της αθλιότητας και της λυσσώδους πολεμικής, εις το μέσον των παθών της ιστορίας. Και σκέφτομαι εκείνο των Γερόντων, πως ως ελληνισμός είμαστε πρωτίστως Γένος. Αυτό τελικά που κατέθεσε ο ποιητής της εξόριστης Κύπρου Βασίλης Μιχαηλίδης, με τη συγκλονιστική δήλωση και θέση του: «Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνόκαιρη του κόσμου». Και όλα τα άλλα, που μας σκέπουν και διαμορφώνουν τον τρόπο και την αλήθεια ζωής που κομίζουμε μέσα στον χρόνο, αναμέσον Ανατολής και Δύσεως.
Ο ελληνισμός είναι Γένος, λοιπόν, που παραπέμπει σε ένα τρόπο και μια αλήθεια ζωής. Και εξόχως στην αλήθεια του Κυρίου. όλα τα άλλα τελούν εκτός της υπαρκτικής μας ουσίας. Είναι πλέον οι ιδεολογισμοί της Δύσεως, και τα συναφή, αθλιότητες δηλαδή, και εμπάθειες και μονομανίες, και αποθέωση του νοούντος υποκειμένου, νοησιαρχία και υποκειμενισμός και υπερτροφία του εγώ. Βουλητική αυτοκατάφαση, που λέγαμε στα μαθήματα της Φιλοσοφίας. Κι έπειτα ρατσισμός και εθνικισμός και δουλεία και ολοκληρωτισμός. Αυτά που έζησε η Δυτική Ευρώπη με δύο Παγκοσμίους Πολέμους. Και όχι μόνον. Έτσι, για να προσλαμβάνουμε τα πράγματα και άλλως πως, μέσα από τους άξονες της Φιλοσοφίας. Έτσι όπως τη θεμελίωσε ο Σχολαστικισμός της Δύσεως κι έπειτα ο Ντερκάρτ, με το «σκέφτομαι, άρα υπάρχω» και το ρήγμα ανθρώπου και κόσμου και με την αποθέωση του νοούντος υποκειμένου.
Τα γράφω όλα αυτά, προκειμένου να κατανοήσουμε την ιδιοπροσωπία μας, την πολιτισμική μας ιδιαιτερότητα και ουσία, την Ορθοδοξία μας γενικότερα, που καμιά σχέση δεν έχει με όλα τα υποκείμενα πάθη της Δύσεως. Έτσι, για να επαναλάβουμε και τους στίχους του άσματος του Διονύση Σαββόπουλου, από το «Τσάμικο»:
«Ζήτω η Ελλάδα και κάθε τι μοναχικό στον κόσμο αυτό…
Η Ελλάδα που αντιστέκεται, η Ελλάδα που επιμένει
Κι όποιος δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει.
Καλωσόρισες πουλί μου, μοναξιά ελληνική μου
απ’ αγάπη φεύγεις έρχεσαι πηγαινοέρχεσαι σαν την πνοή μου
κι απ’ την έρμη την απόσταση παίρνει υπόσταση κάθε γιορτή μου
απ’ τους δυο μας ποταμούς θα γευτεί μια νύχτα η έρημος καρπούς.»
Γυρίζω, λοιπόν, στην έννοια και την δυναμική και ουσία του Γένους ημών, που καμιά σχέση δεν έχει με τον Δυτικότροπο ρατσισμό και τον εθνικισμό, που τόσο καταπονεί, έως εσχάτου, τον Δυτικό τρόπο βίου. Άλλη τελικά η αλήθεια της Δύσεως, ως μέγεθος αντικειμενικό, και άλλο η αλήθεια της καθ’ ημάς Ανατολής, ως βιωματική εμπειρία και ως τρόπος. Στον Δυτικότροπο Ορθολογισμό, στον ρασιοναλισμό και τη λογοκρατία το Γένος ημών αντιπαραθέτει το βίωμα, τη μετοχή στην κοινή εμπειρία, τον κοινοτικό βίο και την αλήθεια και τον τρόπο του. Στέκομαι, λοιπόν, στην εθνική μας μοναξιά, αυτή που συνιστά και την κληρονομιά μας. Και την ασπίδα μας.
Γένος, λοιπόν, ο ελληνισμός, που χωρεί και συγχωρεί όλα τα έθνη ως τρόπος βίου και πολιτισμική πρόταση και αλήθεια ζωής. Μια ανοικτή αγκαλιά υπήρξε το Γένος ημών, με ιδιάζον στοιχείο αυτό της ιερότητος. Γι’ αυτό και ο αγιασμός και η Χάρη Θεού.
Δεν είναι τυχαία η δήλωση περί Ρωμιοσύνης του Βασίλη Μιχαηλίδη, πως η Ρωμιοσύνη είναι φυλή συνόκαιρη του κόσμου, μαζί με εκείνο πως την σκέπει από τα ύψη ο Θεός μας.
«Η ρωμηοσύνη εν φυλή συνόκαιρη του κόσμου,
κανένας δεν ευρέθηκεν για να την ιξηλείψη
κανένας, γιατί σκέπει την που τάψη ο Θεός μου.
Η ρωμηοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψη!»
Ας μένουμε, λοιπόν, στην εθνική μας μοναξιά, στην ιδιοπροσωπία και την ιδιαιτερότητά μας, σ’ αυτό που μας διασώζει μέσα στον χρόνο.
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ ΕΘΝΙΚΟΣ ΜΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ ΕΓΡΑΨΕ ΜΥΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ. ΚΑΤΑΘΕΤΩ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ...
ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ
Ι
Είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας,
είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας.
ΙΙ
Αυτή η κούκλα με το κομμένο χέρι,
που κρεμάστηκε στο παράθυρο
του γκρεμισμένου σπιτιού,
ποιο παιδάκι ήθελε ν’ αποχαιρετήσει,
σε ποιο παιδάκι σύρθηκε ως το παράθυρο
ν’ ανεμίσει το χέρι και της το ’κοψαν;
III
Τι γρήγορα που κατάλαβε αυτό το καλοκαίρι
πως ήταν περιττό
και τα μάζεψε κι έφυγε στις μύτες των ποδιών
IV
Ανασήκωσε την πλάτη
κι απόσεισέ τους, Πενταδάχτυλέ μου,
ανασήκωσε την πλάτη
κι απόσεισέ τους
ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ
Μνήμη Χρίστου Γαβριηλίδη
Και τώρα τι θα γίνει μ’ εκείνο τον γέρο πρόσφυγα
που τον απαντούσα πριν κάθε μέρα στη στάση
να περιμένει το λεωφορείο για του Μόρφου
και ν’ ανάβει συνέχεια τσιγάρα να περάσει η ώρα,
και που σήμερα δεν ήταν εκεί,
και που χτες δεν ήταν εκεί,
και που δε θάν’ ξανά εκεί;