Σελίδες

27 Νοεμβρίου 2020

Οι «ταξιαρχίες» του ΔΣΕ αποκρούονται από τον Εθνικό Στρατό στα προάστια της Κόνιτσας (25 Δεκεμβρίου – 6 Ιανουαρίου 1948)

Aναδημοσίευση από τα Θέματα Ελληνικής Ιστορίας
άρθρο του Φιλίστορος Ι. Β. Δ. 
 
Εισαγωγή – εξελίξεις μέσα στο 1947 
 
Μέσα στο 1947 έφτασε στην κορύφωση της η προσπάθεια οργάνωσης του λεγόμενου «τρίτου γύρου» προσπάθειας βίαιης κατάληψης της εξουσίας στην Ελλάδα από το ΚΚΕ. Ήδη τον Οκτώβριο υπήρχαν συνολικά 18.000 αντάρτες με κεντρική παρουσία στον ενιαίο ορεινό όγκο των δύο οροσειρών Γράμμου και Βίτσι, αλλά και διάσπαρτες δυνάμεις σε όλη την Ηπειρωτική Ελλάδα (Πελοπόννησο, Στέρεα Ελλάδα, Θεσσαλία, Ανατολική Μακεδονία). Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις (υπό την συνολική ονομασία «Τέρμινους») που διεξήγαγε η ηγεσία του Εθνικού στρατού σε όλη την Ελλάδα μέσα στο 1947 για την εξάρθρωση των ανταρτών ήταν ανεπαρκείς, καθώς ακόμη ο Εθνικός στρατός δεν διέθετε την κατάλληλη υλικοτεχνική υποδομή, τα στελέχη του δεν γνώριζαν τις ιδιαιτερότητες του ανταρτοπόλεμου, οι μονάδες ήταν φτωχά εξοπλισμένες, πολύ αργές και με χαμηλό ηθικό.  
 
Μάρκος Βαφειάδης
 
Η συγκυρία για τον «Δημοκρατικό Στρατό» το Φθινόπωρο του 1947 ήταν η καλύτερη δυνατή κατά την διάρκεια του τριετούς εμφυλίου, παρά το σοβαρό λάθος του Νίκου Ζαχαριάδη που δεν ενημέρωσε εγκαίρως τα στελέχη του ΚΚΕ που ήθελαν να πολεμήσουν να βγουν στο βουνό, έτσι αυτά εγκλωβίστηκαν στα αστικά κέντρα και συνελήφθησαν. Με επικεφαλής τον ικανό Μάρκο Βαφειάδη, το ΚΚΕ είχε σχηματίσει έμπειρες ευέλικτες μονάδες με εμπειρία στον ανταρτοπόλεμο που δεν εγκλωβίζονταν από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Εθνικού Στρατού, αλλά κινούνταν με ευχέρεια στους ορεινούς όγκους λεηλατώντας και ρημάζοντας την ύπαιθρο, με τρομοκρατικές ξαφνικές επιθέσεις στα αστικά κέντρα που έλεγχε ο εχθρός. Ο Βαφειάδης είχε ως σχέδιο, όπως τουλάχιστον το παρουσίασε στην 3η ολομέλεια του ΚΚΕ τον Σεπτέμβριο του 1947, το σταδιακό πέρασμα από τον αντάρτικο αγώνα σε τακτικό αγώνα με μια πιθανή επέκταση του «ελεύθερου χώρου» του Γράμμου προς Ήπειρο.
 
Ο σχηματισμός της «προσωρινής δημοκρατικής κυβέρνησης» που ανακοινώθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 1947 με «πρωθυπουργό» τον Μάρκο Βαφειάδη αποτέλεσε γεγονός που βάρυνε στις εξελίξεις που ακολούθησαν. Πρόθεση της ηγεσίας του ΚΚΕ ήταν να «απελευθερωθεί» μια κωμόπολη της Ηπείρου, ώστε να εγκατασταθεί σε αυτή η «προσωρινή κυβέρνηση» και έτσι να τύχει της αναγνώρισης από όμορα κομμουνιστικά κράτη, εξέλιξη που σίγουρα θα περιέπλεκε την κατάσταση για τις εθνικές δυνάμεις. Ο ΔΣΕ χρειαζόταν μια μεγάλη επιτυχία για να στερεώσει το γόητρο του στα όμορα κομμουνιστικά κράτη που τον εξόπλιζαν, τον συντηρούσαν οικονομικά και υλικοτεχνικά. Η πρώτη επιλογή ως πρωτεύουσα του νέου κομμουνιστικού κράτους ήταν το Μέτσοβο, αλλά η επίθεση εναντίον του στις 18 Οκτωβρίου αποκρούστηκε από τους υπερασπιστές του. Η δεύτερη επιλογή ήταν η μικρή κωμόπολη της Κόνιτσας…
 
Προετοιμασία για την μάχη της Κόνιτσας – οι δυνάμεις των δύο αντιπάλων  
 
Ο Μάρκος Βαφειάδης συγκέντρωσε με μεγάλη μυστικότητα τον μεγαλύτερο όγκο των διαθέσιμων δυνάμεων του στο σημείο εκκίνησης. Για την επίθεση στην Κόνιτσα διέθεσε τρεις «ταξιαρχίες» και μια σειρά από άλλες μικρότερες μονάδες, (φυσικά οι τίτλοι των μονάδων δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματική αριθμητική τους δύναμη). Το σχέδιο προέβλεπε ότι μια «ταξιαρχία» θα καταλάμβανε την γέφυρα στο Μποραζάνι, μια τοποθεσία κρίσιμη για την ασφάλεια της Κόνιτσας αφού ήταν ο μόνος άμεσος δρόμος επικοινωνίας με τις γύρω περιοχές. Η δεύτερη «ταξιαρχία» θα αναλάμβανε να αποκρούσει τυχόν επιθέσεις εχθρικών δυνάμεων που θα έσπευδαν από το Καλπάκι και η επίλεκτη 32η ταξιαρχία Σοφιανού, αποτελούμενη από τα τάγματα Ερμή, Καράμπεη, Κόλλια και Ορέστη, ο ανθός των κομμουνιστικών δυνάμεων, θα έκανε την τελική επίθεση στην πόλη. Συνολικά η ηγεσία του ΔΣΕ μαζί με τις υποστηρικτικές μονάδες της ενέργειας. διέθεσε 6.000 οπλοφόρους για την επιχείρηση. Το σχέδιο ήταν απλό, βασιζόταν στον αιφνιδιασμό καθώς θα εκδηλωνόταν ανήμερα Χριστουγέννων, στην γρήγορη δράση, αλλά και στην υποστήριξη μιας πυροβολαρχίας και ομάδων κομμάντος που θα δρούσαν για την καταστροφή του δρόμου που ερχόταν από Καλπάκι και Ιωάννινα.
 
Αντάρτες του ΔΣΕ
 
Η Κόνιτσα ήταν έδρα της 75ης ταξιαρχίας υπό την διοίκηση του συνταγματάρχη Κωνσταντίνου Δόβα, ο οποίος συμπτωματικά είχε υπερασπιστεί και το Μέτσοβο δύο μήνες πριν. Διέθετε δύο τάγματα στην περιοχή το 582 ΤΠ (διοικητής ταγματάρχης Γεώργιος Περίδης, παλαιός οπλαρχηγός του ΕΔΕΣ, μετέπειτα επικεφαλής του αντιχουντικού βασιλικού κινήματος της 13ης Δεκεμβρίου 1967) που είχε ως αποστολή την ασφάλεια των γύρω υψωμάτων αλλά και της γέφυρας Μπουραζάνι και το 584 ΤΠ που είχε ευθύνη το δεσπόζον ύψωμα του προφήτη Ηλία και την άμυνα της Κόνιτσας. Και τα δύο τάγματα ήταν μειωμένης δύναμης, διέθεταν λίγα στοιχεία πυροβολικού εντός της πόλης όχι όλα σε λειτουργία, υπήρχαν κάποιες επικουρικές μονάδες ΜΑΥ, αλλά χαμηλής μαχητικότητας και ανύπαρκτων υπηρεσιακών δυνατοτήτων. Την παραμονή της επίθεσης, τα στελέχη και οι στρατιώτες των δυνάμεων στην Κόνιτσα, ως κλασσικοί Έλληνες, ασχολήθηκαν κυρίως με ετοιμασίες για τον εορτασμό των Χριστουγέννων, καθώς δεν υπήρχαν πληροφορίες για την συγκέντρωση του εχθρού. Παντού υπήρχε μια χαλαρότητα όπως συμβαίνει πάντοτε σε μονάδες του Ελληνικού στρατού τέτοιες μέρες, διαχρονικά.
 
Οι πρώτες επιθέσεις στο Μπουραζάνι και στα υψώματα γύρω από την Κόνιτσα και οι πρώτες κομμουνιστικές επιτυχίες (25η – 27η Δεκεμβρίου 1947)  
 
Η κομμουνιστική επίθεση εκδηλώθηκε τα ξημερώματα της 25ης Δεκεμβρίου από την 32η «ταξιαρχία» στο τοποθεσία του προφήτη Ηλία με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη του υψώματος της Ιτιάς που δέσποζε στο σημείο, ενώ η «ταξιαρχία» Παλαιολόγου επιτέθηκε ταυτόχρονα κατά του λόχου που υπεράσπιζε την γέφυρα στο Μπουραζάνι. Οι επιθέσεις ήταν σφοδρές κατά κύματα, συνοδεύονταν από πυρά πυροβολικού και όλμων, ενώ οι επιτιθέμενοι διέθεταν τοπική αριθμητική υπεροχή απαραίτητη για την επιτυχία του επιτιθέμενου. 
 
Η γέφυρα Μπουραζάνι
 
Η επίθεση στην γέφυρα ήταν σφοδρή και επιτυχημένη, ο διοικητής του λόχου υπολοχαγός Θεόδωρος Βήττος σκοτώθηκε επί τόπου και έτσι οι κομμουνιστές είχαν αποκόψει κάθε επικοινωνία για την πολιορκούμενη πόλη. Οι επιτιθέμενοι είχαν επιτυχίες και στον τομέα του προφήτη Ηλία καταλαμβάνοντας το ύψωμα Τσάρνοβο, αλλά όλες τους οι σφοδρές επιθέσεις στο ύψωμα Ιτιά, που ήταν το «κλειδί» της πόλης αποκρούστηκαν απεγνωσμένα από τους αμυνόμενους που βρίσκονταν πάντως σε κρίσιμη κατάσταση, καθώς είχαν ήδη 4 αξιωματικούς και 38 οπλίτες νεκρούς η αγνοούμενου, ενώ είχαν τεθεί εκτός μάχης 5 αξιωματικοί και 35 οπλίτες. Επίσης είχε τραυματιστεί σοβαρά και τεθεί εκτός μάχης ο συνταγματάρχης Δόβας, που αναπληρωνόταν στα καθήκοντα του από αντισυνταγματάρχη Γεώργιο Παλλαντά, διοικητή ως τότε του 584 ΤΠ.
 
Γεώργιος Παλλαντάς
 
Η κατάσταση έγινε κρισιμότερη την 26η Δεκεμβρίου, καθώς τα τμήματα στο Ύψωμα Ιτιά πιέζονταν αφόρητα από τους επιτιθέμενους με κίνδυνο την ολική κατάρρευση της άμυνας. Η επέμβαση της αεροπορίας δεν βελτίωσε αισθητά την κατάσταση καθώς οι επιτιθέμενοι διέθεταν και αντιεροπορικά όπλα που χρησιμοποίησαν με αρκετή ικανότητα. Οι επιτιθέμενοι ήταν οι πλέον σκληροπυρηνικοί οπαδοί του ΚΚΕ και μάχονταν με φανατισμό, ενώ τα χωνιά τους, καλούσαν τους μαχητές του Εθνικού στρατού να εκτελέσουν τους αξιωματικούς τους και να αυτομολήσουν εγκαταλείποντας μια ήδη χαμένη μάχη. Η πίεση αυξανόταν και στην ευρύτερη περιοχή, με αποτέλεσμα ο Παλλαντάς να αποφασίσει την υποχώρηση στην πόλη της Κόνιτσας και στην τοποθεσία Προφήτης Ηλίας – Άγιος Αθανάσιος. Αυτή ήταν και η τελική γραμμή αμύνης που οι αμυνόμενοι θα υπερασπίζονταν μέχρις εσχάτων. Η υποχώρηση διεξήχθη την νύχτα με μεγάλη επιτυχία χωρίς να γίνει αντιληπτή από τους επιτιθέμενους, καθώς αυτοί έριχναν πυρά παρενόχλησης.  
 
Το πρωινό της 27ης Δεκεμβρίου ο κλοιός παρέμενε σφιχτός στην πόλη, αλλά οι επιτιθέμενοι είχαν προφανώς αιφνιδιαστεί από την υποχώρηση και δεν κατάφεραν να την εκμεταλλευτούν έγκαιρα. Οι αμυνόμενοι αναδιάταξαν τις δυνάμεις τους και κατάρτισαν ένα επιτυχές σχέδιο πυρός που ασφάλιζε την πόλη. Μόλις το βράδυ (!) της 27ης Δεκεμβρίου οι επιτιθέμενοι κατάφεραν να εξαπολύσουν σφοδρή επίθεση με πάνω από 200 οπλοφόρους στην πεδινή είσοδο της πόλης και κατάφεραν να διεισδύσουν στις νοτιοανατολικές συνοικίες της πόλης καθιστώντας κρίσιμη την κατάσταση για τους αμυνόμενους. Ο Βαφειάδης αποφάσισε να διευρύνει το ρήγμα στην είσοδο της πόλης εξαπολύοντας το βράδυ της 28ης Δεκεμβρίου σκληρότατη επίθεση στην τοποθεσία Μακροβούνι ακριβώς στην είσοδο της πόλης. Ακολούθησαν δύο σφοδρές νυχτερινές επιθέσεις στην ίδια τοποθεσία που συνέτριψαν τους αμυνόμενους, ενώ ο διοικητής του αμυνόμενου λόχου, Λοχαγός Τσουπάκης Νικόλαος σκοτώθηκε επί τόπου. Η Κόνιτσα βρισκόταν στο έλεος των επιτιθέμενων…  
 
Η τελική επίθεση του ΔΣΕ, η αλλαγή των συσχετισμών και η νίκη του Εθνικού στρατού (28η Δεκεμβρίου – 6 Ιανουαρίου 1948)  
 
Οι επιτιθέμενοι όμως αδυνατούσαν να εκμεταλλευτούν τις επιτυχίες τους, λόγω σοβαρών αδυναμιών συγχρονισμού, οργάνωσης και συνεννόησης μεταξύ των μονάδων. Η έλλειψη τακτικής οργάνωσης, αλλά και ενός ηγέτη με θέληση και αποφασιστικότητα την κρίσιμη στιγμή, δεν επέτρεψαν στον ΔΣΕ να δρέψει τους καρπούς των αρχικών επιτυχιών του Ήδη κατά την διάρκεια της 28ης Δεκεμβρίου οι αμυνόμενοι είχαν εκκαθαρίσει την πόλη από τους διεισδύσαντες κάνοντας εκτεταμένη χρήση αντιαρματικών πυρών (πιάτ), ουσιαστικά κατεδαφίζοντας τα σπίτια που είχαν καταληφθεί. Στα ερείπια βρέθηκαν θαμμένοι, 35 νεκροί κομμουνιστές που δεν πρόλαβαν να υποχωρήσουν.  
 
Οι κάτοικοι της Κόνιτσας αψηφώντας τα φονικά πυρά του εχθρικού πυροβολικού βοηθούσαν αποφασιστικά την φρουρά της πόλης μεταφέροντας εφόδια και τρόφιμα. Η κοινή γνώμη της Ελλάδας έβλεπε με αγωνία τον αγώνα της Κόνιτσας και τα εφόδια που ρίχνονταν από την αεροπορία προέρχονταν από εράνους, προσφορές ιδιωτών και συλλόγων. Συγχρόνως, όπως από καιρό τους το είχε ζητήσει ο Γ. Βλάχος της «Καθημερινής», οι Έλληνες «έβαζαν και το χέρι στην τσέπη τους». Πάσης φύσεως εργατοϋπαλληλικές οργανώσεις και ιδιώτες έστελναν χρήματα για την Κόνιτσα. Ακόμα και οι ιδιοκτήτες των πορθμείων Περάματος-Σαλαμίνας μάζεψαν κούτες με τσιγάρα για τη φρουρά της Κόνίτσας.  
 
Στην περιοχή του Καλπακίου, της Μουργκάνας και του υψώματος 807 είχαν καταφτάσει πολύ ισχυρές δυνάμεις του Εθνικού στρατού (όλες σταλμένες από τον αρχιστράτηγο Θρασύβουλο Τσακαλώτο που συντόνιζε από τον Βόλο την αποστολή ενισχύσεων στην Κόνιτσα εκμηδενίζοντας τις αποστάσεις) που πίεζαν την ταξιαρχία «Παλαιολόγου» απειλώντας να εκβιάσουν την τοποθεσία και να εγκλωβίσουν τον επιτιθέμενο και να τον αιχμαλωτίσουν. Ο Βαφειάδης αδημονούσε καθώς ο χρόνος πλέον τον πίεζε και πλέον θα είχε μόνο μια τελευταία ευκαιρία για την τελική κατάληψη της πόλης: την τελική επίθεση με όλες τις δυνάμεις σε όλο το μέτωπο της πόλης, που ορίστηκε να γίνει τα ξημερώματα της 31ης Δεκεμβρίου 1947…  
 
Η επίθεση οργανώθηκε και εκδηλώθηκε με φανατισμό τα ξημερώματα της 31ης Δεκεμβρίου. Οι επιτιθέμενοι πέτυχαν μια μικρή διείσδυση στον τομέα του προφήτη Ηλία, όμως στις κύριες ενέργειες τους αποκρούστηκαν σε αληθινές μάχες σώμα με σώμα. Η κρίσιμη εξέλιξη που πιθανά έκρινε τον αγώνα, ήταν η είσοδος του 527 ΤΠ , μιας διλοχίας υπό τον ταγματάρχη Γεώργιο Λυγεράκη παλαιό καπετάνιο του ΕΔΕΣ, αλλά και μονάδων Χωροφυλακής (το αποτελούσαν παλαιοί αντάρτες του ΕΔΕΣ) στην Κόνιτσα, μετά από περιπετειώδη πορεία περνώντας τον Βοϊδομάτη από την γέφυρα Ρομπόκη και ανατρέποντας τις ασθενείς κομμουνιστικές δυνάμεις που είχαν αναλάβει την ασφάλεια της περιοχής. Με αερομεταφορά εισήλθε στην πόλη και η Γ΄ μοίρα καταδρομέων (ΛΟΚ) την 1η Ιανουαρίου 1948, γέρνοντας οριστικά την πλάστιγγα υπέρ των αμυνόμενων.  
 
Λοκατζήδες στην Κόνιτσα
 
Στις 3 Ιανουαρίου έφτασε η πρώτη εφοδιοπομπή από τη γέφυρα Ρομπόκη ανεφοδιάζοντας την φρουρά της πόλης Η Κόνιτσα πλέον δεν κινδύνευε, όμως η κατάσταση παρέμενε δύσκολη καθώς οι ισχυρές δυνάμεις στο Καλπάκι δεν μπορούσαν να μπουν στον αγώνα καθώς οι επιτιθέμενοι κατείχαν την μια όχθη του ποταμού στο Μπουραζάνι. Η λύση δόθηκε από την μοίρα των ΛΟΚ που κατάφεραν με μια επικίνδυνη νυχτερινή πορεία να επιτεθούν αιφνιδιαστικά και να καταλάβουν το ύψωμα Λυκόμορο τα ξημερώματα της 4ης Ιανουαρίου. Το ύψωμα ήταν το «κλειδί» των υψωμάτων μεταξύ Μπουραζανίου και Κόνιτσας και έθεσε σε κίνδυνο όλη την διάταξη των επιτιθέμενων. Ο Βαφειάδης εξαπέλυσε ισχυρότατες επιθέσεις για την ανακατάληψη του που όλες απέτυχαν, καθώς ήδη στην περιοχή που κατείχαν τα ΛΟΚ δρούσε και το 582 ΤΠ ερχόμενο ομοίως από την κατεύθυνση της γέφυρας Ρομπόκη, που οριστικά ανακούφισε με την δράση του τους αμυνόμενους.  
 
Στις 6 Ιανουαρίου η επίθεση του δημοκρατικού στρατού κατά της Κόνιτσας είχε αποτύχει οριστικά και οι επιτιθέμενοι βρίσκονταν εκ νέου στα σημεία εξόρμησης τους. Την ίδια μέρα, επί τόπου στην Κόνιτσα βρέθηκε η βασίλισσα Φρειδερίκη, μετά από επικίνδυνη πορεία 75 χιλιομέτρων με στρατιωτικό όχημα, ενώ οι μάχες μαίνονταν ακόμη στην περιοχή. Ο Δόβας ως διοικητής της ταξιαρχίας την υποδέχθηκε σε φορείο. Η Φρειδερίκη χαιρέτισε τους στρατιώτες δια χειραψίας τους επαίνεσε και έδειξε μεγάλο έμπρακτο ενδιαφέρον για του κατοίκους και τα παιδιά της Κόνιτσας. Όπως αναφέρει ο αείμνηστος Αλέξανδρος Ζαούσης (στο βιβλίο του «Η Τραγική αναμέτρηση») «στην πρωτεύουσα η νίκη του Ελληνικού Στρατού στην Κόνιτσα έπαιρνε διαστάσεις εθνικού γεγονότος. Η Βουλή, η Ακαδημία Αθηνών, το ΕΜΠ και πλήθος οργανώσεων έστελναν συγχαρητήρια ψηφίσματα στην φρουρά και τους κατοίκους της Κόνιτσας.  
 
Κωνσταντίνος Δόβας
 
Οι απώλειες των δύο παρατάξεων φανερώνουν την σφοδρότητα της σύγκρουσης: ο ΔΣΕ είχε 458 νεκρούς και 217 τραυματίες (σύμφωνα με τον Εθνικό στρατό, γιατί ο ΔΣΕ παρουσίασε πίνακα με λιγότερες απώλειες), ενώ ο ΕΣ είχε 149 νεκρούς, 458 τραυματίες και 69 αγνοούμενους.  
 
Η μάχη της Κόνιτσας και ο ΔΣΕ  
 
Αναμφίβολα η μάχη της Κόνιτσας υπήρξε μια από τις σοβαρότερες τακτικές επιχειρήσεις που διεξήγαγε ο ΔΣΕ κατά την διάρκεια του τριετούς εμφυλίου. Οι μαχητές του επέδειξαν μαχητικό πνεύμα, υψηλό ηθικό, είχαν την πρωτοβουλία, τα έδωσαν όλα για την τελική επικράτηση.Ομοίως ο Μάρκος Βαφειάδης ως ηγέτης του ΔΣΕ σε πρώτο χρόνο διακρίθηκε από πνεύμα ρεαλισμού, κατέστρωσε σοφά το σχέδιο επίθεσης, κατάφερε να συγκεντρώσει τοπικά πολλές δυνάμεις και να αποκτήσει την υπεροπλία, προσπάθησε να συγχρονίσει τις ενέργειες των μονάδων του, πρόβλεψε τις αντιδράσεις του εχθρού και έφτασε πολύ κοντά στην επιτυχία. Εκ των υστέρων ο Βαφειάδης σε συνέντευξη του στον Δημήτρη Γουσίδη το 1983, είπε ότι δεν πίστευε στην επιτυχία της επίθεσης της Κόνιτσας, καθώς τα τμήματα του ΔΣΕ ήταν ταλαιπωρημένα από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Εθνικού στρατού, ενώ δεν διέθεταν αξιόλογο οπλισμό. Επίσης καταγράφει ότι ούτε ο Ζαχαριάδης πίστευε στην νίκη στην συγκεκριμένη επιχείρηση. Εύλογο το ερώτημα: γιατί να γίνει η επίθεση και να ηττηθεί ο ΔΣΕ χωρίς λόγο; Το πιθανότερο είναι πως ο Βαφειάδης στην εν λόγω συνέντευξη προσπαθεί να αποποιηθεί των ευθυνών του εκ των υστέρων για την αποτυχία, καθώς η επίθεση είχε μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας…  
 
Παρόλα αυτά στην μάχη της Κόνιτσας αποδείχθηκε περίτρανα η διοικητική ανεπάρκεια των μεσαίων στελεχών του ΔΣΕ καθώς δεν κατάφεραν να εκμεταλλευτούν τις αρχικές τους επιτυχίες, δεν ενίσχυσαν τα τμήματα τους που είχαν εισέλθει στην πόλη, όλες τους οι επιθέσεις στο τριήμερο 27-30 Δεκεμβρίου δεν ήταν αποφασιστικές, καθώς δεν χρησιμοποιούσαν το σύνολο των διαθέσιμων δυνάμεων τους ώστε να έχουν το αριθμητικό πλεονέκτημα. Για να οργανώσουν τις επιθέσεις τους χρειάζονταν σχεδόν μια ολόκληρη ημέρα, ενώ δείγμα της απειρίας τους ήταν η σφήνα των ΛΟΚ στο ύψωμα Λυκόμορο που κατάφεραν και ξεγλίστρησαν σε μια τοποθεσία που ήταν γεμάτη με στρατό του ΔΣΕ. Σε όλα αυτά τα λάθη που έγιναν και στην αδυναμία τακτικών ελιγμών από τις μονάδες του ΔΣΕ δεν είναι ξεκάθαρο που τελειώνουν οι ευθύνες των διοικητών των μονάδων και που ξεκινούν οι ευθύνες του Βαφειάδη που μάλλον είχε την κακή συνήθεια να μην αναλαμβάνει τις ευθύνες του….  
 
Πάντως σε κάθε περίπτωση ήταν εντελώς ανεδαφική η πρόθεση της ηγεσίας του ΚΚΕ να χρησιμοποιήσει την Κόνιτσα ως προσωρινή πρωτεύουσα του «νέου κράτους» ώστε να αναγνωριστεί η «προσωρινή κυβέρνηση» της από τα υπόλοιπα κομμουνιστικά κράτη. Ήδη στην περιοχή είχαν μαζευτεί πολλές μονάδες του Εθνικού στρατού, έτσι ακόμη και αν καταλαμβανόταν η Κόνιτσα από τον ΔΣΕ, θα παρέμενε υπό τον έλεγχο του για λίγες μέρες, για να μην πω λίγες ώρες. Ο Εθνικός στρατός διέθετε πολύ μεγάλη αριθμητική και υλική υπεροχή, ώστε η Κόνιτσα πολύ γρήγορα θα βρισκόταν ξανά υπό τον έλεγχο του, όπως ακριβώς επανακαταλήφθησαν αμέσως όλα τα αστικά κέντρα (π.χ. Νάουσα, Καρδίτσα) που έπεσαν στα χέρια του ΔΣΕ κατά την διάρκεια του εμφυλίου. Σύμφωνα με τον Μαλτέζο (Τζουμερκιώτη) διοικητή ταξιαρχίας του ΔΣΕ, «η κατάληψη της Κόνιτσας δεν ήταν κάτι το ακατόρθωτο, η διατήρησή της όμως ήταν προβληματική, με τον τότε συσχετισμό των δυνάμεων. Το σταθερό κράτημα της Κόνιτσας σήμαινε δημιουργία αμυντικού μετώπου απ’ το Πωγώνι στο Καλπάκι και στο Γράμμο, τεράστιο μέτωπο, που μόνο για να καλύπτονταν στοιχειώδικα οι φύσει οχυρές διαβάσεις απαιτούνταν σοβαρές δυνάμεις, που δεν διαθέταμε, επίσης σοβαρά μέσα πολέμου (αντιαεροπορικά, αντιαρματικά, κ.ά.), που επίσης δεν διαθέταμε».  
 
Οι εγγενείς αδυναμίες του ΔΣΕ σε όλα τα επίπεδα (επιμελητεία, εφεδρείες, πυρομαχικά, μεταφορικά μέσα, αεροπορία, πυροβολικό, επικοινωνίες, υγειονομικές υπηρεσίες) δεν ξεπεράστηκαν ποτέ, αντιθέτως επιδεινώθηκαν μετά το κλείσιμο των συνόρων από τον Τίτο, εξέλιξη που αποτέλεσε την ταφόπλακα του αγώνα του ΔΣΕ για ύπαρξη εντός της Ελληνικής επικράτειας. Ακριβώς η μεγάλη υπεροχή του εθνικού στρατού και η αδυναμία αντικατάστασης των απωλειών του ΔΣΕ που εξαναγκάστηκε να επιστρατεύσει ακόμη και γυναίκες υπό το δήθεν ιδεολογικό περίβλημα της ισότητας των δύο φύλων που η ηγεσία του ΚΚΕ το θυμήθηκε μόλις το…1948, θα όφειλε να προβληματίσει την ηγεσία των κομμουνιστών, να αντιληφθεί το άσκοπο του αγώνα να μην εξαναγκάσει τον ΔΣΕ στην στρατιωτική συντριβή με τους χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες και να μην μεταβάλλουν την Ελλάδα σε ερείπια την επόμενη διετία..  
 
Η μάχη της Κόνιτσας και ο Εθνικός στρατός  
 
Αναμφίβολα η μάχη της Κόνιτσας αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες νίκες του Εθνικού στρατού στον εμφύλιο. Και αυτό λόγω της χρονικής στιγμής της μάχης όταν φαινόταν ότι ο ΔΣΕ ενισχυόταν και αναπτυσσόταν συνεχώς, η αμερικανική βοήθεια δεν είχε οριστικοποιηθεί ούτε ήταν γνωστό το μέγεθος της, ενώ οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του έτους είχαν αποτύχει. Η νίκη ήταν σημαντική γιατί ήταν από τις ελάχιστες φορές που βρισκόταν σε άμυνα με τον επιτιθέμενο να έχει το στρατηγικό και αριθμητικό πλεονέκτημα.  
 
Οι πολεμιστές του Εθνικού στρατού πολέμησαν απεγνωσμένα και κατέκτησαν μια μεγάλη νίκη που αναμφίβολα συντέλεσε στην ανύψωση του ηθικού των εθνικόφρονων πολιτών, αλλά και του κράτους. Όπως παραδέχθηκε και ο ίδιος ο Βαφειάδης, για πρώτη φορά στην Κόνιτσα οι στρατιώτες του εθνικού στρατού επέδειξαν τέτοια γενναιότητα στις μάχες, όπου ο αγώνας ήταν πολλές φορές σώμα με σώμα. Άλλωστε σίγουρα έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι οι έφεδροι του εθνικού στρατού γνώριζαν ποια θα ήταν η τύχη τους αν αιχμαλωτίζονταν από τους αντιπάλους τους. Ο αγώνας της Κόνιτσας, όπως και του Μετσόβου συσπείρωσαν τον εθνικόφρονα κόσμο, αύξησαν τον ενθουσιασμό των εφέδρων και αναπτέρωσαν το ηθικό τους. Οι αξιωματικοί στην Κόνιτσα έδειξαν αυτοθυσία, γενναιότητα και είχαν βαριές απώλειες για αυτό τον λόγο, αλλά το κυριότερο, αντέδρασαν ψύχραιμα ενώπιον μιας κρίσιμης κατάστασης, τροποποίησαν τα σχέδια διάταξης των δυνάμεων τους με έξυπνο τρόπο, εξοικονόμησαν πόρους και γενικά χρησιμοποίησαν τους πόρους τους με ορθολογικό τρόπο, κάτι που αναγνώρισε και ο Βαφειάδης στην αναφορά του μετά την μάχη….  
 
Επίμετρον  
 
Υπολοχαγός (ΠΖ) Βήττος Θεόδωρος  
 
Μεταξύ των νεκρών στην μάχη στο Μπουραζάνι, ήταν και ο Διοικητής του 3ου Λόχου του 582 Τάγματος Πεζικού Υπολοχαγός (ΠΖ) Βήττος Θεόδωρος. Ο Βήττος κατετάγη στο στρατό με το βαθμό του Λοχία το 1928. Συμμετείχε στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ως Ανθυπασπιστής στο Τάγμα Δελβινακίου και στο Τάγμα Φιλιατών. Το 1943 υπηρέτησε ως Διοικητής Τάγματος στον ΕΔΕΣ, μετά τη διάλυση του οποίου (1945) υπηρέτησε ως Ανθυπολοχαγός και μετέπειτα ως Υπολοχαγός στον εθνικό στρατό.  
 
Τα οστά του φυλάσσονται εντός μνημείου το οποίο βρίσκεται εντός του Ελληνικού Φυλακίου Μπουραζανίου. Σήμερα η γέφυρα τύπου BELLEY του Μπουραζανίου φέρει τιμητικά το όνομά του ‘’ΓΕΦΥΡΑ ΛΟΧΑΓΟΥ (ΠΖ) ΒΗΤΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ"
 
Πηγές  
 
Ο Ελληνικός στρατός κατά τον αντισυμμοριακόν αγώνα 1946-1949, (το δεύτερο έτος του αντισυμμοριακού αγώνος 1947 εις την Ηπειρωτικήν ζώνην ευθύνης των Α΄και Β΄ σωμάτων στρατού), εκδόσεις ΓΕΣ ΔΙΣ, Αθήνα 1980  
Γεώργιος Αβέρωφ – Τοσίτσας, «Φωτιά και τσεκούρι» Ελλάς 1946-1949 και τα προηγηθέντα, εκδόσεις Εστία, Αθήνα 1974  
David Close – Αθανάσιος Βερέμης, ο στρατιωτικός Αγώνας 1945-1949 στο συλλογικό «Ο Ελληνικός εμφύλιος πόλεμος 1943-1950, μελέτες για την πόλωση, εκδόσεις «φιλίστωρ» (καμία σχέση με τον γράφοντα!)  
Η αντάρτικη κυβέρνηση και η μάχη της Κόνιτσας (άρθρο του Φοίβου Οικονομίδη στην Ελευθεροτυπία)  
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).

Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.

Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.