Σελίδες

1 Αυγούστου 2020

1-30 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1921. ΕΠΙΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΑΓΚΥΡΑ.

Γράφει ο Κωνσταντίνος Πατιαλιάκας

Οι πολεμικές επιχειρήσεις Ιουνίου-Ιουλίου 1921 δεν απέδωσαν τα αποτελέσματα εκείνα που ανέμενε η Ελληνική πλευρά. Η συντριβή της στρατιωτικής δύναμης του αντιπάλου και ο εξαναγκασμός του να επιζητήσει τη σύναψη ειρήνης δεν επιτεύχθηκε. Η απώθηση των Τούρκων από τις οχυρές θέσεις τους γύρω από την Κιουτάχεια και η κατάληψη των ζωτικών συγκοινωνιακών κόμβων του Εσκί Σεχίρ και του Αφιόν Καραχισάρ αποτέλεσε αναμφισβήτητα μεγάλη νίκη του Ελληνικού Στρατού. Η κατάληψη επίσης της παράλληλης προς το μέτωπο σιδηροδρομικής γραμμής, που συνδέει αυτά τα δύο κέντρα, διέκοψε τη σιδηροδρομική επικοινωνία ανάμεσα στην Άγκυρα και το Ικόνιο. Ωστόσο η νίκη του Ελληνικού Στρατού περιορίσθηκε στο τακτικό πλαίσιο, χωρίς να πραγματοποιηθεί ο κύριος σκοπός της συντριβής των Τουρκικών στρατευμάτων και ο τερματισμός του πολέμου.

Επέλαση ελληνικού ιππικού
Οι σοβαρές απώλειες που προξενήθηκαν στον αντίπαλο και οι ποσότητες οπλισμού και κάθε είδους υλικού, που εγκαταλείφθηκε απ΄αυτόν, μεταδόθηκαν πολύ διογκωμένες από τα ανακοινωθέντα της Στρατιάς Μικράς Ασίας και δημιούργησαν τέτοια αισιόδοξη εντύπωση, ώστε να πιστευθεί προς στιγμή και από την Ελληνική Κυβέρνηση ακόμα, ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί ολοκληρωμένο το πολεμικό έργο στη Μικρά Ασία. Στη δημιουργία της εντύπωσης αυτής σημαντικά συνέτεινε και η έκθεση του Συνδέσμου της Κυβέρνησης στη Στρατιά, απόστρατου Υποστρατήγου και Πληρεξούσιου Κερκύρας Ξενοφώντος Στρατηγού. Σύμφωνα με την έκθεσή του, η οποία συντάχθηκε αμέσως μετά τη λήξη των επιχειρήσεων, η φθορά της Κεμαλικής Στρατιάς υπολογιζόταν στο 1/3 της δύναμής της, ενώ η διάλυση των υπολειμμάτων της δε θα εβράδυνε να έλθει.

Ο Τουρκικός Στρατός όμως ούτε συνετρίβη, ούτε διαλύθηκε. Ηττήθηκε στο τακτικό πεδίο, αλλά η ηθική και η υλική φθορά του δεν ήταν ανεπανόρθωτη. Με την επιθετική του επιστροφή προς Εσκί Σεχίρ απέδειξε ότι διατηρούσε τη μαχητική του ικανότητα. Συμπτύχθηκε πριν να επιτευχθεί η κύκλωσή του από τον Ελληνικό Στρατό στην Κιουτάχεια και με την αντεπίθεσή του στις 8 Ιουλίου διευκόλυνε την υποχώρηρη του όγκου των δυνάμεών του και τη μεταφορά των εφοδίων. Η Τουρκική Στρατιά αποσύρθηκε ακώλυτα σε μεγάλο βάθος, ακολουθώντας τον άξονα της σιδηροδρομικής γραμμής από το Εσκί Σεχίρ προς την Άγκυρα, όπου και συγκεντρώθηκε μετά τη διέλευση του Σαγγάριου ποταμού. Η περιοχή της Άγκυρας αποτελούσε το τέρμα της σιδηροδρομικής γραμμής και επικοινωνούσε με την υπόλοιπη Ασιατική Τουρκία μόνο με φτωχό οδικό δίκτυο. Αποτελούσε συνεπώς για το Τουρκικό Στρατό το τελευταλιο έρεισμα, πέρα από το οποίο θα αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα κινήσεων και μεταφορών. Εάν έχανε και την περιοχή αυτή θα ήταν υποχρεωμένος να αναζητήσει άλλες βάσεις και γραμμές εφοδιασμού και επιχειρήσεων στις νότιες περιοχές τη Μικράς Ασίας.

ΤΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΚΙΟΥΤΑΧΕΙΑΣ.

Μόλις πέρασαν οι πρώτες εντυπώσεις και οι ενθουσιασμοί από τα αποτελέσματα των επιχειρήσεων και διαπιστώθηκε το αδικαιολόγητο της πρόωρης και υπερβολικής αισιοδοξίας, η Ελληνική Κυβέρνηση βρέθηκε υποχρεωμένη να μελετήσει την πολιτική όψη του Μικρασιατικού ζητήματος, με βάση την πραγματική στρατιωτική κατάσταση, που διαμορφώθηκε μετά τις επιχειρήσεις. Εφόσον δεν επιτεύχθηκε ο αντικειμενικός σκοπός, δηλαδή η συντριβή του αντιπάλου, η Μικρασιατική υπόθεση καθόλου δεν είχε προαχθεί και εξακολουθούσε να παραμένει στο ίδιο σημείο, όπως και πριν από τις επιχειρήσεις. Ειρηνευτική διευθέτηση του ζητήματος, με την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, αποκλειόταν, αφού η κυβέρνηση είχε απορρίψει τη διακοίνωση που της είχε επιδοθεί στις 8 Ιουνίου 1921, με την οποία προτεινόταν η αναστολή των πολεμικών επιχειρήσεων και η μεσολάβηση για την ειρήνευση. Η λύση συνεπώς του Μικρασιατικού ζητήματος έπρεπε να βρεθεί το δυνατό ταχύτερο από την ίδια, γιατί η Ελλάδα, χώρα πτωχή, δεν μπορούσε να αντέξει οικονομικά μακροχρόνιο πόλεμο.

Τούρκοι Τσέτες
Στις 14 Ιουλίου 1921 έφθασε στην Κιουτάχεια ο Έλληνας Πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης, για να σχηματίσει προσωπική αντίληψη της στρατιωτικής κατάστασης. Για το σκοπό αυτό την επομένη, 15 Ιουλίου, συγκλήθηκε Πολεμικό Συμβούλιο, στο οποίο συμμετείχαν, εκτός από τον Πρωθυπουργό, ο Υπουργός Στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης, ο Διοικητής της Στρατιάς Αντιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας, ο Αρχηγός της Επιτελικής Υπηρεσίας Αντιστράτηγος Βίκτωρ Δούσμανης, ο Επιτελάρχης της Στρατιάς Συνταγματάρχης Πυροβολικού Κωνσταντίνος Πάλλης και ο Υποστράτηγος Ξενοφών Στρατηγός. Μετά την ενημέρωση του Πρωθυπουργού για τη στρατιωτική κατάσταση και την ανταλλαγή απόψεων, αποφασίσθηκε ομόφωνα, εφόσον δεν προσφερόταν άλλος τρόπος επίλυσης του Μικρασιατικού ζητήματος, παρά μόνο με την προσφυγή και πάλι στα όπλα, η συνέχιση των επιχειρήσεων προς την κατεύθυνση της Άγκυρας. Ο χρόνος προπαρασκευής υπολογίσθηκε περίπου σε 20 ημέρες και ο χρόνος εκτέλεσης της από 20 έως 40 ημέρες. Μετά από αυτό η Στρατιά κατέθεσε στο Συμβούλιο υπόμνημα, απόσπασμα όπως παρακάτω: "...Εκ της μέχρι τούδε μελέτης της επιχειρήσεως η Στρατιά έφθασεν εις το συμπέρασμα ότι δύναται να προχωρήση μέχρι του ανατολικωτέρου τμήματος του Σαγγαρίου, ήτοι της γραμμής Μπεϊλίκ Κιοπρού-Καβάκ. Αν κατά το διάστημα τούτο συναντήση τον εχθρόν και συντρίψη αυτόν, τότε η καταδίωξις προς Άγκυραν δια τμήματος της Στρατιάς, δεν θα παρουσιάζη δυσχερείας. Αν τουναντίον ο εχθρός υποχωρήση πέραν του Σαγγαρίου, η Στρατιά θα προχωρήση ή θα σταματήση, αναλόγως των παρουσιαζομένων μέχρι της εποχής εκείνης συνθηκών. Αν δηλαδή αι συνθήκαι αύται είναι ευμενείς π.χ. κατάληψις της σιδηροδρομικής γραμμής μη κατεστραμμένης, οδοί και αυτοκίνητα εν καλή καταστάσει κ.λ.π. δυνατόν να συνεχισθή η προς Άγκυραν πορεία, άλλως η Στρατιά θα αναλάβη την προς Δορύλαιον επάνοδον, καταστρέφουσα ριζικώς τα από Μπεϊλίκ Κιοπρού μέχρις ανατολικώς Δορυλαίου 100 χιλιόμετρα τη σιδηροδρομικής γραμμής". 

Προσεγγίζοντας τον Σαγγάριο
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΙΑΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ.

Η απόφαση για τη συνέχιση των επιχειρήσεων βρήκε το στράτευμα έτοιμο για θυσίες, με την ελπίδα να τερματισθεί σύντομα ο πόλεμος, οπότε θα ερχόταν ο γενικός πόθος της αποστράτευσης. Η απόφαση για τη συνέχιση των επιχειρήσεων προς την Άγκυρα κρίθηκε από ορισμένους Διοικητές Μεγάλων Μονάδων ως παρακινδυνευμένη και τα αποτελέσματα των επιχειρήσεων επισφαλή. Ανάμεσά τους οι Διοικητές του Α΄ Σώματος Στρατού Υποστράτηγος Αλέξανδρος Κοντούλης και του Β΄ Σώματος Στρατού Πρίγκηπας Ανδρέας, αδελφός του Βασιλέως Κωνσταντίνου. Και οι δύο, γνωρίζοντας καλά λόγω της θέσης τους την κατάσταση της Στρατιάς, είχαν την άποψη ότι για να φθάσει σε αίσιο τέλος μία επιχείρηση τέτοιας έκτασης, έπρεπε να προηγηθεί σοβαρή ενίσχυση της Στρατιάς σε προσωπικό και πολεμικά μέσα, καθώς και επιμελημένη οργάνωση και εκπαίδευση. Χωρίς αυτή την προπαρασκευή, θεωρούσαν την επιχείρηση καταδικασμένη σε αποτυχία. Ο ανεφοδιασμός της Στρατιάς ήταν το σημαντικότερο ζήτημα, που απασχολούσε τη Διοίκησή της, εξαιτίας των μεγάλων αποστάσεων ανάμεσα στα μαχόμενα τμήματα και στις βάσεις ανεφοδιασμού.

Η κυρία δύναμη της Στρατιάς, που προοριζόταν να ενεργήσει επιθετικά, περιελάμβανε τα Α΄, Β΄και Γ΄ Σώματα Στρατού, των 3 Μεραρχιών το καθένα, ένα Σύνταγμα Πεζικού, μια Ταξιαρχία Ιππικού, ένα Σύνταγμα Βαρέος Πυροβολικού, δύο Μοίρες Πυροβολικού Σκόντα και τρεις Μοίρες αεροπλάνων. Η μάχιμη δύναμη τους ανερχόταν περίπου σε 1.860 Αξιωματικούς και 75.200 οπλίτες με 50.000 τυφέκια, 2.084 οπλοπολυβόλα, 684 πολυβόλα, 296 πυροβόλα διαφόρων διαμετρημάτων, 1380 σπάθες(ιππέων) και 18 αεροπλάνα. Την ασφάλεια των νώτων και των εγκαταστάσεων Διοικητικής Μέριμνας είχαν αναλάβει δύο μάχιμες Μεραρχίες, με δύναμη 290 Αξιωματικούς και 14.000 οπλίτες με ανάλογο οπλισμό και μέσα.

Νεκροί των μαχών του Σαγγαρίου
Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΤΟΥΡΚΙΑ.

Η Στρατιά Δυτικού Μετώπου, όπως αποκαλούνταν η αντιμέτωπη της Ελληνικής Στρατιάς Τουρκική Δύναμη, αποσύρθηκε μετά τις επιχειρήσεις Ιουνίου-Ιουλίου 1921 Ανατολικά του ποταμού Σαγγάριου. Σκοπός της ήταν να φράξει την οδό προς την Άγκυρα σε ενδεχόμενη προέλαση του Ελληνικού Στρατού. Εκεί εγκαταστάθηκε στην πιο κατάλληλη τοποθεσία άμυνας, την οποία είχε οργανώσει εσπευσμένα, ενώ συγχρόνως προέβαινε στην ανασυγκρότηση των Μονάδων της. Η σύμπτυξη της Στρατιάς, που είχε αρχίσει τη νύκτα της 8/9 Ιουλίου, ολοκληρώθηκε το βράδυ της 12ης Ιουλίου, όταν ο όγκος της δύναμης είχε διέλθει το Σαγγάριο. Κηρύχθηκε γενική επιστράτευση και μέχρι της 10ης Αυγούστου, ημέρα έναρξης της Ελληνικής επίθεσης, προωθήθησαν επαρκώς οι εργασίες ανασυγκρότησης, ενίσχυσης και εκπαίδευσης της Στρατιάς Δυτικού Μετώπου, καθώς και της αμυντικής οργάνωσης της τοποθεσίας.

Επειδή η σύμπτυξη πέρα από το Σαγγάριο προκάλεσε αντιδράσεις στο λαό, για να αποκατασταθεί η τάξη και η πειθαρχία η Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση θέσπισε το θεσμό του Αρχιστρατήγου, ώστε όλες οι εξουσίες, πολιτικές και στρατιωτικές, να συγκεντρωθούν στα χέρια ενός και μόνο ικανού ανδρός, του οργανωτή του επαναστατικού κινήματος Μουσταφά Κεμάλ. Αυτός άρχισε να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα, που θα συνέβαλαν στην αποκατάσταση της ηρεμίας στη χώρα και στην ταχύτερη αξιοποίηση του στρατού. Με σειρά εγκυκλίων διαταγών, που είχαν ισχύ νόμου, ρύθμισε τα περισσότερα επείγοντα ζητήματα και για την εξασφάλιση της εφαρμογής τους συνέστησε τα ειδικά "Δικαστήρια της Ανεξαρτησίας". Ιδιαίτερα τέλος ενδιαφέρθηκε για την οργάνωση της επιμελητείας και του εφοδιασμού του στρατού, με την προώθηση των προμηθειών του πολεμικού υλικού από το εξωτερικό, κυρίως από την Ιταλία, τη Γαλλία και τη Σοβιετική Ένωση.

Οι Τουρκικές δυνάμεις, που αντιμετώπισαν τελικά τη Ελληνική Στρατιά Μικράς Ασίας Ανατολικά του Σαγγαρίου, περιλάμβαναν 16 Μεραρχίες Πεζικού, 4 μεραρχίες Ιππικού, μία Ταξιαρχία Ιππικού και 3 Ανεξάρτητα Συντάγματα Πεζικού με ανάλογες Μονάδες Πυροβολικού. Το σύνολο των παραπάνω Τουρκικών Δυνάμεων ανερχόταν περίπου σε 90.000 άνδρες, με 200 οπλοπολυβόλα, 545 πολυβόλα, 167 πυροβόλα διαφόρων διαμετρημάτων, 6.000 σπάθες και ανάλογο αριθμό ατομικών τυφεκίων. Συγκρίνοντας τις δυνάμεις των δύο αντιπάλων υπήρχε μία ισορροπία, με την υπεροχή του ενός στην ποσότητα και του άλλου στην ποιότητα.

Επεξηγηματικός χάρτης από την εφημ. Ελεύθερος Τύπος
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΙΑΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ.

Στις 25 Ιουλίου 1921 η Στρατιά Μικράς Ασίας εξέδωσε τις διαταγές της για τις επιχειρήσεις εναντίον της Άγκυρας. Οι διαταγές αυτές συντάχθηκαν με βάση τις πληροφορίες της, που έφεραν τους Τούρκους να έχουν εγκατασταθεί αμυντικά στην ανατολική όχθη του ποταμού Σαγγαρίου, με τον όγκο των δυνάμεών τους στην περιοχή Πολατλί. Δυτικά του ποταμού είχαν 2-3 Μεραρχίες και διατηρούσαν την επαφή στο υπόλοιπο μέτωπο με τμήματα ιππικού. Απόφαση της Στρατιάς ήταν να επιτεθεί για να συντρίψει και να καταδιώξει τις δυνάμεις του αντιπάλου, μέχρι την πλήρη διάλυσή τους. Στη συνέχεια θα καταλάμβανε την Άγκυρα και θα κατέστρεφε τις εκεί στρατιωτικές εγκαταστάσεις, ώστε να αποστερήσει από τους Τούρκους την πολύτιμη βάση τους. 

Εφόσον οι αντίπαλες δυνάμεις κατείχαν την οργανωμένη τοποθεσία πίσω από το αδιάβατο, εκτός των γεφυρών, κώλυμα του Σαγγαρίου, το σχέδιο προέβλεπε την απασχόληση του εχθρού κατά μέτωπο με λίγες δυνάμεις και την επίθεση με τον όγκο της Ανατολικά του Σαγγαρίου, υπερκερώντας και κυκλώνοντας την παραπάνω αμυντική τοποθεσία από Νότια και Νοτιοανατολικά. Το σχέδιο επιχειρήσεων καθόριζε ως γενικό σκοπό των επιχειρήσεων τη συντριβή και διάλυση των Τουρκικών δυνάμεων Ανατολικά του Σαγγαρίου και περιλάμβανε ιδιαίτερα σχέδια συνδέσμων, συγκοινωνιών, εφοδιασμού, διακομιδών και έργων, που έπρεπε να εκτελεσθούν.

Η διάβαση της Αλμυράς ερήμου. Αφιλόξενες εκτάσεις
ΕΠΙΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΉΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΙΑΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΓΚΥΡΑ.

Οι Μονάδες της Στρατιάς άρχισαν να προελαύνουν προς το Σαγγάριο την 1η Αυγούστου 1921, κάτω από την επιβράδυνση των Τουρκικών στρατευμάτων. Οι συνθήκες όμως, κάτω από τις οποίες εκτελέσθηκαν οι μακρές και επίπονες πορείες με αφόρητον καύσωνα την ημέρα και δριμύ ψύχος τη νύκτα, σε έδαφος κατά το μεγαλύτερο μέρος αμμώδες και άνυδρο, επέφεραν στο στράτευμα υπερβολικό κάματο. Μετά από 7ήμερη συνεχή πορεία η Στρατιά παρέμεινε στις 8 Αυγούστου στις κατεχόμενες θέσεις, για ανάπαυση των στρατευμάτων της και συμπλήρωση του εφοδιασμού τους.

Η επιθετική ενέργεια άρχισε στις 10 Αυγούστου, όταν η Ελληνική Στρατιά εξόρμησε από τις κατεχόμενες θέσεις και κινήθηκε με τα τρία Σώματα Στρατού συμπαρατεταγμένα προς το Νότιο τμήμα του Τουρκικού μετώπου. Στα υψώματα Ταμπούρ Ογλού, της Σαπάντζας, του Καλέ Γκρότο, του Πολατλί, του Αρντίζ Νταγ και Τσαλ Νταγ συνήφθησαν σφοδρότατες και αιματηρότατες μάχες για την κατάληψή τους. Οι Μονάδες της Στρατιάς Μικράς Ασίας έγραψαν λαμπρές σελίδες δόξας, ηρωϊσμού και αυτοθυσίας, κάτι που παραδέχθηκε και ο ίδιος ο Μουσταφά Κεμάλ στον Ελευθέριο Βενιζέλο σε μεταγενέστερη συνάντησή τους.

Ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης στο μέτωπο ενημερώνεται
ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΣΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΕΞΟΡΜΗΣΗΣ.

Η Στρατιά Μικράς Ασίας, έχοντας αποτύχει στις αρχικές της προθέσεις να υπερκεράσει το αριστερό των Τούρκων με το Β΄ Σώμα Στρατού, καθώς και στη μετέπειτα προσπάθειά της να καταλάβει τα τελευταία υψώματα, Δυτικά της Άγκυρας που την εξασφάλιζαν, οπότε η πόλη θα καταλαμβάνονταν, βρισκόταν ήδη εμπεπλεγμένη σε αγώνα κάτω από δυσχερείς συνθήκες σε θέματα εφοδιασμού και αναπληρώσεων απωλειών υγείας, οι οποίες ημέρα με την ημέρα γίνονταν ακόμη πιο δύσκολες. Μετά από εξέταση της μέχρι τότε στρατιωτικής κατάστασης η Στρατιά άρχισε να σκέπτεται κατά πόσο συνέφερε η συνέχεια της προσπάθειας για την κατάληψη της Άγκυρας, η οποία απαιτούσε όλο και περισσότερες θυσίες. 

Κατόπιν αυτού στις 22 Αυγούστου 1921 συνέταξε εμπεριστατωμένη έκθεση, στην οποία εξέθετε το έργο που είχε γίνει μέχρι τότε και προέβαινε στη σύγκριση των δυνάμεών της με αυτές των Τούρκων, υπολογίζοντας αυτές ως ισοδύναμες μετά τις απώλειες που είχε υποστεί. Απέναντι στις Τουρκικές δυνάμεις της απόμεινε το πλεονέκτημα της επιθετικής πρωτοβουλίας και το υπέρτερο ηθικό, που πήγαζε ακριβώς από την ενέργεια αυτή. Ωστόσο η προοδευτική μείωση της μάχιμης δύναμης θα καθιστούσε αδύνατη τη συνέχιση της επιθετικής ενέργειας και αυτό θα επιδρούσε οπωσδήποτε δυσμενώς και στο ηθικό του στρατεύματος. Η συνέχιση της προέλασης εξάλλου θα επηρέαζε τις μεταφορές, ενώ τα οχήματα μειώνονταν καθημερινά χωρίς να αναπληρώνονται. Για τους παραπάνω λόγους η Στρατιά ζητούσε από την Κυβέρνηση να λάβει ταχεία απόφαση, πριν να είναι πολύ αργά.

Η εφιαλτική διάβαση της Αλμυράς Ερήμου
 Μετά την αποτυχία να καταληφθούν τα τελευταία υψώματα προ της Άγκυρας και σε συνδυασμό με τα μεγάλα προβλήματα, που αντιμετώπιζε, η Στρατιά διέκοψε την επίθεση, μετέπεσε από τις 24 Αυγούστου σε κατάσταση άμυνας και ανέμενε τις αποφάσεις της Κυβέρνησης στην έκθεση, που είχε υποβάλει στις 22 Αυγούστου. Το βράδυ της 26ης Αυγούστου η Στρατιά ανέφερε στον Υπουργό των Στρατιωτικών στην Προύσα ότι θεωρούσε επικίνδυνη την παράταση των επιχειρήσεων και ότι μετά τις μέχρι τότε επιτυχίες θα αποτελούσε άριστη λύση η σύναψη ανακωχής. Ο Υπουργός όμως είχε διαφορετική γνώμη και πίστευε ότι η διακοπή των επιχειρήσεων θα είχε δυσμενή επίπτωση στο εσωτερικό της χώρας και στο εξωτερικό, γι΄αυτό και αιφνιδιάσθηκε από το χαρακτηρισμό της κατάστασης ως επικίνδυνης. Ανέφερε τότε στον Πρωθυπουργό ότι η Στρατιά με αλλεπάλληλα τηλεγραφήματα τον έφερε στο απροχώρητο. Συγχρόνως μεταβίβασε πρόταση του Αντιστρατήγου Βίκτωρος Δούσμανη να προσκληθεί η Στρατιά και να αποφανθεί υπεύθυνα κατά πόσο θα μπορούσε να συνεχίσει τον αγώνα νικηφόρα.

Ο Πρωθυπουργός, λαμβάνοντας γνώση της έκθεσης της Στρατιάς και των τηλεγραφημάτων, που επακολούθησαν, γνώρισε με τηλεγράφημά του προς τον Υπουργό των Στρατιωτικών στις 0300 ώρα της 28ης Αυγούστου, ότι η Στρατιά οφείλει να μείνει ανεπηρέαστη και αδέσμευτη από κάθε πολιτική σκέψη και επιδίωξη και να ρυθμίσει τις αποφάσεις και ενέργειές της σύμφωνα με το στρατιωτικό συμφέρον. Έτσι άφηνε την Στρατιά να αποφασίσει κατά την κρίση της για τη συνέχιση ή όχι των επιχειρήσεων. Καθόριζε όμως ότι, σε περίπτωση διακοπής των επιχειρήσεων, εξαιτίας των αστάθμητων παραγόντων, που μεσολάβησαν, επιβαλλόταν η κατοχή όσο το δυνατόν μεγαλύτερης εδαφικής έκτασης, από αυτή που προβλεπόταν να κρατηθεί οριστικά, ώστε να αποτελεί μέσον πίεσης του αντιπάλου. Η Στρατιά όφειλε να εκλέξει την εδαφική γραμμή, που είχε το πλεονέκτημα αυτό, την οποία θα καταλάμβανε και θα εξασφάλιζε με τη μικρότερη δύναμη, ώστε να επιτρέπεται η αριθμητική μείωση της δύναμής της.

Η Στρατιά, έχοντας ήδη λάβει την απόφαση να διακόψει τις επιχειρήσεις και να επιστρέψει στις θέσεις εξόρμησης της Ανατολικά της γραμμής Εσκί Σεχίρ-Αφιόν Καραχισάρ, όταν έλαβε τις παραπάνω απαντήσεις του Πρωθυπουργού, έσπευσε το βράδυ της 29ης Αυγούστου να αναφέρει ότι οι Τούρκοι ενισχύθησαν σοβαρά και ανέλαβαν επίθεση. Μετά από αυτό δεν μπορούσε να διατηρηθεί Ανατολικά του Σαγγαρίου και ήταν αναγκασμένη να διέλθει τον ποταμό κάτω από δυσχερείς συνθήκες. Οι παραπέρα αποφάσεις της θα καθορίζονταν από την εξέλιξη της κατάστασης, μετά τη διάβαση του ποταμού. Συγχρόνως ζητούσε τη αποστολή ενισχύσεων και την πρόσκληση των στρατευσίμων της στρατολογικής κλάσης 1922, δηλαδή τους γενηθέντες το 1901, προτείνοντας αντί μείωσης την αύξηση της δύναμής της. Τις αποφάσεις της η Στρατιά, μετά από προηγούμενο προϊδεασμό των Σωμάτων Στρατού, κοινοποίησε σ΄αυτά το βράδυ της 29ης Αυγούστου. Από της 30ης Αυγούστου 1921 άρχισε ο επιβραδυντικός αγώνας της Στρατιάς Μικράς Ασίας από τις κατεχόμενες Ανατολικά του Σαγγαρίου ποταμού τοποθεσίες προς Δυτικά του ποταμού, με συνεχείς αγώνες επιβράδυνσης και άμυνας για περιορισμένο χρόνο σε επιλεγμένες διαδοχικές τοποθεσίες, αλλά και με επιθέσεις περιορισμένου σκοπού, κάτω από τις συνεχείς επιθετικές επιχειρήσεις των Τουρκικών στρατευμάτων. Μέχρι τέλους Σεπτεμβρίου 1921 εγκαταστάθηκε αμυντικά επί της γραμμής Νίκαια-Εσκί Σεχίρ-Αφιόν Καραχισάρ, όπου και σταθεροποιήθηκε το μέτωπο.

Από τις προετοιμασίες για την μεγάλη εκστρατεία
ΕΠΙΛΟΓΟΣ.

Κατ΄αυτόν το τρόπο έληξε η εκστρατεία προς την Άγκυρα, που στοίχισε στον Ελληνικό Στρατό 23.613 Αξιωματικούς και Οπλίτες εκτός μάχης. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, οι απώλειες της Ελληνικής Στρατιάς Μικράς Ασίας στην περίοδο από 1ης Αυγούστου μέχρι τη 30η Σεπτεμβρίου 1921 ανήλθαν σε 234 Αξιωματικούς και 3.392 Οπλίτες νεκρούς, 750 Αξιωματικούς και 18.594 Οπλίτες τραυματίες και 3 Αξιωματικούς και 640 Οπλίτες αγνοούμενους.

Οι απώλειες της Τουρκικής Στρατιάς Δυτικού Μετώπου, η οποία αντιμετώπισε την Ελληνική Στρατιά Μικράς Ασίας, σύμφωνα με το Αρχείο της Ιστορίας του Τουρκικού Στρατού, ανήλθαν από της 1ης Αυγούστου μέχρι τη 17η Σεπτεμβρίου 1921 σε 743 Αξιωματικούς και 18.072 Οπλίτες εκτός μάχης, από τους οποίους 145 Αξιωματικοί και 2.074 Οπλίτες νεκροί, 571 Αξιωματικοί και 9.582 Οπλίτες τραυματίες και 27 Αξιωματικοί και 5.043 αγνοούμενοι.

Αυτός υπήρξε ο απολογισμός των στρατιωτικών επιχειρήσεων προς την Άγκυρα. Και οι δύο πλευρές είχαν λόγους να είναι ικανοποιημένες από την έκβαση των επιχειρήσεων. Οι Τούρκοι πανηγύριζαν τη σωτηρία της Άγκυρας και οι Έλληνες αισθάνονταν υπερήφανοι για τις νίκες τους στο Ταμπούρ Ογλού, στο Καλέ Γκρότο, στη Σαπάντζα, στο Τσαλ Νταγ και στο Αρντίζ Νταγ. Η μή επίτευξη τελικά του στρατηγικού σκοπού των επιχειρήσεων, που ήταν η κατάληψη της Άγκυρας και η συντριβή των Κεμαλικών στρατευμάτων, δεν επισκιάζει τις λαμπρές τακτικές νίκες της Στρατιάς Μικράς Ασίας.

Ο Ελληνικός Στρατός αναμφισβήτητα υπήρξε ο κυρίαρχος των μαχών του Σαγγαρίου και σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις έφερε σε κρίσιμη θέση τον αντίπαλο. Υποχρεώθηκε να επανέλθει στη γραμμή της εξόρμησής του κυρίως από την έλλειψη εφεδρειών και τα δυσεπίλυτα προβλήματα ανεφοδιασμού, υγειονομικής υποστήριξης και συντήρησης του υλικού και μέσων, λόγω της επιμήκυνσης των γραμμών συγκοινωνιών του, χωρίς να ηττηθεί. Επέδειξε επιθετικό πνεύμα, αποφασιστικότητα, μαχητικότητα, πειθαρχία, θάρρος και ηρωϊσμό, κάτω από αντίξοες περιστάσεις, αλλά η επιδιωκόμενη νίκη δεν ήλθε.

Μετά την αποτυχία επίτευξης του στρατηγικού σκοπού μόνο η διπλωματία μπορούσε να δώσει λύση στο Μικρασιατικό πρόβλημα. Και η Ελλάδα είχε ανάγκη από αυτή τη λύση το συντομότερο δυνατό, για να αποφύγει την οικονομική χρεοκοπία και την ενδεχόμενη κατάρρευση του μετώπου. Δυστυχώς ο ίδιος ο Ελληνικός Στρατός, ακριβώς ένεν χρόνο μετά, υπέστη μια αδικαιολόγητη ήττα, που οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή.

ΠΗΓΕΣ.

Η Εκστρατεία στη Μικρά Ασία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού.

Αντιστράτηγος ε.α. Κωνσταντίνος Πατιαλιάκας.

ΣΧΟΛΙΟ: Η απόβαση στις 2 Μαΐου 1919 Μονάδων του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη, σε εκτέλεση απόφασης των Συμμάχων, χωρίς σταθερές εγγυήσεις ενέπλεξε την Ελλάδα σε μια εκστρατεία, πέραν των στρατιωτικών και οικονομικών δυνατοτήτων της. Η εύθραυστη Συνθήκη των Σεβρών, η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές της 14ης Νοεμβρίου 1920 και η επάνοδος στο θρόνο του Βασιλέως Κωνσταντίνου, παρά της αντιρρήσεις των Συμμάχων, επιδείνωσαν την στρατιωτική, διπλωματική, πολιτική και οικονομική κατάσταση της χώρας μας. Η εκστρατεία προς την Άγκυρα με αβέβαιο σκοπό την καταστροφή των Κεμαλικών στρατευμάτων, δυστυχώς δεν επέλυσε το πρόβλημα και η επελθούσα Μικρασιατική Καταστροφή σφράγισε την απώλεια για πάντα της Ελληνικότατης από αιώνων Μικράς Ασίας.

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).

Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.

Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.