Σελίδες

30 Ιουλίου 2020

Η έννοια της εθνικής συνείδησης στο Αιγαίο κατά τον ύστερο Μεσαίωνα (μέρος 2ο)

συνέχεια από το 1ο μέρος

Του Θανάση Δ. Κωτσάκη Δρ. Ιστορίας του Πολιτισμού

Η ανάπτυξη μιας πρώιμης ελληνικής εθνικής ταυτότητας και οι ιδεολογικές συγκρούσεις μεταξύ Ελληνορθοδόξων και Βενετών στο Αιγαίο (13ος – 15ος αι.)

Βάσει λοιπόν των παραπάνω, μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους παρατηρείται το φαινόμενο της ενίσχυσης των ήδη προϋπαρχόντων αντιλατινικών αισθημάτων: «Το αντιλατινικό αίσθημα, βαθιά ριζωμένο έως τότε στον φτωχό λαό, στον ευσεβή, προληπτικό και αιχμάλωτο μιας απλοϊκής θρησκευτικότητας, παίρνει τώρα τις διαστάσεις μιας εθνικής απαίτησης»[xliii]. Θα προσθέταμε επίσης ότι «μολονότι εθνική συνείδηση, με την έννοια που αποδίδεται σήμερα, δεν υπάρχει κατά την περίοδο την οποία εξετάζουμε, ιδίως κατά τους πρώτους αιώνες της Βενετοκρατίας, οι μαρτυρίες των πηγών οδηγούν στο συμπέρασμα ότι (…) η ιδέα της αυτοκρατορίας ταυτίζεται με την ιδέα της Ορθοδοξίας. Το θρησκευτικό αίσθημα των κατοίκων, οξυμμένο, εξαιτίας των αντιθέσεων με το ετερόδοξο ξένο στοιχείο, συγχέεται στην αρχή και προοδευτικά καταλήγει να ταυτίζεται με την εθνική συνείδηση»[xliv].

Κατ’ αυτόν τον τρόπο λοιπόν, η πίστη στην Ορθοδοξία, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη αντιλατινικών αισθημάτων, απετέλεσε καταλυτικό παράγοντα για τη διαμόρφωση μιας πρώιμης ελληνορθόδοξης εθνικής ταυτότητας. Η Εκκλησία και ο πολιτισμός κατέστησαν πεδίο ιδεολογικών αντιπαραθέσεων μεταξύ των δύο πλευρών, ως παράγοντες διαμόρφωσης της «εθνικής αυτογνωσίας» του γηγενούς-κατακτημένου λαού. Η διατήρηση του ορθοδόξου φρονήματος στους κόλπους των λαϊκών –και όχι μόνο– στρωμάτων, το οποίο είχε ταυτιστεί κατά την εποχή εκείνη με την ιδέα μιας «πρώιμης ελληνικότητας», καθώς και η καλλιέργεια –σε επίπεδο λογίων– της αρχαίας ελληνικής παιδείας, που οδηγούσε στη σύνδεση του τότε με την ελληνική αρχαιότητα, θα αποτελέσουν τη βάση για τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας των ελληνοφώνων ορθοδόξων πληθυσμών και για το πέρασμα στην εποχή του Νέου Ελληνισμού. 

Η ανακάλυψη των αρχαίων ριζών του γηγενούς λαού, σε συνδυασμό κυρίως με την προσήλωσή του στην ορθόδοξη παράδοση, θα καταστήσει πιο εμφανείς τις διαφορές του με τον αλλόφυλο και ετερόδοξο δυτικό κατακτητή, με τον οποίο μάλιστα έχει συγκρουσιακή σχέση: Μέσα από τη διαπίστωση της μεταξύ τους ετερότητας, αναδεικνύεται η δική του ταυτότητα και διαμορφώνεται η εθνική του αυτοσυνειδησία, απαραίτητη προϋπόθεση για τη συλλογική του επιβίωση υπό συνθήκες ξενικής κατοχής, κάτι που όμως φαίνεται ότι επιδείνωνε το ήδη τεταμένο κλίμα μεταξύ των δύο πλευρών.

Βάσει των παραπάνω, οι βενετικές και γενικότερα οι δυτικές διοικητικές αρχές των νησιών ήταν προφανές ότι δεν θα μπορούσαν να βλέπουν θετικά την παρουσία και τη δράση στην επικράτειά τους μορφωμένων γηγενών, που θα μπορούσαν να συμβάλουν με την επιρροή τους στην ενδυνάμωση του «εθνικο-θρησκευτικού» φρονήματος των κατακτημένων πληθυσμών του Αιγαίου και, επομένως, στη μακροπρόθεσμη αποσταθεροποίηση της εκεί λατινικής κυριαρχίας. Έτσι λοιπόν, δεν ήταν μόνο οι Ορθόδοξοι ιεράρχες, που, λόγω του θεσμικού ρόλου τους, δεν τους επιτρεπόταν η παραμονή στα υπό λατινική κυριαρχία νησιά[xlv]. Ορισμένοι λόγιοι –λαϊκοί και κληρικοί– φαίνεται ότι αντιμετωπίζονταν με καχυποψία, δεδομένου ότι αντιπροσώπευαν έναν εν δυνάμει κίνδυνο για το βενετικό αποικιοκρατικό καθεστώς.

Παραδείγματος χάριν, ο Κρητικός Ιωσήφ Φιλάγρης ή Φιλάγριος, ο οποίος υπήρξε μοναχός, θεολόγος ανθενωτικού προσανατολισμού και φιλόσοφος, θεωρείται ότι έφυγε από τον Χάνδακα (Ηράκλειο) –στο πλαίσιο της πολιτικής διώξεων εναντίον των Ορθοδόξων κληρικών και μοναχών και των εκπαιδευτικών τους ιδρυμάτων– και κατέφυγε στα Αστερούσια όρη (Κόφινας). Εκεί, σε υψόμετρο 880 περίπου μέτρων, κοντά στη Μονή των Τριών Ιεραρχών, ίδρυσε στα τέλη του 14ου αιώνα αριστοτελική φιλοσοφική σχολή, ένα «πανεπιστήμιο» της εποχής, μακριά από την έντονη βενετική παρουσία των μεγάλων αστικών κέντρων και των πεδινών περιοχών. Εκεί διδάσκονταν Φιλοσοφία, Αστρονομία, Γραμματική, Θεολογία και Ιατρική. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει, σύμφωνα με μια άποψη, την ύπαρξη μιας αυξημένης –τηρουμένων των αναλογιών– εθνικής αυτοσυνειδησίας τόσο από την πλευρά των Βενετών[xlvi] κατακτητών όσο και από εκείνη των Ελληνορθοδόξων κατακτημένων[xlvii] κατά τον ύστερο Μεσαίωνα. Αναδεικνύει επίσης τον ρόλο και τη σημασία του θρησκευτικού φρονήματος και της ελληνικής παιδείας ως παραγόντων που συνέβαλαν στη σταδιακή διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας του λαού μας, αντιμετωπιζομένων από τους ξένους κατακτητές, όχι τυχαία, ως απειλή για τα συμφέροντά τους και για τη διαιώνιση της κυριαρχίας τους στην περιοχή[xlviii]

Τάσεις πολιτισμικής αφομοίωσης των απογόνων των Λατίνων κατακτητών (14ος – 16ος αι.)

Ο φόβος των Βενετών για την ισχυρή «πνευματική αντίσταση» του ντόπιου στοιχείου φαίνεται ότι δεν ήταν τελικά αβάσιμος. Η ισχυρή εγχώρια πολιτισμική παράδοση, όχι μόνο συνέβαλε στην καλλιέργεια ενός εθνικού και συνακολούθως ενός εξεγερσιακού φρονήματος του ντόπιου πληθυσμού, αλλά και έθεσε τον μειονοτικό πληθυσμό των Δυτικών εποίκων του Αιγαίου και των απογόνων τους σε τροχιά πολιτισμικής αφομοίωσης από την ελληνορθόδοξη πλειονότητα.

Στη βενετοκρατούμενη Κρήτη, ήδη από τον 14ο αιώνα, είχε παρατηρηθεί μια πολιτισμική αφομοίωση των εκεί Λατίνων από το ελληνικό στοιχείο. Μεγάλος αριθμός των Καθολικών του νησιού, απογόνων κατά κύριο λόγο των Βενετών εποίκων του 13ου αιώνα, είχε υιοθετήσει ως όργανο επικοινωνίας του την ελληνική γλώσσα (14ος αιώνας κ.ε.). Κατά δε τον 16ο αιώνα, η ελληνική γλώσσα είχε πλέον επιβληθεί σε βαθμό που πολλοί Βενετοκρητικοί, ακόμη και όσοι δεν είχαν ασπαστεί το ορθόδοξο δόγμα και παρέμεναν Kαθολικοί, δεν κατανοούσαν την ιταλική γλώσσα, ενώ κάποιοι από αυτούς είτε ασπάστηκαν την Ορθοδοξία είτε συνήπταν μικτούς γάμους, κάτι που οδήγησε στον βαθμιαίο εξελληνισμό σημαντικής μερίδας τους[xlix]. Ενδεικτικό της ανάπτυξης μιας ιδιαίτερης-τοπικής ταυτότητας μερίδας των βενετικής καταγωγής κατοίκων της Μεγαλονήσου τον 14ο αιώνα θεωρείται και το γεγονός της «επανάστασης» ή της «αποστασίας» του Αγίου Τίτου, όταν Βενετοκρητικοί εξεγέρθηκαν από κοινού με τους Ελληνορθόδοξους συντοπίτες τους εναντίον της μητρόπολης Βενετίας, εγκαθιδρύοντας τη «Δημοκρατία του Αγίου Τίτου» (1363-1366), αντικαθιστώντας τη σημαία του Αγίου Μάρκου της Βενετίας με εκείνη του ιδρυτή της Εκκλησίας της Κρήτης και προστάτη της νήσου, Αγίου Τίτου[l].

Ανάλογα, πάντως, φαινόμενα γλωσσικής, θρησκευτικής και εν γένει πολιτισμικής αφομοίωσης παρατηρήθηκαν κατά την ίδια περίοδο και στη φραγκοκρατούμενη Κύπρο[li], όπου μάλιστα έλαβε χώρα στάση των φραγκικής καταγωγής ευγενών του νησιού εναντίον των επικυριάρχων Δυτικών ομογενών τους (1369), κάτι που αποτελεί ένδειξη της ύπαρξης μιας υπό διαμόρφωση «τοπικής ιθαγένειας», ανάλογης με εκείνης των βενετικής καταγωγής εξεγερθέντων αρχόντων της Κρήτης[lii]

Αναφορικά με την επίσης φραγκοκρατούμενη Πελοπόννησο της ίδιας περιόδου (14ος αι.), θεωρείται ότι έλαβε χώρα μια αφύπνιση της πατριωτικής συνείδησης των εκεί Φράγκων απογόνων των Σταυροφόρων, οι οποίοι έχαναν βαθμιαία την εθνική τους ταυτότητα κάτω από την επιρροή του βυζαντινού πολιτισμού[liii]. Στο δε φλωρεντινό Δουκάτο των Αθηνών και των Θηβών (1388-1456), όπου είχαμε μια «ήπια», θα λέγαμε, Λατινοκρατία, η ελληνική γλώσσα ήταν εν χρήσει σε επίσημα έγγραφα, ανασυστάθηκε η τοπική ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή, ενώ ιδρύθηκε και κέντρο ελληνικών σπουδών[liv].

Επίσης, στη νήσο Νάξο, κατά την εποχή του Δουκάτου του Αιγαίου (1207-1566), είχε αρχίσει να χρησιμοποιείται η ελληνική γλώσσα τόσο σε επίσημα δουκικά έγγραφα όσο και σε δουκικές κτητορικές επιγραφές, παράλληλα με την ιταλική και τη λατινική, ενώ αργότερα, μετά την κατάληψη του νησιού από τους Οθωμανούς Τούρκους, το εκεί καθολικό ποίμνιο θα συρρικνωθεί, αφομοιούμενο σε μεγάλο βαθμό από το ορθόδοξο περιβάλλον, εντός του οποίου διαβιούσε[lv].

«Ἀπολαύσωμεν πάλι τὰ σκῆπτρα τῆς αὐτοκρατορίας μας καὶ νὰ ἰδοῦμεν ἐλεύθερη τὴν δυστυχισμένην Ἑλλάδα»

Το 1665 ο φιλενωτικός Ναξιώτης ευπατρίδης Κωνσταντίνος Κόκκος, με επιστολή του προς την Αγία Έδρα, ευχόταν την τελική υποταγή της Ανατολικής Εκκλησίας στη Δυτική, ώστε αυτό να γίνει η απαρχή για την απελευθέρωση και την εθνική αποκατάσταση της Ελλήνων: «…εὐλογίᾳ τῆς μακαριότης του ἀπολαύσωμεν πάλι τὰ σκῆπτρα τῆς αὐτοκρατορίας μας καὶ νὰ ἰδοῦμεν ἐλεύθερη τὴν δυστυχισμένην Ἑλλάδα»[lvi]. Εδώ επαναδιατυπώνεται το αίτημα της πρώτης «Μεγάλης Ιδέας», δηλαδή της εθνικής αποκατάστασης μέσω της επανίδρυσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το οποίο ανιχνεύεται, όπως προαναφέρθηκε, για πρώτη φορά τον 13ο αιώνα και επαναλαμβάνεται την επαύριο σχεδόν της αλώσεως (αρχές 16ου αι.)[lvii].

Ο Κόκκος ονομάζει την σκλαβωμένη πατρίδα του «Ελλάδα», όπως τέσσερις περίπου αιώνες παλαιότερα και ο αυτοκράτορας της Νικαίας Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις, ενώ θεωρεί ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είναι το κράτος των προγόνων του, το οποίο και θα πρέπει να αναστηθεί, επαναστεγάζοντας τον υπόδουλο τότε Ελληνισμό. Εδώ μας θυμίζει τους Βυζαντινούς λογίους που είχαν καταφύγει πριν από δύο περίπου αιώνες από τότε στην Ιταλία, ασπαζόμενοι το δυτικό δόγμα, θεωρώντας τη Δύση ως μικρότερο κακό έναντι των Τούρκων –δεδομένης της κοινής χριστιανικής παράδοσης και του κοινού ελληνορρωμαϊκού τους παρελθόντος–, με σκοπό τη διεκδίκηση υπό καλύτερους όρους μιας πολεμικής κινητοποίησης των χωρών της Δύσεως εναντίον των Οθωμανών[lviii]. Η γενικότερη δε οπτική του περί της υπό διαμόρφωση (νεο)ελληνικής εθνικής ταυτότητας μάς παραπέμπει σε εκείνες των προρρηθέντων λογίων, οι οποίοι είχαν διατυπώσει εμμέσως για πρώτη φορά το τριμερές σχήμα «Αρχαία Ελλάδα – Βυζάντιο – Νεώτερος Ελληνισμός», αιώνες πριν τους Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο και Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο (μέσα 19ου αι.), υποστηρίζοντας την ιδέα της συνέχειας του Ελληνισμού[lix]

Από την Προνεωτερικότητα στη Νεωτερικότητα 

Όταν έναν και πλέον αιώνα αργότερα θα ξεσπάσει η Γαλλική Επανάσταση (1789) και θα περάσουμε συμβατικά στην εποχή της Νεωτερικότητας, οι ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού θα συναντήσουν εκείνες του ιθαγενούς πολιτισμού, που εκφράζονταν μέσα από τη μεταβυζαντινή παράδοση, και θα τον μπολιάσουν. Μέσα από τη σύζευξη αυτή θα οδηγηθούμε στην υπό σύγχρονους όρους διαμόρφωση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, η οποία θα αποκρυσταλλωθεί με την Ελληνική Επανάσταση και τη συνεπακόλουθη ίδρυση του ελληνικού κράτους, κατά το α΄ μισό του 19ου αιώνα[lx]. Γεγονός πάντως παραμένει, βάσει των παραπάνω, ότι η σύγχρονη ελληνική εθνική ταυτότητα δεν υπήρξε αποτέλεσμα μιας παρθενογένεσης, αλλά ότι υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη στο Αιγαίο προγενέστερων μορφών εθνικής αυτοσυνειδησίας, ήδη από τους μέσους ή τους ύστερους βυζαντινούς έως και τους πρώιμους νεώτερους χρόνους. 

Η όποια λοιπόν εθνική ταυτότητα των Ελλήνων των προνεωτερικών χρόνων δεν οφείλει την ύπαρξή της σε μια άνωθεν καλλιέργειά της, υπαγορευόμενη από κάποια κρατική εξουσία, ούτε το περιεχόμενό της είναι συνυφασμένο με την έννοια του πολίτη κάποιου κράτους. Απεναντίας, εδώ πρόκειται για μια κοινότητα προσώπων με κοινή γλώσσα, κοινή θρησκεία, κοινά ήθη και έθιμα και γενικότερα με κοινή πολιτισμική ταυτότητα, αλλά και με κοινή ιστορία, τα μέλη της οποίας έχουν μια κοινή συνείδηση του «συνανήκειν», κατά την ηροδότεια –τρόπον τινά– αντίληψη, ταυτότητα η οποία σφυρηλατήθηκε από το 1204 και ύστερα, μέσα από την αντίθεση και την πάλη εναντίον του ξένου κατακτητή.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ (2ου μέρους) 

[xliii] Αρβελέρ, ό.π. (υποσημ. 16), σ. 126.- Σημειώνεται επίσης ότι «οι βυζαντινοί διανοούμενοι, προσκολλημένοι περισσότερο στην αρχαία παιδεία, και ο βυζαντινός λαός, προσκολλημένος κυρίως στην ορθόδοξη παράδοση, θα αναλάβουν μαζί την προσπάθεια να σώσουν το κράτος των ορθοδόξων Ελλήνων, που είναι στο εξής το Βυζάντιο. Αυτή είναι η καταγωγή και η βάση του (ύστερου) βυζαντινού πατριωτισμού (…). Ο πατριωτισμός κατά τη νέα αυτή φάση της βυζαντινής ιστορίας θα συγχέεται με το αντιλατινικό πάθος». Βλ. σχετ. Αρβελέρ, ό.π., σσ. 74, 117.

[xliv] Μαλτέζου, ό.π. (υποσημ. 38), σ. 130.  

[xlv] Γ. Δημητροκάλλης, «Οι κατά τον ΙΣΤ´ αιώνα μητροπολίτες Παροναξίας», Παρνασσός 16 (1974), σσ. 400-402.- Δετοράκης, ό.π. (υποσημ. 35), σσ. 198-200.  

[xlvi] Η ιδιαίτερη ταυτότητα των κατά βάση εμπόρων και θαλασσοπόρων Βενετών αποκρυσταλλώνεται στην εξής φράση: “Semo prima Venesiani e poCristiani” («Είμαστε πρώτα Βενετοί και έπειτα χριστιανοί»). Απόρροια της συνείδησης της ετερότητάς τους με τους κατακτημένους Ελληνορθοδόξους αποτελεί και το γεγονός ότι στην πρόσκλησή τους για κατάληψη των Κυκλάδων από ιδιώτες εξαιρέθηκαν οι Έλληνες, για ευνόητους λόγους, ενώ επεβλήθησαν και περιορισμοί στη διαμονή τους εντός των βενετσιάνικων κάστρων της κατακτημένης Ρωμανίας. Βλ. σχετ. Θ. Κωτσάκης, «Η έννοια της εθνικής συνείδησης στη Νάξο και το Αιγαίο κατά τους μεσαιωνικούς και πρώιμους νεώτερους χρόνους», Ναξιακά 2 (2012), σ. 114.  

[xlvii] Π. Γεωργούδης, «Στο φως αριστοτελική σχολή αντίστασης» (συνέντευξη με τον καθηγητή Βυζαντινής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Αθανάσιο Παλιούρα), Ελευθεροτυπία (10 Δεκεμβρίου 2011), http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=331034 [ημ. πρόσβ. 4-6-2014].- Μια άλλη περίπτωση όπου ανιχνεύονται στοιχεία σύνδεσης της ταυτότητας των υπό ξενική κυριαρχία Ελλήνων της εποχής εκείνης είναι και εκείνη του λογίου Μιχαήλ Αποστόλη, ο οποίος, επισκεπτόμενος στα 1469 αρχαιολογικό χώρο στην Ιεράπετρα, είδε αρχαία αγάλματα, τα οποία εθαύμασε, τονίζοντας ότι οι δημιουργοί τους ανήκουν στο «γένος των Ελλήνων». Βλ. σχετ. Κ. Τσικνάκης, «Τῷ πόθῳ τῆς θέας τῶν ἀγαλμάτων ῥωννύμενος. Αρχαιολογικές αναζητήσεις στην Κρήτη του 15ου αιώνα», Θησαυρίσματα 41-42 (2011-2012), σσ. 491-492.  

[xlviii] Η απόπειρα, πάντως, υπονόμευσης του θρησκευτικού φρονήματος των γηγενών Ελληνορθοδόξων κατοίκων του Αιγαίου δεν ήταν μια πολιτική που εφαρμόστηκε μόνο κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, αλλά ακολουθήθηκε και μετέπειτα, όπως π.χ. κατά την περίοδο της Αντιμεταρρύθμισης από τους Γάλλους και κατά τον 19ο αιώνα από τους Αμερικανούς, κάτι που εντασσόταν στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής των δυτικών Μεγάλων Δυνάμεων («πολιτιστικός ιμπεριαλισμός»). Βλ. σχετ. Θ. Κωτσάκης, «Η δράση Δυτικών μισσιοναρίων στο Αιγαίο (16ος – 20ός αι.) και το φαινόμενο του “πολιτιστικού ιμπεριαλισμού”», Νέος Ερμής ο Λόγιος 8 (Φθινόπωρο 2013), σσ. 116-128.  

[xlix] Μαλτέζου, ό.π. (υποσημ. 31), σ. 278.- Δετοράκης, ό.π. (υποσημ. 35), σσ. 213-214.- Α. Laiou, “Venetians and Byzantines: Investigation of Forms of Contact in the Fourteenth Century”, Θησαυρίσματα 22 (1992), σ. 38.- Μ. Georgopoulou, Venice’s Mediterranean colonies. Architecture and Urbanism, Cambridge2000, σ. 261.  

[l] Επί του βραχύβιου αυτού καθεστώτος διακηρύχθηκε μεταξύ άλλων η ισονομία και η σχετική ισοτιμία μεταξύ Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, εξέλιπαν πλέον οι διώξεις και οι περιορισμοί κατά του ορθοδόξου κλήρου, ενώ αρκετοί Βενετοί αποκήρυξαν το καθολικό δόγμα και έγιναν Ορθόδοξοι. Τα παραπάνω στοιχεία αποδεικνύουν για ακόμη μία φορά τη σύνδεση μεταξύ της υπό διαμόρφωση τότε νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας με την Ορθοδοξία. Βλ. σχετ. Μαλτέζου, ό.π. (υποσημ. 38), σσ. 125-126.- Δετοράκης, ό.π. (υποσημ. 35), σσ. 187-190.- Α. Παπαδία-Λάλα, «Οι Έλληνες και η βενετική πραγματικότητα. Ιδεολογική και κοινωνική συγκρότηση», στο: Χ. Μαλτέζου (επιμ.), Όψεις της ιστορίας του βενετοκρατούμενου Ελληνισμού, Αθήνα 1993, σ. 178.  

[li] Ν. Μοσχονάς, «Ετερόγλωσσοι πληθυσμοί και επικοινωνία στο φραγκικό βασίλειο της Κύπρου», στο: Ν. Μοσχονάς (επιμ.), Η επικοινωνία στο Βυζάντιο. Πρακτικά του Β´ Διεθνούς Συμποσίου (4-6 Οκτωβρίου 1990), ΚΒΕ / ΕΙΕ, Αθήνα 1993, σσ. 141-144.- Α. Πάρδος, «Το ιδεολογικό και πολιτισμικό κρηπίδωμα της κυπριακής Αντίστασης (12ος – 16ος αι.)», Νέος Ερμής ο Λόγιος 9 (Άνοιξη 2014), σσ. 110-130.  

[lii] Πάρδος, ό.π., σ. 121.  

[liii] Θ. Σανσαρίδου-Hendrickx, ό.π. (υποσημ. 27), σ. 12.  

[liv] Ντούρου-Ηλιοπούλου, ό.π. (υποσημ. 27), σ. 129.  

[lv] Επίσης, σε οικόσημο του δουκικού οίκου των Crispi (1383-1566), εκατέρωθεν του θυρεού απεικονίζονται δύο νέοι, εκ των οποίων ο ένας παίζει τζαμπούνα, το πλέον παραδοσιακό μουσικό όργανο του νησιού, και ο άλλος χορεύει, ένδειξη του ότι οι ιταλικής καταγωγής δούκες είχαν αποκτήσει συν τω χρόνω μια τοπική – «ναξιακή» συνείδηση, διακριτή από εκείνη των προγόνων τους.- Βλ. σχετ. Θ. Κωτσάκης, «Η στάση του λατινικού στοιχείου της Νάξου έναντι του γηγενούς πολιτισμού (13ος – 19ος αι.): η μαρτυρία των υλικών καταλοίπων και των γραπτών πηγών», στο: Η Νάξος διαμέσου των αιώνων. Πρακτικά του Ε΄ Πανελληνίου Συνεδρίου «Η Νάξος διαμέσου των αιώνων» (Απεράθου, 30 Αυγούστου – 1 Σεπτεμβρίου 2013), υπό δημοσίευση.  

[lvi] Σ. Συμεωνίδης, «“Η ανάκτηση των σκήπτρων της αυτοκρατορίας μας” κατά τον Κωνσταντίνο Κόκκο (1665)», Ναξιακά 7/45 (Δεκέμβριος 2002 – Φεβρουάριος 2003), σσ. 6-9.- Κωτσάκης, ό.π. (υποσημ. 46), σσ. 115-117.  

[lvii] Ο Κρητικός λόγιος Μάρκος Μουσούρος αναφέρει στα 1513: «ἢν γάρ τε πόλει Βυζαντίδι πρώτῃ νόστιμον ἀστράψῃ φέγγος ἐλευθερίης (…) Γραικὸςὁ δουλείᾳ νῦν κατατρυχόμενος, ἀρχαίας ἀρετῆς, ἵν’ ἐλεύθερον ἦμαρ ἴδηται, μνήσεται οὐτάζων δήϊον ἐνδομύχως» [=στην Κωνσταντινούπολη, αν πρώτα εκεί το φως το πολυπόθητο της λευτεριάς αστράψει και φεγγοβολήσει πάλι (…) γιατί τότε ο Γραικός (ο Έλληνας), που σήμερα η σκλαβιά τον κατατρύχει, ευθύς θ’ αναθαρρήσει. Τις αρχαίες του αρετές θα θυμηθεί και, για να δει της λευτεριάς τη μέρα, θα ξεσηκωθεί και θα χτυπήσει τον εχθρό εκ των έσω]. Βλ. σχετ. Πάρδος, ό.π. (υποσημ. 16), σσ. 122-123.  

[lviii] Ι. Χασιώτης, «Η ιδέα της “σταυροφορίας” και η πατριωτική δράση των Ελλήνων λογίων της διασποράς (μέσα 15ου – μέσα 16ου αιώνα)», στηνΙστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ι´ (1974), σσ. 252-257.- Καραμπελιάς, ό.π. (υποσημ. 15), σσ. 309-315.- Πάρδος, ό.π. (υποσημ. 16), σσ. 115, 120-123.  

[lix] Σβορώνος, ό.π. (υποσημ. 21), σσ. 93-95.- Καραμπελιάς, ό.π., σ. 314.- Διαμαντής, ό.π. (υποσημ. 21), σ. 20.- Πάρδος, ό.π., σσ. 122-123.  

[lx] Σβορώνος, ό.π. (υποσημ. 21), σ. 106. 

Πηγή: Νέος Ερμής ο Λόγιος 12 (2015), σσ. 204-219 

naxos365.blogspot.com
πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).

Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.

Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.