Η ελληνική ταυτότητα μαζί και ενάντια στη Ρώμη
Του Πωλ Βέιν* από το Άρδην τ. 65
Στη μικρή γειτονιά του σύμπαντός μας, γύρω στο έτος 200 π.Χ και μετά τις τεράστιες κατακτήσεις του Αλεξάνδρου του Μεγάλου, η Ελλάδα και η ελληνική Ανατολή αποτελούσαν μια ομάδα βασιλείων και πόλεων, που συγκροτούσαν την ισχυρότερη εθνότητα του κόσμου. Ο πολιτισμός της είχε ταυτιστεί στην αντίληψη όλων (Καρχηδονίων, Ετρούσκων ή και της ρωμαϊκής Ιταλίας) με την ίδια την έννοια του πολιτισμού. Ο πιο διάσημος άνδρας της εποχής δεν ήταν ο Καρχηδόνιος Αννίβας ούτε ο Ρωμαίος Σκιπίων αλλά ο Αντίοχος ο Μέγας, ο Έλληνας βασιλιάς της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής.
Όμως, στα 192, ο Αντίοχος υπέκυπτε υπό το βάρος των όπλων της Ρώμης, η οποία, κατά τη διάρκεια των δύο εκείνων αιώνων, μετέβαλε την Ελλάδα και τον ελληνικό κόσμο σ’ ένα συνονθύλευμα ρωμαϊκών επαρχιών και προτεκτοράτων. Αυτές οι περιοχές θα αποτελέσουν, στους τέσσερις πρώτους αιώνες μ.Χ., το ανατολικό ήμισυ ή το «ελληνικό τμήμα» αυτής της δίγλωσσης αυτοκρατορίας, μέχρις ότου, γύρω στα 400, το δυτικό και λατινικό ήμισυ πέσει βαλλόμενο από τα χτυπήματα των Γερμανών, αφήνοντας τους Έλληνες κυρίους του εαυτού τους.
Στόχος μας είναι η διερεύνηση της στάσης των Ελλήνων απέναντι στη ρωμαϊκή κυριαρχία. Διατήρησαν οι Έλληνες την εθνική τους ταυτότητα ή κατέληξαν να θεωρούν τους Ρωμαίους συμπατριώτες τους; Αναφέρομαι σε «εθνικότητα», δηλαδή στη σχέση που συνδέει τα άτομα με μια ορισμένη ταυτότητα, και όχι στον «εθνικισμό», δηλαδή εκείνο το κίνημα του 19ου αιώνα που θεμελιώνει την πολιτική ταυτότητα πάνω στην εθνική. Η απάντηση των σημερινών ιστορικών, σε αντίθεση με τη δική μας άποψη, είναι σχεδόν ομόφωνη και διόλου μετριοπαθης: ναι, υπήρξε μετάβαση από την υποταγή στην αποδοχή και οι Έλληνες έφτασαν στο τέλος να νιώθουν πολίτες της αυτοκρατορίας. Υποστηρίζουν, μάλιστα, πως η κοινή γνώμη εξελίχθηκε, και με βάση ορισμένα κείμενα (που, κατά τη γνώμη μου, ερμηνεύθηκαν εσφαλμένα), θεωρούν πως, κατά τον δεύτερο αιώνα, «τον χρυσό αιώνα» της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, διαπιστώνεται μια ειλικρινής προσχώρηση των Ελλήνων στη ρωμαϊκότητα. Βεβαίως, αναγνωρίζουν, ότι, μέσα στην εκτεταμένη ελληνική φιλολογία της αυτοκρατορικής εποχής, μπορεί να διακρίνει κανείς διάσπαρτες εκφράσεις ενός αντι-ρωμαϊκού αισθήματος, που όμως δεν θα πρέπει να τις παίρνει σοβαρά υπόψη του.
Και εάν το ερώτημα ήταν λιγότερο απλό; O Gilbert Dagron παρατηρεί εύστοχα: «Ακόμα και εάν ίσως υπήρξε προσχώρηση, δεν υπήρξε συγχώνευση. Η εξουσία παρέμεινε ρωμαϊκή και ο πολιτισμός ελληνικός». Διακρίνει δε ανάμεσα «στον εθισμό της ελληνικής Ανατολής στη ρωμαϊκή εξουσία» και την «απόρριψη» του εκρωμαϊσμού (1). Ακόμα και κατά τον τέταρτο και τελευταίο αιώνα της αυτοκρατορίας, οι Έλληνες συνέχιζαν να λένε: «εσείς οι Ρωμαίοι και εμείς οι Έλληνες», όπως έκαναν ήδη για πάνω από μισή χιλιετία. Στα 395, ο χωρισμός των δύο τμημάτων της αυτοκρατορίας υπήρξε ένα διαζύγιο ανάμεσα σε μια λατινική Δύση και μια Ανατολή που παρέμεινε ελληνική. Το ζήτημα είναι να δούμε τι κρύβεται πίσω από μια σειρά παράλληλες συμπεριφορές που μπορούν να μοιάζουν αντιφατικές και οι οποίες παρέμειναν αμετάβλητες για τέσσερις ή πέντε αιώνες. Κάποιος μπορούσε, ταυτόχρονα, να περιφρονεί τη Ρώμη, να είναι υπερήφανος γιατί είναι Έλληνας και να υποστηρίζει την αυτοκρατορική τάξη. Να είναι ταυτόχρονα ξενόφοβος, Έλληνας πατριώτης και «συνεργάτης». Επρόκειτο μάλιστα για την κυρίαρχη τάση.[ ]***
Για να έλθουμε εκ προοιμίου σε ρήξη με τις κατεστημένες αντιλήψεις, θα αρχίσουμε από ένα ακραίο παράδειγμα, την ομιλία που ο ρήτορας και φιλόσοφος, Δίων ο Προυσαεύς (2), εκφώνησε δημόσια στον λαό της Ρόδου γύρω στο έτος 100 της εποχής μας (μ.Χ): μια απροσδόκητη, θαρραλέα και βίαιη ομιλία η οποία παραβλέπεται ή αγνοείται από τους ιστορικούς εδώ και έναν αιώνα. [ ]
«Στο παρελθόν, η κοινότητά μας (οι Έλληνες, σ.τ.μ.) κέρδισε την τεράστια φήμη της με τη συμβολή πάρα πολλών», δήλωνε ο Δίων στον επίλογο του λόγου του (3), «πάρα πολλοί ήταν εκείνοι που συνέβαλαν στη μεγαλοσύνη της Ελλάδας: εσείς οι Ρόδιοι, αλλά και οι Αθηναίοι, οι Λακεδαιμόνιοι, οι Θηβαίοι, οι Κορίνθιοι για μια περίοδο, οι Αργείοι άλλοτε. αλλά σήμερα, κανένας από αυτούς δεν έχει πλέον οποιοδήποτε κύρος: Οι μεν έχουν εκμηδενιστεί και εξαφανίστηκαν (4). Όσο για τους άλλους, έχουν ατιμωθεί με τον τρόπο που ξέρουμε και έχουν απολέσει από κάθε άποψη την αρχαία τους δόξα, πιστεύοντας ηλιθίως πως απολαμβάνουν μια καλή ζωή (5), ενώ θεωρούν πλεονέκτημα το ότι μπορούν να συμπεριφέρονται άσχημα, χωρίς κανένας6 να τους εμποδίζει. Έτσι, δεν μένετε πια παρά μόνο εσείς: είστε οι μόνοι που μπορείτε ακόμα να καταδείξετε πως υπήρξατε όντως κάτι σημαντικό και δεν έχετε ακόμα γίνει άξιοι της πιο απόλυτης περιφρόνησης. επειδή, εάν δεν υπήρχαν ακόμα εκείνοι που συνεχίζουν να τιμούν τη γη τους, όπως κάνετε εσείς, οι Έλληνες, εδώ και πολύ καιρό, θα είχαν καταντήσει περισσότερο περιφρονητέοι από τους Φρυγίους και τους Θράκες, όπως, όχι άδικα, υποστηρίζουν κάποιοι. Όταν μια μεγάλη και ακμάζουσα οικογένεια έχει εντελώς καταρρεύσει, και της μένει ένας απόγονος, έστω και εάν είναι απολύτως μόνος του, τα πάντα στηρίζονται σε αυτόν. και εάν συμπεριφέρεται άσχημα, αμαυρώνει όλη τη φήμη της οικογένειάς του, ατιμάζει όλους προγόνους του: ιδού, λοιπόν, Ροδίτες, ποια είναι η σημερινή ευθύνη σας απέναντι στον ελληνισμό».[ ]
«Επειδή δεν θα πρέπει να φανταστείτε, Ρόδιοι, ότι καταλαμβάνετε την πρώτη θέση στην Ελλάδα, να θυμάστε πως δεν μπορεί κανείς να υπερέχει παρά μόνο απέναντι σε κάποιους άλλους που εξακολουθούν να παραμένουν ζωντανοί και να ενδιαφέρονται για την τιμή και την υπόληψή τους», όπως ήταν άλλοτε οι Έλληνες. «Όμως αυτό που ήταν κάποτε οι πρόγονοί μας χάνεται σιγά σιγά, καθώς έχουν ολοκληρωτικά ξεπέσει, χυδαία και ατιμωτικά.
Παρατηρώντας λοιπόν τους σημερινούς ανθρώπους, μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο υπέροχα και λαμπερά ζούσαν εκείνοι στο παρελθόν; Κανένας, και μόνον οι πέτρες έχουν μείνει για να υπομνήσκουν ακόμα την ευγένεια και τη μεγαλωσύνη της Ελλάδας. Πρόκειται για τα ερείπια των κτιρίων, επειδή εκείνοι που κατοικούν και κυβερνούν ακόμα αυτές τις πόλεις, θα έλεγε κανείς ότι δεν είναι απόγονοι ούτε καν των Μυσών (7). Έτσι λοιπόν, οι πόλεις που καταστρέφονται εξ ολοκλήρου έχουν περισσότερες πιθανότητες, για μένα, από εκείνες που έχουν τέτοιους κατοίκους, επειδή η μνήμη τους διαιωνίζεται άθικτη και η φήμη τους δεν υποφέρει τη σύγκριση με τη παρελθούσα λαμπρότητά τους. το ίδιο, τηρουμένων των αναλογιών, ισχύει και για τους νεκρούς, είναι προτιμότερο να καταστρέφεται το σώμα τους και κανείς να μη μπορεί να το δει, παρά να παρουσιάζεται σε κατάσταση σήψης». [ ]
Δίχως άλλο, αυτή η ομιλία δεν αποτελούσε κάποιο κάλεσμα σε δράση: καμιά ρεαλιστική πολιτική προοπτική δεν ήταν ορατή και, επιπλέον, ο ίδιος ο συντάκτης της ήταν εσωτερικά διχασμένος. Ο Δίων είναι ένας πατριώτης και ταυτόχρονα ένας πλούσιος προύχοντας; Μέσα του, το «ταξικό συμφέρον» αλλά και η ροπή του ηθικιστή για την ευταξία και την αποδοχή της εξουσίας έρχονται σε σύγκρουση με την εχθρότητα προς τους ξένους κυριάρχους. Αυτό είναι το κλειδί αυτής της φλογερής και περίπλοκης ομιλίας. Η νίκη της Ρώμης και η υποταγή της Ελλάδας είναι ανεπίστρεπτες στα μάτια του Δίωνος, ο οποίος δεν μοιάζει καθόλου με Εβραίο ζηλωτή ή μιμητή των Αλεξανδρινών «πράξεων των μαρτύρων». θα προτιμούσε χωρίς καμία αμφιβολία να ήταν η Ελλάδα ανεξάρτητη –όπως και ο Πλούταρχος–, αλλά παρόλα αυτά δεν καλεί τους Έλληνες να επαναστατήσουν, παραμένει πικρόχολος. Είναι αυτός που όρισε την Pax Romana, την περιβόητη ρωμαϊκή ειρήνη, με μια φράση πράγματι αξιομνημόνευτη: «ειρήνη και δουλεία» (8). Δεν είναι ο μόνος. η πικρία του αντανακλά εκείνη της πλειοψηφίας των συμπατριωτών του. [ ]
Στη συνέχεια του κεφαλαίου θα περιγράψουμε πώς το ρωμαϊκό σύμπλεγμα ανωτερότητας συγκρούστηκε με ένα ανάλογο ελληνικό σύμπλεγμα, το οποίο, τελικά, κατόρθωσε να επικρατήσει, μετά από έξι ή επτά αιώνες. Η αντιπαράθεση των δύο εγωισμών εμφανίστηκε αρκετά νωρίς, όταν η Ρώμη, μετά την ήττα του Αννίβα, εισέβαλε στη διεθνή σκηνή. Κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου του 200 π.Χ. (πρόκειται για μια από τις σημαντικές ημερομηνίες της δυτικής ιστορίας), ένας βασιλιάς της Μακεδονίας με υπερβολικές φιλοδοξίες δέχτηκε την επίσκεψη ενός νέου Ρωμαίου γερουσιαστή που τον πρόσταξε να μην αγγίξει πια καμία πόλη, κανένα ελληνικό βασίλειο, διαφορετικά θα ακολουθούσε ο πόλεμος. «Ο βασιλιάς, άναυδος, του απάντησε ότι του συγχωρεί τριπλά την αυθάδειά του: πρώτον επειδή ήταν νέος και άπειρος, έπειτα επειδή ήταν ο πιο όμορφος άνδρας της εποχής του, πράγμα το οποίο ήταν γεγονός, και κυρίως επειδή ήταν Ρωμαίος (9)». Ακολούθησε ο πόλεμος και, ανάμεσα στα 200 και τα 167, μετά από τρεις νίκες, οι νέοι κατακτητές του κόσμου θα γίνουν κύριοι της Ελλάδας και της Μέσης Ανατολής.
Αυτή η μετάβαση από έναν ιμπεριαλισμό «ασφαλείας» σε έναν επεκτατικό ιμπεριαλισμό συνοδεύτηκε και από τη μετάβαση από μια αυθόρμητη σε μια συνειδητή, επιδιωκόμενη και επιθυμητή, ελληνοποίηση. Ανέκαθεν, οι ελληνικοί τρόποι σε αρκετούς τομείς, την τέχνη, τη θρησκεία, τη μυθολογία, βρίσκονταν στη μόδα τόσο στην Ιταλία όσο και σε ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου. Μετά το 200 π.Χ., η ρωμαϊκή αριστοκρατία, η οποία μετεβλήθη στον διαχειριστή της μεγάλης «παγκόσμιας» σκηνής, έπρεπε να εμφανίζεται με στοιχειωδώς πολιτισμένα ήθη, και μπόρεσε να το κάνει, ακριβώς επειδή είχε κυριαρχήσει: σύμφωνα με αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε, το «θεώρημα Tocqueville», μια ανθρώπινη ομάδα δεν υιοθετεί έναν ξένο πολιτισμό παρά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα βρεθεί, ως συνέπεια του εκπολιτισμού, στη τελευταία θέση αυτού του πολιτισμού (10). Ειδάλλως, θα επιτείνει τη διαφοροποίησή του ή θα εκθρέψει τη δυσαρέσκειά του. Η Ρώμη ήταν αρκετά ισχυρή ώστε να μπορεί να μιμηθεί κάποιον άλλο. Το αποτέλεσμα υπήρξε, επί αιώνες, μια αντίστροφη συμμετρία εγωισμών: Η Ρώμη θα διακατέχεται από ένα σύμπλεγμα πολιτικής ανωτερότητας και πολιτιστικής κατωτερότητας, μέχρι την πτώση της αυτοκρατορίας της Δύσης, ενώ οι Έλληνες από το ακριβώς αντίστροφο. Η εθνική τους ταυτότητά θα είναι η ταυτότητα ενός λαού με υψηλό πολιτισμό που κάποτε υπήρξε αυτοκρατορία ενώ πλέον δεν είναι.
Αυτή όμως είναι η μισή αλήθεια. υπάρχει και η άλλη μισή που είναι πιο πεζή και η οποία θα εξασφαλίσει τους έξι αιώνες της «ρωμαϊκής ειρήνης»: Το 1912, κατά την περίοδο της γαλλικής κατάκτησης του Μαρόκου, ο στρατηγός Lyautey έγραφε: «Η μάζα του πληθυσμού ήταν έτοιμη να επιτεθεί στους κατακτητές, όχι όμως και οι πλούσιες και φωτισμένες τάξεις». Δύο αιώνες πριν την εποχή μας, από τότε που άρχισε η ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδας, οι ανώτερες τάξεις που συγκέντρωναν στα χέρια τους τον πλούτο, την εξουσία και την παιδεία, δίσταζαν να στραφούν ανοικτά εναντίον των Ρωμαίων.
Τριακόσια χρόνια μετά, η πολιτική στάση του Αίλιου Αριστείδη, του Πλουτάρχου και κατά το ήμισυ του ίδιου του Δίωνα, θα κινείται στις ίδιες βάσεις. Χρειάζεται λοιπόν να διαμορφώσουμε ένα ιστορικό σχήμα που να έχει την αδιαμφισβήτητη καθαρότητα ενός διαγράμματος: οι φτωχοί, οι μάζες, το πλήθος, ήταν εχθρικοί προς τη Ρώμη, ενώ οι πλούσιοι ήταν φιλορωμαίοι ή αρνούνταν να αντισταθούν. Το σχήμα αυτό δεν αποτελεί μια μαρξιστική εφεύρεση ούτε μια προβολή στο παρελθόν των ετών 1940-1944: διαπιστώνεται από τις πηγές, και ενισχύεται από το διεισδυτικό πνεύμα του Fustel de Coulanges (11). Θα παραχαράσσαμε όμως την Ιστορία αν βλέπαμε τα δέντρα χωρίς να διακρίνουμε το δάσος. Αλλά και το ίδιο δάσος δεν είναι μια απλή υπόθεση. Οι προύχοντες μπορεί να κινούνται είτε από το ταξικό συμφέρον σε όλη του την ωμότητά του είτε από μια κοσμοαντίληψη, μια πολιτική φιλοσοφία. ενώ, όντως, για ορισμένους, ο πατριωτισμός αποδείχθηκε ισχυρότερος από όλα τα άλλα. [ ]
Η ρωμαϊκή κατάκτηση, για να πραγματοποιηθεί, στηρίχθηκε σε δύο δοκιμασμένες «λογικές», που κάθε καλός παίκτης και ανταγωνιστής εφαρμόζει εξ ενστίκτου, ακόμα και αν δεν έχει πλήρη συνείδηση για αυτό. Η πρώτη συνίστατο, για τη Ρώμη, στη συμμαχία με κάποια «κράτη», ενώσεις ή πόλεις, ενάντια σε άλλα12. Η Αχαΐα του Πολύβιου, που αρνήθηκε στα 168 να συμπαραταχθεί με τον Περσέα ενάντια στη Ρώμη, ήταν ο βασικός άξονας αυτής της πολιτικής13. [ ] Η ανεξάρτητη Ελλάδα, με τις πόλεις τις, τις ενώσεις της και τους βασιλιάδες της, ζούσε μέσα σε μια διαρκή κατάσταση πολέμου όλων ενάντια σε όλους, και αυτοί οι ανταγωνισμοί ήταν τόσο συχνοί όσο και οι συγκρούσεις ανάμεσα σε πιστωτές και οφειλέτες. Στην αυτοκρατορική εποχή, η «ανάμνηση» αυτού του παρελθόντος της διχόνοιας, που παρέμενε εναργής, θα προλειάνει το έδαφος ή τουλάχιστον θα δικαιολογήσει την Pax Romana και θα έχει μεγαλύτερο βάρος από την ανάμνηση των κοινωνικών συγκρούσεων.
Η Σύγκλητος κινείται επίσης και επί τη βάσει μιας δεύτερης λογικής: οι ολιγαρχίες που βρίσκονται επικεφαλής των συμπολιτειών και των ελληνικών πόλεων θα έθεταν σε κίνδυνο την πολιτική και κοινωνική τους θέση εάν στρέφονταν εναντίον του μελλοντικού νικητή, αντί να συνταχθούν μαζί του. εκτός αυτού, το πρόβλημα των χρεών αποτελούσε μια πραγματική κοινωνική απειλή γι’ αυτές. Ενώ οι επαναστατικές εξεγέρσεις υπήρξαν σπάνιες στη ελληνιστική εποχή, ο φόβος των κοινωνικών αναστατώσεων αποτελούσε μια διαρκή σταθερά (14). Ίσως αυτό το φάσμα να λειτουργούσε σαν σκιάχτρο: «Έχετε να επιλέξετε ανάμεσα σε μας, τους προύχοντες, και ανάμεσα στους εξισωτές που δρουν στο όνομα της δημοκρατίας». Ήδη, περισσότερο από έναν αιώνα πριν, αμέσως μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου του Μεγάλου, ο Λαμιακός πόλεμος -εξέγερση των Ελλήνων ενάντια στη μακεδονική ηγεμονία- υπήρξε ένας πόλεμος «του λαού» για την «ελευθερία» ενάντια στη «ολιγαρχία», σύμφωνα με τις ακριβείς εκφράσεις ενός αθηναϊκού διατάγματος. «Εκείνοι που διέθεταν περιουσία συμβούλευαν την ειρήνη», λέγει ο Διόδωρος, «αλλά οι δημαγωγοί διέγειραν το πλήθος και έσπρωχναν προς τον πόλεμο» ενάντια στη Μακεδονία (15)
Τώρα, οι ολιγαρχίες έπαιζαν το χαρτί της ρωμαϊκής φιλίας. Η Αχαΐα ήταν «μια αστική κυβέρνηση υποταγμένη στη Ρώμη (16)», έγραφε ο εξαιρετικά θετικιστής Holleaux το 1930. Η συμμαχία με μια εχθρική πόλη ή έθνος, για να επιτευχθεί η υποταγή του αντίπαλου κόμματος, αποτελούσε παράδοση στην Ελλάδα. Στη Ρόδο, οι εχέφρονες πολίτες ήταν οπαδοί της Ρώμης, ενώ «οι κάθε είδους ανατροπείς και δυσαρεστημένοι» ήταν αντιρωμαίοι (17). Ο αποδιοπομπαίος τράγος του Πολύβιου είναι οι Βοιωτοί, οι δημαγωγοί οι οποίοι σπαταλούσαν τα δημόσια κονδύλια σε παροχές προορισμένες να ανακουφίσουν τους ανθρώπους του λαού εις βάρος των συμφερόντων της πόλης (18). Για τον Πολύβιο, η νίκη της Ρώμης ενάντια στον σύμμαχό τους, Αντίοχο τον Μέγα, «έσβησε, ευτυχώς, στη Βοιωτία τις ελπίδες εκείνων που επιθυμούσαν μια επανάσταση». Η δικαιοσύνη αποκαταστάθηκε (19) και οι πιστωτές μπόρεσαν να σύρουν και πάλι μπροστά στα δικαστήρια τους κακοπληρωτές οφειλέτες (20).
Η «συνεργασία» με τον κατακτητή είναι ένα από τα πιο κοινότοπα ελατήρια της παγκόσμιας ιστορίας, πιο πολύ και από την πάλη των τάξεων. Στην Αμερική, με πληροφορεί ο Claude Baudez, οι κονκισταδόροι κατέκτησαν τις προκολομβιανές κοινωνίες χάρη στη συνεργασία των ντόπιων ευγενών. Το θεμέλιο της ρωμαϊκής κυριαρχίας θα είναι, σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, η συμμαχία της αυτοκρατορικής κυρίαρχης τάξης με τους τοπικούς προύχοντες, στους οποίους είχε παραχωρηθεί η φροντίδα του ελέγχου των πληθυσμών: «Συγκρατήστε τον όχλο σας, και εμείς θα συγκρατήσουμε τους δικούς μας…»
Όμως η «δημαγωγία» είναι εχθρική προς τους Ρωμαίους, οι οποίοι συντάσσονται με τους εύπορους, εξ ου και μια τραγική επιλογή. «Υπάρχουν σήμερα, γράφει ο Πολύβιος, δύο μερίδες μέσα σε όλα τα ανεξάρτητα Κράτη» (ή, σύμφωνα με το λεξιλόγιο της εποχής, στα «δημοκρατικά κράτη (21)»). «Το ένα από τα δύο κόμματα υποστηρίζει πως πρέπει να υπακούμε προ πάντων σε αυτά που ορίζουν οι Ρωμαίοι, ενώ το άλλο, που έχει μαζί του την πλειοψηφία, επικαλείται» τους προγονικούς νόμους και το σεβασμό των θελήσεων της πόλης. Το πρώτο κόμμα «δυσφημείται και συκοφαντείται στο πλήθος, ενώ εγκωμιάζονται εκείνοι που εναντιώνονται» στους Ρωμαίους (22). Το δεύτερο κόμμα «είναι όμορφο, το πρώτο είναι αξιοσέβαστο, αλλά και τα δύο είναι συνετά (23)», θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς. Αλλά το δίλημμα παρέμενε: θα έπρεπε να διατηρήσουμε τη δημόσια τάξη με τίμημα την ανεξαρτησία, ή να επικαλούμαστε τα «ωραία» αντι-ρωμαϊκά συναισθήματα που έτειναν μάλλον προς το λαϊκό χάος; [ ]
Τελικά, όταν το αποκλειστικό μέλημα είναι η εξουσία, το πιο σίγουρο είναι η στήριξη σε μια ομάδα προνομιούχων, που μοιάζουν με βράχο πάνω σε αμμώδες έδαφος. Η Ρώμη, θα τονίσει ο Παυσανίας, «έβαλε τέλος στις δημοκρατίες και καθιέρωσε ένα τιμοκρατικό σύστημα για την πρόσβαση στα δημόσια αξιώματα (24)». Διαπιστώνουμε (25) πράγματι, ότι, κάθε φορά που παρεμβαίνει στο Σύνταγμα μιας ελληνικής πόλης, καθιερώνει ένα κατώτατο εισοδηματικό όριο για την πρόσβαση στις Συγκλήτους των πόλεων και ότι ενισχύει τον ρόλο των Συμβουλίων εις βάρος των Συνελεύσεων. Εκτός από αυτές τις παρεμβάσεις, η ολιγαρχία επιβάλλεται μόνη της λίγο έως πολύ παντού υπό την προστατευτική ασπίδα της Ρώμης. Χάρη στη ισχυρή ρωμαϊκή φιλία, εγκαθιδρύει, κατά την ύστερη ελληνιστική εποχή, αυτό το οποίο ο συντάκτης αυτών των γραμμών έχει χαρακτηρίσει «καθεστώς των προυχόντων», το οποίο και θα συνεχιστεί καθ’ όλη τη διάρκεια των μακρών αιώνων της αυτοκρατορικής εποχής: η εξουσία του Συμβουλίου υπερέχει εκείνης των Συνελεύσεων. αυτό το Συμβούλιο αποτελεί μια ordo(τάξη) ρωμαϊκού τύπου, γιατί η επιλογή των συμβούλων είναι τιμοκρατική, ενώ και οι δικαστές στρατολογούνται μέσα στην ίδια κοινωνική τάξη με τους συμβούλους.
1. Η Ρώμη επιβάλλει την τάξη της
Στα 144, ένας Ρωμαίος ανθύπατος της Μακεδονίας επεμβαίνει έξω από την επαρχία του σε μια πόλη της Ελλάδας, όπου είχαν συμβεί σοβαρές ταραχές: τα αρχεία (και επομένως και τα συμβόλαια) είχαν καεί και οι εξεγερμένοι είχαν επιβάλει νέους νόμους, γεγονός που οδήγησε «στην παραβίαση των συμβολαίων και την κατάργηση των χρεών». Ο ανθύπατος εκτέλεσε τους ηγέτες και αποκατέστησε το status quo (26). Η στάση στρεφόταν άραγε και ενάντια στη Ρώμη; Τίποτα δεν το αποδεικνύει, αλλά η Ρώμη δεν μπορεί να δεχθεί αναταραχή υπό την εξουσία της. Ο Κικέρων προσφέρει το κλειδί αυτής της πολιτικής: μια ολιγαρχία σέβεται την καθεστηκυία τάξη, γεγονός το οποίο επιτρέπει στους ξένους κυρίους να εξουσιάζουν με άνεση. Η Σύγκλητος στηρίζεται επομένως στην προνομιούχο τάξη, ενώ η κατώτερη τάξη είναι διεκδικητική και δεν έχει κανένα συμφέρον στην εγκατάλειψη του πατριωτισμού.[ ]
Εάν, τώρα, εξετάσουμε όχι τις ολιγαρχίες ή τους πολιτικούς υπολογισμούς, αλλά τα γεγονότα και τη στάση των πληθυσμών, θα διαπιστώσουμε ότι οι Ελληνο-μακεδόνες ήταν ίσως εκείνοι που αντιστάθηκαν πιο σθεναρά στη ρωμαϊκή ηγεμονία. Η ελληνική πολιτιστική ταυτότητα δεν συγκρίνεται ως προς την αντοχή της, παρά με τη θρησκευτική ταυτότητα των Εβραίων.
Η Ρώμη, αφού κυριάρχησε στη Δυτική Μεσόγειο, θέλησε να παίξει έναν ρόλο (τον πρώτο, φυσικά) στην «αληθινή» διεθνή σκηνή (27). Επεμβαίνοντας, στα 198, στην Ελλάδα και την ελληνική Ανατολή, ήταν σα να έπεσε, για εκατόν δέκα χρόνια, σε μια σφηκοφωλιά, καθώς ενεπλάκη σε διαρκείς συγκρούσεις όπου το κοινωνικό ζήτημα αποτελούσε ένα από τα υπό διακύβευση ζητήματα. Όταν, στα 171, η Μακεδονία εξεγέρθηκε πάλι ενάντια στη ρωμαϊκή προστασία, ο Περσέας έσπευσε να εκμεταλλευτεί την προϋπάρχουσα κοινωνική αναταραχή (28) ή –αν πιστέψουμε τη ρωμαϊκή προπαγάνδα (29)– να προκαλέσει και να ξεσηκώσει «σε όλη την Ελλάδα αναταραχές, διχόνοιες, επαναστατικές καινοτομίες [νεωτερισμούς, res novae] και ανατροπές των καθεστηκυιών εξουσιών». Και μια και δεν μπορούσαν να πολεμήσουν στο πλευρό του Περσέα, οι ελληνικοί πληθυσμοί φλέγονταν στην κυριολεξία από ενθουσιασμό για τον μεγάλο αντίπαλο της Ρώμης. μετά την αναγγελία των αρχικών επιτυχιών της Μακεδονίας, «τα θερμά συναισθήματα που έτρεφε το πλήθος για τον Περσέα, που αποκρύβονταν μέχρι τότε, εξερράγησαν σαν πυρκαγιά», επειδή το πλήθος υποτιμούσε «τα πλεονεκτήματα της ρωμαϊκής ηγεμονίας», όπως αναφέρει ειρωνικά ο Πολύβιος (30). [ ]
συνεχίζεται στο 2ο μέρος
*Απόσπασμα από το βιβλίο του Paul Veyne, L’ Empire gréco-romain, Seuil, Παρίσι 2005. σσ. 163-257. Την μετάφραση έκανε ο Γιώργος Καραμπελιάς, την επιμέλεια η Νάσια Παναγούλια, ενώ το κείμενο επισήμανε ο Θέμος Στοφορόπουλος.
Ο Πωλ Βέιν (Paul Veyne), Γάλλος αρχαιολόγος και ιστορικός, γεννήθηκε το 1930 στην Αιξ-αν-Προβάνς. Σπούδασε στην Ecole Normale (1951-1955) και δίδαξε στην Ecole francaise de Rome (1955-1957) και στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του. Το 1971 δημοσίευσε το πρώτο δοκίμιό του για την επιστημολογία της ιστορίας “Comment on ecrit l’histoire”. Από το 1975 ως το 1999 δίδαξε ρωμαϊκή ιστορία στο College de France, του οποίου παραμένει ομότιμος καθηγητής. Τo 1978 δημοσιεύτηκε το δοκίμιό του “Foucault revolutionne l’histoire”, που εξετάζει τη σημασία του έργου του Φουκώ για την επιστήμη της ιστορίας (περιλαμβάνεται στο “Ο Μισέλ Φουκώ και οι ιστορικοί”, Νήσος 2008). Άλλα σημαντικά έργα του: “Inventaire des differences” (Seuil 1976), “Le Pain et le Cirque” (Seuil 1976· το δεύτερο μέρος του, σελ. 185-373, έχει εκδοθεί στα ελληνικά, υπό τον τίτλο “Ο ελληνικός ευεργετισμός”, Ζαχαρόπουλος 1993), “Les Grecs ont-ils cru a leurs mythes?” (Seuil 1983· ελλ. έκδ.: “Οι Έλληνες πίστευαν στους μύθους τους;”, Ζαχαρόπουλος 1993), “La Societe romaine” (Seuil 1991), “Les Mysteres du gynecee”, μαζί με τη F. Frontisi-Ducroux και τον F. Lissarrague (Gallimard 1998· ελλ. έκδ.: “Τα μυστήρια του γυναικωνίτη”, Αλεξάνδρεια 2008), “Sexe et pouvoir a Rome” (Tallandier 2005), “L’Empire greco-romain” (Seuil 2005), “Quand notre monde est devenu chretien” (312-394) (Albin Michel 2007· ελλ. έκδ.: “Όταν ο κόσμος μας έγινε χριστιανικός (312-394)”, Εστία 2012). Το 2012, δημοσίευσε μια νέα μετάφραση της “Αινειάδας” του Βριγίλιου (Belles Lettres).
(δυστυχώς εξαιτίας κάποιου λάθους στις πηγές δεν υπάρχουν οι Σημειώσεις του 1ου μέρους)
πηγές
https://ardin-rixi.gr/archives/218751
https://ardin-rixi.gr/archives/218767
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.