ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΙΣ
Επί τού ζητήματος της αυτοδικαίας ακυρότητος τής ούτω καλουμένης “συμφωνίας τών Πρεσπών”
ΘΕΣΙΣ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ:
Εκ τής παρούσης πολιτικής συγκυρίας τίθεται το ζήτημα αν η ανωτέρω “συμφωνία” εξ επόψεως διεθνούς δικαίου τυγχάνει έγκυρη και νομικώς δεσμευτική για τους Έλληνες και την Ελληνική Δημοκρατία, δεδομένου ότι η νυν κυβέρνηση τής Ελλάδος, η οποία προέκυψε, κατόπιν τών βουλευτικών εκλογών τού Ιουλίου ε.ε., ισχυρίζεται ότι δεσμεύεται εκ του διεθνούς δικαίου να τηρήσει την συγκεκριμένη “συμφωνία”, η οποία υπεγράφη από την απελθούσα κυβέρνηση την 17η Ιουνίου 2018, μολονότι το ελληνικό έθνος, οι Έλληνες απανταχού τής γής, και η συντριπτική πλειονοψηφία τού ελληνικού λαού αντετέθη εξ αρχής στην εν λόγω “συμφωνία” ήδη κατά το στάδιο τών σχετικών “διαπραγματεύσεων”, όπως και κατά την “σύναψή της” και βεβαίως εξακολουθεί να αντιτίθεται σ' αυτήν.
Πρόδηλον ότι επάλληλο μείζον θέμα εν σχέσει με το εξεταζόμενο ζήτημα είναι το συγκεκριμένο πασίδηλο γεγονός τής σθεναράς αντιθέσεως ή μάλλον αντιστάσεως τού ελληνικού έθνους στην επιβολή τής εν λόγω “συμφωνίας” στο κράτος τής Ελληνικής Δημοκρατίας, η διάσταση μεταξύ τής βουλήσεως τού ελληνικού λαού προς τις ανωτέρω πράξεις τόσο τής απελθούσης, όσο και τής παρούσης κυβερνήσεως και οι νομικές συνέπειες τής εν λόγω διαστάσεως αφ' ενός μεν επί τού κύρους τής “συμφωνίας”, αφ' ετέρου δε επί τού κύρους τής επικειμένης υιοθετήσεώς της από διεθνείς Οργανισμούς, όπως ιδίως τού Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, τού Οργανισμού τού Βορειοατλαντικού Συμφώνου και τής Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Εν πρώτοις επισημαίνεται ότι η εκ μέρους τής ελληνικής κυβερνήσεως κατ' επανάληψιν επίκληση τού διεθνούς δικαίου προς δικαιολόγηση τής στάσεώς της περί τήν “τήρηση” τής “συμφωνίας τών Πρεσπών”, η οποία μάλιστα διά χειλέων αυτού τού νυν Πρωθυπουργού συνομολογείται και χαρακτηρίζεται άλλοτε ως κακή και άλλοτε ως επιζήμια για την Ελλάδα, δεν είναι καθόλου ακριβής. Η δικαιολόγηση τής τηρήσεως τής “συμφωνίας” θα ήταν ακριβής και ερειδομένη επί πραγματικής βάσεως, εάν η ελληνική κυβέρνηση επεκαλείτο την έξωθεν στανική επιβολή της στο ελληνικό κράτος και μόνον και στο πολιτικό προσωπικό της χώρας, δεδομένου ότι στον ελληνικό λαό ουδόλως επεβλήθη η εν λόγω “συμφωνία” και από ουδένα επίδοξο ξένο επιβουλέα τών δικαίων του, αφού ο λαός ουδόλως εκάμφη και σθεναρώς την αποκρούει στην συντριπτική του πλειονοψηφία, όπως εξ ίσου και την συγκεκριμένη διαχρονική στάση τών ελληνικών κυβερνήσεων από 17ης Ιουνίου 2018 μέχρι σήμερα.
Πάντως, εις ό, τι αφορά το δεσμευτικό – τόσο για την Ελλάδα όσο και για το ψευδεπίγραφο κράτος τής ΠΓΔΜ – διεθνές δίκαιο, λεκτέα τα εξής:
α΄) Η ούτω καλουμένη “συμφωνία τών Πρεσπών” φέρεται ως δήθεν “συναφθείσα” υπό το νομικό καθεστώς τής διεθνούς συμβάσεως τής Βιέννης περί τού δικαίου τών διεθνών συνθηκών.
β΄) Η σύμβασις τής Βιέννης περί τού δικαίου τών διεθνών συνθηκών ορίζει μεν ρητώς ως προς τους εξωτερικούς τύπους της συνάψεως μιας διεθνούς συνθήκης ότι μία τέτοια συνθήκη δύναται να συναφθεί εγκύρως εφ' όσον υπογράφεται από νόμιμο εκπρόσωπο τού συμβαλλομένου κράτους, πλην όμως θεσπίζει δεσμευτικούς έναντι πάντων κανόνες, προκειμένου να ισχύσει πραγματικά ως προς τις ουσιαστικές της ρυθμίσεις και το περιεχόμενό της και να δεσμεύει τα συμβαλλόμενα κράτη, αφού επιτάσσει όπως η διεθνής συμφωνία, κατά τον χρόνο ακριβώς τής συνάψεώς της, συνάδει πρωτίστως προς τούς αναγκαστικούς κανόνες τού διεθνούς δικαίου και μάλιστα, εξ υπαρχής, δηλαδή ήδη κατά τον χρόνο τής συνομολογήσεώς της, επί ποινή απολύτου ακυρότητός της.
γ΄) Πράγματι κατά τό άρθρο 53 τής ως άνω Συμβάσεως τής Βιέννης περί τού δικαίου τών διεθνών συνθηκών ρητώς ορίζεται ότι: “Άκυρος είναι η συνθήκη, εφ' όσον αύτη κατά τον χρόνο τής συνομολογήσεώς της συγκρούεται προς αναγκαστικόν κανόνα τού γενικού διεθνούς δικαίου. Διά τους σκοπούς τής παρούσης συμβάσεως, αναγκαστικός κανών τού γενικού διεθνούς δικαίου είναι κανών δεκτός και ανεγνωρισμένος ὑπό τῆς διεθνοῦς Κοινότητος τῶν κρατῶν ἐν τῷ συνόλῳ της, ἐκ τοῦ ὁποίου οὐδεμία παρέκκλισις ἐπιτρέπεται καί ὁ ὁποῖος δέν δύναται νά τροποποιηθῇ εἰ μή διά νέου, τοῦ αὐτοῦ χαρακτῆρος κανόνος τοῦ γενικοῦ διεθνοῦς δικαίου”.
δ΄) Οι αναγκαστικοί κανόνες τού διεθνούς δικαίου είναι τέτοιας καταλυτικής σημασίας επί τού κύρους τών διεθνών συνθηκών, ώστε, αν συνομολογηθούν από το σύνολο τής διεθνούς κοινότητος τών κρατών ακυρώνουν παραχρήμα ακόμη και πάσα προϋφισταμένη αυτών διεθνή συνθήκη, εφ’ όσον συγκρούεται μ' αυτούς.
Συγκεκριμένα, δυνάμει τού ἄρθρου 64 τῆς αυτής Συμβάσεως τῆς Βιέννης περί τού δικαίου τών διεθνών συνθηκών, ὁρίζεται ὅτι, “ἐάν νέος ἀναγκαστικός κανών τοῦ γενικοῦ διεθνοῦς δικαίου ἤθελεν ἐμφανισθῇ, πᾶσα ὑφισταμένη Συνθήκη, συγκρουομένη πρός τόν κανόνα τοῦτον, καθίσταται ἄκυρος καί τερματίζεται”.
ε΄) Τέτοιοι αναγκαστικοί κανόνες τού διεθνούς δικαίου, δεκτοί και ανεγνωρισμένοι ὑπό τῆς διεθνοῦς Κοινότητος τῶν κρατῶν ἐν τῷ συνόλῳ της, ἐκ τών ὁποίων οὐδεμία παρέκκλιση ἐπιτρέπεται, είναι προεχόντως οι υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις τού Καταστατικού Χάρτου τού Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών που θεσπίζουν τις δικαϊκές αρχές τής ισότητος τών δικαιωμάτων και της αυτοδιαθέσεως τών λαών, δοθέντος μάλιστα ότι οι εν λόγω αρχές κατοχυρώνονται ως σκοποί τών Ηνωμένων Εθνών, ενώ στον εν λόγω διεθνή Οργανισμό έχει προσχωρήσει το σύνολο σχεδόν τών κρατών τής υφηλίου.
στ΄) Ειδικώτερα δυνάμει τού άρθρου 1 παρ. 2 τού Καταστατικού Χάρτου τού Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ρητώς ορίζεται ότι “1. Σκοποί τών Ηνωμένων Εθνών είναι οι εξής:
1. (...).
2. Να αναπτύσσωσι φιλικάς σχέσεις μεταξύ τών Εθνών βασιζομένας εις τον σεβασμόν προς την αρχήν τής ισότητος τών δικαιωμάτων και τής αυτοδιαθέσεως τών λαών και να λαμβάνωσι άλλα κατάλληλα μέτρα προς ενίσχυσιν τής παγκοσμίου ειρήνης”.
ζ΄) Λαμβανομένου μάλιστα ὑπ' ὄψιν ὅτι η σύμβαση τῆς Βιέννης περί τοῦ δικαίου τῶν Συνθηκῶν στό ἄρθρο 5 ὁρίζει ὅτι ἐφαρμόζεται “ἐπί πάσης Συνθήκης ἱδρυτικῆς διεθνοῦς Ὀργανισμοῦ” “καί ἐπί πάσης τοιαύτης υἱοθετηθείσης ὑπ’ αὐτοῦ”, καθώς και ότι ἡ “συμφωνία” συνυπεγράφη ὑπό τοῦ εἰδικοῦ διαμεσολαβητοῦ τοῦ ΟΗΕ Μάθιου Νίμιτς, ἐνεργοῦντος ἐν ὀνόματι καί γιά λογαριασμό καί ὡς εἰδικοῦ ἀπεσταλμένου τοῦ Γενικοῦ Γραμματέως τοῦ ἐν λόγῳ διεθνοῦς Ὀργανισμοῦ, τονίζεται ὅτι οἱ ἀρχές αυτές καί σκοποί τοῦ ΟΗΕ δεσμεύουν τόσον ἅπαντα τά κράτη μέλη του, ὅσο καί τον ίδιο αυτόν Οργανισμό και τά ὄργανά του, ἀφοῦ μάλιστα κατ' ἄρθρον 24 παρ. 2 τοῦ Χάρτου τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν ορίζεται ότι τό πλέον ἀποφασιστικό όργανό του, τό Συμβούλιο Ἀσφαλείας, εν τη εκτελέσει τῶν καθηκόντων, τά ὁποῖα τοῦ ἐπιβάλλει ἡ κυρία εὐθύνη του προς διατήρησιν τῆς διεθνοῦς εἰρήνης καί ἀσφαλείας, “θά ἐνεργῇ “συμφώνως προς τούς σκοπούς καί τάς ἀρχάς τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν”, ἆρα συμφώνως πρός την ως άνω διάταξη τού άρθρου 1 παρ. 2 τού Καταστατικού Χάρτου, δυνάμει τής οποίας ρητώς επιτάσσεται ο σεβασμός στην αρχή τής ισότητος τών δικαιωμάτων και τής αυτοδιαθέσεως τών λαών ως καταστατικός σκοπός τών Ηνωμένων Εθνών.
η΄) Πλέον τής διεθνούς συνθήκης τής Βιέννης περί τού δικαίου τών διεθνών συνθηκών, και το άρθρο 52 παρ. 1 τού ιδίου του Καταστατικού Χάρτου τού ΟΗΕ επιτάσσει παράλληλα εν σχέσει με τις συναπτόμενες τοπικές συμφωνίες και την νομική υποχρέωση τών συναπτόντων αυτές κρατών να τηρούν τους σκοπούς και τις αρχές τού Καταστατικού Χάρτου. Ορίζει ειδικώτερα ότι: “Ουδέν εν τω παρόντι Χάρτη διαλαμβανομένων αποκλείει την ύπαρξιν τοπικών συμφωνιών ή οργανώσεων διά τα ζητήματα, άτινα, σχετιζόμενα με την διατήρησιν τής διεθνούς ειρήνης και ασφαλείας, είναι κατάλληλα διά τοπικήν ενέργειαν, υπό τον όρον ότι παρόμοιαι συμφωνίαι ή οργανώσεις και αι ενέργειαί των τυγχάνουν σύμφωνοι προς τους σκοπούς και τας αρχάς τών Ηνωμένων Εθνών”.
θ΄) Η αυτοδικαία δε και εξ υπαρχής ακυρότητα πάσης διεθνούς συμφωνίας αντικειμένης προς τις αρχές και τους σκοπούς τού Καταστατικού Χάρτου και προς τις αρχές τής ισότητος τών δικαιωμάτων και τής αυτοδιαθέσεως τών λαών, που, ως προείρηται, συνιστούν (κατά το ως άνω άρθρο 1 παρ. 2 τού Καταστατικού Χάρτου) αναγκαστικό διεθνές δίκαιο και θεμελιώδη υποχρέωση πάντων τών κρατών μελών τού ΟΗΕ, και δη ως έννομος συνέπεια τής παραβάσεως τής συγκεκριμένης υποχρεώσεως τών κρατών συνάγεται εκ τού άρθρου 103 τού ιδίου Καταστατικού Χάρτου, όπου ορίζεται ακριβώς ότι: “Εν περιπτώσει συγκρούσεως τών κατά τον παρόντα Χάρτην υποχρεώσεων τών μελών τών Ηνωμένων Εθνών προς τας υποχρεώσεις αυτών εξ οιασδήποτε άλλης διεθνούς συμφωνίας, θα προέχουσιν αι κατά τον παρόντα Χάρτην υποχρεώσεις αυτών”.
ι΄) Δίχως την παραμικρά αμφιβολία, η “σύναψη” τής “συμφωνίας τών Πρεσπών” και οι δι' αυτής φερόμενες ως “αναληφθείσες” εκ μέρους τής Ελληνικής Δημοκρατίας νομικές “υποχρεώσεις” ή “δεσμεύσεις” και ωσαύτως η “τήρηση” τών “υποχρεώσεων” αυτών εκ μέρους τής ελληνικής κυβερνήσεως συγκρούονται αμέσως προς τις εκ τού Καταστατικού Χάρτου τού ΟΗΕ υποχρεώσεις τόσο τής Ελληνικής Δημοκρατίας, όσο και τού ψευδεπιγράφου κράτους, αλλά και τού ιδίου τού Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών να σέβονται τις αρχές τής ισότητος τών δικαιωμάτων και τής αυτοδιαθέσεως τού ελληνικού λαού, οι οποίες εν προκειμένω από της 17ης Ιουνίου 2018 και εντεύθεν παραβιάζονται σκαιότατα διά τής ως άνω “συμφωνίας”.
ια΄) Η αρχή τής ισότητος και δη των δικαιωμάτων του ελληνικού λαού έναντι του λαού του ψευδεπιγράφου κράτους παραβιάζεται εν προκειμένω διά τού άρθρου 7 τῆς ἐν θέματι συμφωνίας, όπου ρητῶς προνοεῖται ὅτι οὐδέν ἐν αὐτῇ ἀποσκοπεῖ στό νά ὑποτιμήσει καθ' οἱονδήποτε τρόπον ἤ νά ἀλλοιώσει ἤ νά ἐπηρεάσει τήν ὑπό τῶν πολιτῶν ἑκάστου συμβληθέντος μέρους – ἆρα καί τοῦ λαοῦ τοῦ ψευδεπιγράφου κράτους – χρῆσιν ἰδίως τῆς γλώσσης, τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς κληρονομίας, τῶν ἠθῶν καί ἐθίμων καί πρό πάντων τῶν ὅρων “Μακεδονία”, “Μακεδών” καί “Μακεδονικός”, που εἰδικῶς πραγματεύεται τό ἐν λόγῳ ἄρθρο.
Διότι δέν πληρούται διά τής εν θέματι “συμφωνίας” η βασική προϋπόθεση για την εφαρμογή τής αρχής τής ισότητος, δηλαδή η ίση ρύθμιση ομοείων περιπτώσεων και η άνιση ρύθμιση ανομοίων περιπτώσεων, δεδομένου ότι πρόκειται περί ρυθμίσεως εντελώς ανομοίων περιπτώσεων, ένεκα τών οποίων αποκλείεται νομίμως η ομοία (όπως υπέρ τών Ελλήνων) χρήση τών συγκεκριμένων εθνικών και ιστορικών ελληνικών αποκλειστικώς όρων εκ μέρους καί τών πολιτών και δη τών βουλγαρικής καταγωγής Σλαύων τού ψευδεπιγράφου κράτους.
Διότι, ενώ γιά τούς Έλληνες τό δικαίωμα χρήσεως τών συγκεκριμένων όρων έχει δημιουργηθεί εκ τής μακραίωνης καί αδιαλείπτου ιστορικής πορείας τού Ελληνικού Έθνους καί τού διαχρονικού αυτού γίγνεσθαι από τής απωτάτης αρχαιότητος μέχρι σήμερα, γιά τούς βουλγαρικής καταγωγής πολίτες τού πληθυσμού τού ψευδεπιγράφου κράτους η χρήση τών συγκεκριμένων ακριβώς όρων είναι το ψυχικό αποτέλεσμα τής στανικής επιβολής μιάς μαζικής καί καθ' όλα παρανόμου προπαγάνδας μίσους καί εχθρότητος κατά τών Ελλήνων καί τής Ελλάδος, η οποία εκαλλιεργήθη σ' αυτούς συστηματικά κυρίως μετά τόν Απρίλιο 1945 (ότε καί ανεκηρύχθη η ψευδεπίγραφος ομόσπονδος δήθεν ‘σοσιαλιστική’ γιουγκοσλαυική “δημοκρατία” τής “Μακεδονίας”) υπό τό ολοκληρωτικό καθεστώς τού δικτάτορα Γιόζεφ Τίτο.
ιβ΄) Ωσαύτως διά της ως άνω “συμφωνίας” προσβάλλεται το δικαίωμα τής αυτοδιαθέσεως τού ελληνικού λαού και παράλληλα η συνταγματική αρχή τής Δημοκρατίας, που εδράζεται επί τών αρχών της πλειονοψηφίας και της ισότητος των πολιτών, επειδή η “σύναψη” και η “εφαρμογή” της αντιβαίνουν πρός τήν βούληση τής συντριπτικής πλειονοψηφίας τού ελληνικού λαού, παραβιαζομένης συνάμα και τής αρχής τής λαϊκής κυριαρχίας, η οποία δυνάμει τού άρθρου 1 παρ. 2 του Συντάγματος προσδιορίζεται ως τό θεμέλιον τού δημοκρατικού πολιτεύματος.
Παραβιάζονται δε οι ως άνω συνταγματικές και υπερνομοθετικής ισχύος αρχές τής Δημοκρατίας, της λαϊκής κυριαρχίας και της αυτοδιαθέσεως του ελληνικού λαού, διότι εκείνη η ελληνική κυβέρνηση, η οποία «συνήψε» την «συμφωνία», καθώς και αυτή η οποία την «εφαρμόζει» επέβαλαν και επιβάλλουν την θέληση της μειοψηφίας επί της θελήσεως των πλειόνων, εις τρόπον, ώστε παρατηρείται έκδηλη και χαρακτηριστική διάσταση μεταξύ τής βουλήσεως του ελληνικού λαού, αλλά και σύμπαντος του Έθνους και των πράξεων των κυβερνήσεών του.
Η δε βούλησις της συντριπτικής πλειονοψηφίας τού λαού επί τού συγκεκριμένου θέματος συνίσταται ακριβώς, κατά τα παγκοίνως γνωστά, στην επ' ουδενί αναγνώριση από την Ελλάδα τού γειτονικού κράτους και τού λαού του με τους όρους “(βόρειος) Μακεδονία” και “Μακεδόνες”, όπερ αποτελεί ακραία ύβρη εις βάρος τού Έθνους.
Αυτή άλλωστε η επί του συγκεκριμένου εθνικού ζητήματος βούληση τής πλειονοψηφίας τού ελληνικού λαού εξεφράσθη μαζικά από τους Έλληνες, κατά τα κοινώς γνωστά, σε πάνδημα συλλαλητήρια, τα οποία διοργανώθηκαν και διεξήχθησαν νομίμως σύμφωνα με το άρθρο 11 του Συντάγματος, καθώς και σε μεγάλες πρωτεύουσες και πόλεις τού εξωτερικού, όπου ζούν και διαμένουν Έλληνες τής διασποράς.
Επίσης η βούληση αυτή τού ελληνικού λαού κατά της συγκεκριμένης “συμφωνίας” και της αναγνωρίσεως τού γειτονικού κράτους με τον όρο (Βόρειος) “Μακεδονία” στην ονομασία του αποτυπώθηκε σε όλες τις συναφείς διεξαχθείσες επί τού θέματος δημοσκοπήσεις, οι οποίες διενεργήθηκαν ήδη κατά το στάδιο τών διαπραγματεύσεων για την ονομασία τού εν λόγω κράτους, προ της συνάψεως τής “συμφωνίας”, όσο και αργότερα, μέχρι ακόμη και την προτεραίαν τής “κυρώσεώς της” με τον ως άνω “νόμο 4588/2019”. Σημειωτέον ότι οι δημοσκοπήσεις αναγνωρίζονται ειδικώς κατά την Νομολογία τού ΣτΕ ως νόμιμο μέσο, διά τού οποίου καταγράφεται η κρατούσα σε δεδομένο χρόνο άποψη τής κοινής γνώμης στην σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία επί τών σημαντικών ζητημάτων, τα οποία εκάστοτε την αφορούν (ΣτΕ 2003/2018).
ιγ΄) Όλως ενδεικτικώς καταγράφονται τα αποτελέσματα τών εξής δημοσκοπήσεων:
i. Την 14η-1-2018 (κατά το στάδιο τών “διαπραγματεύσεων” τής Ελλάδος με το ψευδεπίγραφο κράτος) δημοσιεύθηκε δημοσκόπηση τής εταιρείας Δημοσκοπήσεων “Marc” για την εφημερίδα “Το Πρώτο Θέμα”, σύμφωνα με την οποία επτά στους δέκα διαφωνούσαν με την χρήση τού όρου σε σύνθετη ονομασία για τα Σκόπια.
ii. Ετέρα δημοσκόπηση τής εταιρείας Δημοσκοπήσεων “Marc” για την εφημερίδα “Το Πρώτο Θέμα” δημοσιεύθηκε την παραμονή τής “υπογραφής” τής “συμφωνίας” στις Πρέσπες (16-6-2018). Βάσει αυτής το 73,2% τών ερωτηθέντων ηρνείτο την χρήση τού ονόματος τής Μακεδονίας στον σχηματισμό της ονομασίας του γειτονικού κράτους, ένα 68,3% ηρνείτο την συμφωνία που είχε παρουσιάσει η ελληνική κυβέρνηση και ένα ποσοστό 49% τών ψηφοφόρων τού ΣΥΡΙΖΑ ήταν εναντίον τής συμφωνίας.
iii. Την 24η Ιουνίου 2018, μετά την ‘σύναψη’ τής ‘συμφωνίας’, δημοσιεύθηκε δημοσκόπηση τής εταιρείας δημοσκοπήσεων “interview” για την ιστοσελίδα ειδήσεων “the President”. Βάσει αυτής διενεργήθηκε δημοσκοπική έρευνα σε όλους τούς Νομούς τής ανατολικής, κεντρικής και δυτικής Μακεδονίας για το “Βόρεια Μακεδονία” που έδειξε ότι το 86% τών ερωτηθέντων απορρίπτουν την συμφωνία και ότι η κοινή γνώμη βρίσκεται σε κάθετη αντίθεση με την κυβέρνηση, ενώ το 83% πιστεύει ότι το θέμα όχι μόνο δεν λύθηκε, αλλά ότι η συμφωνία χειροτερεύει το πρόβλημα.
iv. Την 3η Οκτωβρίου 2018 δημοσιεύθηκε δημοσκόπηση τής εταιρείας δημοσκοπήσεων “interview” για την εφημερίδα “Το Πρώτο Θέμα”. Βάσει αυτής, το 72% τών Ελλήνων εξακολουθούσε τέσσερις μήνες μετά την ‘σύναψη’ της ‘συμφωνία’ να επιθυμεί την αποχώρηση τής Ελλάδος από την ‘συμφωνία τών Πρεσπών”.
v. Την 26η-2-2019 άλλη δημοσκόπηση διενεργήθηκε από την εταιρεία δημοσκοπήσεων “Alco” για το τηλεοπτικό κανάλι “Open TV”, βάσει τής οποίας το 59% δήλωσε πως θα συνεχίσει να αποκαλεί το ψευδεπίγραφο κράτος ως “Σκόπια”, ότι το 27% θα την αποκαλεί με την νέα της “ονομασία” και ότι ένα ποσοστό 67% επίστευε ότι η “συμφωνία τών Πρεσπών” θα επηρεάσει πολύ την ψήφο τών πολιτών στις εκλογές.
ιδ΄) Εξ άλλου η εκ μέρους τού απελθόντος πρωθυπουργού πλήρης γνώση επί του ότι η “σύναψη” τής “συμφωνίας” προσέκρουε στην βούληση τής συντριπτικής πλειονοψηφίας τού ελληνικού λαού συνομολογείται σε σχετική συνέντευξή του τής 28ης Ιουνίου 2018 στό γαλλικό περιοδικό “Le point”.
Για όλους τους ανωτέρω λόγους εξ επόψεως προεχόντως διεθνούς δικαίου, τόσον η “σύναψη”, η “τήρηση” και η “εφαρμογή” τής από 17-6-2018 “συμφωνίας τών Πρεσπών” εκ μέρους τής Ελληνικής Δημοκρατίας και του ψευδεπιγράφου κράτους τής “ΠΓΔΜ”, όσο και η επικειμένη υιοθέτησή της εκ μέρους παντός διεθνούς ή περιφερειακού Οργανισμού (όπως ο ΟΗΕ, ο Οργανισμός τού Βορειοατλαντικού Συμφώνου και η Ευρωπαϊκή Ένωση), προσβάλλει τις αναγκαστικού διεθνούς δικαίου δικαϊκές αρχές και ως άνω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις περί σεβασμού τής ισότητος τών δικαιωμάτων και τής αυτοδιαθέσεως τού ελληνικού λαού και ως εκ τούτου δυνάμει τών άρθρων 103 τού Καταστατικού Χάρτου τού ΟΗΕ (εν συνδυασμώ προς το άρθρο 1 παρ. 2 αυτού, αλλά και το άρθρο 52 παρ. 1 τού ιδίου Χάρτου ειδικώς ως προς τούς διεθνείς Οργανισμούς) και 53 τής ως άνω Συμβάσεως τής Βιέννης περί τού δικαίου τών διεθνών συνθηκών τυγχάνει αυτοδικαίως άκυρη εξ υπαρχής, ήτοι αφ' ής στιγμής “υπεγράφη” από τούς Υπουργούς Εξωτερικών τών ως άνω κρατών και ουδεμία παράγει έννομη συνέπεια έναντι κανενός.
Αθήναι, 18 Νοεμβρίου 2019
Ο γνωμοδοτών Δικηγόρος
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
ΠΑΡΑ ΑΡΕΙΩ ΠΑΓΩ
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.