Γράφει ο ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΣΤ. ΠΟΝΗΡΟΣ Δρ Θ., Μ.Φ.
Συντονιστής Ἐκπαιδευτικοῦ Ἔργου Θεολόγων Ἀττικῆς
[Δημοσιεύθηκε στόν Ὀρθόδοξο Τύπο στίς 7, 14, 21, 28/6/2019]
Ἡ δεύτερη καί τελευταία ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἦταν ἀναπόφευκτη, ἀναπόφευκτη διότι ὀφειλόταν σέ ὁλόκληρη σειρά ἀπό σφάλματα, τά ὁποῖα ἀποδυνάμωσαν σταδιακῶς τό κράτος καί ἔδωσαν ἔδαφος στούς ἐχθρούς του.
Ἡ πρώτη ἅλωση, ἡ ὁποία ὀφειλόταν στήν ἀνίκανη δυναστεία τῶν Ἀγγέλων καί ὑπῆρξε καίριο πλῆγμα γιά τήν Αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινουπόλεως[1], τά ἀλλεπάλληλα ἐμπορικά προνόμια τά ὁποῖα ἐχορηγοῦντο στά ἰταλικά κρατίδια, ἡ κατάργηση τοῦ στόλου τῆς αὐτοκρατορίας ἀπό τόν Ἀνδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο τό 1284, ἡ ὁποία ἔχει χαρακτηρισθεῖ ἀπό τούς ἱστορικούς καταστροφική[2] καί εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά φύγουν ναυτικοί καί ναυπηγοί καί νά προσφέρουν τίς ὑπηρεσίες τους στούς Τούρκους, οἱ ἀλλεπάλληλοι ἐμφύλιοι πόλεμοι τοῦ δεκάτου τετάρτου αἰῶνος, ἦταν μερικά ἀπό τά αἴτια τῆς σταδιακῆς παρακμῆς τῆς Βασιλευούσης πόλεως, ἡ ὁποία ἐνῷ στήν ἀκμή της ὑπῆρξε μεγαλούπολη πεντακοσίων χιλιάδων ἀνθρώπων, εἶχε καταντήσει στά μέσα τοῦ δεκάτου τετάρτου αἰῶνος ἕνα σύνολο δεκατριῶν χωριῶν, τά ὁποῖα χωρίζονταν μεταξύ τους ἀπό ἀγρούς[3], ὁ δέ πληθυσμός στίς παραμονές τῆς ἁλώσεως κατέβηκε στίς ὀγδόντα περίπου χιλιάδες. Ἡ παρακμή ἔφερε καί τήν δεύτερη καί τελική ἅλωση, ἅλωση χαρακτηριζόμενη ἀπό ἀπόλυτη βαρβαρότητα[4].
Ἄς δοῦμε μερικά συμβάντα τῆς ἁλώσεως, τά ὁποῖα ἀποτυπώνουν ἀρκετά πειστικά τό μέγεθος τῆς συμφορᾶς. Ἡ πρώτη σειρά συμβάντων ἀφορᾶ τήν γενική λαφυραγώγηση, ἡ ὁποία ἀμέσως ἐξελίχθηκε σέ σωστή μανία:
“Ἡ ἀναζήτηση λαφύρων κατάντησε ἔμμονη ἰδέα. Ἡ ἑβραϊκή συνοικία κοντά στόν Κεράτιο καί οἱ Ἰταλοί ἔμποροι ἦταν ἀπό τούς πρώτους στόχους, λόγῳ τοῦ παραδοσιακοῦ ἐμπορίου πολύτιμων λίθων. Καθώς προχωροῦσε ἡ μέρα, τό πλιάτσικο ὀργανώθηκε περισσότερο. Ὁ πρῶτος πού ἔμπαινε σέ ἕνα σπίτι ἔστηνε ἀπ΄ ἔξω μιά σημαία γιά νά δείξει ὅτι αὐτό εἶχε ἤδη λεηλατηθεῖ, καί αὐτομάτως οἱ ἑπόμενοι ἔψαχναν ἀλλοῦ γιά λεία: “Ἔτσι ἔβαλαν σημαῖες παντοῦ, ἀκόμα καί σέ ἐκκλησίες καί μοναστήρια”.”[5]
Ἱερό καί ὅσιο δέν ὑπῆρχε γιά τούς βαρβάρους, ἀλλά χρησιμοποιοῦσαν τά πάντα, ὥστε νά κορέσουν τά βαρβαρικά πάθη τους:
“Εἰσβάλλοντας στίς γυναικεῖες μονές, ἅρπαζαν τίς καλόγριες καί “τίς ἔριχναν στόν ὄχλο νά τίς βιάσει”, τούς μοναχούς τούς ἔσφαζαν στά κελιά ἤ τούς “ἔσερναν ἔξω ἀπό τίς ἐκκλησίες ὅπου εἶχαν βρεῖ καταφύγιο, τούς ἐξευτέλιζαν καί τούς ἀτίμωναν”. Οἱ τάφοι τῶν αὐτοκρατόρων ἀνοίχτηκαν μέ λοστούς μήπως περιεῖχαν κρυμμένο χρυσάφι. Αὐτά “καί δέκα χιλιάδες ἄλλα παρόμοια τρομερά συνέβησαν”, ἔγραψε θρηνώντας ὁ Κριτόβουλος. Ἡ χιλιόχρονη χριστιανική Κωνσταντινούπολη ἐξαφανίστηκε σχεδόν ὁλοκληρωτικά σέ λίγες ὧρες.”[6]
Ὁ ναός τῆς Ἁγίας τοῦ Θεοῦ Σοφίας δέν θά ἦταν δυνατόν νά ἀποτελέσει ἐξαίρεση:
“Ἕνα οὐρλιαχτό φόβου ὑψώθηκε ἀπό τό τρομοκρατημένο πλῆθος ὅταν οἱ στρατιῶτες εἰσέβαλαν στόν ναό. […] Στήν προσπάθεια τῶν στρατιωτῶν νά ἐξασφαλίσουν τίς πιό πολύτιμες σκλάβες, οἱ νεαρές γυναῖκες σχεδόν κατακρεουργήθηκαν. Μοναχές καί εὐγενεῖς γυναῖκες, νέες καί ἡλικιωμένες, ἀφεντικά καί ὑπηρέτες δέθηκαν μαζί καί σύρθηκαν ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία. Γιά τίς γυναῖκες χρησιμοποίησαν τά πέπλα τους, ἐνῷ τούς ἄνδρες τούς ἔδεσαν μέ σχοινιά. Ἐνεργώντας ὁμαδικά, κάθε ἄνδρας ὁδηγοῦσε τούς αἰχμαλώτους του σέ “ἕνα συγκεκριμένο ἀσφαλές σημεῖο καί γύριζε νά πάρει δεύτερο καί τρίτο λάφυρο”. Σέ μία ὥρα ὅλο τό ἐκκλησίασμα ἦταν δεμένο. “Οἱ ἀτέλειωτες σειρές αἰχμαλώτων”, γράφει ὁ Δούκας, “σάν κοπάδια βοδιῶν καί προβάτων πού ἔβγαιναν ἀπό τόν ναό καί τό ἱερό ἀποτελοῦσαν ἕνα πρωτόγνωρο θέαμα!” Ἕνας σπαραξικάρδιος ἦχος ἀπό λυγμούς γέμιζε τόν πρωινό ἀέρα.”[7].
Παρ΄ ὅλο ὅμως ὅτι ἡ πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί οἱ φρικτές, οἱ ἀπάνθρωπες σκηνές οἱ ὁποῖες τήν ἀκολούθησαν ὀφείλονταν σέ πολιτικά σφάλματα αἰώνων ὁλοκλήρων, τυχαίνει ἀκόμη καί σήμερα κάποιοι ψυχοδιανοητικῶς ἀμβλύωπες νά μέμφονται τούς ὀρθοδόξους θεολόγους ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ἐπειδή δέν ἐδέχοντο τήν ἄνευ ὅρων ἕνωση τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν παπισμό, ἡ ὁποία ἕνωση θά ἰσοδυναμοῦσε μέ νόθευση τῆς πίστεως καί ἀπώλεια τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Ἡ δέ ψυχοδιανοητική ἀμβλυωπία τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν φθάνει σέ τέτοιο σημεῖο, ὥστε νά μή εἶναι σέ θέση νά κατανοήσουν, πώς δέν θά ἦταν ποτέ δυνατόν νά ἀναιρέσουν, ὡς διά μαγείας, οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι καί πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅσες συμφορές ἐπεσώρευσαν τά ἀλλεπάλληλα καί μακροχρόνια πολιτικά σφάλματα.
Ὁ δέ ἰσχυρισμός, σαθρός ὅσο καί εὐήθης, παραμένει: «ἀλλ΄ ἐάν δέχονταν τήν ἕνωση, θά ἐρχόταν καί ἡ σωτηρία». Ἀλλά τί εἴδους σωτηρία θά ἦταν αὐτή; Σωτηρία τῆς κρατικῆς ὑποστάσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως; Ἀκόμη κι ἄν δέν εἶχε ποτέ συμβεῖ ἡ ἅλωση τοῦ 1204 καί ὅσα τραγικά γεγονότα εἶχε ὡς συνέπεια, θά ἦταν ἀρκετά εὔκολο ἀκόμη καί κάποιος ὁ ὁποῖος δέν ἔχει ἀρκετή πείρα ἀπό πολιτική νά ἀντιληφθεῖ, ὅτι στόν χῶρο αὐτό τίποτε δέν χαρίζεται. Ὅτι στήν πολιτική τίποτε δέν γίνεται χωρίς ἀντάλλαγμα, πολύ δέ περισσότερο οἱ μεγάλες ἐκστρατεῖες, οἱ ὁποῖες ἀπαιτοῦν τεράστια ἔξοδα, ἀλλά καί θυσίες ἀνθρωπίνων ζωῶν. Κι ὅταν ἡ ἀδυναμία τοῦ ἑνός συμβαλλομένου εἶναι τέτοια ὥστε νά μή εἶναι σέ θέση νά ἐπιβάλει τή θέλησή του στόν ἕτερο συμβαλλόμενο, τότε ὁ «ἕτερος» θά κρατήσει ὅλα τά κέρδη δι΄ ἑαυτόν.
Ὡς πρός τά ἀνωτέρω ἔχει σαφῶς παρατηρήσει ὁ ἱστορικός Georg Ostrogorsky:
“Ἀκόμη καί ἄν ἡ Δύση ἐπενέβαινε ἔμπρακτα στήν Κωνσταντινούπολη, σκοπός της δέν θά ἦταν βέβαια ἡ σωτηρία τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Οὔτε ὅμως ὑπῆρχε καί ἡ ἐλάχιστη δυνατότητα νά ἱδρυθεῖ μία νέα λατινική αὐτοκρατορία στήν Ἀνατολή. Κάποτε εἶχε τεθεῖ τό ἐρώτημα ἄν τό Βυζάντιο θά περιερχόταν στά χέρια τῶν Τούρκων ἤ τῶν Λατίνων. Ἡ ἐξέλιξη τῆς τελευταίας ἑκατονταετίας ἔλυσε ὁριστικά τό δίλημμα αὐτό, ἐνῷ ἡ ἴδια ἡ βυζαντινή αὐτοκρατορία δέν ἦταν πιά σέ θέση νά ἐπηρεάσει στό ἐλάχιστο τήν πορεία τῶν γεγονότων. Τά ἀποφασιστικά γεγονότα, πού καθόρισαν τήν τύχη της, διαδραματίσθηκαν ἔξω ἀπό τό χῶρο τῆς ἐπιρροῆς της καί χωρίς τή δική της σύμπραξη, ἀφοῦ ἀπό καιρό τώρα τό Βυζάντιο ἦταν μόνο ὄργανο στίς πολιτικές κινήσεις ἄλλων δυνάμεων. Ἐσωτερικά ἐξαντλημένο καί παράλυτο εἶχε μεταβληθεῖ σέ μία πόλη – κράτος καί ἔγινε ἔτσι εὔκολη λεία τῶν Τούρκων.”[8]
Ἐγείρονται ὡς ἐκ τούτου κάποια ἐρωτηματικά γιά ὅποιον θέλει νά ἐρευνᾶ τήν ἱστορία. Τό πρῶτο εἶναι: Εἶχε ἡ Εὐρώπη τή δυνατότητα νά ἀποκρούσει τόν βαρβαρικό κίνδυνο καί δέν τό ἔπραξε; Τά γεγονότα αὐτῆς τῆς περιόδου μᾶς πείθουν, ὅτι τέτοια δυνατότητα δέν ὑπῆρχε. Ἡ Ἀγγλία καί ἡ Γαλλία βρίσκονταν μόλις πρός τό τέλος τοῦ σφοδροῦ μεταξύ τους πολέμου, ὁ ὁποῖος ἔμεινε στήν ἱστορία ὡς “ἑκατονταετής”. Ὁ πόλεμος αὐτός τυπικά τελείωσε τό 1453, ἀλλά ἡ ἀστάθεια καί ἡ ἀποδυνάμωση ἀμφοτέρων τῶν ἀντιπάλων δέν ἔπαυσε αὐτομάτως, οἱ δέ μικροσυγκρούσεις μεταξύ τους διήρκεσαν μέχρι καί τό 1475.
Τό 1444 ὁ βασιλιάς τῆς Πολωνίας καί τῆς Οὐγγαρίας Λαδίσλαος Γ΄ σέ συνεργασία μέ τόν ἡγεμόνα τῆς Τρανσυλβανίας Ἰωάννη Οὐνιάδη, τόν πάπα Εὐγένιο – ἐκεῖνον τόν ὁποῖον ἡ ἀνυποχώρητη ὀρθοδοξία τοῦ ἁγίου Μάρκου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ ἀνάγκασε νά ἀναφωνήσει “ἐποιήσαμεν οὐδέν” – καί τή Βενετία, ἐξεστράτευσε ἐναντίον τῶν Τούρκων, ἀλλά νικήθηκε στή μάχη τῆς Βάρνας καί φονεύθηκε. Στή μάχη αὐτή φονεύθηκε καί ὁ παπικός ἐκπρόσωπος, “λεγάτος”, καρδινάλιος Ἰουλιανός Τσεζαρίνι.
Μετά εἴκοσι ἔτη, τό 1464, ἐπιχείρησε νά ὀργανώσει ἐκστρατεία ἐναντίον τῶν Τούρκων ὁ πάπας Πίος ὁ Β΄, ὅμως τό ἐγχείρημα ματαιώθηκε, διότι κατά τό ἔτος αὐτό ὁ πάπας ἀπεβίωσε αἰφνιδίως. Αὐτήν τήν παρ΄ ὀλίγο ἐκστρατεία, ὅπως καί τήν προηγουμένη ἡ ὁποία ἀπέτυχε, ἐπιχείρησαν οἱ παπικές δυνάμεις, παρ΄ ὅλο ὅτι ἡ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν δέν πραγματοποιήθηκε. Εἶναι λοιπόν φανερό, πώς ὅ,τι προεῖχε γι΄ αὐτές ἦταν ἡ προστασία αὐτῶν τῶν ἰδίων ἔναντι τοῦ ἐξ ἀνατολῶν κινδύνου.
Διότι ὁ κίνδυνος ἐνέσκηψε τό 1481 καί στήν Ἰταλία, τά δέ βαρβαρικά στρατεύματα κατέλαβαν ὁλόκληρη τήν Ἀπουλία καί τήν κατεῖχαν ἐπί δεκαοκτώ μῆνες. Καί μόνον ὁ θάνατος τοῦ Μωάμεθ Β΄ ματαίωσε τήν πρόοδο τῆς ἐκστρατείας αὐτῆς καί ἔγινε ἡ αἰτία ἀποχωρήσεως τῶν στρατευμάτων του ἀπό τήν Ἰταλία.
Τό 1571 ἔχουμε τήν περιφανή νίκη τῶν εὐρωπαϊκῶν δυνάμεων στή ναυμαχία τῆς Ναυπάκτου, ὅπου συμμετεῖχαν καί δυνάμεις τοῦ πάπα Πίου Ε΄. Σημειωτέον ὅτι στή ναυμαχία αὐτή πολέμησαν καί Ἕλληνες ἐναντίον Ἑλλήνων. Στόν μέν τουρκικό στόλο ναυτολογήθηκαν καταναγκαστικῶς, στούς δέ εὐρωπαϊκούς ὑπηρέτησαν ἐθελοντικῶς. Ὅμως ἡ νίκη αὐτή δέν εἶχε συνέχεια, γι΄ αὐτό καί ἔδωσε τό γεγονός αὐτό τό δικαίωμα στούς Τούρκους νά ἐπαίρονται, ὅτι ἡ ἦττα τους αὐτή ἦταν σάν ξύρισμα γενειάδας ἡ ὁποία ξαναφυτρώνει κατόπιν ἀκμαιότερη, ἐνῷ ἡ κατάληψη ἀπό αὐτούς τῆς Κύπρου κατά τό ἴδιο χρονικό διάστημα ἦταν σάν νά ἀπέκοψε χέρι, τό ὁποῖο δέν ξαναφυτρώνει ποτέ[9]. Στή δέ ἑλληνική ἐπανάσταση, ἡ ὁποία ξέσπασε τότε, κανένας δέν προσέφερε τήν ὁποιαδήποτε βοήθεια καί ἀπέτυχε, καί σάν νά μήν ἔφθανε αὐτό, οἱ Ἕλληνες τῆς Αἰγύπτου ἀντιμετώπισαν τήν ὀργή τῶν μουσουλμάνων καί ὑπέστησαν διώξεις. Ἀπαγορεύθηκε ἡ ἀνάγνωση ἑλληνικῶν βιβλίων καί ἡ ἑλληνική γλῶσσα – τριάντα χιλιάδες Ἕλληνες τῆς Αἰγύπτου ὑπέστησαν τό μαρτύριο τῆς ἀποκοπῆς τῆς γλώσσας τους, ἐπειδή παραβίασαν τή διαταγή αὐτή καί ὁμίλησαν ἑλληνικά[10].
συνεχίζεται στο 2ο μέρος
Παραπομπές (του 1ου μέρους)
[1] Τόν ὅρο αὐτό εἰσήγαγε ὁ ἀείμνηστος ἱστορικός Σαράντος Καργάκος καί δέν βλέπουμε κανένα λόγο μή υἱοθεσίας του. Ἴσως κάποιοι νά ἔχουν ἀντίρρηση, ἐπειδή ὀνομάζουν ἔτσι τήν λατινοκρατία στήν Κωνσταντινούπολη (1204-1261), τά πενηνταεπτά ὅμως αὐτά ἔτη, πιστεύουμε ὅτι, δέν εἶναι δυνατόν νά καταργήσουν ὁλόκληρη χιλιετία!
[2] πρβλ Roger Crowly, Κωνσταντινούπολη 1453, ἡ τελευταία μεγάλη πολιορκία, μετάφρ. Διαμαντής Κωνσταντινίδης, ἐκδ. Ὠκεανίδα, Ἀθήνα 2005, σ. 74.
[3] ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 75.
[4] Πεντακόσια δύο ἔτη μετά τήν ἅλωση, δηλαδή τό 1955, ἡ Τουρκία πιστή στήν παράδοση τῶν πατέρων της, λαφυραγώγησε καί κατέστρεψε τίς περιουσίες τῶν Ἑλλήνων τῆς Κωνσταντινουπόλεως μέσα σέ ὀκτώ μόλις ὧρες ἀφήνοντας καί τριανταεπτά νεκρούς μέσα στά ἀποκαΐδια. Λαμβάνοντες ὑπ΄ ὄψη ὅλα τά ἀνωτέρω θά πρέπει νά συνειδητοποιήσουμε τήν ὑποχρέωσή μας νά μή μείνουμε ποτέ πιά ἀκάλυπτοι ἐνώπιον ὁποιουδήποτε βαρβάρου, ὁ ὀποῖος ἐγείρει ἀξιώσεις εἰς βάρος μας.
[5] ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 397.
[6] ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 394.
[7] ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 407.
[8] Georg Ostrogorsky, Ιστορία του βυζαντινού κράτους, μετάφρ. Ἰω. Παναγόπουλος, τ. 3ος, Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα 1981, σ. 272-3.
[9] Κωνσταντῖνος Ν. Σάθας, Τουρκοκρατουμένη Ἑλλάς, Ἀθῆναι 1869, σ. 174.
[10] πρβλ N. Iorga, Τό Βυζάντιο μετά τό Βυζάντιο, μετάφρ. Γιάννη Καρά, ἐκδ. Gutenberg, Ἀθήνα 1985, σ. 79.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.