Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Δ. Μεταλληνός,
Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Τί είναι φανατισμός;
Γιατί η θεοκρατία ευνοεί την βιαιότερη μορφή φανατισμού;
Γιατί επιστρατεύεται ο Θεός για να υπηρετήσει τις κρατικές επιλογές;
Ιερός πόλεμος και ιδεολογικοποίηση της πίστης.
Διαφορές δυτικής και Ορθόδοξης λογικής.
Η ορθοδοξία υπέρβαση της ιδεολογίας, της θρησκείας και της ηθικής.
Γιατί ο πόλεμος δεν μπορεί να ιεροποιηθεί;
Εξωτερική και εσωτερική βία!
Καταπολέμηση της τρομοκρατίας.
Συνοδικό σύστημα.
Το εθνικιστικό πνεύμα ως παρέκκλιση.
Το θέμα των ταυτοτήτων ως ομολογία και ορθόδοξη μαρτυρία.
1. Οι αλυσιδωτές εκρήξεις βιαιότητας και μισαλλοδοξίας, που κάνουν την ατμόσφαιρα του πλανήτη μας καταθλιπτική, έφεραν στην επιφάνεια τους όρους φανατικός και φανατισμός, και τις απάνθρωπες εφαρμογές τους. Ο χαρακτηρισμός, όμως, των ιδεολογιών, που εμπλέκονται στη θλιβερή αυτή αντιπαράθεση ως «φανατικών» παραπέμπει αυτόματα στο χώρο της θρησκείας, όπου οι όροι κυριολεκτούνται. Το επίθετο φανατικός (fanaticus) συνδέεται με το fanum, που σημαίνει «ναός» – ιερό και προσδιορίζει αυτόν, που είναι συνδεδεμένος με κάποιο «ιερό». Φανατικοί χαρακτηρίζονταν οι «θεόληπτοι», οι κατεχόμενοι από κάποιο δαίμονα ή ευρισκόμενοι υπό την επιρροή του θείου (Κικ., De Divin. 2, 57). Ο φανατικός κυριαρχείται από την —αναπόδεικτη— πίστη, ότι τελεί σε άμεση κοινωνία με την θεότητα του, που του αναθέτει κάποια υψηλή αποστολή (θρησκευτική, πολιτική ή κοινωνική), για να τη πραγματώσει, χρησιμοποιώντας κάθε δυνατό μέσο, ακόμη και τη βία.
Η «ιδέα» του φανατικού μεταβάλλεται έτσι σε «αλήθεια πάνω από κάθε άλλη», που πρέπει να επιβληθεί σ’ όλες τις άλλες. Σ’ αυτή τη συλλογιστική ο φανατισμός δεν κλείνεται στα όρια μόνο της θρησκευτικής ομάδας, αλλά επεκτείνεται εξ ίσου στο χώρο της πολιτικής ιδεολογίας, συναπτόμενος με τάσεις ολοκληρωτισμού και σωβινισμού (=εκφυλισμού του πατριωτισμού), που κυριαρχούνται επίσης από φανατισμό και μισαλλοδοξία.
Οι συμπεριφορές των φανατικών εκτείνονται σε ένα μεγάλο φάσμα, από την μυστικιστική απομόνωση, ως το ανεξέλεγκτο πάθος, την εξαλλοσύνη και απολυτότητα του ζηλωτισμού (φουνταμενταλισμού), την εκδικητικότητα και επιθετικότητα, που λειτουργούν τυφλά και έξω από κάθε όριο λογικής και σύνεσης. Προσφυέστατα έχει λεχθεί, ότι «δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία από την συνάντηση του ηλιθίου (εδώ ανήκει και ο φανατικός) με μιαν ιδέα»! Η ψυχολογία και η ιατροδικαστική διακριβώνουν στον φανατισμό ένα είδος παράνοιας, που ανήκει στην ψυχοπαθολογία της θρησκευτικής ομάδας, της σέκτας αλλά και της πολιτικής φατρίας, διότι οι φανατικές ακρότητες δεν χαρακτηρίζουν μόνο, τη θρησκευτική παθολογία, αλλά και την «θρησκειοποιημένη πολιτική ομάδα, που κινείται από την ανατρεπτικότητα (όχι επαναστατισμό) και την αναρχική υποκίνηση των μαζών σε βιαιοπραγίες και κατάλυση της έννομης τάξης, ως την «κρατολατρία (κρατισμό) (έξαρση της κρατικής εξουσίας), την απολυτοποίηση, ειδωλοποίηση του κράτους, που απαιτεί τυφλή υποταγή. Μηδενισμός, αναρχία και κρατι(κι)σμός, εξ ίσου, κυριαρχούνται από φανατικό πνεύμα και καταφεύγουν στην τρομοκρατία, σ’ όλες τις δυνατές παραλλαγές της (καταστροφή ή εκφοβισμός των μαζών).
Την βιαιότερη μορφή φανατισμού ευνοεί η θεοκρατία, η συγκέντρωση δηλαδή θρησκευτικής και πολιτικής εξουσίας στο ίδιο πρόσωπο. Στην περίπτωση αυτή πολιτικοποιείται η θρησκεία και θρησκειοποιείται η πολιτική. Πρέπει δε να επισημανθεί, ότι θεοκρατικά καθεστώτα δεν απαντούν μόνο στο Ισλάμ, αλλά και στη Χριστιανική Δύση (κράτος του Βατικανού, όπως ο πάπας είναι φορέας εκκλησιαστικής και πολιτικής εξουσίας, όπως και μετριασμένα — λόγω του κοινοβουλευτισμού— στην Βρετανία, όπου ο αρχηγός του Κράτους είναι καιαρχηγός της θρησκείας).
Πρέπει δε ευθύς εξ αρχής να τονισθεί, ότι η Ορθοδοξία δεν γνώρισε θεοκρατία στην ιστορία της, διότι διακρίνονται πάντα οι φορείς των δύο εξουσιών (εξουσιαστικών διακονιών, καλύτερα), ο δε εθναρχικός θεσμός δεν είναι σφετερισμός πολιτικής εξουσίας από τον εκκλησιαστικόν χώρο, αλλά ανάθεση (από το ακέφαλο πολιτειακά λαϊκό σώμα) μιας πρόσκαιρης διακονίας στην εκκλησιαστική ηγεσία. Για να μιλήσουμε καθαρότερα: Είναι αδύνατο, από την ίδια την ουσία της Ορθοδοξίας, ένας εκκλησιαστικός ηγέτης να σφετερισθεί πολιτικό ρόλο ή πολιτειακό αξίωμα, κάτι που στα θεοκρατικά καθεστώτα ανατολής και δύσεως είναι αυτονόητο, ως θεσμικά καθιερωμένο.
2. Πολύ ενδιαφέρον φαινόμενο, και γνωστό στη ιστορία, είναι η προσφυγή στη θρησκεία και η ζήτηση της συνδρομής της για την ψυχολογική έξαψη των λαϊκών μαζών στην αντιμετώπιση κρισίμων καταστάσεων, όπως συνέβη μετά την 11η Σεπτ. 2001 στις Η.Π.Α. με την «αντιμετώπιση» της τρομοκρατίας. Η πολιτική γνωρίζει την δυναμική της θρησκείας στην συναισθηματική κινητοποίηση των μαζών και τη δυνατότητα του φανατισμού τους για την αποδοχή κυβερνητικών ενεργειών, που κανείς νηφάλια δεν θα ενέκρινε (γενικευμένη καταστροφή με την μορφή των ναζιστικών αντιποίνων). Στις περιπτώσεις αυτές γίνεται ιδεολογική χρήση της θρησκείας και του θείου. Ο Θεός επιστρατεύεται, για να υπηρετήσει τις κρατικές επιλογές. Για να εξαφθεί το πάθος του πλήθους, φορτίζεται ο Θεός ανθρωπομορφικά, όπως στην ειδωλολατρική αρχαιότητα. Τα ανθρώπινα πάθη προβάλλονται στο Θεό, που συστρατεύεται, για να υπηρετήσει τους ανθρώπινους στόχους. Έτσι, ακολουθείται η αρχή της Καμπαλά, ότι δεν έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο, άλλα ο άνθρωπος τον Θεό! Εδώ ο άνθρωπος μετα-πλάσσει τον Θεό κατά τις ορέξεις του. Όλα, βέβαια, γίνονται ερήμην του Θεού, που δεν είναι δυνατόν να εμπλακεί και ενταχθεί στα άνομα σχέδιά μας. Η «χρήση» όμως, του Θεού και της θρησκείας εξυπηρετεί τον φανατισμό των μαζών και αυτή την μέθοδο ακολουθεί η πολιτική εξουσία από αιώνων.
Στο σημείο, όμως, αυτό αναδύεται και μια αντινομία. Παρά τις προσδοκίες των οιωνδήποτε εκσυγχρονιστών για το τέλος της θρησκείας, η κλασική διαπίστωση του Πλουτάρχου («…πόλεως ανιέρου και αθέου […] ουδείς εστιν ή έσται θεατής») αποδεικνύεται ακατάρριπτη. Με οποιαδήποτε μορφή η στροφή του ανθρώπου σε κάποιο θείο αποδεικνύεται σύμφυτη με την ανθρώπινη συνείδηση και αυτό δεν λειτουργεί μόνο θεοκεντρικά και σωστικά, άλλα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί, όταν συντρέχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις. Παράλληλα, όμως, με την ιδεολογικοποίηση της πίστης, για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί, εισάγεται και η ιδέα του «ιερού πολέμου», που συνιστά την απαισιότερη καταξίωση του φανατισμού και της πολιτικοποίησης της θρησκείας. Ένα μέρος του Ισλάμ, το φουνταμενταλιστικό, αλλά και ο δυτικοχριστιανικός κόσμος κινούνται με τις ίδιες προϋποθέσεις και μεθόδους, με βάση δηλαδή την χρήση της θρησκείας για πολιτικούς στόχους και την ιεροποίηση του πολέμου. Και στο μεν Ισλάμ, για ιστορικούς λόγους αυτό είναι μόνιμη απ’ αρχής τακτική. Το πρόβλημα είναι με την χριστιανικότητα ενός κόσμου, που θέλει να λέγεται χριστιανικός.
3. Η αναφορά, όμως, στον Χριστιανισμό απαιτεί σαφή οριοθέτηση Δυτικού και Ανατολικού Χριστιανισμού, Παπισμού – Προτεσταντισμών και Ορθοδοξίας. Όταν δεν γίνεται αυτή η διάκριση και δεν λαμβάνεται υπόψη η διαφοροποίηση του δυτικού χριστιανισμού από την Ορθοδοξία, οδηγούμεθα σε ανεπίτρεπτες παρεξηγήσεις και συγχύσεις. Από την εκφράγκευση της Δύσεως, που ομολογείται από τους ίδιους τους δυτικούς ιστορικούς (πρόσφατη σχετική διατριβή του James Russel, 1994) και η οποία κορυφώνεται με την φραγκική, κατάκτηση και του πατριαρχικού θρόνου της Παλαιάς Ρώμης (πρώτος φραγκογερμανός πάπας το 1046), πραγματοποιείται η διαφοροποίηση της δυτικής χριστιανικής κοινωνίας όχι μόνο θεολογικά, αλλά και πολιτικά και πολιτιστικά. Η διαφοροποίηση, όμως, συντελείται πρωταρχικά στο χώρο της πίστης (θρησκείας), που είναι η καρδιά της κοινωνίας και του πολιτισμού (αυτό ομολογείται και από τον S. Huntington). Η θεωρία για πολιτισμική σύμπτωση Ορθοδόξου και Δυτικής Ευρώπης είναι φενάκη και ιδεολόγημα των ταυτισμένων με τη Δύση πολιτικών και διανοουμένων για τη συσκότιση των πραγμάτων και την παραπλάνηση των αγνοούντων την ιστορία. Οι δύο πολιτισμοί, ακόμη και σήμερα, είναι «άλλο και άλλο».
H προοδευτική φραγκική επέκταση και κατάκτηση στη Δύση οδήγησε στην εκκοσμίκευση και θεσμοποίηση της Εκκλησίας (βρ. Βασιλ. Στεφανίδου, Εκκλ. Ιστορ., Αθ. 19592, σ. 488 ε.ε. και Χρ. Γιανναρά, Αλήθεια και ενότητα της Εκκλησίας, σ. 113 ε.ε.). Στην Ανατολή, όμως, ο Χριστιανισμός, στην κοσμική διάστασή του, μεταποιήθηκε σε κρατική θρησκεία (πρβλ. το διάταγμα του Θεοδοσίου του Α’, 28.2.380), στη δε Δύση υποβιβάσθηκε σε «ατομική θρησκεία», δηλαδή «ιδεολογία ατομικών πεποιθήσεων, ηθική ατομικών αξιομισθιών και θεσμοποιημένη οργάνωση αντικειμενικού ελέγχου των πεποιθήσεων επί της ηθικής των ατόμων» (Χρ. Γιανναράς, σ. 44). Και είναι δυνατή ιστορικά η παρακολούθηση των εξελίξεων, που γέννησαν και θεσμοθέτησαν τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία στην ατομική και συλλογική συμπεριφορά της δυτικής χριστιανοσύνης. Η αναφορά δε εδώ στον Δυτικό Χριστιανισμό γίνεται, για να ερμηνευθούν από την οπτική της Ορθοδοξίας οι σημερινές συμπεριφορές.
Η γένεση του παπισμού, δογματικά κατοχυρωμένου, οδήγησε στην εκκόλαψη του ολοκληρωτισμού στην Ευρώπη, με τη θεία καταξίωση της βίας. Θεολογική θεμελίωση του ολοκληρωτισμού είναι το περίφημο dictatus papae (παπικές υπαγορεύσεις) του πάπα Γρηγορίου Ζ’ του Ιλδεβράνδη (1073-1085) σε 27 προτάσεις, με τις όποιες ο πάπας αυτοανακηρύσσεται απόλυτος κύριος εκκλησίας και πολιτείας («ο μόνος άνθρωπος, του οποίου όλοι οι πρίγκιπες φιλούν τα πόδια», «έχει τη δυνατότητα να καθαιρεί τους αυτοκράτορες», «δεν μπορεί να κριθεί από κανέναν» κ.λπ.).
Ο «περί περιβολής» (de investitura) αγώνας και όλοι οι μετέπειτα πόλεμοι του παπικού κράτους είναι η εφαρμογή αυτού του πνεύματος. Η αυθεντία του Πάπα εξουδετέρωσε την αυθεντία των Οικουμενικών Συνόδων, που μεταβλήθηκαν σε συμβουλευτικά σώματα της παπικής εξουσίας. Ο πάπας μέσω του ήδη από τον μεσαίωνα θεολογουμένου αλαθήτου του (επίσημη δογματοποίηση το 1870), σφετερίσθηκε το αλάθητο των Οικουμενικών Συνόδων. Το πρωτείο εξουσίας και το αλάθητο έδωσαν στον παπικό θεσμό την ανωτάτη εξουσία στον κόσμο. Τα κράτη θεωρήθηκαν φέουδα του πάπα και οι βασιλείς υποτελείς του, σε σημείο που να του φιλούν το πόδι και να εκτελούν καθήκοντα ιπποκόμου του. Το τριώροφο στέμμα του (ως σήμερα) δείχνει την εξουσία του πάπα στα επίγεια, ουράνια και καταχθόνια (καθαρτήριο, συγχωροχάρτια).
Βασικοί θεσμοί επιβολής της παπικής δύναμης και εξουσίας απέβησαν η Ιερά Εξέταση (εσωτερικά) και η Ουνία (αρχή το 1215, εξωτερικά), για την διευκόλυνση, του επεκτατισμού. Το 1252 (Ιννοκέντιος Δ’) εισάγονται τα βασανιστήρια ως ανακριτική μέθοδος, πρότυπο όλων των μεταγενεστέρων ευρωπαϊκών ολοκληρωτισμών. Καρπός αυτού του πνεύματος υπήρξαν οι «σταυροφορίες» (η επαναφορά του όρου στα σήμερα συμβαίνοντα, δείχνει συνέχεια αυτής της συνείδησης), με κορυφαίο αποτρόπαιο γεγονός την 4η σταυροφορία (1204) και την άλωση και καταστροφή της Κωνσταντινούπολης. Κατά τον ιστορικό Ε. Bradford ο φανατισμός, η βία και οι ωμότητες των σταυροφόρων έκαναν τις ισλαμικές επιδρομές να φαίνονται φιλάνθρωπες. Αυτό και άλλα ανάλογα έκαμαν τον Σ. Χάντινγκτον να ομολογήσει: «Δεν θεωρώ ότι το Ισλάμ είναι πια βίαιο από τις άλλες θρησκείες και αν το δείτε σωρευτικά, περισσότεροι άνθρωποι έχουν σφαγιασθεί ανά τους αιώνες από τους χριστιανούς παρά από τους μουσουλμάνους» («Ν. York Times» / «Βήμα»).
Οι θρησκευτικές αυτές καταβολές επέφεραν συνταρακτικές επιπτώσεις στη Δυτική κοινωνία, στις δομές και τους θεσμούς της. Διαμορφώθηκε η συνείδηση της καθολικής στράτευσης των πιστών σε μια στρατιά του Χριστού (Militia Christi) με oλοκληρωτική αφοσίωση και πειθαρχία για την εκπλήρωση των στόχων της εκκλησίας – κράτους. Ο Χριστός έγινε ο πολεμικός αρχηγός στον αγώνα εναντίον των δυνάμεων του κακού. Η εμφάνιση του Προτεσταντισμού, εξ άλλου, το 1517, οδήγησε στην τραγωδία των ενδοχριστιανικών πολέμων, την πλήρη εκβαρβάρωση του Χριστιανισμού. Η ειδωλοποίηση του Θεού μέσω της Θεολογίας αποτύπωσε στις συνειδήσεις μια μόνιμη πια νοοτροπία. Με αυτό τον τρόπο θεμελιώθηκε και η συνέχεια της κοινωνικής διαλεκτικής. Η παποκρατούμενη φεουδαρχία, οδήγησε στην αντίδραση του καπιταλισμού – αστισμού, με τον προτεσταντικό καθαγιασμό του κέρδους. Οι σοσιαλισμοί, και κυρίως ο μαρξιστικός, ήταν η κορύφωση αυτής της διαλεκτικής διαδικασίας, που του κληροδότησε όλη την παθολογία του καπιταλισμού («παρηλλαγμένο καπιταλισμό» ονόμασε τον μαρξισμό ο πολύ καλός γνώστης του, ως αρχικά οπαδός του, Ν. Μπερντιάϊεφ). Το Βατικανό του Μαρξισμού έγινε το Κρεμλίνο. Ο αλλοτριωμένος Χριστιανισμός της ευρωπαϊκής θρησκείας επιβίωσε και στον δυτικογεννημένο μαρξισμό ως συνέχεια της ίδιας διαλεκτικής και νοοτροπίας.
Μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, εις πείσμα όσων στο εκσυγχρονιστικό παραλήρημά τους μιλούσαν για τα θάνατό της, επανέρχεται η θρησκεία σε σημείο, που να χρησιμοποιείται από τους δυτικούς φουνταμενταλιστές για την έξαψη και την φανατική συστράτευση των μαζών στην νέα δυτική σταυροφορία. Η «εκδίκηση του Θεού των Χριστιανών» απαιτεί γενική επιστράτευση των θρησκευμάτων στο πλαίσιο της Νέας Εποχής. Η θρησκεία προσφέρεται έτσι, ως μέσο για την εκπλήρωση των νεοεποχικών επιδιώξεων. Μήπως και ο Στάλιν δεν ανέσυρε την Ορθοδοξία από τις κατακόμβες της, για να αντιμετωπισθεί ο Χίτλερ; Πόσο ευκολότερο είναι αυτό στη Δύση, όπου συνυπάρχουν εκατοντάδες χριστιανικές ομολογίες και θρησκεύματα. Οι «αφελείς», που επιμένουν να είναι οπαδοί κάποιας θρησκευτικής θεότητας, καλούνται να υπηρετήσουν, μαζί με τους θεούς τους, την θεότητα του Καίσαρα και Άρχοντα του κόσμου τούτου!
συνεχίζεται στο 2ο μέρος
(Πηγή: ‘Ορθόδοξος Τύπος’)
Πηγή: Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ
το είδαμε ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.