Ληστείες τραπεζών, κλοπές αυτοκινήτων και φόνοι, συνθέτουν το βιογραφικό της Μπόνι Πάρκερ και του Κλάιντ Μπάροου, δύο από τους πιο διάσημους κακοποιούς, που έμειναν στην ιστορία ως το διαβόητο παραβατικό ζευγάρι των «Μπόνι και Κλάιντ». Επί τέσσερα χρόνια, είχαν γίνει ο φόβος κι ο τρόμος των νοτιοδυτικών Πολιτειών της Αμερικής. Τα κατορθώματά τους φιγουράριζαν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και προσέλκυαν το ενδιαφέρον των αναγνωστών. Μετά το θάνατό τους έγιναν ταινία, τραγούδι ενώ η φήμη τους παραμένει θρυλική μέχρι και σήμερα. Ποια είναι όμως η πραγματική ιστορία τους;
Ολοι πιστεύαμε ότι γνωρίζαμε την ιστορία της Μπόνι και του Κλάιντ της Συμμορίας Μπάροου που το 1967 την έκανε πασίγνωστη σε όλο τον κόσμο το Χόλιγουντ με την ταινία του Αρθουρ Πεν, όπου πρωταγωνιστούσαν τα δύο μεγάλα αστέρια της εποχής, η Φέι Νταναγουέι και ο Γουόρεν Μπίτι. Αλλά η αλήθεια βρίσκεται πάντα εκεί έξω… Αυτό θέλησε να αποδείξει ο γνωστός Αμερικανός συγγραφέας και δημοσιογράφος Τζεφ Γκεν με το βιβλίο του «Go Down Τogether» το 2009, αφηγούμενος με πλήθος ντοκουμέντων αυτά που όντως συνέβησαν.
Το ιστορικό πλαίσιο της δράσης του θρυλικού ζευγαριού είναι οι αρχές της δεκαετίας του ΄30 στην Αμερική της ποτοαπαγόρευσης και της τρομερής φτώχειας που διαδέχθηκε το κραχ του 1929.
Ο Τζεφ Γκεν αξιοποίησε όλα τα διαθέσιμα ντοκουμέντα αλλά και όσα του διέθεσαν τα επιζώντα μέλη των οικογενειών της Μπόνι και του Κλάιντ (οι πηγές που παραθέτει καλύπτουν 55 σελίδες του βιβλίου). Έτσι φωτίζει την πραγματικότητα, σύμφωνα με την οποία η Μπόνι και ο Κλάιντ δεν είχαν μεγαλόπνοα σχέδια, γι΄ αυτό και προτιμούσαν να ληστεύουν μικρές τράπεζες. Ζούσαν μια μίζερη ζωή, έμεναν στην ύπαιθρο και πλένονταν στα ρυάκια, ποτέ δεν είχαν πολλά χρήματα και συχνά ήταν αναγκασμένοι να ληστεύουν βενζινάδικα και παντοπωλεία, ακόμη και αυτόματα μηχανήματα που πουλούσαν τσίχλες προκειμένου να εξασφαλίσουν τα βασικά.
Η αλήθεια, όσο κι αν δυσκολεύεται να την πιστέψει κανείς, είναι ότι πολλές φορές διέφυγαν από τις ενέδρες των αστυνομικών τρέχοντας, με τις σφαίρες να σφυρίζουν γύρω τους, είτε γιατί το αυτοκίνητό τους είχε πάθει βλάβη είτε γιατί έμεναν από βενζίνη. Μια φορά μάλιστα διέφυγαν πάνω σε μουλάρια.
Τον μύθο της Μπόνι και του Κλάιντ τον δημιούργησαν οι εφημερίδες της εποχής και τα διάφορα έντυπα που πουλούσαν ιστορίες με διαβόητους και ρομαντικούς εγκληματίες.
Οι πραγματικές ζωές τους
Η Μπόνι ήταν παιδί μιας πενταμελούς οικογένειας που βίωσε στα τέσσερά της χρόνια το χαμό του πατέρα της και έκτοτε αναγκάστηκε να ζει κάτω υπό άθλιες συνθήκες, στερούμενη ακόμα και τα βασικά. Ένα μικροκαμωμένο κορίτσι καλλιτεχνικής φύσης που λάτρευε την ποίηση και ονειρεύονταν να κατακτήσει τον κινηματογράφο. Γεννημένη την 1η Οκτωβρίου του 1910 από τους Τσαρλς και Έμμα Πάρκερ, στην πόλη Ροουένα του Τέξας, από μικρή ήθελε να έρθει η στιγμή που θα έβλεπε τις αφίσες της να φιγουράρουν σε όλους τους δρόμους της Αμερικής και ο κόσμος θα αναφερόταν σε εκείνη με το μικρό της όνομα. Και τα κατάφερε. Όχι όμως για το ταλέντο της στο σινεμά, αλλά για την ικανότητά της να ηγείται με επιτυχία, μιας εγκληματικής συμμορίας, παρά το 1,47 της ύψος.
Στα 16 της, επιλέγει να παντρευτεί και να απομακρυνθεί από την οικογένειά της, για να καταλήξει ένα χρόνο αργότερα να αποχωριστεί τον σύζυγό της, Ρέι Θόρντον, όταν εκείνος συνελήφθη λόγω εγκληματικών ενεργειών. Καταδικάστηκε μάλιστα σε 55 χρόνια φυλάκισης, όμως παρά την απουσία του, η ίδια δεν τον χώρισε μέχρι το 1929, όταν εκείνος αποφυλακίστηκε και θέλησε να γυρίσει κοντά της. Η Μπόνι λέγεται πως είχε εξομολογηθεί στη μητέρα της πως θεωρούσε άτιμο το να τον χωρίσει ενώ εκείνος βρισκόταν στη φυλακή, όμως σε καμία περίπτωση δεν επρόκειτο να μείνει στο πλευρό του. Για να επιβιώσει αναγκάζεται να αναλάβει τις οικιακές δουλειές μιας γειτόνισσάς της, η οποία τύγχανε σύντροφος του Κλάιντ. Η συνάντησή τους έμοιαζε προδιαγεγραμμένη απ’ τη μοίρα.
Ο Κλάιντ Μπάροου από μικρός λάτρευε τη μουσική και έλπιζε να έρθει η στιγμή που θα γινόταν διάσημος για αυτό του το ταλέντο. Γεννήθηκε στις 24 Μαρτίου του 1909 στο Έλις του Τέξας και μεγάλωσε σε μια αγροτική, πολυμελής οικογένεια, μαθαίνοντας να ζει στην απόλυτη φτώχεια. Αυτό δεν του στέρησε τη χαρά της μουσικής όμως, αφού οι καλύτεροι φίλοι του υπήρξαν ανέκαθεν μια κιθάρα και ένα σαξόφωνο, το οποίο μάλιστα έμαθε να παίζει ολομόναχος, χωρίς βοήθεια δασκάλου.
Τη χρονιά που η Μπόνι παντρεύτηκε, ο ίδιος συνελήφθη για πρώτη φορά με την κατηγορία κλοπής αυτοκινήτου, το οποίο δεν επέστρεψε ποτέ στον ιδιοκτήτη του γιατί δεν είχε χρήματα να πληρώσει το ποσό της ενοικίασης. Ο αδερφός του, Μάρβιν Μπάροου έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του Κλάιντ, καθώς αυτός ήταν που τον ώθησε στην παρανομία και του μετέδωσε το «μικρόβιο» των μικροκλοπών. Λίγο αργότερα, η αστυνομία συνέλαβε και τους δυο τους διότι βρέθηκαν στην κατοχής τους μερικές κλεμμένες γαλοπούλες.
Ο έρωτας που «χτίστηκε» στην παρανομία κι ο μύθος που «χτίστηκε» στα ταμπλόιντ
«Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά», έλεγαν στις παρέες τους. Αμέσως μετά τη γνωριμία τους, ο Κλάιντ συλλαμβάνεται ξανά για κλοπές αυτοκινήτων και οδηγείται στις φυλακές – φάρμα καταναγκαστικών έργων του Eastham όπου βίωσε τη σωματική κακοποίηση και τους απανωτούς βιασμούς από τους δεσμοφύλακες.
Για να γλιτώσει από τα βασανιστήρια, τραυμάτισε πολύ σοβαρά το ίδιο του το πόδι –σε σημείο ακρωτηριασμού.. Όταν 17 μήνες αργότερα αποφυλακίστηκε επέστρεψε στην παρανομία πιο επιθετικός και αποφασισμένος, διψασμένος για εκδίκηση. Το πρόβλημα στο βάδισμά του, το οποίο επιδεινώθηκε με τον ακρωτηριασμό τριών δαχτύλων από το ένα του πόδι δεν θα τον εμπόδιζε να εξελιχθεί σε έναν από τους πιο διαβόητους κακοποιούς της Αμερικής.
Μετά την αποφυλάκιση του Κλάιντ, η επανένωση των δυο εραστών ήταν αναπόφευκτη. Η Μπόνι εγκατέλειψε το σπίτι και τη δουλειά της και έγινε το δεξί χέρι του ληστή που έτρεμαν τα παντοπωλεία και τα βενζινάδικα. Κάπου εδώ οι δημοσιογράφοι της εποχής ξεκινούν να χτίζουν το μύθο του ζευγαριού, με παρερμηνεύσεις, υπερβολές και την τάση τους να κάνουν λόγο για παρανομίες που οφείλονταν στον έρωτα που Μπόνι και Κλάιντ έτρεφαν ο ένας για τον άλλον. Η υποτιθέμενη ανάγκη τους για μια πλουσιοπάροχη ζωή ήταν ένα στοιχείο που τους έκανε να μοιάζουν αστέρες του Τέξας.
Η πραγματικότητα βεβαίως, απείχε πολύ από τα δημοσιογραφικά σενάρια και τους καλοστημένους τίτλους στα εξώφυλλα των εφημερίδων. Το ζευγάρι ξεκινά να γίνεται… πονοκέφαλος για την αστυνομία το 1932 όταν οι δυο τους προσπάθησαν να κλέψουν ένα αυτοκίνητο. Οι αστυνομικοί, όμως, χάλασαν τα σχέδιά τους και παρότι η Μπόνι κατάφερε να διαφύγει, ο Κλάιντ οδηγήθηκε ξανά στη φυλακή για μερικούς μήνες. Μόλις αποφυλακίστηκε, η Συμμορία του Μπάροου θα τους χάριζε την «αίγλη» για την οποία έκαναν λόγο οι δημοσιογράφοι. Οι δυο τους ανέλαβαν την ηγεσία της συγκεκριμένης ομάδας κακοποιών της οποίας υπήρξαν επίσης μέλη οι Ουίλιαμ Τζόουνς, Χένρι Μέθβαϊν, Μπακ και Μπλάνς Μπάροου, Τζο Πάλμερ, Ραλφ Φαλτς και Ρέιμοντ Χάμιλτον.
Παρότι το ζευγάρι προτιμούσε να ληστεύει βενζινάδικα και παντοπωλεία, λόγω περισσότερων χρημάτων και μικρότερου κινδύνου, η συμμετοχή τους σε ληστείες τραπεζών δε θα μπορούσε να αποφευχθεί, καθώς τα υπόλοιπα μέλη της συμμορίας είχαν υψηλότερους στόχους και επεδίωκαν μεγαλύτερα κέρδη. Λέγεται πως συμμετείχαν μόλις σε 15, ενώ τις περισσότερες φορές έφευγαν με πολύ λίγα χρήματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το περιστατικό όπου κατάφεραν να διαφύγουν έχοντας αποσπάσει μόλις 80 δολάρια από τα ταμεία. Η Μπόνι, σύμφωνα με μαρτυρίες, δε συμμετείχε στις ληστείες εντός των τραπεζών, αλλά ήταν εκείνη που οδηγούσε το αυτοκίνητο της διαφυγής.
Η φήμη τους εκτοξεύεται τον Απρίλιο του 1933 όταν μια ομάδα αστυνομικών εισβάλλει σε γκαράζ της πολιτείας Μιζούρι επιδιώκοντας να συλλάβει λαθρεμπόρους. Το συγκεκριμένο γκαράζ όμως τύγχανε καταφύγιο μελών της Συμμορίας του Μπάροου. Η ανταλλαγή πυρών οδήγησε στο θάνατο δύο αστυνομικούς, με τα πράγματα που άφησαν πίσω τους οι Μπόνι και Κλάιντ να δίνουν αδιάσειστα στοιχεία για την ταυτότητά τους. Ένα φιλμ φωτογραφιών ήταν το νούμερο ένα αποδεικτικό στοιχείο εις βάρος τους, με τις φωτογραφίες που εμφανίστηκαν να φιγουράρουν σε όλες τις εφημερίδες και τις αφίσες στους δρόμους.
Η μικροσκοπική Μπόνι εμφανίζεται σε μια ασυνήθιστη για την εποχή πόζα κρατώντας ένα περίστροφο, στηριγμένη σε ένα αυτοκίνητο μάρκας Ford, φορώντας στραβά το μπερέ της και με ένα πούρο στο στόμα. Όπως αποδείχτηκε αργότερα, δεν κάπνιζε πούρα, αλλά είχε στηθεί κατά αυτόν τον τρόπο επίτηδες για να κάνει πλάκα με τον Κλάιντ, στην προσπάθειά τους να αναπαραστήσουν διάσημες πόζες από γκανγκστερικές ταινίες της εποχής.
Στα κλεμμένα αυτοκίνητα που αναγκάζονταν να αφήσουν στη μέση του δρόμου λόγω κυνηγητού της αστυνομίας, είχαν βρεθεί κατά καιρούς περιοδικά με κινηματογραφικά νέα, βιβλία ποίησης και η κιθάρα του Κλάιντ, της οποίας η απώλεια του στοίχισε πολύ.
Αυτό που έκανε την κοινή γνώμη να μην επιθυμεί πάση θυσία τη σύλληψη του δολοφονικού ζευγαριού ήταν οι μαρτυρίες των ανθρώπων που είχαν κρατηθεί ως όμηροι, οι οποίοι υποστήριξαν πως τόσο η Μπόνι όσο και ο Κλάιντ τους φέρθηκαν με τον καλύτερο τρόπο. Δεν τους κακοποίησαν ποτέ και οι ίδιοι έδωσαν στην αστυνομία να καταλάβει πως ουδέποτε οι δυο κακοποιοί είχαν το έγκλημα στα σχέδιά τους.
Κατά τη διάρκεια της δράσης του, το ζευγάρι είχε αφήσει πίσω του περίπου 12 θύματα, εκ των οποίων τα 9 ήταν αστυνομικοί. Όλα ήταν παράπλευρες απώλειες.
Κατά τη διάρκεια μιας εφόδου της αστυνομίας κοντά στην πόλη Πλέιτ του Μισούρι, το 1933, ο αδελφός του Κλάιντ, Μπακ, τραυματίστηκε θανάσιμα και η γυναίκα του συνελήφθη. Το γεγονός αυτό έκανε την Μπόνι και τον Κλάιντ ακόμη πιο αδίστακτους. Την 1η Απριλίου του 1934 σκότωσαν δύο αστυνομικούς στο Τέξας κι άλλον ένα, πέντε ημέρες αργότερα, στην Οκλαχόμα. Τότε ξεπέρασαν τα όρια Και δοκιμάστηκε για πρώτη φορά η δημοφιλία τους.
Η ενέδρα και… το τέλος
Ήταν 23 Μαΐου του 1934, πρωί, όταν τέσσερις αστυνομικοί από το Τέξας και δύο από τη Λουιζιάνα καταφέρνουν να παγιδεύσουν το αυτοκίνητο των δύο πιο διάσημων εγκληματιών της εποχής: του Κλάιντ Μπάροου και της Μπόνι Πάρκερ. Η ενέδρα δεν στοχεύει στη σύλληψη αλλά στην εκτέλεσή τους. Οι αστυνομικοί γαζώνουν τη Φορντ του ζευγαριού που δεν πρόλαβε να ανταποδώσει τα πυρά (τα όπλα τους βρίσκονταν στο πορτ μπαγκάζ). Η Φορντ έγινε κόσκινο από τις 187 σφαίρες που έριξαν συνολικά οι αστυνομικοί. Μέσα σ’ αυτή βρέθηκαν μια καραμπίνα με κομμένη κάνη, ένα ριβόλβερ, ένα σαξόφωνο κι ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς.
Τα χρόνια των ληστειών, των μικροκλοπών και των δολοφονιών έπαιρναν τέλος, όπως και ο μύθος της ασύλληπτης συμμορίας. Από την ημέρα αυτή και κατόπιν άρχιζε ένας άλλος μύθος που συνέχιζε τον προηγούμενο: του ρομαντικού ζεύγους, των αδίστακτων εγκληματιών, των ικανότατων και πανέξυπνων ληστών. Λίγοι ήξεραν εντούτοις ποιοι ήταν πραγματικά ο Κλάιντ και η Μπόνι, και εξίσου λίγοι όσοι έδωσαν σημασία στο γεγονός πως, όταν σκοτώθηκαν, η μεν Μπόνι ήταν 24, ο δε Κλάιντ 25 ετών.
Το 1967, ο Άρθουρ Πεν μετέφερε την ιστορία του θρυλικού ζεύγους στη μεγάλη οθόνη, με τον Γουόρεν Μπίτι και τη Φέι Ντάναγουεϊ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Η ταινία γνώρισε τεράστια επιτυχία, προσδίδοντας στον Μπόνι και την Κλάιντ διαχρονική αίγλη.
Πηγή: tvxs.gr
το είδαμε ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.