Γράφει η Μαίρη Καρά
Κι αφού πέρασαν τις Περσίδες Πύλες ο Αλέξανδρος με τον Στρατό του, κατηφόρισαν προς το οροπέδιο της Περσίδας. Από απεσταλμένο τού Σατράπη ΑΒΟΥΛΙΤΗ, θησαυροφύλακα και Διοικητή της Περσέπολης έμαθε, πως είναι έτοιμος να του παραδώσει την πόλη κι αν θέλει να βρει ανέπαφο τον θησαυρό του Μεγάλου Βασιλιά, πρέπει να κινηθεί αμέσως, γιατί μπορεί να υπερίσχυαν όσοι απαιτούσαν μέχρις εσχάτων ΑΜΥΝΑ.
Ο Αλέξανδρος κατάλαβε πως αν αργούσε, θα μπορούσαν κάποιοι και να μεταφέρουν σε ασφαλές μέρος τον θησαυρό. αλλά και να βοηθήσουν στην απελευθέρωση του Βασιλιά Δαρείου. Γι' αυτό έστειλε μήνυμα στον Αβουλίτη, πως θα φτάσει στην Περσέπολη σε δύο μέρες. Για να το πετύχει, κάλεσε αμέσως τον Διάδη τον Λαρισαίο τον αρχιμηχανικό του και τον διέταξε να φτιάξει μέχρι το άλλο βράδυ μια γέφυρα στον ποταμό ΑΡΑΞΗ.
Όταν καρφώθηκαν οι σανίδες στα στηρίγματα κι ήταν έτοιμη η γέφυρα το άλλο βράδυ, ο Αλέξανδρος παρέταξε το ιππικό πάνοπλο κι όρμησε με τον Βουκεφάλα καλπάζοντας. Πίσω του βάδιζε το πεζικό υπό τις διαταγές του Κρατερού και πριν ανατείλει ο ήλιος σταμάτησαν για ξεκούραση. Όταν έφτασε κι ο Παρμενίωνας με την οπισθοφυλακή του, ο Αλέξανδρος έδωσε το σύνθημα αναχώρησης. Η σάλπιγγα ήχησε και ολόκληρο το Στράτευμα ξεκίνησε για την κατάκτηση της ΠΕΡΣΕΠΟΛΗΣ.
Το μεσημέρι βρέθηκαν μπροστά σ' ένα παράξενο πλήθος ρακένδυτων ανθρώπων, που προχωρούσαν χωλαίνοτας και κουνώντας τα χέρια ή τα μπράτσα τους, όσοι δεν είχαν χέρια, για να προσελκύσουν την προσοχή. Ο Αλέξανδρος άκουσε έναν δυστυχή ακρωτηριασμένο να μιλά με τον Ευμένη ελληνικά. Ελεγε πως ήταν ο Ερατοσθένης 58 χρονών απ' την Μεθώνη, που αιχμαλωτίστηκε απ' τους Πέρσες στα 27 του χρονια, κατά την δεύτερη εκστρατεία του Βασιλιά ΑΓΗΣΙΛΑΟΥ.
Του έκοψαν το ένα πόδι, γνωρίζοντας πως ένας Σπαρτιάτης πολεμιστής προτιμά να πεθάνει, παρά να αιχμαλωτιστεί. Τότε προσπάθησε να αυτοκτονήσει κι ο αφέντης του τού έριξε καυτό λάδι στις πληγές του. Ετσι υποτάχτηκε και δέχτηκε την πικρή αιχμαλωσία, αλλά η είδηση του ερχομού του Αλέξανδρου πέρασε από στόμα σε στόμα και ήρθαν, να τον ΓΝΩΡΙΣΟΥΝ.
Ενας άλλος με κομμένα πόδια μέχρι τα γόνατα είπε στον Αλέξανδρο: "Ηγεμόνα πες μας που είναι ο Αλέξανδρος, για τον τιμήσουμε και να τον ευχαριστήσουμε, που μας ελευθέρωσε. Εμείς εδώ όλοι είμαστε η μαρτυρία του τιμήματος, που έχουν πληρώσει μέσα στους αιώνες οι Ελληνες στον αγώνα εναντίον των βαρβάρων". Κι ο Αλέξανδρος με φωνή γεμάτη συγκίνηση και χλωμός από θυμό για τους ακρωτηριασμούς, του απάντησε: "Είμαι ο Αλέξανδρος και ήρθα για να εκδικηθώ για σας".
Όταν έφτασαν στην Περσέπολη ο Αλέξανδρος διέταξε τον Πτολεμαίο, τον Ηφαιστίωνα και τον Περδίκα να περικυκλώσουν τα Βασιλικά Ανάκτορα, τον θησαυρό και το χαρέμι και κανείς να μην τολμήσει να πλησιάσει εκεί. Ενώ στον Λεοννάτο, τον Λυσίμαχο, τον Φιλώτα και τον Σέλευκο έδωσε εντολή να μπουν με τον Στρατό μέσα στην πόλη σαν κατακτητές και να πάρουν όσα λάφυρα θέλουν, αφού έμψυχα και άψυχα τους ΑΝΗΚΟΥΝ.
Με μια χαρούμενη κραυγή οι ίλες του ιππικού παρέβλεψαν τους απεσταλμένους του Αβουλίτη για την υποδοχή τους και ξεχύθηκαν καλπάζοντας προς την πρωτεύουσα, μόλις άνοιξαν οι Πύλες της. Εισέβαλαν στην πιο όμορφη και μεγάλη πόλη του κόσμου με την ορμή κοπαδιού άγριων ταύρων. Μα και οι άλλοι Ελληνες άρχισαν να τρέχουν σαν τρελοί και να φορτώνονται με λαφυρα, κύπελλα με πολύτιμες πέτρες, μεταξωτά υφάσματα, σκαλιστά κηροπήγια, χρυσές πανοπλίες. Και σα να μην έφτανε αυτή η αγριότητα, μια μεγάλη φωτιά ξεπετάχτηκε στα ανατολικά του κτιρίου της Απαντάνα κι ο άνεμος την εξάπλωσε παντού. Ενα τμήμα της βιβλιοθήκης κι ο Ναός παραδόθηκαν στις φλόγες, που μετέβαλλαν την πανέμορφη πόλη σε ΚΟΛΑΣΗ.
Ενας απ' τους πιο όμορφους τόπους, η πιο υψηλή έκφραση παγκόσμιας αρμονίας, βρισκόταν στο έλεος μιας ορδής άγριων μεθυσμένων για αρπαγή. Οι Αγριάνες άρπαζαν κορίτσια μέσα απ' τα σπίτια τους και οι Θράκες τριγυρνούσαν μεθυσμένοι, επιδεικνύοντας τα κομμένα κεφάλια των Περσών στρατιωτών, που είχαν προσπαθήσει να προβάλουν ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ.
Ο Ευμένης είπε στον Αλέξανδρο: "δεν μπορεί να έδωσες τέτοια εντολή" κι ο Καλλισθένης του απάντησε: Και βέβαια μπορεί και δυστυχώς το έκανε ήδη. Τότε ο Παρμενίωνας πλησίασε τον Αλέξανδρο και τον ρώτησε: "Γιατί Βασιλιά καταστρέφεις την πόλη, αφού είσαι ήδη ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ";
Ο Βασιλιάς χωρίς να απαντήσει απομακρύνθηκε και ίππευσε το άλογό του. Κάλπαζε αργά ανάμεσα στις κραυγές και το αίμα, μέσα στην φρίκη, μα στο πρόσωπό του δεν διαγραφόταν καμιά συγκίνηση. Τα αυτιά του έμοιαζαν να μην ακούν τα ουρλιαχτά των μικρών παιδιών, που τα άρπαζαν απ' την αγκαλιά των μανάδων τους. Εδειχνε συλλογισμένος και σα να άκουγε μόνο το αργό σύρσιμο των οπλών του αλόγου του ΒΟΥΚΕΦΑΛΑ.
Ο νεαρός Ελληνας κύριος του μικρού Μακεδονικού Βασιλείου χωρικών και βοσκών, κατάφερε να φτάσει να τρυπήσει την καρδιά του γίγαντα, που τώρα ψυχοραγούσε μπρος στα πόδια του. Κυρίαρχος πια της Περσικής Πρωτεύουσας και του αμύθητου πλούτου της, ανέβηκε έφιππος την μεγάλη σκάλα των Ανακτόρων. Στις σκάλες έβλεπε αναπαραστάσεις πομπών υποτελών Βασιλέων και Αρχηγών, που έφερναν δώρα στην γιορτή της πρωτοχρονιάς στον ΜΕΓΑΛΟ ΒΑΣΙΛΙΑ ΔΑΡΕΙΟ.
Μήδοι και Κίσσιοι, Ιωνες, Ινδοί, Αιθίοπες, Ασσύριοι, Λίβυοι, Βαβυλώνιοι, Αιγύπτιοι, Φοίνικες, Βάκτριοι, Γεδρώσιοι, Δάες, Καρμανοί, προχωρούσαν με επίσημο βήμα προς τον Θρόνο με τον χρυσό ουρανό του Δαρείου του Βασιλιά των Βασιλέων και Κυρίου των 4 Ακρων της Γης. Ο Θρόνος μοσχοβολούσε απ' το άρωμα του φυτεμένου κέδρου και ήταν στολισμένος με ελεφαντόδοτο με επένδυση από πολύτιμες πέτρες, στηριγμένες πάνω σε δυο γύπες με αστραφτερά μάτια από ΡΟΥΜΠΙΝΙΑ.
Στον τοίχο ο Βασιλιάς Δαρείος απεικονιζόταν γιγαντιαίος, μέσα στην αστραφτερή τελετουργική ενδυμασία του, ενώ πάλευε με ένα φτερωτό τέρας, που αναπαριστούσε τον Θεό Αριμάν, τον εκπρόσωπο του κακού και του σκότους. Μπορεί όμως η απέραντη αίθουσα να ήταν άδεια και σιωπηλή τη στιγμή που εισήλθε ο Αλέξανδρος, έξω όμως τα ματωμένα κύματα ενός ωκεανού πόνου, που χτύπησε απρόσμενα τον αθώο πληθυσμό της πόλης έφταναν μέχρι το εσωτερικό της αίθουσας κι έσπαγαν με ορμή στους τοίχους εκείνου του ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ.
Κάθισε στον Θρόνο των μεγάλων Βασιλέων ο Αλέξανδρος, αφού ήδη με μια ψυχρή, αλλά στρατηγικής σημασίας κίνηση έγινε ξανά πολέμαρχος και διέταξε την λεηλασία της πόλης. Στις 30 Ιανουαρίου του 330 π.Χ. πυρπόλησε την Περσέπολη, με την αιτιολογία των αντιποίνων της πυρπόλησης της Αθήνας τα προηγούμενα χρόνια στους ελληνοπερσικούς ΠΟΛΕΜΟΥΣ.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.