Σελίδες

5 Νοεμβρίου 2017

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 5 Νοεμβρίου 2017

(Λουκά ΙΣΤ 19-31)

Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς. Πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἐπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. Εγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. Καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. Καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. Εἶπε δὲ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· Καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. Εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· Έχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. Λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. Ο δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ’ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτοὺς, μετανοήσουσιν. Εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.

Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα 

Ειδικώτερα δε δια τον πλούτον ακούσατε και αυτήν την παραβολήν· Ενας άνθρωπος ήτο πλούσιος και εφορούσε κόκκινον πανάκριβον ένδυμα και λευκόν, λινόν πολυτελή χιτώνα. Και κάθε ημέρα ηυφραίνετο με πολυδάπανα λαμπρά συμπόσια. Εζούσε δε τότε και κάποιος πτωχός ονάματι Λαζαρος, ο όποιος ήτο παραπεταμένος κοντά εις την μεγάλην εξώπορτα του πλουσίου, γεμάτος από πληγάς. Και αυτός επιθυμούσε να χορτάση την πείνα του από τα ψίχουλα, που έπιπταν από το τραπέζι του πλουσίου. Και σαν να μην έφθαναν αυτά, οι σκύλοι έγλειφαν τας πληγάς του γυμνού σχεδόν σώματός του. 

Συνέβη δε να πεθάνη ο πτωχός και να μεταφερθή από τους αγγέλους εις τας αγκάλας του Αβραάμ, στον παράδεισον δηλαδή όπου ο Αβραάμ μαζή με τους δικαίους αναπαύονται και ευφραίνονται. Επέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη με πολλήν μεγαλοπρέπειαν. Η ψυχή του όμως κατέβηκε στον Αδην. Και στον Αδην όπου εβασανίζετο, εσήκωσε τα μάτια του και βλέπει τον Αβραάμ από μακρυά και τον Λαζαρον εις τας αγκάλας του. Και αυτός, που τόσην αδιαφορίαν και σκληρότητα είχε δείξει, όταν ζούσε εις την γην, εφώναξε τώρα και είπε· Πάτερ Αβραάμ, σπλαγχνίσου με και στείλε τον Λαζαρον να βρέξη την άκρη από το δάκτυλο του στο νερό και να δροσίση την γλώσσαν μου, διότι πονώ φοβερά μέσα εις την βασανιστικήν αυτήν φλόγα του Αδου. Είπε δε ο Αβραάμ· Τεκνον, θυμήσου, ότι συ απήλαυσες με το παραπάνω τα αγαθά σου εις την ζωήν σου και ο Λαζαρος ομοίως εδοκίμασε τα κακά της φτώχειας και της ασθενείας. 

Τώρα δε αυτός εδώ παρηγορείται και ευφραίνετε δια την υπομονήν, που έδειξε στον καιρόν της θλίψεώς του, συ δε κατά λόγον δικαιοσύνης βασανίζεσαι δια την φιλαυτίαν σου και την σκληρότητα της καρδίας σου. Και επί πλέον μεταξύ του τόπου, που είμεθα ημείς, και του τόπου που είσθε σεις, έχει στηριχθή μέγα και ανυπέρβλητον χάσμα, ώστε εκείνοι που θέλουν να περάσουν από εδώ εις σας να μη ημπορούν ούτε και αυτοί, που είναι στο μέρος σας να μην ημπορούν να περάσουν προς ημάς. 

Είπε δε ο πλούσιος· Τοτε σε παρακαλώ, πάτερ, να στείλης τον Λαζαρον στο πατρικό μου σπίτι, διότι έχω εκεί πέντε αδελφούς, στείλε τον να τους διαβεβαιώση δι' αυτά που συμβαίνουν εδώ, ώστε να μη καταντήσουν και αυτοί στον τόπον τούτον των βασάνων. Λέγει εις αυτόν ο Αβραάμ· Εχουν τον Μωϋσέα και τους προφήτας· ας ακούσουν αυτών τας μαρτυρίας. Εκείνος δε είπε· όχι, πάτερ Αβραάμ, δεν θα προσέξουν την μαρτυρίαν του Μωϋσέως και των προφητών. Αλλά εάν κανείς από τους πεθαμένους υπάγη προς αυτούς, θα μετανοήσουν. Είπε δε εις αυτόν ο Αβραάμ· εάν δεν ακούσουν τον Μωϋσέα και τους προφήτας, δεν θα πεισθούν και αν ακόμη αναστηθή κάποιος εκ νεκρών (όταν λείπη η καλή διάθεσις ούτε και το μεγαλύτερον θαύμα ημπορεί να οδηγήση εις πίστιν και μετάνοιαν). 

ΣΧΟΛΙΟ
 
Την πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου, αγαπητοί μου αδελφοί, μας και η Αγία μας Εκκλησία να διαβάσουμε παραβολή του Πλουσίου και του πτωχού Λαζάρου. Η Ιερή διήγηση της παραβολής είναι γνωστή σε όλους μας: ο Ιησούς μας λέει ότι υπήρχε κάποιος πλούσιος ο οποίος είχε μάθει να περνά ανώφελα τη ζωή του καταναλώνοντας όσα περισσότερα μπορούσε από τα πλούτη του χωρίς όμως να νοιάζεται για τον φτωχό Λάζαρο ο οποίος πονεμένος και δυστυχής ζει σε απόλυτη ένδεια, απαρηγόρητα, στο περιθώριο ή ακόμη καλύτερα στη σκιά του πλουσίου. Όμως και για τους δυο αυτούς ανθρώπους έρχεται η ώρα του θανάτου. Ενώ για τον μεν φτωχό αυτό σημαίνει ανάπαυση στην αγκαλιά του Αβραάμ, για τον πλούσιο σημαίνει ταλαιπωρία στην κόλαση. Μάλιστα αυτό το βάσανο της κόλασης παρουσιάζεται από τον ίδιο το Χριστό μας σα μία αιώνια δίψα που όμως δεν μπορεί να ανακουφιστεί ούτε από τον Λάζαρο, αφού ανάμεσα στις δύο καταστάσεις του παραδείσου και της κολάσεως βρίσκεται το απόλυτο χάσμα. Όμως ούτε το δεύτερο αίτημα του πλουσίου δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, να ενημερωθούν οι οικείοι του ώστε να μην βρεθούν στην ίδια θέση μ’ εκείνον. Ο ίδιος ο προπάτορας Αβραάμ του τονίζει ότι από τη στιγμή που δεν ακούν όσα λένε οι προφήτες και ο νόμος δεν θα μπορέσουν να γλυτώσουν από την κόλαση.

Η σημερινή λοιπόν ευαγγελική περικοπή μας δίνει τη δυνατότητα να αναλογιστούμε πάνω σε κάποιες βασικές σταθερές τις πίστεως μας και του τρόπου που ο καθένας από εμάς βιώνει καθημερινά τη ζωή του μέσα στην Εκκλησία. Είναι πολύ εύκολο ιδικά στις μέρες μας να εντοπίσουμε ανθρώπου που κύριο χαρακτηριστικό τις καθημερινότητάς τους είναι η κατανάλωση των φυσικών πόρων αυτού εδώ του κόσμου. Χωρίς κανένα προβληματισμό για τις συνέπειες μίας τέτοιας στάσης ζωής μπορούμε όλοι μας να ξοδέψουμε αλόγιστα την περιουσία αυτού του κόσμου αρνούμενοι να δούμε ότι υπάρχουν κοντά μας άνθρωποι που έχουν ανάγκη και εκείνοι να γευτούν τους καρπούς που ανθρώπινος πολιτισμός παράγει και τελικά βρίσκονται στη γη για να ικανοποιήσουν όλους τους ανθρώπους. 

Αυτός που ζει νομίζοντας ότι όλα του ανήκουν, φτάνει στο σημείο να χάνει ακόμη και την ιδιότητα του προσώπου, αφού όπως βλέπουμε στη διήγησή μας ο πλούσιος δεν έχει όνομα, δεν ορίζεται ως ξεχωριστή προσωπικότητά, αλλά το είναι του εξαντλείται σε ό,τι απολαμβάνει. Ο τρόπος ζωής που υιοθετεί ακυρώνει την προοπτική της προσωπικής του ολοκλήρωσης και τον καθιστά έρμαιο των παθών και των αναγκών του. 

Από την άλλη ο πτωχός Λάζαρος που δεν χαίρεται τίποτα σ’ αυτή τη ζωή, για τον οποίο υπάρχει μόνο το κενό της ένδειας και ίσως της προσωπικής αποτυχίας, αυτός οδηγείται στην αγκαλιά του Αβραάμ για να απολαύσει ως δυνατότητα την δική του πνευματική ολοκλήρωση. Ο ίδιος μένει ξεχωριστή προσωπικότητα και σ’ αυτή τη ζωή αλλά και στον Παράδεισο, αφού διατηρεί το όνομά του την ωραία ανθρώπινη φύση του και δεν την αφήνει να ξεθωριάσει κάτω από το βάρος του καταναλωτισμού και της εξάρτησης από τα αντικείμενα αυτού του κόσμου.

Ο πλούσιος όταν αντιλαμβάνεται ότι έζησε μια ζωή που διαρκώς τον ήθελε καταναλωτή πραγμάτων, που όμως τώρα δεν υπάρχουν, ζει την κόλασή του. Βρίσκεται ήδη μακριά από τον πραγματικό στόχο του κάθε ανθρώπου, που είναι ο Παράδεισος. Βιώνει τη μοναξιά και την πνευματική ένδεια στην οποία εκείνος με τις άστοχες επιλογές του καταδίκασε τον εαυτό του. Καταλαβαίνει ότι δεν πραγμάτωσε κανένα από τους λόγους της ύπαρξης του, δεν μπόρεσε να γίνει υπόδειγμα για τους ανθρώπους γύρω του ακόμη και για αυτούς που ήταν στο στενό οικογενειακό του περιβάλλον. Ζητά κάποιος να αναστηθεί για να ειδοποιήσει τους αδελφούς του. Όμως εδώ τα λόγια του Αβραάμ είναι χαρακτηριστικά: αν κάποιος δεν ακούει τα λόγια των προφητών, αν κάποιος δεν συντονίζει τη ζωή του στον τρόπο που μας ορίζει ο Θεός τότε δεν μπορεί να ακούσει κανέναν ούτε και αυτόν που θα αναστηθεί από τους νεκρούς. Αν ο καθένας μας δεν αντιληφθεί ότι σ’ αυτή τη ζωή έχουμε απόλυτη ανάγκη να ζήσουμε κατά τον τρόπο που ο Χριστός και η Εκκλησία μας ορίζει, τότε κινδυνεύουμε να βρεθούμε στην κόλαση της ανυποληψίας όπως ακριβώς βρίσκεται και ο πλούσιος της σημερινής περικοπής.

Αδελφοί μου, ζώντας σε χρόνια κατά τα οποία μοιάζει ο άνθρωπος να μπορεί να ικανοποιήσει οποιαδήποτε επιθυμία του για απόλαυση χωρίς όρια και πολλές χωρίς φραγμούς, κινδυνεύει να αποκλειστεί στη κόλαση των παθών του χωρίς να μπορεί να βρει διέξοδο. Αν όμως αρχίσουμε να αναζητούμε την αιτία της υπάρξεώς μας που είναι η γνώση και η εμπειρία του Θεού, τότε θα δούμε τις πραγματικές ελλείψεις μας, που θα μας κάνουν πιο ταπεινούς και πιο καλούς αναζητητές της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, το οποίο πράγματι μπορεί να μας οδηγήσει στην Ευλογημένη αγκαλιά του Προπάτορα Αβραάμ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).

Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.

Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.