Ο ανείπωτος φόβος της Γαλλίας απέναντι στη Γερμανία, οι προσπάθειες
των ελίτ της Ευρώπης να δημιουργήσουν ένα συγκρίσιμο νόμισμα με το
δολάριο ή ίσως οι κρυφές σκέψεις των Η.Π.Α. για ένα δεύτερο ελεγχόμενο
από τις ίδιες παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, οδήγησαν στη βιαστική
δημιουργία της Ευρωζώνης – χωρίς καμία οικονομική λογική.
«Από τη διατύπωση της έκθεσης για τη
δημιουργία της Ευρωζώνης δεν σκέφτηκα ποτέ πως θα μπορούσε να ιδρυθεί
στο εγγύς μέλλον μία νομισματική ένωση, με μία ευρωπαϊκή κεντρική
τράπεζα. Φαντάσθηκα πως ίσως θα συνέβαινε κάτι τέτοιο κάποτε, στα επόμενα εκατό χρόνια. Σκέφθηκα επίσης πως θα ήταν πολύ απίθανο να υιοθετήσουν απλά οι άλλοι Ευρωπαίοι το μοντέλο της Bundesbank» (Poehl, κεντρικός τραπεζίτης της Γερμανίας, 1989).
Η ομιλία του προέδρου της Κομισιόν για την «Κατάσταση της Ένωσης» δεν βρήκε καμία απήχηση στην κοινή γνώμη – κυρίως η αναφορά του, σύμφωνα με την οποία το ευρώ θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως όχημα για την ενσωμάτωση όλων των χωρών της ΕΕ. Συγκεκριμένα είπε τα εξής:
"Εάν επιθυμούμε το ευρώ να ενώσει
περισσότερο την ήπειρο μας αντί να τη διασπάσει, τότε θα πρέπει να
αναδειχθεί σε κάτι περισσότερο από το νόμισμα ορισμένων επιλεγμένων
χωρών. Ο προορισμός του ευρώ είναι να αποτελέσει το ενιαίο νόμισμα
ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης".
Στα πλαίσια αυτά, μία πρόσφατη δημοσκόπηση που διενεργήθηκε μεταξύ των ευρωπαίων οικονομολόγων (πηγή), τεκμηρίωσε πως είναι εξαιρετικά επιφυλακτικοί, όσον αφορά το ευρώ – ενώ στην ερώτηση εάν συμφωνούν με την υποχρεωτική συμμετοχή όλων των χωρών της ΕΕ στην Ευρωζώνη (γράφημα), η συντριπτική πλειοψηφία (σχεδόν το 80%) απάντησε πως είτε δεν συμφωνεί (disagree), είτε διαφωνεί έντονα (strongly disagree).
Τα επιχειρήματα των οικονομολόγων εναντίον της αναγκαστικής υιοθέτησης
του ευρώ είναι γνωστά ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 – όπου
πολλά επί μέρους μέλη της ονομαζόμενης «Επιτροπής Delor», τα οποία είχαν προετοιμάσει τη νομισματική ένωση, είχαν εντοπίσει αμέσως τα σφάλματα, όσον αφορά το σχεδιασμό της. Ανέφεραν δε τις μεγαλύτερες αδυναμίες της, οι οποίες ήταν οι εξής:
(α) Λείπει μία δημοσιονομική ένωση.
(β) Δεν έχει προβλεφθεί μία σωστή τραπεζική ένωση – ενώ η υφιστάμενη
είναι πολύ αδύναμη, αφού ουσιαστικά πρόκειται για έναν εποπτικό
μηχανισμό και δεν τη θέλει η Γερμανία.
(γ) Το τραπεζικό σύστημα (εμπορικές τράπεζες) είναι σε μεγάλο βαθμό εθνικό.
(δ) Η κινητικότητα των εργαζομένων είναι πολύ περιορισμένη.
Αυτό που ενόχλησε όμως ή που απλά προβλημάτισε σημαντικά ήταν ο αυθαίρετος ισχυρισμός του κ. Juncker, σύμφωνα με τον οποίο το ευρώ συνέβαλλε στην Ένωση
– επειδή έρχεται σε αντίφαση με το αναμφισβήτητο γεγονός ότι, η πρώτη
κρίση του επιδείνωσε σημαντικά τις σχέσεις μεταξύ των κρατών-μελών.
Ειδικότερα, έχει ήδη αποδειχθεί πως το ευρώ είναι καταστροφικό, καθώς επίσης διχαστικό για τα κράτη που το χρησιμοποιούν σήμερα
– οπότε θα ήταν εντελώς ανόητο να επαναληφθούν τα προηγούμενα λάθη,
αναγκάζοντας χώρες που δεν είναι έτοιμες για κάτι τέτοιο να το
υιοθετήσουν. Ακόμη χειρότερο θα ήταν να υποχρεωθούν να γίνουν μέλη της
νομισματικής ένωσης κράτη που δεν το επιθυμούν καθόλου – όπως, για
παράδειγμα, η Πολωνία. Κάτι τέτοιο θα εξασθενούσε περαιτέρω την ΕΕ – εάν
δεν οδηγούσε στη διάλυση της, μαζί με την Ευρωζώνη.
Συνεχίζοντας, ακόμη και εκείνη η μειοψηφία των οικονομολόγων που επιθυμούν τη διεύρυνση της Ευρωζώνης, αναγνωρίζουν τις αδυναμίες της
– ενώ η διαφωνία τους δεν αφορά το παρόν, αλλά μόνο την εκτίμηση για
τη μελλοντική της εξέλιξη, με την έννοια ότι (α) θεωρούν νομοτελειακή
την επικράτηση/διεύρυνση του ευρώ και (β) πιστεύουν πως μεσοπρόθεσμα
είναι δυνατόν να διορθωθούν τα «εκ γενετής» σφάλματα του (ανάλυση). Όπως αναφέρθηκε δε, "αφού
η ΕΕ πρόκειται να παράσχει ένα πλαίσιο για την πλήρη οικονομική
ολοκλήρωση των μελών της, δεν έχει νόημα η παραμονή κάποιων χωρών εκτός
της Ευρωζώνης – ενώ θέτει ενδεχομένως σε κίνηση δυνάμεις, οι οποίες
προκαλούν την αποσύνθεση της".
Βέβαια, μετά τις γερμανικές εκλογές, οι ευρώ-σκεπτικιστές έχουν στη διάθεση τους τα καλύτερα επιχειρήματα
– μεταξύ άλλων επειδή η περαιτέρω ολοκλήρωση της Ευρωζώνης, κατά τις
πρόσφατες δηλώσεις του Γάλλου προέδρου, δεν συμβαδίζει με τους νέους
πολιτικούς συσχετισμούς που έχουν δημιουργηθεί στη Γερμανία.
Εκτός αυτού, ο κίνδυνος που συνδέεται με τη «μετάλλαξη» της Ευρώπης σε γερμανική, είναι πλέον ορατός δια γυμνού οφθαλμού – ενώ φυσικά καμία χώρα δεν θέλει να έχει την «τύχη» της Ελλάδας, κατανοώντας πως το ευρώ χρησιμοποιείται ως όπλο από την πρωσική κυβέρνηση, για τη σταδιακή μετατροπή των εταίρων της σε προτεκτοράτα.
Η έκθεση Delor για το ευρώ
Επιστρέφοντας στην επιτροπή που προετοίμασε το ευρώ πριν από 28 περίπου χρόνια (1989), η οποία ήταν μία ομάδα κεντρικών τραπεζιτών υπό την ηγεσία του τότε προέδρου της Κομισιόν κ. J. Delor, η έκθεση της είχε συμπυκνωθεί σε 40 σελίδες, οι οποίες συνοδεύονταν από ένα παράρτημα 176 σελίδων – ενώ είχε στόχο να ερευνήσει τις δυνατότητες της δημιουργίας μίας νομισματικής ένωσης. Τα σημαντικότερα σημεία της έκθεσης ήταν τα εξής:
(α) Εάν δεν λάβει κανείς πολύ σοβαρά υπ’ όψιν του κατά το ξεκίνημα της νομισματικής ένωσης τις τοπικές ανισορροπίες, τότε αναλαμβάνει μεγάλα οικονομικά και πολιτικά ρίσκα – αφού οι δομικές διαφορές στις επί μέρους οικονομίες και οι μη ισορροπημένες αναπτυξιακές εξελίξεις, αποτυπώνονται στη νομισματική ισοτιμία της εκάστοτε χώρας.
Σε μία ένωση όμως με σταθερές ισοτιμίες, με ένα κοινό νόμισμα δηλαδή, κάτι τέτοιο δεν είναι πλέον εφικτό, ενώ ταυτόχρονα εκλείπει ο μηχανισμός των τιμών, ο οποίος εξισορροπεί τις διαφορές – προσαρμόζοντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες.
Ειδικότερα, το νόμισμα εκείνων των κρατών που έχουν δομικά προβλήματα ή που βιώνουν μία αναπτυξιακή κρίση υποτιμάται, οπότε τα προϊόντα τους γίνονται φθηνότερα στις διεθνείς αγορές – διορθώνοντας τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα τους. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει στις άλλες χώρες, όπου ανατιμάται το νόμισμα τους – οπότε αποκαθίσταται η ισορροπία.
(β) Εάν δεν καταστεί εφικτό να επιτευχθούν οι απαραίτητες διαρθρωτικές προσαρμογές στη Ευρωζώνη, για να δημιουργηθεί ένα ισορροπημένο συνολικό σύστημα, τότε οι διαφορές θα ενισχυθούν (επιδεινωθούν) – θέτοντας σε κίνδυνο ολόκληρη τη νομισματική ένωση. Η λύση εν προκειμένω είναι η κινητικότητα των εργαζομένων, καθώς επίσης οι δημοσιονομικές «αποζημιώσεις» (μεταφορά χρημάτων από τις πλεονασματικές προς τις ελλειμματικές χώρες) – υπό την προϋπόθεση της δρομολόγησης των απαραίτητων διαρθρωτικών αλλαγών. Με απλά, λόγια η Ευρωζώνη θα έπρεπε να μετατραπεί σε έναν άριστο νομισματικό χώρο – κατά το παράδειγμα της Ελβετίας, η οποία είναι στο εσωτερικό της μία νομισματική ένωση.
(γ) Η νομισματική πολιτική, η οποία θα είναι η ίδια για όλες τις χώρες, δεν θα είναι σε θέση να προσφέρει πολλά, όταν υπάρχουν μεγάλες δομικές αποκλίσεις ή διαφορετικές περίοδοι ανάπτυξης μεταξύ των κρατών-μελών. Εάν εκλείπουν επί πλέον τα μέσα που θα προσέφερε μία κοινή δημοσιονομική πολιτική, τότε δεν θα υπάρχει τρόπος αντιμετώπισης ενδεχομένων κρίσεων – με αποτέλεσμα να εμφανίζονται οικονομικές εντάσεις που θα μπορούν να απαλυνθούν μόνο με μία επεκτατική πολιτική της κεντρικής τράπεζας (QE, όπως αποφασίσθηκε το 2015).
Εκτός αυτού, ο κίνδυνος που συνδέεται με τη «μετάλλαξη» της Ευρώπης σε γερμανική, είναι πλέον ορατός δια γυμνού οφθαλμού – ενώ φυσικά καμία χώρα δεν θέλει να έχει την «τύχη» της Ελλάδας, κατανοώντας πως το ευρώ χρησιμοποιείται ως όπλο από την πρωσική κυβέρνηση, για τη σταδιακή μετατροπή των εταίρων της σε προτεκτοράτα.
Η έκθεση Delor για το ευρώ
Επιστρέφοντας στην επιτροπή που προετοίμασε το ευρώ πριν από 28 περίπου χρόνια (1989), η οποία ήταν μία ομάδα κεντρικών τραπεζιτών υπό την ηγεσία του τότε προέδρου της Κομισιόν κ. J. Delor, η έκθεση της είχε συμπυκνωθεί σε 40 σελίδες, οι οποίες συνοδεύονταν από ένα παράρτημα 176 σελίδων – ενώ είχε στόχο να ερευνήσει τις δυνατότητες της δημιουργίας μίας νομισματικής ένωσης. Τα σημαντικότερα σημεία της έκθεσης ήταν τα εξής:
(α) Εάν δεν λάβει κανείς πολύ σοβαρά υπ’ όψιν του κατά το ξεκίνημα της νομισματικής ένωσης τις τοπικές ανισορροπίες, τότε αναλαμβάνει μεγάλα οικονομικά και πολιτικά ρίσκα – αφού οι δομικές διαφορές στις επί μέρους οικονομίες και οι μη ισορροπημένες αναπτυξιακές εξελίξεις, αποτυπώνονται στη νομισματική ισοτιμία της εκάστοτε χώρας.
Σε μία ένωση όμως με σταθερές ισοτιμίες, με ένα κοινό νόμισμα δηλαδή, κάτι τέτοιο δεν είναι πλέον εφικτό, ενώ ταυτόχρονα εκλείπει ο μηχανισμός των τιμών, ο οποίος εξισορροπεί τις διαφορές – προσαρμόζοντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες.
Ειδικότερα, το νόμισμα εκείνων των κρατών που έχουν δομικά προβλήματα ή που βιώνουν μία αναπτυξιακή κρίση υποτιμάται, οπότε τα προϊόντα τους γίνονται φθηνότερα στις διεθνείς αγορές – διορθώνοντας τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα τους. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει στις άλλες χώρες, όπου ανατιμάται το νόμισμα τους – οπότε αποκαθίσταται η ισορροπία.
(β) Εάν δεν καταστεί εφικτό να επιτευχθούν οι απαραίτητες διαρθρωτικές προσαρμογές στη Ευρωζώνη, για να δημιουργηθεί ένα ισορροπημένο συνολικό σύστημα, τότε οι διαφορές θα ενισχυθούν (επιδεινωθούν) – θέτοντας σε κίνδυνο ολόκληρη τη νομισματική ένωση. Η λύση εν προκειμένω είναι η κινητικότητα των εργαζομένων, καθώς επίσης οι δημοσιονομικές «αποζημιώσεις» (μεταφορά χρημάτων από τις πλεονασματικές προς τις ελλειμματικές χώρες) – υπό την προϋπόθεση της δρομολόγησης των απαραίτητων διαρθρωτικών αλλαγών. Με απλά, λόγια η Ευρωζώνη θα έπρεπε να μετατραπεί σε έναν άριστο νομισματικό χώρο – κατά το παράδειγμα της Ελβετίας, η οποία είναι στο εσωτερικό της μία νομισματική ένωση.
(γ) Η νομισματική πολιτική, η οποία θα είναι η ίδια για όλες τις χώρες, δεν θα είναι σε θέση να προσφέρει πολλά, όταν υπάρχουν μεγάλες δομικές αποκλίσεις ή διαφορετικές περίοδοι ανάπτυξης μεταξύ των κρατών-μελών. Εάν εκλείπουν επί πλέον τα μέσα που θα προσέφερε μία κοινή δημοσιονομική πολιτική, τότε δεν θα υπάρχει τρόπος αντιμετώπισης ενδεχομένων κρίσεων – με αποτέλεσμα να εμφανίζονται οικονομικές εντάσεις που θα μπορούν να απαλυνθούν μόνο με μία επεκτατική πολιτική της κεντρικής τράπεζας (QE, όπως αποφασίσθηκε το 2015).
(δ) Οι απόψεις των κεφαλαιαγορών, σχετικά με την πιστοληπτική ικανότητα
των χωρών, τείνουν να αλλάζουν απότομα, αντί να οδηγούν σε μία σταδιακή
προσαρμογή του κόστους δανεισμού – με αποτέλεσμα να κλείνει ξαφνικά η πρόσβαση στο δανεισμό εκείνων των κρατών που αντιμετωπίζουν προβλήματα.
Ως εκ τούτου τα κράτη-μέλη μίας νομισματικής ένωσης πρέπει να
αποδεχθούν ότι, η χρήση μίας κοινής αγοράς και ενός ενιαίου νομίσματος
επιβάλλει σημαντικούς πολιτικούς περιορισμούς. Εδώ προβλέπεται το γνωστό
«φαινόμενο της ξαφνικής διακοπής» της χρηματοδότησης – το οποίο βίωσαν σχετικά πρόσφατα αρκετές χώρες της Ευρωζώνης (γράφημα).
Η τοποθέτηση του γερμανού κεντρικού τραπεζίτη
Περαιτέρω, χωρίς να επεκταθούμε σε περισσότερες λεπτομέρειες, τα αποτελέσματα της έκθεσης ήταν τέτοια που λογικά θα συμπέραινε κανείς πως δεν θα έπρεπε να δημιουργηθεί η Ευρωζώνη – κάτι που ανέφερε ολοκάθαρα ο τότε κεντρικός τραπεζίτης της Γερμανίας και μέλος της επιτροπής Delor, ο κ. K.O. Poehl (πηγή), με τα εξής λόγια:
«Από τη διατύπωση της έκθεσης δεν σκέφτηκα πως θα μπορούσε να δημιουργηθεί στο εγγύς μέλλον μία νομισματική ένωση με μία ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα. Φαντάσθηκα πως ίσως θα συνέβαινε κάτι τέτοιο κάποτε, στα επόμενα εκατό χρόνια. Σκέφθηκα πως θα ήταν πολύ απίθανο να υιοθετήσουν απλά οι άλλοι Ευρωπαίοι το μοντέλο της Bundesbank» (=γερμανική κεντρική τράπεζα).
Ο Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης κατάλαβε τότε πως η νομισματική ένωση θα ιδρυόταν μόνο εάν συμμετείχε η χώρα του – αφού πρακτικά επρόκειτο για τη συνέχιση της αυστηρής πολιτικής της γερμανικής κεντρικής τράπεζας. Στο συνοδευτικό σημείωμα πάντως της έκθεσης της επιτροπής έγραψε τα εξής σε ελεύθερη μετάφραση:
«Από την πλευρά της Γερμανίας, είναι σημαντικό να διασφαλίσουμε πως στις συζητήσεις για το μελλοντικό σχεδιασμό μίας ευρωπαϊκής νομισματικής τάξης, η πιστωτική και η νομισματική πολιτική θα έχει ως στόχο μία ανάλογη σταθερότητα στην ενωμένη Ευρώπη, με αυτήν που υπάρχει σήμερα στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας»
(From the German point of view it is essential to ensure, in the discussions about the future design of a European monetary order, that monetary and credit policy is not geared to stability to a lesser extent in an economically united Europe than is the case at present in the Federal Republic of Germany).
Η τοποθέτηση του γερμανού κεντρικού τραπεζίτη
Περαιτέρω, χωρίς να επεκταθούμε σε περισσότερες λεπτομέρειες, τα αποτελέσματα της έκθεσης ήταν τέτοια που λογικά θα συμπέραινε κανείς πως δεν θα έπρεπε να δημιουργηθεί η Ευρωζώνη – κάτι που ανέφερε ολοκάθαρα ο τότε κεντρικός τραπεζίτης της Γερμανίας και μέλος της επιτροπής Delor, ο κ. K.O. Poehl (πηγή), με τα εξής λόγια:
«Από τη διατύπωση της έκθεσης δεν σκέφτηκα πως θα μπορούσε να δημιουργηθεί στο εγγύς μέλλον μία νομισματική ένωση με μία ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα. Φαντάσθηκα πως ίσως θα συνέβαινε κάτι τέτοιο κάποτε, στα επόμενα εκατό χρόνια. Σκέφθηκα πως θα ήταν πολύ απίθανο να υιοθετήσουν απλά οι άλλοι Ευρωπαίοι το μοντέλο της Bundesbank» (=γερμανική κεντρική τράπεζα).
Ο Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης κατάλαβε τότε πως η νομισματική ένωση θα ιδρυόταν μόνο εάν συμμετείχε η χώρα του – αφού πρακτικά επρόκειτο για τη συνέχιση της αυστηρής πολιτικής της γερμανικής κεντρικής τράπεζας. Στο συνοδευτικό σημείωμα πάντως της έκθεσης της επιτροπής έγραψε τα εξής σε ελεύθερη μετάφραση:
«Από την πλευρά της Γερμανίας, είναι σημαντικό να διασφαλίσουμε πως στις συζητήσεις για το μελλοντικό σχεδιασμό μίας ευρωπαϊκής νομισματικής τάξης, η πιστωτική και η νομισματική πολιτική θα έχει ως στόχο μία ανάλογη σταθερότητα στην ενωμένη Ευρώπη, με αυτήν που υπάρχει σήμερα στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας»
(From the German point of view it is essential to ensure, in the discussions about the future design of a European monetary order, that monetary and credit policy is not geared to stability to a lesser extent in an economically united Europe than is the case at present in the Federal Republic of Germany).
Όσον αφορά το Γάλλο πρόεδρο (F. Mitterrand) είχε προβλέψει ήδη από τότε πως η νομισματική ένωση θα κυριαρχούταν τελικά από τη Γερμανία – έχοντας πει τα εξής: "Το γεγονός πως η κεντρική τράπεζα
θα έχει κυριαρχική εξουσία ελλείψει πολιτικής εξουσίας νομίζω ότι είναι
επικίνδυνο. Το ευρωπαϊκό συναλλαγματικό σύστημα (= EMS, αυτό που προϋπήρχε του ευρώ)
έχει μετατραπεί ήδη σε μία γερμανική ζώνη. Στις οικονομίες μας όμως δεν
έχει η Γερμανία κανέναν έλεγχο. Με τη σχεδιαζόμενη ευρωπαϊκή κεντρική
τράπεζα θα είχε".
Αργότερα βέβαια ο κ. Mitterrand άλλαξε άποψη, αφού μετά την ένωση της Γερμανίας προτιμούσε καλύτερα μία νομισματική ένωση που θα είχε τουλάχιστον τη δυνατότητα η Γαλλία να συμμετέχει στις συζητήσεις – αντί της, έτσι ή αλλιώς, ακόμη μεγαλύτερης συναλλαγματικής κυριαρχίας της Γερμανίας, χωρίς το συν-δικαίωμα της Γαλλίας να καθορίζει τη διαμόρφωση της. Ο Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης πάντως ήταν από την αρχή αρνητικός, όσον αφορά το εγχείρημα – αιτιολογώντας ως εξής τη θέση του στην έκθεση της επιτροπής Delor:
«Οι οικονομικές προϋποθέσεις για μια νομισματική ένωση που θα χαρακτηρίζεται από αμετάβλητες σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες μεταξύ των συμμετεχουσών χωρών, πιθανότατα δεν θα υπάρχουν στο άμεσο μέλλον. Ακόμη και μεταξύ των μελών που αποτελούν τον πυρήνα του συστήματος συναλλαγματικών ισοτιμιών, οι εντάσεις πρέπει να αναμένεται πως θα συμβαίνουν επανειλημμένα στο εγγύς μέλλον – λόγω των διαφορετικών προτιμήσεων και περιορισμών της οικονομικής πολιτικής.
Ακόμη και εντός μιας κοινής ενιαίας αγοράς, αυτά τα προβλήματα δεν θα εξαφανιστούν – ειδικά επειδή η συγκεκριμένη αγορά θα προκαλέσει πρόσθετους περιορισμούς διαρθρωτικής προσαρμογής, η έκταση των οποίων δεν μπορεί να εκτιμηθεί πλήρως. Για το λόγο αυτό, δεν θα είναι δυνατόν να λειτουργήσει ορθολογικά, χωρίς περιστασιακές (επαν)ευθυγραμμίσεις των κεντρικών τιμών για το άμεσο μέλλον. Αυτό υποδηλώνει την ανάγκη για περαιτέρω πρόοδο, προς την κατεύθυνση μεγαλύτερης σύγκλισης – σε έναν σημαντικό αριθμό μακροοικονομικών και διαρθρωτικών πεδίων.
Πέραν αυτού, θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι, η νομισματική ολοκλήρωση δεν μπορεί να προχωρήσει σε μια γενική οικονομική ολοκλήρωση – επειδή, στην αντίθετη περίπτωση, το σύνολο της διαδικασίας ολοκλήρωσης θα επιβαρυνθεί με σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές εντάσεις.
Οποιαδήποτε διαρκής προσπάθεια να καθοριστούν οι συναλλαγματικές ισοτιμίες εντός της Κοινότητας και, τέλος, να αντικατασταθούν τα εθνικά νομίσματα από ένα ευρωπαϊκό νόμισμα, θα είναι καταδικασμένη σε αποτυχία – εφόσον δεν προϋπάρχει μία ελάχιστη διαμόρφωση πολιτικής και λήψης αποφάσεων στον τομέα της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής σε κοινοτικό επίπεδο. Χωρίς να πληρούται αυτή η προϋπόθεση, μια κοινή ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική δεν μπορεί να διασφαλίσει τη νομισματική σταθερότητα από μόνη της. Πάνω από όλα, δεν είναι σε θέση να καταγράψει τα προβλήματα στην Κοινότητα που απορρέουν από τις διαφορετικές οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές».
Δυστυχώς ο γερμανός κεντρικός τραπεζίτης ήταν ο μόνος που αντιμετώπισε με σοβαρότητα το θέμα, ενώ η χώρα του εκβιάσθηκε στη συμμετοχή της στην Ευρωζώνη, ως αντάλλαγμα για την ένωση της – χωρίς όμως να το ξεχάσει, όπως τουλάχιστον τεκμηριώνεται από την εκδίκηση της μετά το 2000, η οποία ευρίσκεται σήμερα σε πλήρη εξέλιξη. Οι κυβερνήσεις κρατών βέβαια, όπως το δικό μας, συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών τραπεζιτών, δεν συμμετέχουν ποτέ σε τέτοιες αποφάσεις – αφού το μόνο που τις ενδιαφέρει είναι η νομή της εξουσίας, με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο.
Επίλογος
Με απλά λόγια, σύμφωνα με το γερμανό κεντρικό τραπεζίτη το 1989, μία νομισματική ένωση δεν μπορεί να προηγηθεί της διαδικασίας ολοκλήρωσης (δημοσιονομική, τραπεζική και πολιτική ένωση). Κατά τον ίδιο, από ιστορικής πλευράς ήταν ανέκαθεν το τελευταίο στάδιο μίας πολύ προηγμένης ενοποίησης χωρών. Ως εκ τούτου εάν η σειρά αντιστρεφόταν, όπως στην περίπτωση της Ευρωζώνης, τότε θα απειλούταν ακόμη και η αξιοπιστία της νομισματικής ένωσης – όπως ακριβώς συνέβη το 2010.
Αργότερα βέβαια ο κ. Mitterrand άλλαξε άποψη, αφού μετά την ένωση της Γερμανίας προτιμούσε καλύτερα μία νομισματική ένωση που θα είχε τουλάχιστον τη δυνατότητα η Γαλλία να συμμετέχει στις συζητήσεις – αντί της, έτσι ή αλλιώς, ακόμη μεγαλύτερης συναλλαγματικής κυριαρχίας της Γερμανίας, χωρίς το συν-δικαίωμα της Γαλλίας να καθορίζει τη διαμόρφωση της. Ο Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης πάντως ήταν από την αρχή αρνητικός, όσον αφορά το εγχείρημα – αιτιολογώντας ως εξής τη θέση του στην έκθεση της επιτροπής Delor:
«Οι οικονομικές προϋποθέσεις για μια νομισματική ένωση που θα χαρακτηρίζεται από αμετάβλητες σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες μεταξύ των συμμετεχουσών χωρών, πιθανότατα δεν θα υπάρχουν στο άμεσο μέλλον. Ακόμη και μεταξύ των μελών που αποτελούν τον πυρήνα του συστήματος συναλλαγματικών ισοτιμιών, οι εντάσεις πρέπει να αναμένεται πως θα συμβαίνουν επανειλημμένα στο εγγύς μέλλον – λόγω των διαφορετικών προτιμήσεων και περιορισμών της οικονομικής πολιτικής.
Ακόμη και εντός μιας κοινής ενιαίας αγοράς, αυτά τα προβλήματα δεν θα εξαφανιστούν – ειδικά επειδή η συγκεκριμένη αγορά θα προκαλέσει πρόσθετους περιορισμούς διαρθρωτικής προσαρμογής, η έκταση των οποίων δεν μπορεί να εκτιμηθεί πλήρως. Για το λόγο αυτό, δεν θα είναι δυνατόν να λειτουργήσει ορθολογικά, χωρίς περιστασιακές (επαν)ευθυγραμμίσεις των κεντρικών τιμών για το άμεσο μέλλον. Αυτό υποδηλώνει την ανάγκη για περαιτέρω πρόοδο, προς την κατεύθυνση μεγαλύτερης σύγκλισης – σε έναν σημαντικό αριθμό μακροοικονομικών και διαρθρωτικών πεδίων.
Πέραν αυτού, θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι, η νομισματική ολοκλήρωση δεν μπορεί να προχωρήσει σε μια γενική οικονομική ολοκλήρωση – επειδή, στην αντίθετη περίπτωση, το σύνολο της διαδικασίας ολοκλήρωσης θα επιβαρυνθεί με σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές εντάσεις.
Οποιαδήποτε διαρκής προσπάθεια να καθοριστούν οι συναλλαγματικές ισοτιμίες εντός της Κοινότητας και, τέλος, να αντικατασταθούν τα εθνικά νομίσματα από ένα ευρωπαϊκό νόμισμα, θα είναι καταδικασμένη σε αποτυχία – εφόσον δεν προϋπάρχει μία ελάχιστη διαμόρφωση πολιτικής και λήψης αποφάσεων στον τομέα της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής σε κοινοτικό επίπεδο. Χωρίς να πληρούται αυτή η προϋπόθεση, μια κοινή ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική δεν μπορεί να διασφαλίσει τη νομισματική σταθερότητα από μόνη της. Πάνω από όλα, δεν είναι σε θέση να καταγράψει τα προβλήματα στην Κοινότητα που απορρέουν από τις διαφορετικές οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές».
Δυστυχώς ο γερμανός κεντρικός τραπεζίτης ήταν ο μόνος που αντιμετώπισε με σοβαρότητα το θέμα, ενώ η χώρα του εκβιάσθηκε στη συμμετοχή της στην Ευρωζώνη, ως αντάλλαγμα για την ένωση της – χωρίς όμως να το ξεχάσει, όπως τουλάχιστον τεκμηριώνεται από την εκδίκηση της μετά το 2000, η οποία ευρίσκεται σήμερα σε πλήρη εξέλιξη. Οι κυβερνήσεις κρατών βέβαια, όπως το δικό μας, συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών τραπεζιτών, δεν συμμετέχουν ποτέ σε τέτοιες αποφάσεις – αφού το μόνο που τις ενδιαφέρει είναι η νομή της εξουσίας, με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο.
Επίλογος
Με απλά λόγια, σύμφωνα με το γερμανό κεντρικό τραπεζίτη το 1989, μία νομισματική ένωση δεν μπορεί να προηγηθεί της διαδικασίας ολοκλήρωσης (δημοσιονομική, τραπεζική και πολιτική ένωση). Κατά τον ίδιο, από ιστορικής πλευράς ήταν ανέκαθεν το τελευταίο στάδιο μίας πολύ προηγμένης ενοποίησης χωρών. Ως εκ τούτου εάν η σειρά αντιστρεφόταν, όπως στην περίπτωση της Ευρωζώνης, τότε θα απειλούταν ακόμη και η αξιοπιστία της νομισματικής ένωσης – όπως ακριβώς συνέβη το 2010.
Δυστυχώς ο ανείπωτος φόβος της Γαλλίας
απέναντι στη Γερμανία, οι προσπάθειες των ελίτ της Ευρώπης να
δημιουργήσουν ένα συγκρίσιμο νόμισμα με το δολάριο ή ίσως οι κρυφές σκέψεις των Η.Π.Α. για ένα δεύτερο ελεγχόμενο από τις ίδιες παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα,
οδήγησαν στη βιαστική δημιουργία του ευρώ, χωρίς καμία οικονομική
λογική – κάτι που γνώριζε καλύτερα από όλους η Γερμανία, όπως φάνηκε από
τις διαπιστώσεις του κεντρικού της τραπεζίτη, οπότε ήταν η μοναδική που
έλαβε τα μέτρα της από την πρώτη ημέρα της υιοθέτησης του.
Τα μέτρα αυτά ήταν βέβαια ασφαλώς εις βάρος όλων των εταίρων της, αλλά η πικρή αλήθεια είναι πως είχε εκφράσει ήδη από το 1989 την αντίθεση της προς το κοινό νόμισμα – το οποίο σήμερα απειλεί να καταστρέψει μία σειρά κρατών της Ευρωζώνης, καθώς επίσης να θέσει σε κίνδυνο αφενός μεν τη συνοχή της ΕΕ, αφετέρου την ειρήνη στην Ευρώπη.
Επομένως, με δεδομένη την απροθυμία των περισσότερων κρατών να δρομολογήσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης κατά το παράδειγμα των Η.Π.Α., η μοναδική λύση είναι η επιστροφή όλων των χωρών μαζί στην προς ευρώ εποχή (ανάλυση) – κάτι που δεν είναι σε θέση να επιδιώξει μόνο του απολύτως κανένα κράτος, αφού είναι όλα εγκλωβισμένα στην παγίδα που μόνα τους κατασκεύασαν. Θα επικρατήσει αλήθεια η κοινή λογική; Πιθανολογούμε πως όχι, οπότε τα προβλήματα θα επιδεινωθούν – έως ότου κάποια μεγάλη χώρα το τολμήσει, όπως η Ιταλία, μη έχοντας άλλη δυνατότητα.
Analyst Team Analyst
Τα μέτρα αυτά ήταν βέβαια ασφαλώς εις βάρος όλων των εταίρων της, αλλά η πικρή αλήθεια είναι πως είχε εκφράσει ήδη από το 1989 την αντίθεση της προς το κοινό νόμισμα – το οποίο σήμερα απειλεί να καταστρέψει μία σειρά κρατών της Ευρωζώνης, καθώς επίσης να θέσει σε κίνδυνο αφενός μεν τη συνοχή της ΕΕ, αφετέρου την ειρήνη στην Ευρώπη.
Επομένως, με δεδομένη την απροθυμία των περισσότερων κρατών να δρομολογήσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης κατά το παράδειγμα των Η.Π.Α., η μοναδική λύση είναι η επιστροφή όλων των χωρών μαζί στην προς ευρώ εποχή (ανάλυση) – κάτι που δεν είναι σε θέση να επιδιώξει μόνο του απολύτως κανένα κράτος, αφού είναι όλα εγκλωβισμένα στην παγίδα που μόνα τους κατασκεύασαν. Θα επικρατήσει αλήθεια η κοινή λογική; Πιθανολογούμε πως όχι, οπότε τα προβλήματα θα επιδεινωθούν – έως ότου κάποια μεγάλη χώρα το τολμήσει, όπως η Ιταλία, μη έχοντας άλλη δυνατότητα.
Analyst Team Analyst
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.