Σελίδες

29 Οκτωβρίου 2016

Η ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑ, ΩΣ ΑΓΙΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ (μέρος Β)

συνέχεια από το 1ο μέρος

Εἰσήγηση τοῦ κ. Δημητρίου Ἰ. Τσελεγγίδη, Καθηγητοῦ Θεολογικῆς Σχολής τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στό Ἀντιαιρετικό Σεμινάριο τῆς Ἱεράς Μητροπόλεως Γλυφάδας, Ε.Β.Β. & Β., τήν 17η Ὀκτωβρίου 2016 

Ἡ ὕπαρξη τῶν δύο φυσικῶν αὐτεξουσίων καί τῶν δύο θελήσεων στόν Χριστό – ἐξαιτίας τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεών Του – θεμελιώνει καί τήν ὕπαρξη δύο ἐλευθεριῶν καί δύο θελημάτων στούς πιστούς – ἐξαιτίας τῆς πραγματικῆς καί χαρισματικῆς ἐντάξεώς τους στό μυστηριακό καί θεωμένο σῶμα Του. Ἐδῶ, ὅμως, πρέπει νά διασαφηνίσουμε καί τήν θεμελιώδη διαφορά μας ἀπό τόν Χριστό. Ὁ πιστός ἔχει, ὡς ἴδιο τῆς φύσεώς του, μόνο τήν ἀνθρώπινη θέληση καί ἐλευθερία. Ἡ ἄλλη – ἡ δεύτερη – θέληση καί ἐλευθερία του εἶναι ἄκτιστη φυσική ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποία οἰκειώνεται καί διατηρεῖ ἐνεργό, χαρισματικῶς, μόνο ὑπό ὁρισμένες σαφεῖς προϋποθέσεις.

Μάλιστα, ἡ σχέση τῶν δύο φυσικῶν αὐτεξουσίων καί θελήσεων τοῦ Χριστοῦ παρέχει τό μέτρο καί τόν βαθμό, πρός τόν ὁποῖο πρέπει νά ἀποβλέπει ἡ σχέση τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως καί ἐλευθερίας μέ τήν ἄκτιστη φυσική θέληση καί ἐλευθερία. Ἡ σχέση αὐτή πρέπει νά εἶναι σχέση ὑποταγῆς τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας στή χαρισματική ἐλευθερία, πού παρέχεται στόν πιστό ὡς ζωντανό μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.

Ἔτσι, ἡ ἐν Χριστῷ θέληση καί ἐλευθερία τοῦ πιστοῦ εἶναι ἡ χαρισματική θέληση καί ἐλευθερία καί μάλιστα στό μέτρο ὑποταγῆς τῆς ἀνθρώπινης θελήσεως καί ἐλευθερίας στήν ἄκτιστη θέληση καί ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ. Ἡ σχέση, λοιπόν, τῶν δύο φυσικῶν ἐλευθεριῶν στόν πιστό ἔχει χριστολογική θεμελίωση. Ἄλλωστε, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, «ὅ γέγονε, δι᾿ ἡμᾶς γέγονε ὁ Κύριος». Μέ ἄλλα λόγια, ὅ,τι ἔγινε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ φυσικῶς καί «καθ᾿ ὑπόστασιν», μπορεῖ νά γίνεται καί στό πρόσωπο τοῦ κάθε πιστοῦ χαρισματικῶς, μόνο μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό, ἀκριβῶς, εἶναι καί τό νόημα καί ὁ κατεξοχήν σκοπός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Καί μόνον ὅταν τό Χριστολογικό δόγμα «μεταφράζεται» βιωματικῶς στήν ζωή τῶν πιστῶν, ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι δυνατή ἡ αὐθεντική λειτουργία τῆς Συνοδικότητας τῶν Ἐπισκόπων – σέ ὅλα τά ἐπίπεδα τῶν Συνόδων (Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν) – ἀλλά καί ἡ ἔκφραση τῆς αὐθεντικῆς δογματικῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.

Ἄν ἡ Συνοδικότητα ἔχει τήν θεολογική ἀφετηρία της στόν Τριαδικό Θεό καί ἄν θεμελιώνεται στό Χριστολογικό δόγμα – ὅπως τεκμηριωμένα ὑποστηρίξαμε – φανερώνεται ὅμως ἱστορικά, ἐμπειρικά καί θεσμικά στόν τρόπο λειτουργίας τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν αὐτή συνέρχεται γιά νά λάβει ἀποφάσεις πού ἀφοροῦν καίρια τήν ὁριοθέτηση τῆς πίστεως καί τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς της.

Τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας – ὡς Ἁγιοπνευματικό τρόπο λειτουργίας της – ἐγγυᾶται ἡ Ἴδια ἡ Θεανθρώπινη Κεφαλή της, τόσο διά τῆς παρουσίας τοῦ Πνεύματος τῆς Ἀληθείας σ᾿ αὐτήν, ὅσο καί διά τῆς χαρισματικῆς λειτουργίας τοῦ Παρακλήτου Πνεύματός Του στά μέλη τοῦ μυστηριακοῦ σώματός Του, καί εἰδικότερα στά θεσμικά μέλη Του, τούς Ἐπισκόπους, ὅταν αὐτοί συνέρχονται σέ Ἐκκλησιαστικές Συνόδους, μέ τίς ἁγιοπνευματικές προϋποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσα εἴπαμε ἕως ἐδῶ, συνιστοῦν τίς θεμελιώδεις προϋποθέσεις – τά ἐντελῶς δηλαδή ἀναγκαῖα πνευματικῶς προαπαιτούμενα – γιά τήν Ὀρθόδοξη λειτουργία τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Συνόδων.

Στίς Ἐκκλησιαστικές Συνόδους – Τοπικές ἤ Πανορθόδοξες – οἱ Ἐπίσκοποι ἐκπροσωποῦν τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα τῆς ἐπαρχίας τους ἰσοτίμως μέ ὅλους τούς ἄλλους Συνοδικούς Ἐπισκόπους καί Προκαθημένους, μηδέ τοῦ «Πρώτου» ἐξαιρουμένου. Σ᾿ αὐτές τίς Συνόδους, οἱ Ἐπίσκοποι – «ὅλην εἰσδεξάμενοι τήν νοητήν λαμπηδόνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» – ἀσκοῦν τήν ἀποστολική διακονία τους, κατά τήν ὁποία, διασκεπτόμενοι μεταξύ τους καί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως ποιητικά διατυπωμένο ἀκούσαμε ἐχθές στά Πασαπνοάρια τοῦ Ὄρθρου, ἀποφασίζουν ὅλοι μαζί μέ ἰσότιμη ψῆφο γιά θέματα δογματικά καί ποιμαντικά, πού ἀφοροῦν καίρια καί προσδιοριστικά τό «μυστήριο τῆς Θεολογίας» καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.

Οἱ ἀποφάσεις ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Συνόδων ὑπόκεινται στήν ἁγιοπνευματική κρίση τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς ἀνά τόν κόσμο Ἐκκλησίας. Ὡς πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας νοοῦνται ὅλοι οἱ πιστοί – κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί – οἱ ὁποῖοι, δυνάμει τοῦ Ἁγίου Χρίσματός τους, ἐπικυρώνουν ἤ καί ἀπορρίπτουν τίς δογματικές ἀποφάσεις τῶν Συνοδικῶν Ἐπισκόπων πού τούς ἐκπροσώπησαν, στήν περίπτωση πού αὐτοί δέν ἦσαν «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι», διαχρονικῶς. Ἔτσι, ἡ δογματική συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος ἀποτελεῖ τήν ἀνώτατη αὐθεντία στήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία – Ἐκκλησία – ἐκφράζει θεσμικά καί ἀλαθήτως ἡ ὄντως Οἰκουμενική Σύνοδος, καί εὔλογα τότε αὐτή ἔχει δεσμευτικές ἀποφάσεις γιά τό σύνολο τῶν πιστῶν ὅλων τῶν ἐπιμέρους Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ὅλων τῶν ἐποχῶν.

Ἐδῶ, ὅμως, θά πρέπει νά διευκρινιστεῖ ὅτι καί ὁ Ὀρθόδοξος πιστός – κληρικός, μοναχός ἤ λαϊκός – δέν διασφαλίζεται ἀπό τήν ἐνδεχόμενη πλάνη μηχανιστικῶς, ἐπειδή ἔχει λάβει, ἁπλῶς, τό Ἅγιο Χρῖσμα καί ἐπειδή βρίσκεται σέ μυστηριακή κοινωνία μέ τούς ποιμένες του. Ἀπό τήν πλάνη διασφαλίζεται ὁ πιστός μόνον ὅταν ἔχει καί ἐνεργό μέσα του τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔλαβε μέ τό Ἅγιο Χρῖσμα. Αὐτό ὅμως προϋποθέτει ἔντονη ἀσκητική νήψη, ἀγαπητική τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν καί ἀκατάκριτη μετοχή τῶν θεουργῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Μόνο μέ αὐτές τίς βιωματικές προϋποθέσεις ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ἔχει ἐνεργό τήν δογματική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτό καί τότε μόνον εἶναι σέ θέση νά ἀνακρίνει τήν πίστη τῶν ποιμένων του καί τότε μόνον ὀφείλει νά τούς ἀκολουθεῖ, σύμφωνα μέ ὅσα ἑρμηνευτικῶς λέγει καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τό χωρίο τῆς πρός Ἑβραίους Ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν..., ὧν ἀναθεωροῦντες τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τήν πίστιν» (Ἑβρ. 13,7. Βλ. Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολήν, Ὁμιλία ΙΔ΄, 1, ΕΠΕ 25, σ. 372).

Τά ὅσα εἴπαμε ἕως ἐδῶ, θεολογικῶς, γιά τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας, θά ἦταν, νομίζω, πολύ σημαντικό νά τά ἀκούσουμε καί μέ τόν ἁπλό, ἀλλά μεστό πνευματικῶς καί φωτισμένο λόγο ἑνός χαρισματούχου καί ἐπισήμως, πλέον, ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας, μέ γραμματικό ἐπίπεδο τῆς Στ΄ Δημοτικοῦ, τοῦ Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου.

«Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», λέγει, «πάντα λειτουργοῦσε μέ Συνόδους. Τό ὀρθόδοξο πνεῦμα εἶναι νά λειτουργεῖ ἡ Σύνοδος στήν Ἐκκλησία καί ἡ Γεροντική Σύναξη στά Μοναστήρια. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος καί ἡ Σύνοδος νά ἀποφασίζουν μαζί. Ὁ ἡγούμενος ἤ ἡ ἡγουμένη καί τό ἡγουμενοσυμβούλιο νά ἀποφασίζουν μαζί. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος εἶναι πρῶτος μεταξύ ἴσων. Καί ὁ Πατριάρχης δέν εἶναι πάπας. Ἔχει τόν ἴδιο βαθμό μέ τούς ὑπόλοιπους ἱεράρχες. Ἐνῶ ὁ πάπας ἔχει ἄλλο βαθμό – κάθεται ψηλά καί τοῦ φιλοῦν τό πόδι! – ὁ Πατριάρχης κάθεται μαζί μέ τούς ἄλλους ἱεράρχες καί συντονίζει. Καί ἕνας ἡγούμενος ἤ μία ἡγουμένη σέ σχέση μέ τούς προϊσταμένους εἶναι πάλι πρῶτοι μεταξύ ἴσων.

Δέν μπορεῖ ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἤ ἕνας ἡγούμενος νά κάνει ὅ,τι θέλει. Φωτίζει ὁ Θεός τόν ἕνα Ἱεράρχη ἤ προϊστάμενο γιά τό ἕνα θέμα, τόν ἄλλο γιά τό ἄλλο. Βλέπεις καί οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστές συμπληρώνουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ἔτσι καί ἐδῶ, λέει τήν γνώμη του ὁ καθένας, καί ὅταν ὑπάρχει ἀντίθετη γνώμη, καταχωρίζεται στά Πρακτικά. Γιατί, ὅταν πρόκειται γιά μιά ἀπόφαση ἀντίθετη μέ τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου καί ἕνας δέν συμφωνεῖ, ἄν δέν ζητήσει νά καταχωριστεῖ ἡ γνώμη του, θά φαίνεται ὅτι συμφωνεῖ. Ἄν δέν συμφωνεῖ καί ὑπογράψει, χωρίς νά καταχωριστεῖ ἡ γνώμη του, κάνει κακό καί φέρει εὐθύνη· εἶναι ἔνοχος. Ἐνῶ, ἄν πεῖ τήν γνώμη του καί ἡ πλειοψηφία νά εἶναι ἀντίθετη, αὐτός εἶναι ἐντάξει ἀπέναντι στόν Θεό. Ἄν στήν Ἐκκλησία δέν λειτουργεῖ σωστά ἡ Σύνοδος ἤ στά μοναστήρια ἡ Σύναξη, τότε, ἐνῶ μιλοῦμε γιά ὀρθόδοξο πνεῦμα, ἔχουμε παπικό. Τό ὀρθόδοξο πνεῦμα εἶναι νά λέει καί νά καταχωρίζει ὁ καθένας τήν γνώμη του, ὄχι νά μή μιλάει γιατί φοβᾶται, ἤ νά κολακεύει γιά νά τά ἔχει καλά μέ τόν ἀρχιεπίσκοπο ἤ μέ τόν ἡγούμενο» (Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Α΄, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1998, σ. 329-330).

Σέ ἄλλη συνάφεια ἔλεγε: «Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι καράβι τοῦ κάθε Ἐπισκόπου γιά νά κάνει ὅ,τι θέλει» (Ἰσαάκ Ἱερομονάχου, Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἅγιον Ὄρος, 2004, σ. 691).

Μετά τήν παράθεση τῶν λόγων τοῦ ἁγίου Παϊσίου, ἄς ἐπανέλθουμε στήν ἐκκλησιαστική ἐπικαιρότητα.

Ἡ πρόσφατη ἐκκλησιολογική ἐκτροπή τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης κατέδειξε, γιά μία ἀκόμη φορά, αὐτό πού εἶναι ἤδη καταγεγραμμένο στήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία. Κατέδειξε, δηλαδή, ὅτι τό Συνοδικό Σύστημα ἀπό μόνο του δέν διασφαλίζει μηχανιστικά τήν ὀρθότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Αὐτό γίνεται μόνο ὅταν οἱ Συνοδικοί Ἐπίσκοποι ἔχουν μέσα τους ἐνεργοποιημένο τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τήν Ὑποστατική Ὁδό, τόν Χριστό, ὁπότε ὡς Συν-Οδικοί (ὡς αὐτοί δηλαδή πού πηγαίνουν ἐπί τῆς Ὁδοῦ πού εἶναι ὁ Χριστός, μαζί μέ τόν Χριστό) εἶναι στήν πράξη καί «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι».

Ὅπως ἀποδείχθηκε, δυστυχῶς, αὐτό δέν εἶναι καθόλου αὐτονόητο στίς μέρες μας. Γι᾿ αὐτό καί εἶναι λανθασμένο τό ἐπιχείρημα πού προβάλλεται, ἀπροϋπόθετα καί κατά κόρον, τόσο ἀπό τούς πιστούς ὅσο καί ἀπό τούς Ἐπισκόπους, ὅτι θά πράξουμε «ὅ,τι πεῖ ἡ Ἐκκλησία» ἤ «περιμένουμε τήν ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας», καθώς ὑπάρχει σαφής διάκριση ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, – ὡς Θεανθρωπίνου μυστηριακοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ – καί τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐκφράζει πράγματι τήν Ἐκκλησία, μόνον ὅμως ὑπό συγκεκριμένες καί σαφεῖς προϋποθέσεις.

Τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας συνιστοῦν οἱ Ἐπίσκοποι στήν Ἐπισκοπή τους καί οἱ Σύνοδοι τῶν Ἐπισκόπων σέ Τοπικό ἤ Πανορθόδοξο ἐπίπεδο. Αὐτοί, μαζί μέ τούς πρεσβυτέρους τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν καί τόν εὐσεβῆ λαό, συναποτελοῦν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Κατά συνέπεια, δέν μπορεῖ ὁ Ἐπίσκοπος νά ἀγνοεῖ τούς πρεσβυτέρους καί τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Τά παραπάνω ἀποδεικνύονται καί ἱστορικῶς. Στήν Α΄ Ἀποστολική Σύνοδο – ὅπου Πρῶτος καί Πρόεδρος δέν ἦταν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἀλλά ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος – ἐκφράστηκε ἡ Συνοδική Ἀλήθεια «σύν ὅλῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ»: «Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν». Τό «ἡμῖν» δέν ἦταν ἁπλῶς μόνον οἱ Ἀπόστολοι, ἀλλά καί «οἱ σύν αὐτοῖς», δηλαδή οἱ Πρεσβύτεροι, «σύν ὅλῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ». Καί ὅλη ἡ Ἐκκλησία εἶναι καί ὁ ἁπλός λαός. Ἀλλά καί στήν περίπτωση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ θεολογική θέση ἑνός νεαροῦ Διακόνου, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ἐξέφρασε τήν ὅλη Ἐκκλησία.

Κατά συνέπεια, καί αὐτή ἡ ὀρθότητα καί Οἰκουμενικότητα μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου κρίνεται ἀλαθήτως ἀπό τό πλήρωμα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί εἰδικότερα ἀπό τήν γρηγοροῦσα δογματική συνείδηση τοῦ εὐλαβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τό μόνο ἑρμηνευτικό «κλειδί» γιά τήν διαπίστωση τῆς γνησιότητας τοῦ φρονήματός της.

Κι ὅταν λέμε δογματική συνείδηση, ἐννοοῦμε τήν πνευματική γνώση, πού γεννιέται – χαρισματικῶς – στήν καρδιά τῶν πιστῶν ἀπό τήν ἁγιοπνευματική ἄκτιστη Χάρη τοῦ ἐνεργοποιημένου Ἁγίου Χρίσματός τους. Εἶναι ἡ συμπυκνωμένη πνευματική ἐμπειρία μέσα στήν Ἐκκλησία, τό λειτουργοῦν δηλαδή μέσα μας Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο λάβαμε. Καί αὐτή εἶναι ἡ μοναδική ἰσότητα μεταξύ τῶν ἀνθρώπων μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὅπου ὅλες οἱ ἄλλες διαφοροποιήσεις θεσμικές ἤ προσωπικές – ἔχουν δευτερεύουσα σημασία. Γι᾿ αὐτό καί ἡ δογματική συνείδηση τῶν πιστῶν εἶναι τελείως ἀνεξάρτητη ἀπό τήν κατά κόσμον μόρφωσή τους καί ἀπό τήν ἐνδεχόμενη διανοητική ἤ μή διανοητική ἐνασχόλησή τους.

Ὅταν, λοιπόν, αὐτή ἡ δογματική συνείδηση τῶν μελῶν ὅλης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐνεργοποιημένη, ἀναδεικνύεται σέ ὑπέρτατο κριτήριο τῆς ἀληθείας.

Ἕνα γεγονός, πού προκύπτει ἀπό τήν ἴδια τήν φύση τῆς Ἐκκλησίας καί μαρτυρεῖται ἀδιάψευστα ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία, εἶναι ὅτι ὑπῆρξαν ὄχι μόνον Πατριάρχες, Μητροπολίτες καί Ἐπίσκοποι αἱρετικοί, ἀλλά καί Πανορθόδοξοι Σύνοδοι, πού – ἐνῶ συνιστοῦν τό ἀνώτατο Διοικητικό ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας καί εἶχαν ὅλες τίς ἐξωτερικές-τυπικές προϋποθέσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων – ἀπορρίφθηκαν ἀπό τήν συνείδηση τοῦ πληρώματός της καί χαρακτηρίσθηκαν Ψευδοσύνοδοι ἤ Ληστρικές Σύνοδοι.

Κι αὐτό, γιατί στά δογματικά θέματα ἡ ἀλήθεια δέν βρίσκεται στήν πλειονοψηφία τῶν Συνοδικῶν Ἀρχιερέων. Ἡ ἀλήθεια, καθεαυτήν, εἶναι πλειοψηφική. Δηλαδή καί ἕνας ὅταν τήν ἐκφράζει, αὐτή πλειοψηφεῖ, ἔναντι τῶν ἑκατομυρίων καί δισεκατομυρίων ἄλλων ψήφων πού εἶναι ἀντίθετες. Γιατί ἡ Ἀλήθεια στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι ἰδέα, δέν εἶναι ἄποψη. Εἶναι Ὑποστατική. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Γι᾿ αὐτό καί ὅσοι διαφωνοῦν μέ αὐτήν ἀποκόπτονται ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ καθαιροῦνται καί ἀφορίζονται, κατά περίπτωση.

Ἡ ἀλήθεια εἶναι τό Ἴδιο τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, τό Ὁποῖο λειτουργεῖ καί ἐκφράζεται καί μέ μεμονωμένα ἅγια πρόσωπα. Λόγου χάρη, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μέ τήν ἁγιότητά του καί τίς θεολογικότατες Ὁμιλίες του στήν ἁρειοκρατούμενη Κωνσταντινούπολη, μόνος αὐτός ἀνέτρεψε κυριολετικά τό αἱρετικό κλίμα τῆς πρωτεύουσας τῆς Αὐτοκρατορίας καί προετοίμασε πνευματικῶς τόν θρίαμβο τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Ἀλλά, αὐτό τό πρᾶγμα τό ἔδειξε χαρακτηριστικά ἡ Ἱστορία καί στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὁ ὁποῖος – σημειωτέον – εἶχε μαζί του καί ὅλη τήν Ὀρθόδοξη τότε Δυτική Ἐκκλησία μέ τόν Ὀρθόδοξο Πάπα. Τό ἔδειξε ὅμως καί στή δεύτερη χιλιετία, στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, στήν ψευδοσύνοδο τῆς Φλωρεντίας. Οἱ ἅγιοι ἤτανε μονάδες, ἔναντι τῆς κυριαρχίας τῆς πλειοψηφίας.

Ἀποδεικνύεται, ἐδῶ, πώς ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος ἔδωσε τήν ἀπάντηση τῆς Ἐκκλησίας καί τόν δικαίωσε ἡ Ἐκκλησιαστική Ἱστορία σέ σχέση μέ ὅλους τούς ἄλλους, τόν Αὐτοκράτορα, τόν Πατριάρχη καί ὅλους ὅσοι συμμετεῖχαν, καί οἱ ὁποῖοι δέν ἐξέθεσαν τήν ἀλήθεια. Ἄρα, δέν εἶναι θέμα ἀριθμοῦ, ἀλλά θέμα Ἀληθείας ἤ μή Ἀληθείας. Αὐτό τό πρᾶγμα δέν πρέπει νά τό ξεχνοῦμε, γιατί εἶναι ἡ ποιοτική διαφορά μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί ἑτεροδοξίας, στήν πράξη. Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τά πράγματα δέν λειτουργοῦν παπικά. Δέν εἶναι ὁ «Πρῶτος» ὑπεράνω καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως στόν Παπισμό, οὔτε φυσικά ὑπάρχει κάποιος ἐπιμέρους Προκαθήμενος ὡς πάπας, πού νά τοποθετηθεῖ πάνω ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἄρα, κριτήριο στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι ὅτι συνῆλθε ὅλη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἀπεφάσισε κάτι πλειοψηφικά. Θά μποροῦσε νά εἶναι θεωρητικά καί ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι, καί ἕνας, δύο, τρεῖς ἤ ἐλάχιστοι ἀπό αὐτούς νά λέγανε κάτι τό ἀντίθετο. Δέν σημαίνει ὅτι ἐκεῖνο πού θά πεῖ ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ἐπισκόπων ἀποτελεῖ ἐχέγγυο τῆς Ἀληθείας, καί ὅτι θά πρέπει ὁπωσδήποτε αὐτό νά τό ἀποδεχτεῖ τό πλήρωμα. Ὄχι, δέν εἶναι ἔτσι τά πράγματα στήν Ἐκκλησία. Κριτήριο τῆς Ἀληθείας εἶναι ἐάν τά λεγόμενα στίς Ἐκκλησιαστικές Συνόδους εἶναι «ἑπόμενα τοῖς Ἁγίοις Πατράσι».

Εἶναι θέμα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας νά ἀποτιμήσει στό μέλλον, ἐν Συνόδῳ, θεολογικά καί τελεσίδικα, τίς ἀποφάσεις καί αὐτοῦ τοῦ Ἀρχιερατικοῦ «Συνεδρίου» τῆς Κρήτης. Ἕως τότε, ὅμως, μπορεῖ καί πρέπει ὁ κάθε πιστός, παραμένοντας ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, νά τοποθετηθεῖ στίς μετέωρες καί ἀντιφατικές ἀποφάσεις αὐτοῦ τοῦ «Συνεδρίου», μέ τά κριτήρια τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας, διαχρονικῶς. Τά ἀσφαλῆ κριτήρια αὐτῆς τῆς δογματικῆς συνειδήσεως συνοψίζονται στό περιεχόμενο τῆς ἁγιοπατερικῆς ρήσεως: «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Καί ἡ ρήση αὐτή ἀφορᾶ καίρια τόσο τόν τύπο τῶν Συνόδων, ὅσο καί τήν δογματική διδασκαλία τους.

Μέ ἄλλα λόγια, ἄν τό εὐλαβές πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας – ὡς φορέας τῆς δογματικῆς συνειδήσεώς της – ἐπιβεβαιώνει τήν ὀρθότητα τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας, ἤ ἀκυρώνει ἀποφάσεις Πανορθοδόξων Συνόδων, θεωρῶντας τες ὡς Ψευδοσυνόδους, τότε εἶναι προφανές ὅτι ἔχει τό δικαίωμα καί τήν ὑποχρέωση νά ἐκφραστεῖ μέ φόβο Θεοῦ καί ἔνθεο ζῆλο καί κατεξοχήν, στήν προκειμένη περίπτωση, γιά τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης. (Βλ. σχετικῶς καί π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, Τό σῶμα τοῦ ζῶντος Θεοῦ, Μιά Ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1999, σσ. 80-83).

(Πηγή: Αντιαιρετικό σεμινάριο της Ιεράς Μητροπόλεως Γλυφάδας Ε.Β.Β. & Β., πού ἔγινε τήν Δευτέρα 17-10-2016) 

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).

Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.

Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.