Δντη Θρησκευτικού ΓΕΝ
Εξήντα και πλέον χρόνια έχουν παρέλθει από τις τραγικές εκείνες ημέρες της καταλήψεως των Αθηνών και ολόκληρης της Ελλάδας από τα χιτλερικά στρατεύματα κατοχής. Μέσα όμως... σε μια ατμόσφαιρα θλίψεως και οδύνης αναδείχθηκαν μορφές ηρωικές που χαλύβδωσαν το φρόνημα των Ελλήνων και ύψωσαν τη σημαία της αντίστασης κατά του κατακτητή. Από τις πρώτες ηρωικές πράξεις αντίστασης είναι η αντιμετώπιση των κατακτητών από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρύσανθο Φιλιππίδη, τον από Τραπεζούντος. Μορφή ηρωική που προσέφερε ανυπολόγιστες υπηρεσίες στο ποίμνιό του στη περιφέρεια Τραπεζούντος, το οποίο κατόρθωσε, με δικές του ενέργειες να διασώσει ακέραιο από τους διωγμούς των Νεοτούρκων και τις σφαγές του ποντιακού Ελληνισμού που ακολούθησαν μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική καταστροφή.
Μετά από έντονο διπλωματικό αγώνα για τα δίκαια του Ποντιακού Ελληνισμού και μεγάλη διεθνή δραστηριότητα ως Αποκρισάριος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Αθήνα, πλήρης σεβασμού και αναγνωρίσεως αναδεικνύεται Αρχιεπίσκοπος Αθηνών το 1939, ακριβώς για να επιτελέσει το χρέος της Εκκλησίας στις δύσκολες αλλά και ηρωικές στιγμές του Ελληνισμού που ακολούθησαν. Απαύγασμα της λάμψης και του μεγαλείου του ανδρός είναι η στάση του απέναντι στους Γερμανούς κατά την είσοδό τους στην Αθήνα και τα δύσκολα χρόνια της κατοχής που ακολούθησαν. Οι ιστορικές αναφορές και λεπτομέρειες που αναφέρονται, εν πολλοίς άγνωστες, φανερώνουν την υψηλή προσφορά του κλήρου και της Εκκλησίας μας σε καιρούς κρίσιμους.
Ol ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ
Στις 10 Φεβρουαρίου 1940 η Ακαδημία Αθηνών σε πανηγυρική συνεδρίαση εξέλεξε ως τακτικό μέλος της τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο και στην επίσημη δεξίωση οι καθηγητές Μαρίνος Γερουλάνος και Δημήτριος Μπαλάνος με λαμπρές προσφωνήσεις εξήραν την προσωπικότητα και το έργο του σεβάσμιου ιεράρχη. Ο Χρύσανθος βρισκόταν στο αποκορύφωμα της κοινωνικής του καταξίωσης και είχε κερδίσει την εκτίμηση και το σεβασμό της Αθηναϊκής κοινωνίας, όπως φάνηκε και με τη βαθιά εντύπωση που προκάλεσε η επίσημη ομιλία του με θέμα «Εκκλησία και πολιτισμός εν τη καθ' ημάς Ανατολή»1. Πολύ σύντομα όμως τα σύννεφα του πολέμου που ήδη σκέπαζαν την Ευρώπη δεν άργησαν να βαρύνουν και τον ουρανό της Ελλάδας. Ο Αρχιεπίσκοπος με καλύτερη γνώση των Ευρωπαϊκών πραγμάτων και έχοντας ήδη ζήσει από κοντά τις συνέπειες των τελευταίων πολέμων, ανησυχούσε ακόμα περισσότερο για την τύχη του ορθόδοξου λαού που του εμπιστεύθηκε ο Θεός.
Στις 27 Οκτωβρίου 1940, ημέρα Κυριακή στα εγκαίνια του μεγαλοπρεπούς Ι. Ναού της Αγίας Φωτεινής Νέας Σμύρνης, ο Χρύσανθος αισθανόταν βαριά την ευθύνη απέναντι σ' αυτό το λαό που πλημμύριζε μέσα και έξω το μεγάλο ναό. Όταν, μετά την κατανυκτική ακολουθία της καθιερώσεως του Ναού, ο Αρχιεπίσκοπος βγήκε στην Ωραία Πύλη για να μιλήσει στους πιστούς, το πρόσωπό του φλογιζόταν απ' όλη την αγωνία που είχε στην ψυχή του για τα γεγονότα που αυτός γνώριζε πως πλησιάζουν. Η συγκίνηση και τα βαθιά πατριωτικά αισθήματα που κατέθλιβαν την ψυχή του, τόσο πολύ τον συγκλόνιζαν, ώστε μόνο λίγες λέξεις κατόρθωσε να προφέρει, χωρίς να μπορέσει να προϊδεάσει τον κόσμο για τα γεγονότα που επρόκειτο σε λίγες ώρες να τον αναστατώσουν2.
Με την έκρηξη του πολέμου, το πρωί της επομένης, ο Χρύσανθος, ως πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου, απηύθυνε διάγγελμα προς τον Ελληνικό λαό, με το οποίο καλούσε όλους τους Έλληνες να αγωνιστούν υπέρ πίστεως και πατρίδος με την πεποίθηση της συμπαράστασης και της σκέπης του Θεού στο δίκαιο αγώνα του Έθνους3.
«Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά. Η Α.Μ. ο Βασιλεύς και ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως καλούν ημάς πάντας, ίνα αποδυθώμεν εις τον άγιον υπέρ Πίστεως και Πατρίδος αμυντικόν αγώνα. Η Εκκλησία ευλογεί όπλα τα ιερά και πέποιθεν ότι τα τέκνα της πατρίδος ευπειθούν εις το κέλευσμα Αυτής και του Θεού και θα σπεύσουν εν μια ψυχή και καρδία, να αγωνισθούν υπέρ βωμών και εστιών και της ελευθερίας και τιμής και θα συνεχίσουν, ούτω, την απ' αιώνων πολλών αδιάκοπον σειράν των τιμίων και ενδόξων αγώνων και θα προτιμήσουν τον ωραίον θάνατον από την άσχημον ζωήν της δουλείας. Και μη φοβώμεθα από των αποκτεινόντων το σώμα την δε ψυχήν μη δυνάμενων αποκτείναι, ας φοβώμεθα δε μάλλον από τον δυνάμενον την ψυχήν και το σώμα απολέσαι. Επιρρίψομαι επί Κύριον την μέριμναν ημών και αυτός θα είναι βοηθός και αντιλήπτωρ εν τη αμύνη κατά της αδίκου επιθέσεως των εχθρών. Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις, ημείς δε εν ονόματι Κυρίου του Θεού και εν τη γενναιότητι και ανδρεία ημών μεγαλυνθησώμεθα. Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και Πατρός είη μετά πάντων ημών»
Πολύ γρήγορα όμως πέρασε ο Χρύσανθος από τα λόγια στην πράξη. Όσο ο Ελληνικός λαός αγωνιζόταν στα βουνά της Ηπείρου αυτός στα μετόπισθεν έδινε τη δική του πολύτιμη μάχη. Όλες οι ώρες, οι σκέψεις και οι ενέργειές του, από την πρώτη ημέρα αφιερώθηκαν στον κοινό αγώνα4.
Επιστράτευσε μεγάλον αριθμό εθελοντών κληρικών - εξομολόγων που διακρίνονταν για τον ενθουσιασμό και τη γενναιοψυχία τους και τους έστειλε στην πρώτη γραμμή, για να ενθαρρύνουν και να χαλυβδώνουν το φρόνημα των μαχητών με τα αγιαστικά μέσα της Εκκλησίας μας, με το φλογερό τους λόγο και με το παράδειγμά τους5.
Οργάνωσε αστραπιαία την Πρόνοια των στρατευομένων της Αρχιεπισκοπής Αθηνών όπου, υπό την καθοδήγησή του, προσέφεραν τις υπηρεσίες τους δύο χιλιάδες εθελοντές, άνδρες και γυναίκες, και επιτέλεσαν αξιοθαύμαστο φιλανθρωπικό έργο. Χωρίς να οργανώσει εράνους και να ζητάει δωρεές, διέθεσε πολλά εκατομμύρια δραχμών, υπέρ των ασθενών, των τραυματιών πολέμου και των οικογενειών των στρατευμένων. Διέθεσε ιερείς για τις θρησκευτικές ανάγκες τους και συγκρότησε ομάδα "προνοίας" για πατριωτική αλληλογραφία με το μέτωπο και αποστολή δεμάτων και εντύπων προς τους μαχομένους, για τόνωση του φρονήματός τους6.
Τη 16η Νοεμβρίου 1940 ο Χρύσανθος και η Εκκλησία της Ελλάδος απευθύνουν έκκληση προς τις απανταχού της οικουμένης χριστιανικές Εκκλησίες. Καταγγέλλει την απρόκλητη επίθεση της φασιστικής Ιταλίας (ανήμερα μάλιστα στην εορτή της Παναγίας), απαριθμεί τις βαρβαρότητες των επιτιθεμένων και τους καλεί «να αναλάβητε ζήλον Χριστού και να διαμαρτυρηθήτε και κινηθήτε και να κινήσητε τους λαούς υμών αξίως του αδικήματος, ίνα μάθωσι πάντες ως κοινόν εχθρόν να νομίζωσι τον άρπαγα...»7.
Με την είσοδο της Γερμανίας στον πόλεμο, τον Απρίλιο του 1941, ο ελληνικός λαός βρίσκεται αντιμέτωπος και με δεύτερη σιδηρόφρακτη αυτοκρατορία ταυτοχρόνως και όμως δεν παραλείπει να κάνει το καθήκον του και να αγωνισθεί έως εσχάτων. Η Εκκλησία βρίσκεται δίπλα του στον αγώνα του αυτόν.
Στις 6 Απριλίου 1941 η Ιερά Σύνοδος με πρόεδρο τον Χρύσανθο απευθύνει διάγγελμα προς τον ηρωικώς μαχόμενο φιλόχριστο Ελληνικό Στρατό. Μεταξύ άλλων το διάγγελμα ανέφερε:
«Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά, από της σήμερον ημέρας και έτερος εχθρός, η Χιτλερική Γερμανία, αδίκως και ανάνδρως επιτίθεται κατά της ιεράς ημών Χώρας... Αι δυνάμεις της ύλης και του σκότους συνώμοσαν κατά της δυνάμεως του πνεύματος και του φωτός. Αλλ' ο μέγας Θεός, όστις είναι Πνεύμα, Φως και Ζωή, δεν θα επιτρέψη την Βασιλείαν του σκότους... θα συντρίψει και τον εκ Γερμανίας Εκατόχειρα Τυφυέα (sic), και θα ανατείλη και πάλιν... τον ήλιον της Δικαιοσύνης και Αληθείας...»8.
Είναι φανερή η ταύτιση των Γερμανών με τις δυνάμεις του σκότους και διάχυτη η αίσθηση της κατάφωρης αδικίας και ανανδρίας, ακόμη και με την ηθική του πολέμου, αφού δε διστάζουν να επιτεθούν πισώπλατα εναντίον ενός μικρού λαού που ήδη αγωνίζεται υπέρ βωμών και εστιών εναντίον μιας μεγάλης και ισχυρής αυτοκρατορίας, όπως ήταν η Ιταλία της εποχής αυτής.
Τα αισθήματα του Χρυσάνθου προφανώς ταυτίζονται με τα αισθήματα ολόκληρου του ελληνικού λαού, έκφραση των οποίων αποτελούν και τα δύο μνημειώδη διαγγέλματα του Χρυσάνθου που εκδόθηκαν αμέσως με την εισβολή των Ιταλών και Γερμανών αντίστοιχα.
Την περαιτέρω όμως στάση του Χρυσάνθου έναντι των Γερμανών κατακτητών θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια.
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΕΚΘΡΟΝΙΣΗ ΤΟΥ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ
Μετά το λαμπρό έπος της Αλβανίας και την ηρωική αντίσταση του Στρατού μας στα μακεδονικά οχυρά, ο ελληνικός λαός, τσακισμένος από το διμέτωπο και άνισο αγώνα με δύο αυτοκρατορίες λυγίζει και νικητής αυτός εξαναγκάζεται σε πικρή τριπλή εχθρική κατοχή.
Η Ελληνική Κυβέρνηση και ο βασιλιάς Γεώργιος Β' αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πρωτεύουσα και να συνεχίσουν τον αγώνα στην Κρήτη, αρχικά, και στην Αίγυπτο στη συνέχεια. Παρ' όλο που ο βασιλιάς πρότεινε στο Χρύσανθο να ακολουθήσει την Κυβέρνηση στην εξορία, αυτός αρνήθηκε και παρέμεινε, ως πραγματικός πατέρας και ποιμένας, κοντά στο ποίμνιό του που διέτρεχε τον έσχατο κίνδυνο.
Το θάρρος και η τόλμη που ο ειρηνικός αυτός άνθρωπος επέδειξε στις δύσκολες για το έθνος εκείνες στιγμές τον ανέδειξαν σε σύμβολο αντίστασης και αξιοπρέπειας ενός ολόκληρου λαού. Αυτό το μικρό διάστημα από την είσοδο των Γερμανών μέχρι την εκθρόνισή του ήταν αρκετό, για να αποκαλύψει το χαλύβδινο χαρακτήρα του και την άκαμπτη προσήλωσή του στην εκπλήρωση του καθήκοντος που προέκυπτε εκ της θέσεως του. Τούτο τονίζει και ο αρχιμανδρίτης Άνθιμος Παπαδόπουλος: «Ο ελάχιστος χρόνος της παραμονής του εις τον θρόνον μετά την υποδούλωσιν της πατρίδος υπήρξε η λαμπροτέρα φάσις της ζωής του»9.
Με τη λήξη της μάχης των οχυρών και τη συνθηκολόγηση του ελληνικού Στρατού της Ηπείρου, οι Γερμανοί, χωρίς ουσιαστική αντίσταση, κατευθύνονται ταχύτατα προς την Αθήνα. Η είσοδος τους αναμενόταν για τις 27 Απριλίου, ήδη όμως από τις 24 Απριλίου είχαν αρχίσει οι προετοιμασίες για την υποδοχή τους.
Ο ίδιος ο Χρύσανθος σημειώνει στο ημερολόγιο του εκείνη την ημέρα: «Έρχονται εις επίσκεψίν μου ο Νομάρχης Αττικοβοιωτίας κ. Πεζόπουλος και ο Δήμαρχος κ. Πλυτάς κατ' εντολήν του Υφυπουργού Ασφαλείας κ. Μανιαδάκη δια να μοι ειπούν ότι μετά των ανωτέρω δύο και του Φρουράρχου Αθηνών Στρατηγού Καβράκου θα παραδώσωμεν την πόλιν εις τους Γερμανούς. Απήντησα ότι εις το έργον τούτο ουδεμίαν θέσιν έχει ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών... έργον του Αρχιεπισκόπου είναι όχι να υποδουλώνη αλλά να ελευθερώνη»10.
Ο Χρύσανθος θεωρούσε εξευτελιστικό για το αξίωμα του Αρχιεπισκόπου την πιθανότητα να αντιμετωπιστεί με περιφρόνηση από κάποιον κατώτερο χιτλερικό αξιωματικό η τόσο επίσημη ελληνική αντιπροσωπεία, και γι' αυτό, παρ' όλη την επιμονή του Μανιαδάκη δεν συμμετείχε στην επιτροπή υποδοχής. Η δικαιολογία του ήταν πως «Εγώ είμαι πνευματικός αρχηγός της Πρωτευούσης. οι επερχόμενοι Γερμανοί και οι σύμμαχοι αυτών είναι ετερόδοξοι. Πως είναι δυνατόν να παραδώσω την πνευματικήν διοίκησιν της Ορθοδόξου πρωτευούσης εις ετεροδόξους;»11.
Την 27η Απριλίου, Κυριακή των Βαΐων, μετά από μία νύχτα γεμάτη αγωνία ο Χρύσανθος μαθαίνει πως οι Γερμανοί πλησιάζουν στους Αμπελοκήπους. Οι τρεις αντιπρόσωποι συναντούν ένα Γερμανό «ανθυπολοχαγίσκο» και οι λοιποί μοτοσικλετιστές συνεχίζουν το δρόμο τους για την Ακρόπολη όπου σε λίγο θα υψώσουν τη χιτλερική σημαία. Ο πόνος και η θλίψη του Χρυσάνθου όταν την αντικρίζει από το παράθυρο της Αρχιεπισκοπής είναι αβάσταχτη, «είμαι περίλυπος μέχρι θανάτου», σημειώνει στο ημερολόγιό του.
Στην κατάσταση αυτή δέχεται την πρόσκληση του Δημάρχου Πλυτά, δια μέσου κάποιου κλητήρα, ότι οι Γερμανοί στρατηγοί θέλουν να μεταβεί ο Αρχιεπίσκοπος στη Μητρόπόλη, για να τελέσουν δοξολογία επί τη αφίξει τους στην Αθήνα. «Ο πάντοτε ειρηνικός και γαλήνιος Αρχιεπίσκοπος», σημειώνει ο πρωτοσύγκελλος της Αρχιεπισκοπής αρχιμανδρίτης Γερβάσιος Παρασκευόπουλος, «αποτόμως συνωφρυώθη, ηγέρθη και εν θυμώ και οργή, με τόνο φωνής, ον αδυνατώ να αποδώσω, απάντησε:
- Ποιος είσαι συ; Πήγαινε, φύγε αμέσως...»12, και στην ερώτησή του: τι να απαντήσω στον κ. Δήμαρχο; του απαντά «να ειπής ότι σε έδιωξα»13.
Μετά από λίγη ώρα έρχεται νέος απεσταλμένος από το Δήμαρχο με νέο αίτημα αυτή τη φορά. Ρωτάει εκ μέρους του Γερμανού στρατηγού, πότε μπορεί να τον επισκεφθεί στη Μητρόπόλη. «Φαίνεται, σημειώνει ο Χρύσανθος, πως η απάντησή μου τον εσυνέτισε». Στις τέσσερις το απόγευμα ορίστηκε η συνάντηση και ο Γερμανός Στρατηγός του Β' Σώματος Στρατού Stumme, που μόλις είχε φτάσει στην Αθήνα, συνοδευόμενος από τον Klemm, στρατιωτικό ακόλουθο της Γερμανίας στην Αθήνα, και από το νέο Φρούραρχο Αθηνών έφτασαν στην ώρα τους έξω από την Αρχιεπισκοπή.
Ο Χρύσανθος τους δέχεται στην αίθουσα του Αρχιεπισκοπικού θρόνου με «αθυμίαν και κατήφειαν»14. Ο Γερμανός χαιρετάει «μειδιών» και κάθονται όλοι εκτός από το προσωπικό της Αρχιεπισκοπής. Ο στρατηγός προσφέρθηκε να μιλήσουν γαλλικά αλλά ο Χρύσανθος απάντησε πως προτιμάει γερμανικά.
- Φαίνεσθε κουρασμένος, είπε.
Ο Γερβάσιος Παρασκευόπουλος, αυτήκοος μάρτυς της συναντήσεως, προσθέτει στον παραπάνω διάλογο τα λόγια του Χρυσάνθου: «Οι Έλληνες πάντοτε ηγάπησαν την Γερμανίαν και κατά προτίμησιν οι Έλληνες των γραμμάτων εις Γερμανίαν συνεπλήρουν τας σπουδάς των και μετέδιδον εις τους συμπολίτας των επανερχόμενοι τας Αρετάς του Γερμανικού λαού. Ποτέ όμως δεν εφαντάζοντο ότι οι Γερμανοί, τους οποίους τόσον ηγάπων, θα έπληττον αυτούς εκ των νώτων καθ' ην στιγμήν επάλαιον δια την ελευθερίαν των με μίαν μεγάλην αυτοκρατορίαν!» Στην απάντηση του στρατηγού ότι: «Δεν πταίωμεν ημείς αλλά οι Άγγλοι που ήλθον εις την Ελλάδα», ο Αρχιεπίσκοπος ανταπάντησε: «Στρατηγέ μου, εγώ δεν πολιτικολογώ, αλλ' απλώς εκφράζω το παράπονον παντός Έλληνος, και μάλιστα των σπουδασάντων εν Γερμανία»16.
Κατά τη μαρτυρία του παρόντος Αρχιδιακόνου η συνομιλία ολοκληρώθηκε με την έκκληση του Αρχιεπισκόπου προς το Γερμανό στρατηγό: «Σας συμβουλεύω και σας παρακαλώ να μη θίξετε την φιλοτιμίαν του Ελληνικού λαού», υπονοών ότι ο λαός θα αντιδράσει γενναίως»17.
Η τρίτη μεγάλη πρόκληση για τον Χρύσανθο ήταν στις 29 Απριλίου, όταν προσκλήθηκε από τον Πλάτωνα Χατζημιχάλη (Υπουργό Εθν. Οικονομίας της κατοχικής Κυβέρνησης) να ορκίσει την επομένη τη δοτή στους Γερμανούς Κυβέρνηση Τσολάκογλου. Του απάντησε: «Λυπούμαι πολύ διότι δια συμβολαίου και εντολή των Γερμανών σχηματίζεται Κυβέρνησις και ιδίως διότι μετέχει αυτής ο κ. Χατζημιχάλης (σ.σ. επίτροπος του Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως Πλάκας), τον οποίον εθεώρουν τίμιον Έλληνα. Και τι ηθέλατε να κάμωμεν; λέγει ο κ. Χατζημιχάλης, να αφήσωμεν να μας κυβερνήσουν οι Γκαουλάιτερ; Τω απαντώ ναι, διότι με τους Γκαουλάιτερ οι Γερμανοί θα κάνουν μικρότερον κακόν παρ' όσον θα κάμουν δι' υμών διότι θα φέρετε μόνον τας ευθύνας χωρίς να ημπορέσητε να κάμητε το ελάχιστον καλόν εις τον λαόν»18.
Σε νέα πίεση της Κυβερνήσεως να προσέλθει στην ορκωμοσία, ο Χρύσανθος απάντησε:
Ούτε συμβιβαστική λύση δε δέχτηκε ο Χρύσανθος να δώσει στο θέμα της ορκωμοσίας της κατοχικής Κυβέρνησης. Όταν ο υπασπιστής του Τσολάκογλου στην άρνησή του του αντιπροτείνει «στείλατε τουλάχιστον τον Επίσκοπον (σ.σ. εννοεί το βοηθό επίσκοπο Ταλαντίου Παντελεήμονα Παπαγεωργίου) ή άλλον τινά, να τους ορκίση», ο Χρύσανθος απάντησε: «Αδυνατώ να δώσω εντολήν εις οιονδήτινα»20. «Εν γνώσει των συνεπειών που με αναμένουν, δεν δέχομαι την προτεινομένην παραχώρησιν. Εμμένω εις τας αρχάς μου»! Την ορκωμοσία τελικά κλήθηκε και τέλεσε ο εφημέριος της ενορίας της Βουλής (Αγίου Γεωργίου-Καρύκη), ήδη όμως είχε αποφασισθεί η τύχη του ηρωικού Αρχιεπισκόπου21.
Οι Γερμανοί οπωσδήποτε είχαν ενοχληθεί από την αγέρωχη και εθνικά αξιοπρεπή στάση του Χρυσάνθου. Στις 30 Απριλίου 1941 ο γκεσταπίτης Λοχαγός Dolger, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μονάχου, μετέβη στην Ακαδημία Αθηνών και περιέφερε το φύλλο της «Εκκλησίας», στο οποίο είχε δημοσιευθεί η προκήρυξη του Χρυσάνθου και της Ιεράς Συνόδου προς τον ελληνικό Στρατό και λαό κατά της κήρυξης του πολέμου της Γερμανίας κατά της Ελλάδας22.
Περισσότερο όμως η στάση του Χρυσάνθου θα είχε ενοχλήσει τα μέλη της Κυβερνήσεως Τσολάκογλου, η οποία και έμενε πλέον εκτεθειμένη ενώπιον του ελληνικού λαού για τη συνεργασία της με τους Γερμανούς.
Από τις 25 Μαΐου, τουλάχιστον, είχαν αρχίσει οι συνεννοήσεις των αντιπάλων του Αρχιεπισκόπου ιεραρχών με τον Τσολάκογλου για την παύση του Χρυσάνθου και την επαναφορά του Δαμασκηνού. Ο Τσολάκογλου, προσωπικός φίλος του Δαμασκηνού23, διέδιδε πως τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο είναι υποχρεωμένος να τον παύσει, γιατί δεν τον θέλουν οι Γερμανοί24.
Τότε ήταν που ορισμένοι φίλοι του Χρυσάνθου του συνέστησαν να πραγματοποιήσει μία, τυπική έστω, επίσκεψη στο Γερμανό Στρατάρχη Λίστ, για να επέλθει κάποια συνεννόηση και να μην εξωσθεί από το θρόνο. «θα το έκανα ευχαρίστως, απάντησε ο Χρύσανθος, αν ήμουν βέβαιος ότι η επίσκεψη δε θα έμενε χωρίς ανταπόδοση. Αδυνατώ, είπε, να εκθέσω το κύρος του πνευματικού αρχηγού της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Όταν μάλιστα του παρατήρησαν πως με την άκαμπτη στάση του διακινδυνεύει τη θέση του, απάντησε: «όχι μόνον τον θρόνον μου αλλά και την ζωήν μου είμαι έτοιμος να θυσιάσω δια το καθήκον μου»25.
Παρ' όλες αυτές τις αντικανονικές και αντεθνικές κινήσεις εναντίον του, ο Χρύσανθος δεν παύει να παρακολουθεί το δράμα του ελληνικού λαού και τις ενέργειες των κατακτητών εναντίον του Έθνους και της Εκκλησίας. Οι πληροφορίες για τη δράση των Βουλγάρων στη Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία τον ανησυχούν ιδιαίτερα. Οι Βούλγαροι υποχρέωναν τους Έλληνες ιερείς να τελούν τη θεία Λειτουργία στη βουλγαρική γλώσσα και να μνημονεύουν στις ιερές ακολουθίες την Ιερά Σύνοδο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Βουλγαρίας. Στις 2 Ιουνίου 1941 απευθύνει επιστολή διαμαρτυρίας προς τον πληρεξούσιο του Ράιχ στην Αθήνα, Άλτενμπουργκ, και ζητά να διακοπεί η πρωτοφανής αυτή ενέργεια των Βουλγάρων και να επιστρέψουν οι εκδιωχθέντες από τους Βουλγάρους μητροπολίτες Ζιχνών και Σιδηροκάστρου στις έδρες τους26.
Την ίδια ημέρα, 2 Ιουνίου, φτάνουν στον Χρύσανθο πληροφορίες ότι το «εκκλησιαστικό ζήτημα» ανέλαβε να το λύσει η Γκεστάπο. Μάλιστα ο ιερέας της γερμανικής κοινότητας στην Αθήνα Schafer θέλησε να συστήσει στη Γκεστάπο να σεβαστεί την Εκκλησία και τον Αρχιεπίσκοπο, όμως αυτοί τον διέταξαν να μην αναμιγνύεται διαφορετικά τον απείλησαν πως θα τον συλλάβουν και θα τον φυλακίσουν27.
Ήδη από τις ημέρες αυτές η Γκεστάπο και οι Έλληνες συνεργάτες της είχαν αποφασίσει τον τρόπο αποπομπής του Χρυσάνθου. Στις 18 Ιουνίου εκδόθηκε η Εφημερίς της Κυβερνήσεως με την Συντακτική Πράξη της γερμανόδουλης Κυβερνήσεως Τσολάκογλου, δια της οποίας «παύεται» ουσιαστικά ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος και καλούνται 23 αρχιερείς28 να συγκροτήσουν σώμα υπό τον τίτλο «Μείζων Σύνοδος», για να αποφασίσουν τελεσίδικα για την επαναφορά του Δαμασκηνού.
Στις 2 Ιουλίου η Σύνοδος συνεδριάζει και ο επίτροπος Πετρακάκος προτρέπει κάποιους διστακτικούς αρχιερείς να μη διστάσουν να προχωρήσουν στην αποπομπή του Χρυσάν-θου, να έχουν θάρρος και να σπεύσουν, γιατί... οι Γερμανοί βαδίζουν προς τη Μόσχα29. Η Σύνοδος αποφασίζει ομόφωνα(!) και ακυρώνει όλες τις προηγούμενες πράξεις επί Χρυσάνθου. Αποκαθιστά μάλιστα το Δαμασκηνό σαν να ήταν Αρχιεπίσκοπος από το 1938, αγνοεί δηλαδή και διαγράφει(!) ολόκληρη την αρχιεπισκοπία του Χρυσάνθου ως de jure canonico ανύπαρκτη30.
Ο Δαμασκηνός αναλαμβάνει Αρχιεπίσκοπος στις 6 Ιουλίου και ο Χρύσανθος αποσύρεται ταπεινά στο μικρό σπίτι της οδού Σουμελά στην Κυψέλη, χωρίς να προκαλέσει καμία αντίδραση στη νέα εκκλησιαστική κατάσταση, παρ' όλο που γνώριζε πως ήταν αντικανονική. Ο μεγάλος του πόνος όλο αυτό το διάστημα δεν ήταν η απώλεια του θρόνου του, την οποία άλλωστε ο ίδιος είχε προκαλέσει, μη δεχθείς να συνεργαστεί με τους Γερμανούς, πονούσε όμως και θλιβόταν βαθύτατα για τη δυστυχία του σκλαβωμένου λαού, για τις χειροτονίες πολλών αναξίων αρχιερέων, για την εγκατάλειψη των επαρχιών και του ποιμνίου τους από πολλούς, οι οποίοι «μισθωτοί και ουκ όντας ποιμένες» συγκεντρώνονταν σταδιακά στην Αθήνα. Πονούσε επίσης και από τη διάλυση πολλών έργων που είχε ο ίδιος δημιουργήσει. «Πάντα ταύτα πληρούσιν οδύνης την καρδίαν μου», έγραφε στο ημερολόγιό του31. Τη γενικότερη όμως συμπεριφορά του Χρυσάνθου στο διάστημα αυτό θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια.
Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΘΡΟΝΙΣΗ ΤΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ
Από την εκθρόνισή του και καθ' όλη τη διάρκεια της Κατοχής ο Χρύσανθος περιορίζει τις δραστηριότητές του στο μικρό οικίσκο της οδού Σουμελά 3 στην Κυψέλη, από την οποία «δεν επέτρεψεν εις εαυτόν ουδέ βήμα ποδός να εξέλθη»32, μη θέλοντας να ενοχλήσει τη νέα εκκλησιαστική και πολιτική κατάσταση. «Αποφασίζω να δοξάσω τον θεόν πάντων ένεκεν και να παραμένω παρακολουθών τους πόνους και τας ταλαιπωρίας, την πείναν και τας στερήσεις του ταλαιπώρου λαού μας και να συμπάσχω μετ' αυτού», έγραφε στο ημερολόγιό του στις 18 Ιουλίου 194133.
Στο διάστημα αυτό της Κατοχής ο Χρύσανθος πλήρωσε ακριβά την απτόητη στάση του έναντι των Γερμανών. Στερημένος από κάθε οικονομική πρόσοδο - ως σύνταξη έστω από το αξίωμα το οποίο κατείχε -ζούσε πάμπτωχος, ο αριστοκράτης αυτός, από τις γενναιοδωρίες φίλων και από φιλανθρωπίες ευσεβών χριστιανών, που δεν έπαψαν να τον σέβονται και να τον τιμούν ως Αρχιεπίσκοπο. Αναγκάστηκε, μάλιστα, όπως υπονοείται και στη διαθήκη του, να εκποιήσει και περιουσιακά του στοιχεία, όπως αρχιερατικά άμφια και βιβλία, για να εξοικονομήσει τα προς το ζην34.
Παρ' όλα αυτά, όμως, η εργασία του Χρυσάνθου στο παρασκήνιο ήταν ασταμάτητη. Ο ίδιος ποτέ δεν έπαψε να θεωρεί τον εαυτό του κανονικό αρχιεπίσκοπο, αλλά και νόμιμο εκπρόσωπο της μόνης νόμιμης ελληνικής αρχής στα χρόνια της Κατοχής, δηλαδή του εξόριστου βασιλέα Γεωργίου Β'. Και δεν ήταν φυσικά μόνο δική του εντύπωση αυτή35.
Οι περισσότερες αντιστασιακές οργανώσεις αναγνώριζαν στο πρόσωπο του Χρυσάνθου τον ανώτατο αρχηγό τους, και ζητούσαν την έγκριση του «Δεσπότη» για όλες τις αντιστασιακές τους ενέργειες36. Στην οικία της οδού Σουμελά λειτουργούσε όλο το διάστημα της κατοχής ο «ασύρματος του Δεσπότη», χωρίς να μπορούν να τον υποπτευθούν ή να τον ανακαλύψουν οι Γερμανοί που χτένιζαν την περιοχή με τα ραδιογωνιόμετρα, και με αυτόν «τον αληθώς παρά του Θεού ευλογημένον ασύρματον», κατά τον Κ. Βοβολίνη, ο Χρύσανθος ενημέρωνε την εξόριστη Κυβέρνηση και το συμμαχικό Στρατηγείο για τα όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα και έπαιρνε οδηγίες για το πως έπρεπε να δράσουν οι αντιστασιακοί. Αν φυσικά ανακάλυπταν οι Γερμανοί τον ασύρματο, αυτό θα σήμαινε άμεση θανατική εκτέλεση του Χρυσάνθου37.
Το σπίτι αυτό της Κυψέλης γίνεται τόπος συνεδριάσεως των αντιστασιακών. Ο συνταγματάρχης Μιχ. Αντωνόπουλος (Αννίβας) επιτελικό στέλεχος πολλών αντιστασιακών οργανώσεων μαρτυρεί: «Οι κατώτεροι αξιωματικοί κάνουν συνεδριάσεις στα νταμάρια του Λυκαβηττού... εμείς μαζευόμαστε στου Μητροπολίτη Χρυσάνθου»38.
Πέρα όμως από τους αξιωματικούς και τα στελέχη των αντιστασιακών οργανώσεων υπήρχαν και οι άνθρωποι του πνεύματος που έκαναν τη δική τους αντίσταση. Σ' αυτούς πλέον ο Χρύσανθος δεν επιβαλλόταν ως αρχηγός της αντίστασης από την όποια σχέση του με τις νόμιμες ελληνικές αρχές του εξωτερικού, αλλά με την προσωπικότητα του, με το γνήσιο αντιστασιακό του φρόνημα και την αδούλωτη ψυχή που είχε εξ αρχής αντιτάξει στους Γερμανούς39.
Αλλά και απλών ανθρώπων καταφύγιο ήταν ο Χρύσανθος στα δύσκολα αυτά χρόνια της Κατοχής. Ο Στ. Κανονίδης σημειώνει: «Στην Κυψέλη, πλάι στο ιερό των Αγίων Απόστολων - όπου αγαπούσε να εκκλησιάζεται ο Κωνσταντίνος Κανάρης -είχε στραφεί όλη η άλλη, η ανώνυμος αγωνιζόμενη Ελλάδα. Αυτή που έμενε πιστή στο εγερτήριο της 28ης Οκτωβρίου, στους αυθεντικούς σκοπούς και τα αυθεντικά του σύμβολα. Αθηναία δέσποινα έλεγε: Κάθε φορά - και αυτό εγίνετο τόσο συχνά - που στις καρδιές μας εστέρευαν οι πηγές των ελπίδων και μαζί με τα σώματα επήγαιναν να καμφθούν και οι ψυχές, παίρναμε το δρόμο προς την Κυψέλη. Και κάθε φορά εγυρίζαμε με τις καρδιές ανεφοδιασμένες και με στυλωμένες τις ψυχές»40.
Όλο το διάστημα της Κατοχής λοιπόν ο Χρύσανθος συνέπασχε με το λαό της Αθήνας, υπέμενε τις ίδιες στερήσεις και την ίδια φτώχεια, αλλά ήταν και το σύμβολο του αγώνα και της αντίστασης κατά των Γερμανών. Τα εκκλησιαστικά όμως πράγματα είχαν πάρει δυσάρεστη τροπή. Σε μια Αρχιεπισκοπή που όντως μοσχοβολούσε λιβάνι κατά την εποχή του Χρυσάνθου, άρχισε να συρρέει ένας «παρδαλός συρφετός σπουδαρχιδών» με την αποχώρησή του41. Η Εκκλησία άρχισε να μεταβάλλεται σε παράγοντα εξουσίας και δυνάμεως, μέσα στον οποίο εμπλέκονταν εθνικά συμφέροντα, προσωπικές φιλοδοξίες, θεσμοί, καθώς και οι αγώνες και οι αγωνίες του ελληνικού λαού.
Ό Δαμασκηνός με τον Τσολάκογλου |
Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός είχε φιλικές σχέσεις με τον Τσολάκογλου, συνεργάστηκε μαζί του, αλλά δεν ενέδιδε και στις απαιτήσεις του για ανοιχτή στήριξη της Κυβερνήσεώς του από την Εκκλησία. Όρκισε όλες τις επόμενες κατοχικές κυβερνήσεις, κρατούσε όμως εθνική αλλά και άκρως διπλωματική στάση απέναντι στους Γερμανούς.
Στις αρχές του 1944 ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός έπεσε στη δυσμένεια των Γερμανών, γιατί επιβεβαιώθηκαν οι υποψίες τους για συνεργασία του με τους κομμουνιστές. Άρχισαν λοιπόν να βολιδοσκοπούν τον Χρύσανθο, αν επιθυμεί να αποκατασταθεί στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, καθ' ότι μόνο έτσι θα μπορούσαν χωρίς μεγάλο κόστος να απαλλαγούν από τον Δαμασκηνό.
Για το θέμα αυτό γράφει ο Χρύσανθος στο ημερολόγιό του (5 Φεβρουαρίου 1944): «Ήλθον οι δύο αδελφοί Μινόπουλοι, ανεψιοί του αειμνήστου Μητροπολίτου Αθηνών κυρού Θεοκλήτου, και μοι ανακοινώνουν εμπι-στευτικώς ότι ο Δαμασκηνός περιέπεσεν εις την δυσμένεια των Γερμανών... και ότι έχουν την απόφασιν να τον παύσουν και εν ανάγκη να τον απομακρύνουν στη Γερμανίαν αρκεί μόνον να δηλώσω ότι δέχομαι να επανέλθω εις την αρχιεπισκοπήν, και αν κατ' αρχήν δεχθώ, θα έλθει ο Λογοθετόπουλος δια να συννενοηθώμεν περί των λεπτομερειών. Απάντησα ότι είναι αδύνατον να δεχθώ τοιούτον τι και αν ο Δαμασκηνός έλαβεν ανά χείρας την ψαλίδα και έσχισε τον άρραφον χιτώνα του Κυρίου, δεν είμαι εγώ, ο οποίος θα συνεχίσω το σχίσιμο προς τέρψιν των εχθρών της πατρίδος, αρεσκομένων να αναβιβάζουν και καταβιβάζουν τους Αρχιεπισκόπους κατά βούλησιν. Επομένως περιττόν να έλθει και ο Λογοθετόπουλος. Εφ' ω και απήλθον οι αδελφοί Μινόπουλοι»42.
Αυτή ήταν μέχρι τέλους η στάση του μεγάλου ιεράρχη προς τους Γερμανούς.
Καμία ωφέλεια δεν ήθελε να προκύψει για τον εαυτό του, όσο δικαιολογημένη κι' αν ήταν.
Όταν κάτι τέτοιο θα εξυπηρετούσε έστω και κατ' ελάχιστον τους κατακτητές. Οι πεποιθήσεις του για την κανονικότητα της Εκκλησίας δεν έγιναν ούτε στιγμή πρόσχημα για να επιθυμήσει λύσεις του «εκκλησιαστικού», που θα ήταν σύμφωνες με τις βουλήσεις των Γερμανών η των γερμανόδουλων κυβερνήσεων.
Η στάση και συμπεριφορά του Χρυσάνθου απέναντι στους Γερμανούς ήταν φυσικά πολύ διαφορετική απ' αυτήν του Δαμασκηνού. Το ποιος είχε δίκιο και ποιος ωφέλησε περισσότερο την Εκκλησία και το Έθνος στις δύσκολες εκείνες για όλους στιγμές δεν είναι αντικείμενο της παρούσας μελέτης. Αυτό που απομένει σ' εμάς είναι να προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε και να κατανοήσουμε τη στάση του Χρυσάνθου στα χρόνια αυτά της κατοχής και να ρίξουμε λίγο περισσότερο φως στα κίνητρα και στα ελατήρια της συμπεριφοράς του, αυτό όμως θα το επιχειρήσουμε στο επόμενο κεφάλαιο.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Π. Στάμου, σ. 38.
Ο Φίλης, δεν είναι απλά ΑΝΙΣΤΟΡΗΤΟΣ, είναι ένα ΑΘΛΙΟ πιόνι της ΝΤΠ, που προωθεί το σχέδιο αφελληνισμού, αποχριστιανισμού και ισλαμοποίησης της Ελλάδος ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΦυσικά, το εν λόγω παχύδερμο, ως μέγιστος ανθέλλην που είναι, αγνοεί παντελώς την Ψυχή του ΄Ελληνα και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να φανταστεί την "έκπληξη" που του επιφυλάσσει ο Χριστιανός Ορθόδοξος ΄Ελληνας Πατριώτης ...
Αγαπητε φιλε μια φιλικη υπόδειξη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν επιθυμεις να λαμβάνεις καθημερινα τις νέες αναρτησεις μας μπορείς να βαλεις το email σου στην δεξιά μόνιμη στηλη του ιστολογιου μας, στο πλαισιο που βρίσκεται κάτω απο τον χάρτη επισκεπτων και γραφει emai address και να πατησεις την λεξη submit.
θα λαβεις ενα email ενεργοποιησης της παρακολουθησης στο οποιο μέσα περιεχεται ενα λινκ ενεργοποίησης.
Αν το πατησεις και αποδεχθεις την παρακολουθηση θα ερχεται στο εμαιλ σου καθημερινως ενα εμαιλ με τις αναρτησεις του ιστολογιου μας καθε μερα.
Σε ευχαριστουμε