Σελίδες

19 Αυγούστου 2016

Οι Σουλιώτες: Ιστορία και αγώνες. (μέρος 2ο)

συνέχεια από το 1ο μέρος 

Σουλιώτες 

Οι κάτοικοι μιάς ορεινής περιοχής της Θεσπρωτίας με την ονομασία Σούλι. Έζησαν εκεί από τον 16ου αιώνα έως το 1822, με ένα διάλειμμα 17 ετών (1803 - 1820). Υπήρξαν σκληροτράχηλοι πολεμιστές και είναι γνωστοί για τη μακροχρόνια αντιπαράθεσή τους με την Οθωμανική εξουσία και τη συμμετοχή τους στην Επανάσταση του 1821. Οι Σουλιώτες κατοικούσαν σε 11 χωριά, σε μια περιοχή με απόκρημνους «υψηλούς και διαβόητους βράχους» (Κάλβος), που ορίζονται από δύο πασίγνωστες βουνοκορυφές, το Κούγκι και την Κιάφα. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, ήταν «κράμα Ελλήνων και εξελληνισθέντων Αλβανών». Μιλούσαν Αλβανικά και δευτερευόντως Ελληνικά. Ήταν χωρισμένοι σε 47 μεγάλες οικογένειες (φάρες), με σπουδαιότερες αυτές των Ζέρβα, Τζαβέλα, Δράκου, Δαγκλή, Κουτσονίκα, Μπότσαρη, Καραμπίνη και Νίκα.

Οι Σουλιώτες θύμιζαν λίγο - πολύ τους αρχαίους Σπαρτιάτες. Από μικροί γυμνάζονταν στα όπλα και δεν γνώριζαν τίποτε άλλο, παρά την τέχνη του πολέμου. Άλλωστε, η φτωχή γη του Σουλίου μόνο λίγα ζωντανά μπορούσε να θρέψει. Έτσι, πουλούσαν προστασία στα γύρω χωριά και συχνά επιδίδονταν σε λαφυραγωγία για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Τιμωρούσαν με θάνατο όσους παρέβαιναν τις συμφωνίες και τις ηθικές αρχές, γι' αυτό στην κλειστή κοινωνία τους ήταν κανόνας απαράβατος η αντεκδίκηση (βεντέτα). Ένα μέρος ων εσόδων τους το κατέβαλαν στο Σουλτάνο για να εξασφαλίσουν την αυτονομία τους.

Με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκαν σε μια ενοχλητική παρωνυχίδα για την Υψηλή Πύλη και μεγάλος πονοκέφαλος για τους ντόπιους αγάδες και μπέηδες, που έβλεπαν τους ανυπότακτους Σουλιώτες να οικειοποιούνται τις δραστηριότητές τους και να χάνουν μεγάλα εισοδήματα. Έτσι, από τις αρχές του 18ου αιώνα βρέθηκαν στο στόχαστρο του Σουλτάνου και της τοπικής οθωμανικής αριστοκρατίας.

Ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων ήταν αυτός που τελικά τους υπέταξε. Η πρώτη εναντίον τους εκστρατεία πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 1789 και κατέληξε σε φιάσκο. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου αναγκάσθηκε να υπογράψει συνθήκη ειρήνης με τους Σουλιώτες και να καταβάλει τους μισθούς των αρχηγών τους για την ασφάλεια της περιοχής. Αποτυχημένη ήταν και η νέα εκστρατεία του Αλή τον Ιούλιο του 1792. Τα κατάφερε με την τρίτη προσπάθεια, το 1800, όταν είχε φθάσει στην ακμή της δύναμής του, αλλά και πάλι χρειάστηκε τρία χρόνια για τους υποτάξει. Ο κλοιός έγινε ασφυκτικός για τους Σουλιώτες και στις 12 Δεκεμβρίου 1803, αναγκάσθηκαν να συνθηκολογήσουν. Ο βασικός όρος της συμφωνίας ήταν να εκκενώσουν τα χωριά τους συν γυναιξί και τέκνοις και με τον οπλισμό τους. Στις 16 Δεκεμβρίου χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες και άφησαν πίσω τους την πατρογονική γη.

Μόνο ο καλόγερος Σαμουήλ παρέμεινε στο Κούγκι με πέντε Σουλιώτες και μόλις πλησίασαν οι Τουρκοκαλβανοί έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη της Μονής του Αγίου Αθανασίου, με αποτέλεσμα να συμπαρασύρει πολλούς στο θάνατο. Ο Αλή Πασάς θεώρησε το γεγονός παρασπονδία και ζήτησε εκδίκηση.

Η πρώτη φάλαγγα με επικεφαλής τον Φώτο Τζαβέλα έφθασε στην Πάργα ασφαλής και από εκεί διεκπεραιώθηκε στην Κέρκυρα. Η δεύτερη υπό τους Μποτσαραίους με κατεύθυνση τα Άγραφα, χτυπήθηκε από τον Αλή στη Μονή του Σέλτσου (20 Απριλίου 1804), με αποτέλεσμα να υπάρξουν πολλά θύματα. Η τρίτη φάλαγγα δέχθηκε επίθεση στο Ζάλογγο (16 Δεκεμβρίου 1803). Πολλοί φονεύθηκαν, ενώ 60 γυναίκες με τα παιδιά τους χόρεψαν το «Χορό του Ζαλόγγου» και γκρεμίστηκαν στα βράχια για μην πιαστούν αιχμάλωτες. Το Μάιο του 1820 επήλθε οριστική ρήξη μεταξύ του Αλή και Σουλτάνου Μαχμούτ Β' και οι Σουλιώτες βρήκαν την ευκαιρία να επανέλθουν στα χωριά τους στις 12 Δεκεμβρίου 1820, αφού συμμάχησαν με τον πρώην εχθρό τους. Όσο ζούσε ο Αλής, οι Σουλιώτες παρέμειναν πιστοί του σύμμαχοι, αποκρούοντας τις δελεαστικές προτάσεις του Χουρσίτ Πασά, που είχε διαταχθεί από τον Σουλτάνο να εξολοθρεύσει τον ομόλογό του των Ιωαννίνων.

Όταν ο Αλής φονεύθηκε (17 Ιανουαρίου 1822), οι Σουλιώτες συνέχισαν να μάχονται τους Τούρκους υπό τον Μάρκο Μπότσαρη. Μόνο μετά τη συντριβή των επαναστατημένων Ελλήνων στη Μάχη του Πέτα (4 Ιουλίου 1822), αναγκάσθηκαν να συνθηκολογήσουν (28 Ιουλίου) και να εγκαταλείψουν και πάλι το Σούλι στις 2 Σεπτεμβρίου 1822. Διασκορπίστηκαν στον ελληνικό χώρο και προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες στον Αγώνα. Στο τέλος της Επανάστασης μόλις 200 Σουλιώτες είχαν επιζήσει.
Από τα 11 χωριά του Σουλίου, μόνο η Σαμονίβα κατοικείται σήμερα, από ανθρώπους, που δεν έχουν καμία σχέση με τους Σουλιώτες, ενώ σώζονται τα ερείπια του Κουγκίου και του φρουρίου της Κιάφας.



Το πιο χτυπητό παράδειγμα της διαφοράς ανάμεσα στον Έλληνα Αρβανίτη και στον Τουρκαλβανό, το συνειδητοποιεί κανείς με τους Σουλιώτες. Δίγλωσσοι κι εκείνοι, έδειξαν πόσο ψεύτικο είναι το επιχείρημα της αναγωγής σε μια άλλη εθνότητα με στοιχείο τη γλώσσα. Με ελληνικά ή με αρβανίτικα, τραγούδησαν και τραγουδήθηκαν τα κατορθώματά τους που τα ενέπνεε ένα και μόνο: Ή αγάπη για την ελευθερία, η ελληνική συνείδηση, το αδιαίρετο δύο με τη μία έννοια Ελλάδα. Αγεφύρωτο το χάσμα ανάμεσα σε αυτούς και τους Τουρκαλβανούς κι όχι μόνο. Και τους Λατίνους, τους Παπιστανούς, που τραγική επιβεβαίωση και το ίδιο το βόλι που σκότωσε τον πιο αγαπητό ίσως ήρωα του 1821, τον Σουλιώτη Μάρκο Μπότσαρη.


Το Δημοτικό Τραγούδι, είχε θέμα πολύ νωρίς, με τους Σουλιώτες, για ν’ ανθίσει. Από τα 1760, το κατόρθωμα του Γιώργου Κυριάκου Μπότσαρη που αργότερα θα αναδειχθεί σε πολέμαρχο, να ελευθερώσει τον Λάππα, σκοτώνοντας τη συνοδεία που τον οδήγησε στην εκτέλεση δεν πέρασε απαρατήρητο. Το συμβάν ήταν και η αρχή του πολέμου με τον Καλιό Πασά και σε επέκταση με τον Σουλτάνο. Έχουν προηγηθεί βέβαια αρκετά. Ο Χοντρομάρας, είχε στο Λάμαρη και το Λούρο δράσει, μα έχει και κατανικηθεί στα Κούρεντα, την Βαενίτην. Οι κάτοικοι έχουν καταφύγει τελικά στην περιοχή την Κωνσταντινούπολης και έχουν χτίσει το Αρναούτ-Κιοι. Από το 1758 όμως, έχει ήδη φανεί ο Αλής ο Τεπελενλής, για να συμπληρώσει συστηματικά και εν καιρώ την καταστροφή και το θανατικό Ηπειρώτικα εδάφη, που είχαν απί πριν φέρει οι λήσταρχοι της οικογένειας του, οι Μετσοϊσαίοι ή Μουσουχουσαίοι.

Πέρα από τη ληστρική του διάθεση ο Αλής είχε και ξεχωριστά ισχυρό μίσος εναντίον των Ηπειρωτών και ιδιαίτερα των χριστιανών του Χορμόβου και της Λέκλης. Αιτία η κακή μεταχείριση της μητέρας του, της Χάμκως, όταν με αρχηγό τον Τσαούς Πρίφτη (τον Παπαθύμιο Βλαχάβα) στον πόλεμο κατά των Γαρδικιωτών, που την παρέδωσε σε αυτούς, στα 1746, ο Κούρτ Πασάς του Βερατίου, αναλαμβάνει και την ασφάλεια των ληστών σε όλη την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και την Ανατολική και Δυτική Ελλάδα, και ο ιδιαίτερα επικίνδυνος Αλής με τη συμμορία του συλλαμβάνεται και οδηγείται εμπρός του. Η νεότητα όμως του Αλή από τη μία αλλά και κυρίως το ότι η Χάμκω ήταν συγγενής με τον Κούρτ, τον έσωσαν, αντί της υποσχέσεώς του πως θα πάψει τις ληστρικές του δραστηριότητες. Αυτή η διευθέτηση, επέτρεψε στον Αλή, με τη βοήθεια πάντοτε της πανέξυπνης κι εξαιρετικά προικισμένης Χάμκως, να συνεχίσει την πορεία του προς το πασαλίκι.
Χολωμένος διότι η Μάριεμ, η ωραιοτάτη κόρη του Κούρτ πασά, προτίμησε για σύζυγό της τον Ιμπραήμ Μπέη Αυλωνίτη, έσπασε τη συμφωνία με τον Κούρτ κι εξακολούθησε την απάνθρωπη ληστρική του δράση.


Στα 1764, ο Αλή καταφέρνει να νυμφευθεί την Εμινέ, κόρη του τοπάρχη του Δελβίνου Καπλάν Πασσά, ο οποίος έδρευε στο Αργυρόκαστρο. Αυτό είναι και το γεγονός που έδωσε την ευκαιρία στον Αλή να αποκτήσει βαρύτητα σαν προσωπικότητα στον χώρο της Ηπείρου.

Στην διάρκεια μιας πορείας γεμάτης φόνους, ληστείες και κάθε είδους κακοτυχίας για την Ήπειρο και Θεσσαλία, παράλληλη με εκείνην των ληστοσυμμοριών των Αλβανών που καταβασανίζουν την Πελοπόννησο από άλλους αντάξιος του Αλή Τουρκαλβανούς, ο Αλής Τεπελενλής, γίνεται τοπάρχης των Ιωαννίνων, και ενώ ήταν ήδη σατράπης της Θεσσαλίας, στα 1788. Η μεγάλη περιπέτεια, με τις ένδοξες σελίδες των Σουλιωτών έχουν ήδη αρχίσει. Στο διάστημα αυτό, Θεσσαλία και Ήπειρος έχουν γράψει και εκείνες γενικότερα τις δικές τους λαμπρές σελίδες με τα μεγάλα ονόματα των ηρώων Μπουκουβαλαίων, Ανδρίτσων κτλ που θα αναφερθούν μετά το Σούι, και κάποτε παράλληλα με αυτό με τη παρουσία του Λειβαδιώτη Λάμπροι Κατσώνη κλπ.
Η παρουσία του Αλή στον χώρο των Ιωαννίνων, που δεν έπαψε να είναι ποτέ να είναι εξαιρετικά επικίνδυνη για το Ελληνικό στοιχείο, κινητοποίησε τους Σουλιώτες. Από την άλλη μεριά, η ανάμιξη της Ρωσσίας στον χώρο της Ελλάδος και οι ελπίδες, όσο και η διάψευση τους, αναστάτωναν περισσότερο τα πράγματα.


Στα 1792, ο Αλής αποφάσισε να απαλλαγεί από τον κίνδυνο που λεγόταν Σούλι. Εξεστράτευσε ο ίδιος επί κεφαλής εναντίον τους, εντελώς απροσδόκητα, αλλά οι Σουλιώτες αν και ανέτοιμοι, τον κατατρόπωσαν.

Η μεγάλη σύγκρουση έχει αρχίσει με νικητές των δέκα χιλιάδων Αλβανών και άλλων μισθοφόρων του Αλή, τους Σουλιώτες και το Δημοτικό Τραγούδι θα ανοίξει τα φτερά του να σκεπάσει και να διαφυλάξει στους επερχόμενους αιώνες τη δόξα αυτής της απρόσμενης και ηρωικότατης νίκης. Άντρες και γυναίκες έχουν πραγματοποιήσει το Σουλιώτικο θαύμα, το θαύμα της Ελληνικής Αρβανιτιάς. Δρακαίοι, Τζαβελαίοι, Κουτσονικαίοι, Μποτσαραίοι κλπ, όλοι “παιδιά Σουλιώτικα παιδιά Σουλιωτοπαίδια”, ενθουσιάζουν με τις νίκες τους εναντίον των Μουχτάρη, Σελιχτάρη, του περίφημου “αρνησίχριστου” Ιταλού της υπηρεσίας του Αλή, Μέτσο Μπόνου. Και τραγουδιούνται με ότι ωραιότερο από την ποιητική, τη μελωδική φλέβα του ελληνικοί και ιδιαίτερα του Ηπειρώτικου.

Τρία πουλάκια κάθονταν στον Άη Λιά στη ράχη
το ‘να τηρεί τα Γιάννινα, τ’ άλλο το Κακοσούλι
το τρίτο το καλύτερο μυρολογά και λέει:
“Αρβανιτιά μαζώχτηκε, πάγει στο κακοσούλι.
Τρία μπαϊράκια κίνησαν τα τρία αράδα αράδα.
Το να ‘ναι του Μουχτάρ Πασά, τ’ άλλο του Μετσομπόνου
το τρίτο το καλύτερο είναι του Σελιχτάρη.
Μια παπαδιά τ’ αγνάντεψε από ψηλή ραχούλα.
“Πού είστε παιδιά του Μπότσαρη, παιδιά του Κουτσονίκα
Αρβανιτια μας πλάκωσε, θέλει να μας σκλαβώσει
στο Τεπελένι να μας πάει ν’ αλλάξουμε την πίστη.
Ο Κουτσονίκας χούγιαξε από τον Αβαρίκο.
“Μην το φοβάσαι παπαδιά, στο νου σου μη το βάνεις
τώρα να δεις τον πόλεμο, τα κλέφτικα ντουφέκια
πως πολεμούν η κλεφτουριά κι αυτοί οι Κακοσουλιώτες”.
Το λόγο δεν απόσωσε τη συντυχιά δεν είπε
να δεις τους Τούρκους κι έφευγαν πεζούρα και καβάλα.
Άλλοι έφευγαν κι άλλοι έλεγαν “Πασά μ’ ανάθεμά σε.
Μέγα κακό μας ήφερες τούτο το καλοκαίρι
εχάλασες τόση Τουρκιά, σπαήδες κι Αρβανίτες”.
κι ο Μπότσαρης εφώναξε με το σπαθί στο χέρι¨
¨Έλα πασά τι κάκιωσες και φεύγεις με μεντζίλι!
Γύρνα εδώ στον τόπο μας στην έρημη τη Κιάφα
εδώ να στήσεις το θρονί σου να γίνεις και σουλτάνος”.


Στο τραγούδι ετούτο, η ειρωνεία είναι όσο το δυνατόν πιο σαφής, απλή και καυστική. Έτσι αισθάνονταν οι Σουλιώτες και γι’ αυτό στις παραλλαγές, τα λόγια της πρόσκλησης δεν τα λέει μόνον η Μόσχω Τζαβέλα αλλά και η γλυκύτατη Χάϊδω που “πολεμάει μοναχή της”, “και το σπαθί της ντιμισκί το βγάζει και ξορμάει”. Η Χάϊδω, που ο Φώτος Τζαβέλας, ατρόμητος όμηρος στα χέρια του Αλή, γράφει γι’ αυτήν στη Μόσχω που της φιλά το χέρι. “Μάνα πολλά σε προσκυνώ και σου φιλώ τα χέρια / στη Χάϊδω χαιρετίσματα και τη φιλώ στα μάτια / τον πόλεμο μην πάψετε τη μέρα και τη νύχτα”. Και η αρχοντοπούλα η Χάϊδω, κόρη του Γιαννάκη Σέχου, γνώριζε πολύ καλά μέσα στο υπέροχο κλίμα του σεβασμού και της τρυφερότητας να πολεμά ακόμη και μονάχη της άφοβα με τ’ ασημένια άρματά της. Σπάνια τόσο συνοπτικοί στίχοι δίνουν το κλίμα της ζωής που κυλά ανάμεσα στον σεβασμό για τη μάνα, την αγάπη και τη περιφρόνηση στο θάνατο. Μια ευγένεια αισθημάτων κι εκφράσεων μοναδική, ήλιος μέσα στο αιματοκύλισμα. 

ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ (1897)

Εφώναξε μια παπαδιά μές απ’ τον Αβαρίκο.
Πού ‘στε του Λάμπρου τα παιδιά; πού ‘στε οι Μποτσαραίοι;
Πολλή μαυρίλλα πλάκωσε, πεζούρα και καβάλα.
Δεν είναι μιά, δεν είναι δυό, δεν είναι τρείς και πέντε.
Είναι χιλιάδες δεκαοχτώ, χιλιάδες δεκαννέα.
Ας έρτουν πόλεμο να διούν και Σουλιωτών τουφέκια,
Να μάθουν Λάμπρου το σπαθί, Μπότσαρη το τουφέκι,
Τ’ άρματα των Σουλιώτισσών, της ξακουσμένης Χάϊδως.
Ο πόλεμος αρχίνησε κι’ άναψαν τα τουφέκια,
Τον Ζέρβα και τον Μπότσαρη εφώναξ’ ο Τζαβέλας.
“Παιδιά σταθήτε στο κουντρί, βαστάτε το λιθάρι.
Γιατ’ είν’ οι Τούρκ’ αμέτρητοι και λίγ’ είν’ οι Σουλιώτες”.
“Μωρές τι σκιάζεστε παιδιά, Τζαβέλας ματαλέγει.
Ακόμα τους φυλάγομε του σκλύλους τσ’ Αρβανίτες;”.
Πιάνουν και σπάνουν όλοι τους ταίς θήκαις των σπαθιών τους.
Τους Τούρκους βάνουνε μπροστά, τους βάνουν σαν κριάρια,
Βελή πασάς τους φώναζε να μη γυρνούν ταίς πλάταις,
Κ’ εκείνοι τ’ αποκρίνονταν, πετώντας τα τουφέκια.
“Δεν είν’ εδώ Δέλβινο, δεν είναι το Βιδίνι.
Είναι το Σούλι τ’ ακουστό, στον κόσμο ξακουσμένο,
Είναι του Λάμπρου το σπαθί, τουρκοματωμένο,
πούκαμε την Αρβανιτιά κι όλη φορεί τα μαύρα
κλαίγουν μονάδες για παιδιά γυναίκες για τους άντρες. 


ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΕΣ
 

Τρία μπαϊράκια στήσανε στους Αϊ Λιά τη ράχη
τόνα είναι του Μουχτάρ Πασά, τ’ άλλο του Σελιχτάρη
το τρίτο το καλύτερο ήταν του Μήτσο Μπόνου.
Κατά το Σούλι πήγαιναν, κατά το Βουλγαρέλι
στα δόντια σέρνουν τα σπαθιά, στα χέρια τα ντουφέκια.
Μια παπαδιά τους χούγιαξε μια παπαδιά τους λέει:
Πού πάς μωρέ Μουχτάρ Πασά και σύ μπρέ Σελιχτάρη,
Εδώ δεν είν’ το Χόρμοβο να κάψεις να σκοτώσεις.
Εδώ ‘ν το Σούλι το κακό κι αντρεία παλληκάρια.
Σέρνουν φυσέκια στην ποδιά και πέτρες στο μαντήλι
που πολεμούν μωρά παιδιά, γυναίκες σαν τους άντρες.
Πίσω μωρέ Μουχτάρ Πασά, και σύ μπρέ Σελιχτάρη
μή χάσετε τα κεφάλια σας κι όλο το στρατεμά σας.
Κι ο πόλεμος αρχίνησε… 


Κατερίνα Μπότσαρη
ΤΗΣ ΤΖΑΒΕΛΑΙΝΑΣ 

Στα μέσα στην Τσερίτσανη, στην άκρ’ από το Σούλι
Μπουλουκπασάδες κάθονται ψηλά στο Παλαιοκλήσι
κι εκκύταζαν τον πόλεμο που κάμναν οι Σουλιώτες.
Πως πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες σάν τούς άντρες.
Κι ο Κουτσονίκας φώναξεν από το μετερίζι:
“Παιδιά σταθήτε στέρεα. Σταθήτε αντρειωμένα.
Ότ’ έρχεται Μουχτάρ Πασάς με δώδεκα χιλιάδες.
Και ύστερα εγύριζε το λόγο προς τους Τούρκους.
Πού πας Μουχτάρ τ’ Αλή Πασά, Πού πάεις παλιολίαπη.
Δεν είν’ εδώ το Χόρμοβο, δεν είν’ ο Αϊ Βασίλης
να πάρεις σκλάβους τα παιδιά, να πάρεις τις γυναίκες.
Είναι το Σούλι το κακό, στον κόσμο ξακουσμένο
που πολεμά Τζαβέλαινα με το παιδί στο κόρφο.
Βαστά φυσέκια στην ποδιά και το σπαθί στο χέρι
και με ντουφέκι σινανέ εμπρός απ’ όλους πάει.


Ένα πουλάκι κάθονταν απάνω στο γεφύρι
μοιρολογούσε κι έλεγε, τ’ Αλή Πασά του λέει:
Δεν είναι εδώ τα Γιάννινα να φτιάσεις συντριβάνια
δεν είναι μήτε η Πρέβεζα πόκαμες παλιομέρι
μόν’ είν’ το Σούλι ξακουστό, το Σούλι ξακουσμένο
που πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες και κορίτσα
που πολεμάει Τζαβέλαινα με το παιδί στον κόρφο.
Στο ‘να της χέρι το σπαθί και στ’ άλλο το ντουφέκι
και τα φυσέκια στην ποδιά, τα βόλια μέσ’ της ζάβες.


Κοπέλες ‘πο τα Γιάννινα, νυφάδες ‘πο το Σούλι
τα μαύρα να φορέσετε στα μαύρα να ντυθήτε.
Το Σούλι θα χαρατσωθή, χαράτσι θα πληρώσει.
Τζαβέλαινα σαν τ’ άκουσε βαριά της κακοφάνη.
Παίρνει και ζώνει το σπαθί και βάνει το τουφέκι.
Παίρνει μολύβια στην ποδιά, στερνάρια στο ζωνάρι
και κάνει δίπλα τα βουνά δίπλα τα κορφοβούνια.
Άστε παιδιά Σουλιώτικα, παιδιά Σουλιωτοπαίδια.


Από το 1800-1803, γίνεται ο δεύτερος μεγάλος και πικρός κύκλος του Σουλιώτικου ηρωϊσμού. Ο Αλής συνάζει 12.000 Τουρκαλβανούς και επικεφαλής τους, εκστρατεύει και πάλι εναντίον των Σουλιωτών και για μιά ακόμη φορά δεν καταφέρνε τίποτε περισσότερο από το να βασανίσει τους Σουλιώτες και να φύγει άπρακτος, πολλές φορές έως την εκπόρθηση.

Στο διάστημα αυτό των τεσσάρων χρόνων, γράφονται και οι πιο λαμπρές αλλά και πιο αιματοβαμμένες σελίδες με τον Σαμουήλ στο στο Κούγκι, τον χορό του θανάτου στο Ζάλογγο, τη Δέσπω του Μπότση, τη Χάϊδω εκείνη την κοπέλα με το απαράμιλλο συνταίριασμα της γλυκύτητας και του ατρόμητου θάρρους, η Λένη του Μπότσαρη η αδερφή του Μάρκου και η Λένη του Μπότση η αδερφή του Νότη όπως λέγονται σε σύγχυση στα τραγούδια για την κόρη του Κίτσου και την κόρη του Νότη που σκοτώθηκαν κι αυτές όπως τα αδέρφια τους Γιάννης και Γιάννης.

Το μεγάλο αυτό έπος το πολεμικό δεν μπορούσε να μην είναι και τραγούδι που βγήκε από τη ψυχή του Λαού

Σηκώνεται ο Αλή Πασάς και λέει στους πασάδες:
“Θέλω το Σούλι να χαθή μαζί με τα χωριά του.
Θέλω και τα κορίτσια τους σε τούρκικα χαρέμια.
Θέλω και τα παιδάκια τους όλα να τα τουρκέψουν.
Θέλω το Νότη Μπότσαρη ραγιάς μου να μου γένη”.
Ο Γέρο Νότης τόμαθε και κάνει το σταυρό του
και τα χωριά μαζεύτηκαν πατέρα τον φωνάζουν.
Σαν άναψε ο πόλεμος κι άρχισε το ντουφέκι
τους Τούρκους βάλανε μπροστά σαν γίδια σαν κριάρια.


Αν οι άντρες του Σουλίου δοξάστηκαν και δόξασαν μαζί την ανδρεία και τον ηρωϊσμό, οι γυναίκες διάψευσαν αυτό που λέγεται γυναικεία αδυναμία και δειλία.

Η Μόσχω Τζαβέλα η γυναίκα του Λάμπρου, εκείνη η συνετή και ηρωϊκή γυναίκα έχει δείξει κιόλας ποιά είναι η Σουλιώτισσα στη αντίσταση του 1792. Μα και όλες όσες ακολουθούν τις καπτενάνισσες, δείχνουν και αυτές με το δικό τους τρόπο τι είναι ο ηρωϊσμός. Αν δεν φτάνουν στην πολεμική δεινότητα τις καπετάνισσες, τις φτάνουν στο θάρρος απέναντι στους εχθρούς, στο ψυχικό σθένος της επιλογής “Θάνατος και όχι σκλαβιά”. Και θα διαλέξουν το θάνατο άλλοτε κλεισμένες σ’ ένα πύργο, άλλοτε κυνηγημένες, κι άλλοτε θα τον προτιμήσουν τραγουδώντας και χορεύοντας στον γκρεμό του Ζαλόγγου. Τα τραγούδια που ακολουθούν είναι η ιστορία τους. Υπάρχουν όμως και μερικά που δεν τραγουδήθηκαν.

Ο ηρωϊκός θάνατος της Λένης του Μπότσαρη της κόρης του Νότη. Περιγράφεται σαν ξανθή, λυγερή και είναι μόλις είκοσι ετών. Πρώτη στο σημάδι και στο σπαθί, πολεμάει κάτω από την αρχηγία της Χριστίνας Μπότσαρη, με τετρακόσιες άλλες γυναίκες. Όταν οι Τουρκαλβανοί πλησιάζουν οι διακόσιες ορμούν και χάνονται μέσα στα νερά του Αχελώου. Η Λένη τρέχει και πολεμάει αδιάκοπα. Βρίσκεται εμπρός στον πληγωμένο πατέρα της που ξεψυχά. Τον ρωτά τι να κάνει, κι εκείνος της απαντά ήρεμα: “Ή ώρα σου ήλθε κόρη μου να σκοτωθής”. Πάντα πολεμώντας, φτάνει στη ν υψηλή όχθη του ποταμού, στο “πήδημα της Ελένης” όπως λέγεται από τότε. Ένας Τουρκαλβανός, θαμπωμένος από την ομορφιά της, προσπαθεί να την αιχμαλωτίσει. Ορμάει επάνω του και πέφτει μαζί του στα ορμητικά νερά, τελειώνοντας έτσι τη ζωή της. Όσοι περνούν από εκεί, πετούν μια πέτρα μέσα στο ποτάμι λέγοντας: Θεός σχωρές την καπετάν Ελένη. Ο χορός του Ζαλόγγου έχει προηγηθή. Τόσα έγιναν και δεν τραγουδήθηκαν. Όσα όμως τραγουδήθηκαν είναι απλώς αντιπροσωπευτικά. Ίσως και άλλα να υπήρχαν μα δεν σώθηκαν. Αυτά που έφτασαν έως εμάς είναι αρκετά για να δείξουν το κλίμα που επικρατούσε στο Σούλι, ποίες ήσαν οι Ελληνοαρβανίτισσες Σουλιώτισσες και ποιοί οι Τουρκαλβανοί.

ΤΗΣ ΔΕΣΠΩΣ ΜΠΟΤΣΗ 

Αχός βαρύς ακούγεται πολλά ντουφέκια πέφτουν.
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, ουδέ σε χαροκόπο.
Αρβανιτιά σε πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο.
Γιώργαινα ρίξε τ’ άρματα, δεν είν’ εδώ το Σούλι
εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανιτών.
Το Σούλι κι αν προσκύνησε κι αν τούρκεψεν η Κιάφα
η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκανε δεν κάνει.
Δαυλί στο χέρι άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει:
Σκάβες Τούρκων μη ζήσουμε, παιδιά μ’ μαζί μου ελάτε.
Και τα φουσέκια ανάψανε κι όλοι φωτιά γενήκαν. 


ΤΗΣ ΛΕΝΗΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗ 

Όλες οι καπετάνισσες από το Κακοσούλι
σκλαβώθηκαν οι ορφανές σκλαβώθηκαν οι μαύρες
κ’ η Λένη δεν σκλαβώθηκε η αδερφή του Νότη
μόν πήρε διπλά τα βουνά , διπλά τα κορφοβούνια
κι εφτά Τούρκοι την κυνηγάν όλο τσοχανταραίοι.
Τούρκοι για να μην παιδεύεστε μην έρχεστε σιμά μου
τι εγώ είμ’ η Λέν του Μπότσαρη, η αδελφή του Νότη
σέρνω φουσέκια στην ποδιά και βόλια στις μπαλάσκες.
Κόρη, για ρίξε τ’ άρματα, γλίτωσε τη ζωή σου.
Τι λέτε βρέ παλιότουρκοι και σείς παλιαρβανίτες.
Σαν άντρας εξεσπάθωσε και τρέχει προς τους Τούρκους,
τους τρείς τους επελέκησε τους άλλους κυνηγάει.


Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη
Το 1803, είναι η χρονιά της συντέλειας. Το Σούλι με τις τόσες θυσίες και τους ακόμη περισσότερους ηρωϊσμούς πέφτει. Το τραγούδι τώρα πια ένας θρήνος. Ένας Ηπειρώτικος θρήνος ένα μοιρολόι που μέσα στη λιτότητά του τα λέει όλα. Τον πόνο της καταστροφής. Την ανυποχώρητη κραυγή “Θάνατος ή λευτεριά”. Οι γυναίκες προτιμούν το Ζάλογγο, ο Σαμουήλ την ολοκαυτωματική ανατίναξη:

Έχει γεια καημένε κόσμε
έχει γεια γλυκιά ζωή
και συ δύστυχη πατρίδα
έχει γεια παντοτινή.
Στη στεριά δε ζει ψάρι
ούτε ανθός στην αμμουδιά
κι οι Σουλιώτισσες δε ζούνε
δίχως την ελευθεριά.
Σά να παν σε πανηγύρι
μ’ ανθισμένη πασχαλιά
μέσ’ τον Άδη κατεβαίνουν
με τραγούδια με χαρά.
Έχετε γεια βρυσούλες
λόγγοι, βουνά, ραχούλες.


Ένα πουλάκι ξέβγαινε ψηλά από το Σούλι
Παργιώτες το ρωτήσανε, Παργιώτες το ρωτάνε:
“Πουλάκι πούθεν έρχεσαι, πουλί μου που πηγαίνεις;”.
“Από το Σούλι έρχομαι και στη Φραγκιά πηγαίνω”.
“Πουλάκι πές μας τίποτε, κανά καλό μαντάτο”.
“Αχ τί μαντάτο να σας πω, τί να σας μολογήσω;
Πήραν το Σούλι πήρανε, πήραν τον Αβαρίκον
πήραν την Κιάφα την κακή, επήραν και το Κούγκι
κι έκαψαν τον Καλόγερο με τέσσερις νομάτους.


Άλλος ένας “λόγος στη Φραγκιά”, κι άλλη μια κώφευση στο μαρτύριο των Χριστιανών. Όχι όμως και σταματημό του αγώνα. Η υπόλοιπη Ελλάδα, η πατρίδα, είναι σκλαβωμένη, και πάντα μάχεται. Το Μεσολόγγι περιμένει κι οι Σουλιώτες, όσοι απέμειναν δεν μπορούν να επαναπαυθούν στο θρήνο. Σ’ ένα τραγούδι αρβανίτικο διαμαρτύρονται για απραξία:

Αχ βρε Κίτσο Τζαβέλα / πως μας έκανες με καπέλα (Χάϊ βρέ Κίτσο Τζαβέλα / σέτσ νά μπέρε με καπέλα), όταν βρίσκονται στην Κέρκυρα. Σκορπίζονται στη νησιά στη στεριανή Ελλάδα και πολεμούν μέχρι το θάνατο. Συχνά τους βρίσκουμε στο πλάι, ή αρχηγούς άλλων αγωνιστών. Μα πιο πολύ και πιο συγκινητικά ίσως, στο Μεσολόγγι με το Μάρκο, να σκοτώνεται, το Νότη να θρηνεί. 

Πηγή 
το είδαμε ΕΔΩ   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).

Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.

Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.