Σελίδες

17 Αυγούστου 2016

Τον εαυτό του παιδί απ’ το χέρι κρατάει. (μέρος 2ο)

συνέχεια από το 1ο μερος

Γράφει ο Μάκης Μάκκας

Η πρώτη μου εικόνα είναι τόσο έντονη... Το πράσινο που είναι  παντού, τα παλιά προσφυγικά, καλοδιατηρημένα σπίτια που δίνουν  την αίσθηση της παλιάς συνοικίας, όμορφες μυρωδιές και κυρίως, άνθρωποι ευδιάθετοι που απολάμβαναν την ζωή τους. 

Με τα μικρά κτίσματα και τους ασβεστωμένους τοίχους, τις μικρές αυλές, τα δυο μικρά δωμάτια που εξυπηρετούσαν μια ολόκληρη οικογένεια. Βράδια καλοκαιριού, όταν σχόλαγαν τα υφαντομάγαζα και τα κλωστήρια, άναβαν φωτιές στα ταβερνάκια - ψησταριές και γέμιζε η γειτονιά από τις μυρωδιές από τα εδέσματα της πολιτικής κουζίνας και την ρετσίνα.

Όταν το βράδυ στους προσφυγικές γειτονιές άναβε το ηλεκτρικός και στα σπίτια οι λάμπες, πίσω από τα παράθυρα, τα χωρίς παντζούρια, μ' ένα κουρτινάκι μόνο, που ο ρόλος του ήταν περισσότερο να στολίσει παρά να κρύψει τη ζωή του σπιτιού, έβλεπες τους ανθρώπους γύρω στο τραπέζι να τρώνε.

Υπήρχε λαϊκή αγορά και πηγαίνανε εκεί οι γυναίκες και κουβαλάγανε πράγματα, μάλιστα η χαρά μου σαν παιδάκι ήταν να με πάρουν στη λαϊκή αγορά, διασκέδαζα πάρα πολύ. Στην εποχή εκείνη , όλα ήταν κοινωνικός στίβος: δρόμοι, πλατείες, μαγαζιά, αλάνες…

Κάνω μια στάση στην εξερευνητική βόλτα, στέκομαι στο μικρό παρκάκι. Εκεί έδιναν κάθε απόγευμα ραντεβού οι γείτονες. Είναι και αυτά τα πεζουλάκια στα πεζοδρόμια που λειτουργούσαν ψυχοθαραπευτικά και σκέφτομαι πόσα σπίτια άραγε να κράτησαν ανοιχτά,  αλλά και πόσες ζωές έσωσαν..

Θυμάμαι βραδιές το  καλοκαίρι, φθινόπωρο, γυναίκες και άνδρες στις γειτονιές έπιαναν τα πεζούλια και ζεστή ανθρώπινη κουβέντα γεμάτη κατανόηση και ενθάρρυνση, βγάζοντας από μέσα τους, όσα τους βάρυναν, τα αβάσταχτα παράπονα, δυσκολίες, χάρες, λύπες, ευτυχίες.. και ύστερα όταν νύχτωνε για τα καλά ελαφρότεροι πλέον από έννοιες και βάσανα τράβαγαν συμφιλιωμένοι με τις αγωνίες και τους φόβους για το νοικοκυριό τους. 

Οι άνθρωποι τα χρόνια εκείνα μετείχαν και φροντίζαν κατά ένα τρόπο τη δυστυχία των  άλλων, και  μαθαίναν να διαχειρίζονται και τις δικές τους δυσκολίες.

Η πληθώρα των εντυπώσεων και αισθημάτων με γονατίζει... 

Αρχές της δεκαετίας '70 είχαν έρθει οι συγγενείς μου σταδιακά ο ένας μετά τον άλλο μέτοικοι στην Νέα Ιωνία, από παιδιά κτηνοτρόφων και γεωργών, μετατράπηκαν με ταχύτητα και σε χρόνο ρεκόρ σε βιομηχανικούς εργάτες και τεχνίτες στην οικοδομή.

Το σίγουρο ήταν ότι υπήρχε δουλειά σχεδόν για όλους. Θυμάμαι σε εορτές και διακοπές να κατεβαίνω με τον ηλεκτρικό με τον πατέρα μου πρωί πρωί πριν ξημερώσει, στην πλατεία Κοτζιά, Ομόνοια, Μεταξουργείο στα καφενεία ή και στα πεζοδρόμια που μαζί με τους άλλους οικοδόμους με τις ταβανόβουρτσες υψωμενές, τους κανναβινους σάκους αναζητούσαν εργασία.

Μάλιστα, εργολάβοι ή νοικοκυραίοι που έχτιζαν και ήθελαν να συγκροτήσουν συνεργείο, έφθαναν την ίδια ώρα και συμφωνούσαν μεροκάματο και αμοιβή κλείνοντας όσους από τους οικοδόμους χρειαζόντουσαν.

Η Ελλάδα πρέπει να αισθάνεται ευγνώμων προς αυτή την γενιά που την "έχτισε" σε γιαπιά και εργοστάσια. Καταπίνω χιλιόμετρα, περπατώ με τις ώρες.

Με τρελαίνουν οι εναλλασσόμενες οπτικές παραστάσεις .. Υπάρχει μια συνεχή εσωτερική ροή, από εικόνες, αναμνήσεις, ιδέες, που και να κλείσω τα μάτια μου δεν τις ελέγχω.

Δημιουργική φαντασία μα κυρίως επίμονο χάζι. Μα προπαντός πολύ έντονα ασκημένη παρατηρητικότητα. «Φωτογραφίζω» όλα τα στοιχεία του περιβάλλοντος, όπου κι αν βρίσκομαι, και «παγιδεύω», φυλακίζω μέσα μου όσα μ’ εντυπωσιάζουν.

Το σχολείο ανακαινίστηκε από το σεισμό του ’99 και δεν το αναγνώρισα.
Μου φάνηκε κάπως μικρό, τότε ήταν τεράστιο στα πόδια μου και τη ματιά μου. Διαπιστώνω με χαρά, ότι πολλές από τις τότε νεόδμητες πολυκατοικίες της δεκαετίας 80-85 που χωνόμουν στις αγκαλιές τους, στις πιλοτές τους και έπαιζα μπάλα και κρυφτό, διατηρούνται ακόμη όμορφες και περιποιημένες, σαραντάρες πλέον, με τα στολίδια τους (γλάστρες- φυτά) στα μπαλκόνια, αληθινές κούκλες.

Φυσικά ανάμεσα τους στριμωγμένα , αμίλητα και δίχως να βγάζουν κουβέντα υπήρχαν και τα μικρά παλιά σπίτια που έχουν αυλές και κάμαρες γύρω-γύρω.

Σε μια από αυτές την πιο οικεία, γνώριμη στάθηκα και κοίταξα με προσοχή διερευνητικά γύρω μου. Χάθηκε στο χρόνο η σκέψη μου, έκλεισα τα μάτια και αυτόματα ήρθαν μπροστά μου εικόνες και οι ήχοι από τα ανέμελα σαββατιάτικα πρωινά, με τις ατέλειωτες ώρες ποδόσφαιρο, τα νυχτερινά κυνηγητά και πλάκες που στήναμε. Τα σκασμένα μεσημέρια με το ραδιόφωνο καρφωμένο στην ΕΡΑ και όλες τις συσκευές στην διαπασών, συντονισμένες στις αθλητικές μεταδόσεις του Άκη Παναγιωτόπουλου και του Λευτέρη Σαρελάκου, να περιγράφουν με μοναδική ένταση και πάθος τις σχεδόν πολεμικές αναμετρήσεις της ομάδας της προσφυγιάς.

Ολόγυρα στα μπαλκόνια αλλά και τις αυλές γονείς και γείτονες με σοβρακοφάνελα, ανοιχτό τρανζίστορ και φραπέ στο τραπεζάκι να τσεκάρουν όλο ζοχάδα και αναθεματισμούς τα δελτία του ΠΡΟ-ΠΟ. Σήκωσα ψηλά το βλέμμα στον τελευταίο όροφο.

Βλέπω δυο άνδρες 35- 40 και μια νεότερη κοπέλα, ασυναίσθητα βγάζω μια φωνή "Βαγγέλη" ... "Έλα ποιος;" μου απαντάει ένας γεροδεμένος με πλούσιο μακρύ μαλλί και μούσι -Έμενε εδώ στην γειτονιά πριν πολλά χρόνια σχεδόν τριάντα- Του απαντώ ...Ποιος επανέρχεται;

Ο Μάκης του φωνάζω...  Τότε ξαφνιασμένος , σχεδόν έκπληκτος, αρχικά με ηχηρή απορία και στην συνεχεία με ενθουσιασμό μου φωνάζει "που είσαι εσύ ρε φιλέ; έλα επάνω".

Μπαίνω στην είσοδο, στέκομαι στα πόδια της πολυκατοικίας στα "φιλόξενα και οικία σκαλοπάτια της, και αναρωτιέμαι "πόσες φορές αλήθεια δεν λούφαξα σε αυτά, δεν με προφύλαξαν, περιμένοντας να ξημερώσει για να μου ανοίξει ο Βαγγέλης"...

Ήμουν βλέπεις  φευγάτος- σκαστός από το σπίτι μέσα στην νύχτα μετά από ένα συνήθη οικογενειακό καυγά.  Αισθανόμουν ορισμένες φορές την πίεση να κυλάει μέσα μου, να εισπράττω την επιβαρυντική στάση ότι και οι μεγάλοι δεν έχουν σταθερή βάση ύπαρξης φυσική και ψυχολογική ώστε να σου παράσχουν στα προστασία, αποδοχή και καθοδήγηση, ενώ ζούσες σε έναν κόσμο μεγάλων που δεν ήταν προστατευτικός αλλά απειλητικός.

Ζούσα συχνά τη συμπαιγνία φαντασίας και πραγματικότητας, να βλέπεις και να ζεις τους χειρότερους φόβους να γίνονται πραγματικότητα, χωρίς μάλιστα να σου εγγυάται κάνεις ότι δεν θα επαναληφθεί. Να γίνονται βιωμένες εμπειρίες, οι χειρότερες φαντασιώσεις, να αισθάνεσαι να σε κατακλύζουν δυο ακραία βιώματα για το παιδικό μυαλό.

Η απειλή και αγωνία για την απώλεια και εγκατάλειψη ενός προσώπου που για την παιδική ψυχή και το μυαλό ήταν ο εκπρόσωπος του κόσμου στη ζωή.

Για έμενα το πρόσωπο αυτό ήταν της μάνας, από τη δική της αγάπη και φροντίδα εξαρτιόμουν απολύτως σε εκείνη την ηλικία. Στα μάτια της κοιτούσα απεγνωσμένα το ζωοδότη μήνυμα ότι ο «κόσμος των μεγάλων» ήθελε να έρθω στην ζωή, είναι μαζί μου και έφτιαξε μια θέση για μένα (Ήμουν ένα παιδί μόλις 10 ετών τρομερά άγραφο και νωπό, για μια ακόμη εμπειρία τραυματική, σφουγγάρι και όλα αυτά τα βιώματα με περιέχουν. Τόσα χρόνια έστω και σχετικά δύσκολα κατάφερα να κλειδώσω σε κουτιά τόσα πράγματα, ώστε να μην θυμάμαι... ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Μόνο τον πόνο δεν κατάφερα να κλείσω σε κουτιά.

Αυτό με ακολούθησε. Χτυπώ την πόρτα, θαρρώ πιο δυνατά ακούγονταν ο χτύπος της καρδίας μου, ο Βαγγέλης με ένα πλατύ χαμόγελο με υποδέχεται που είσαι εσύ ρε φίλε; Χάθηκες μου λέει, τόσα χρόνια σιγή ασυρμάτου - ένα βήμα πριν σου φέρουν πακέτο έφτασα του είπα χαμογελώντας 
-"Σε μελετούσα όλα αυτά τα χρόνια με την μάνα μου και τις αδέρφες μου", μου ψιθυρίζει.
Τον άκουγα αμίλητος μισοδακρυσμένος και έκπληκτος γιατί όχι μόνο με θυμόνταν καθαρά αλλά μου εξιστορούσε και λεπτομέρειες από τον κοινό παιδικό μας βίο. Τόσες, που ξεπερνούσε και έμενα που παινεύομαι για την γερή μου μνήμη.

Δεκάδες οι διηγήσεις για ομηρικές ποδοσφαιρικές μάχες που στηθήκαν σε αυλές εργοστασίων, νταμάρια και προαύλια εκκλησιών και σχολείων.   Τα λόγια του Βαγγέλη, γιατί μου είχε πει πολλά, ξύπνησαν μέσα μου αλλοτινές επαφές και συναντήσεις απ' την παλιά γειτονιά.

Ήμουν παρών μόνο στις διηγήσεις.
Εξήγειραν ζωηρές εντυπώσεις, την πληγή απ' τις πρώτες εντυπώσεις της οικογένειας.
Όλα όσα ακούω περνούν σαν τρέιλερ μπροστά μου ..
Για τα παιχνίδια μας στο άλσος Νέας Φιλαδέλφειας που ήταν μια όαση στην περιοχή.
Πηγαίναμε πιτσιρίκια πολύ συχνά βόλτα με τα πόδια ή για ποδήλατο και το καλοκαίρι στο θερινό σινεμά που βρίσκονταν μέσα στο άλσος.

Ήταν ακόμα όμορφο, γεμάτο πεύκα και αγριολούλουδα, πουλιά και την λιμνούλα με τις πάπιες και τον ανεμόμυλο...

Μας καθήλωνε ο παλιός ζωολογικός κήπος. Κάθε Πρωτομαγιά κατά μήκος του άλσους νέα Φιλαδέλφεια είχε ένα μεγάλο πανηγύρι - παζάρι  για τρεις μέρες νομίζω, χανόμουν στους πάγκους των εμπόρων με κάθε λογής πράγματα, ρούχα, ζωάκια, βραχιόλια, υφάσματα, κατσαρόλες, κουτιά με ξύλινα παιχνίδια, ο αέρας μυρίζει τσίκνα και ποπ κορν.

Η λαϊκή της γειτονιάς  πάλι ήταν το καλύτερο μου.
Άκουγα τα καλύτερα ανέκδοτα και τις μεγαλύτερες σοφίες κάθε Σάββατο που πήγαινα με την μάνα μου.
Moυ ανέφερε για τις γιορτές του Αη-Γιάννη που ανάβαμε φωτιές μέσα στο δρόμο και παίζαμε και τραγουδούσαμε. 

Στην συνεχεία του ζήτησα επίμονα, κάτι σαν εντολή να μου μιλήσει για την τύχη των φίλων, συμμαθητών, γειτόνων μας και αυτός άρχισε την εξιστόρηση με τις περιληπτικές βιογραφίες από τις κοπέλες... χαμογελώντας.

"Έλα να σου δείξω φωτογραφίες να τους θυμηθείς μου απάντησε", και έβγαλε άλμπουμ με παιδικές και εφηβικές φωτογραφίες.

Χαρμολύπη, αισθανόμουν να εχάσα πολλά πράγματα, μου έδειχνε φωτογραφίες από τα μετέπειτα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, τα πρόσωπα και σώματα φίλων που άλλαζαν και εγώ που ήμουν απών, και μια θλίψη με διαπερνούσε.

Η ζωή που δεν έζησα.... Βουναλάκι ανεβοκατέβαινε μέσα μου, ρίχτηκα στις φωτογραφίες, εδώ με τον Λύσανδρο στην λεωφόρο Ηρακλείου στην παρέλαση το 88, με την ομάδα της γειτονιάς καλοκαίρι του 90 στην Καλογρέζα, Γιορτή Χριστουγέννων το 1987 στο σχολειό, εδώ στο παρκάκι με τους γονείς μας, εδώ στο γήπεδο της ΑΕΚ το '87 σε Ευρωπαϊκό αγώνα. 

Δεκάδες οι εικόνες, απογοήτευση για μένα όμως, μόνο μια φωτογραφία τραβηγμένη πριν το 86, σε όλες ήμουν αδικαιολογιτα απών, είχα φύγει πλέον.

Δεν βγάζαμε πιο μικροί ρε Μάκη, μου είπε ο Βαγγέλης σχεδόν παρηγορητικά, με έπιασε βλέπεις το παράπονο μου.

Ο Βαγγέλης συνέχιζε να μου δείχνει φωτογραφίες... 8ο δημοτικό, προσφυγικό, τεράστιο πετρόχτιστο με προαύλιο σαν γήπεδο, με θεά τα εργοστάσια, το γκρέμισαν το 99 λόγο των σεισμών, έχει μείνει ακριβώς πίσω τούτο τεράστιο πετροφραγμένο βιομηχανικό οικόπεδο με γκρεμισμένα κτήρια και την πανύψηλη καμινάδα μέσα στην μέση.

Το 8ο δημοτικό ήταν ένα όμορφο σχολείο με σχέδια, χρώματα, παιδικές ζωγραφιές, ζωντανά χρώματα και λουλούδια, για μένα περικλείει τις καλύτερες εμπειρίες της ζωής μου.

Παιδικές φιλίες, χαρά και φωνές παιδιών, ανεμελιά.
Είναι πολύ όμορφο να έχεις παιδάκια στον μικρόκοσμό μας.
Γυρίζω σε ένα περιστατικό που τώρα είμαι σε θέση να καταλάβω ότι ψυχικά και συναισθηματικά με χάραξε, κρατούσα κάτω από το θρανίο σφιχτά το χέρι τον συμμαθητών μου, στο τελευταίο μάθημα, απογευματινή βράδια πριν φύγω.. χάζευα έξω, νύχτωνε και εκείνη την στιγμή περνούσαν οι εργάτριες της αθηναϊκής κλωστοϋφαντουργίας για να πιάσουν δουλειά.

Θυμάμαι και την θεία μου, σχεδόν κοριτσόπουλο 17 ετών να μου στέλνει φιλιά. Σαν να ήταν μου έρχονται χθες οι εικόνες μου με τις βάρδιες των εργοστασίων και τα σφυρίγματα των σειρήνων.

Εργάτες και εργάτριες ομάδες-ομάδες, πρωί-πρωί, με το φαγητό τους στα μικρά τενεκεδάκια τους να σπεύδουν, με τα πόδια πάντα, παρά τις αποστάσεις, στα εργοστάσια Από το μπαλκόνι του βλέπω το σπίτι μου, με παίρνουν βροχή τα κλάματα, προσπαθώ να αποθήσω, να ξεχαστώ, να κρύψω την θλίψη.

Στα αλήθεια δεν ξέρω τον λόγο που με πονάει, αυτά που έζησα, ή για αυτά που έλλειψα. Σηκώνομαι να φύγω .. χαιρετώ τον Βαγγέλη. με παράπονο μου λέει έπρεπε να έρθεις νωρίτερα ρε Μάκη.

Οι παλιοί συμμαθητές δίνουν την αίσθηση ότι μπορείς να τους εμπιστευτείς, οι παλιές αγάπες αναζωπυρώνονται, όλοι είναι μέλη ενός δράματος που ξεκίνησε να παίζεται πριν από πολύ καιρό μπροστά σ' ένα φόντο απεριόριστης ελπίδας.

Τίποτα δεν κάνει πιο χειροπιαστό τον κύκλο της ζωής απ' το να βλέπεις τους φίλους σου απ' το σχολείο να έχουν πλήρως ενηλικιωθεί.

Στον δρόμο οι εικόνες του χθες ταράζουν το νου μου,  η σκέψη τις διαστέλλει και με πηγαίνει  στον κέντρο της ψυχής μου, για να συλλογιστώ: πως θα ήμουν άραγε εάν δεν έφευγα έφηβο παλικαράκι- μαθητής γυμνασίου και μεγαλύτερος. Θα έκανα παρέα ακόμη με τους φίλους μου;, θα χτυπούσε με τον ίδιο ανυπόμονο χτύπο η καρδιά μου στην θέα των πρώιμων παιδικών μου φλερτ....Ίσως κάνω την βόλτα αυτό στο χρόνο για  να δω τι εχάθη από τη παιδική μου ζωή, που δεν εκτίμησα.

Νοιώθω τυχερός που έχω τουλάχιστον τη μεγάλη τούτη ευτυχία να τα ξανά βλέπω πολλά ολοζώντανα, αλλά και θλιμμένος που έχασα για πολλά χρονιά  κείνα που με κινούσαν!

Μεγάλη το λοιπόν τούτη  η ευτυχία να τα ξαναφέρνω στο νου, να τα βάζω στην ψυχή και να τα ζω στη σιωπή! 
− Κάνεις δεν μπορεί να χωρέσει στην αρχική εικόνα και μένω ολόκληρες ώρες καθηλωμένος εκεί. ξαναπαίρνω από το σχολειό, στέκομαι στα κάγκελα δεν μπορώ να δεχθώ ότι ένα κτίριο που είμαι δεμένος περισσότερο από το σπίτι μου (ενοίκια, δεκάδες μετακινήσεις) άλλαξε τόσο πολύ μορφή, ίσως και να μην με ενοχλεί τόσο που τα χαμηλά σπίτια που έγιναν πολυκατοικίες, όσο το σχολειό που γκρεμίστηκε και ξανακτίστηκε από την αρχή, είναι εκατοντάδες βλέπεις οι ψυχές που μεγάλωσαν μέσα του επι σχεδόν 60 χρόνια.

Η ανακατασκευή του σχολειού μου τάραξε, αναζητούσα μα δεν έβρισκα στο καινούργιο κτίριο τις γωνίες, τις κρυψώνες και τα άλλα σημάδια που είχα χαράξει. Αντίθετα η πρόχειρη αίθουσα απέναντι ένα μαγαζί στο ισόγειο μια κατοικίας είναι όπως την είχα αφήσει.

Εκει έκανα την τελευταία ώρα μαθήματος.
Σε τέτοιες στιγμές αποκτούμε επίγνωση του γεγονότος ότι ο κόσμος μας θα εξαφανιστεί, κι ακόμα ότι κανείς δεν μπορεί να μας συντροφέψει πλήρως στο ταξίδι μας στην ζωή.

Σκύβω από το παράθυρο και κοιτώ στο υπόγειο της πολυκατοικίας διπλά στο σχολείο.. μια εικόνα ασπρόμαυρο καρτ ποστάλ: δεκάδες ραπτομηχανές, τόπια και κλωστές..

Ένα ακόμη καλτσάδικο από τα δεκάδες που λειτουργούσαν στα υπόγεια πολυκατοικιών αφημένο στο χρόνο λες και τα εγκατέλειψαν ξαφνικά μια μέρα. Ακόμη μηχανές κλωστές και τοπία.

Το θυμάμαι εν λειτουργία, με τα κορίτσια ριγμένα πάνω από τις  μηχανές, να λούζονται τα μαλλιά τους από τις λάμπες εργασίας και  να δουλεύουν ολόκληρες νύχτες υπό τους ήχους του Λουίζου να σκεπάζουν την φασαρία: "Όλα σε θυμίζουν " Μια ηλικιωμένη κυρία από την απέναντι αυλή με παρατηρεί επίμονα να κάθομαι τόση ώρα στο παγκάκι και κοιτώ μια το σχολείο και μια το φουγάρο από το εργοστάσιο ακριβώς πίσω. αυτό απέμεινε με το μαντρότοιχο από το τεράστιο βιομηχανικό κτήριο που έπεσε πριν δέκα χρόνια.

Μετά από κάποια στιγμή, με φωνάζει, νεαρέ έλα πιο κοντά, από τις ελάχιστες φορές που άκουσα κάποιον να με προσφωνεί ετσι τα τελευταία χρόνια.

Με ρωτάει κατευθείαν το όνομα μου, την κοιτώ στο πρόσωπο, ίσως κάποια φίλη της μάνας μου.. Μάκης της λέω. Ο Σεραφείμ μου λέει με σιγουριά.. Ναι απαντώ με έκπληξη και χαρά.. Η δασκάλα σου είμαι η κυρία Ελένη μου λέει και αμέσως ζωγραφίζεται στο πρόσωπο της ένα αριστοκρατικό χαμόγελο, είσαι μαθητής της εξαετίας 81- 86.

Κατάλαβα ότι ήσουν παλιός μαθητής μου, γύριζες σαν τον χαμένο σκύλο γύρω από το σπίτι του, ύστερα κάθισες στο προαύλιο έβαλες το πρόσωπο μέσα στα κάγκελα και κοιτούσες ολόγυρα και φώτιζαν τα μάτια σου.. Δεν το πιστεύω, την κοιτώ και την ξανακοιτώ τουλάχιστον 80 η ηλικία της..

Πενηντάρα την είχα αφήσει, σιγά σιγά σχηματίζω την εικόνα της και η φωνή της αναλοίωτη και έρχεται και ξαναέρχεται με την ίδια ένταση στα αυτιά μου.

Αχ κάλε μου Σεραφείμ, μου ταξίδευες συνέχεια στο παράθυρο σε έχανα ώρες ώρες,  χρόνο με τον χρόνο δεν σε μάζευα. Πρωτεύουσες χώρων και πρωθυπουργούς σε ρώταγα για να σε βοηθήσω.. και εσύ μόνο τότε όλο χαρά και καμάρι πεταγόσουν, στα μαθηματικά και την γεωμετρία μου κρυβόσουν κάτω από τα σώματα των συμμαθητών στα μπροστινά θρανία.

Μου έφυγες ξαφνικά στην αρχή της έκτης , σε είχα έννοια.  Στην Τρίτη τάξη του Δημοτικού κατάλαβα ότι αυτό που σου άρεσε πιο πολύ απ' όλα να κάνεις ήταν να γράφεις εκθέσεις". Μιλούσες στο κείμενο για την άνοιξη και μ' αυτά που έγραφες μοσχοβόλησε όλη η τάξη.

Κάθε Δευτέρα γράφατε έκθεση για το πώς περάσατε την Κυριακή κι ενώ εγώ ήξερα από τους συμμαθητές στην γειτονιά ότι δεν είχες περάσει καλύτερα απ' όλους, έγραφες την καλύτερη.  Λύγισαν τα πόδια μου, έτρεχαν τα μάτια μου.. Κάθισα ώρες στην αυλή της ..
Μου διηγήθηκε ιστορίες, για την περιοχή, την ζωή των μαθητών της. κατέβηκε από την έδρα το 96.

Μια έφηβη 82 ετών, με μυαλό σπινθηροβόλο. Φωνή και προφορά, υποβλητικές. Η ανθρώπινη ζεστασιά διάχυτη. Το γέλιο αβίαστο.

Μοναδική οξύνοια δεμένη με παιδική τρυφερότητα.

Την αποχαιρέτησα λέγοντας σχεδόν ψιθυριστά “Θα είσαι πάντα εδώ μαζί μου, μέσα στην καρδιά μου"».

Είναι η πεποίθηση ότι ένας άνθρωπος μπορεί να εξακολουθήσει να υπάρχει, όχι στην ατομική προσωπική του διάσταση, αλλά μέσα από αξίες και πράξεις που συνεχίζουν ν' αγγίζουν τις μελλοντικές γενιές, μπορεί να είναι μια πολύ ισχυρή παρηγοριά για οποιονδήποτε αγωνιά.

Μέσα από τα κτήρια, τους δρόμους, τα πάρκα, τους ανθρώπους έζησα μέσα σε λίγες ημέρες σχεδόν τριάντα χρόνια απουσίας.

Φαντάζομαι την ζωή μου από εκείνη την ηλικία και μετά χωρίς τους φόβους, πανικούς και τις αδυναμίες μου

Πέρα όμως από την ελπίδα, πέρα από την απελπισία για αυτά που στερήθηκα ,και το αναπάντητο ερώτημα πως θα ήταν άραγε η ζωή  μου και των δικών μου εάν δεν φεύγαμε τόσο βιαστικά και επιπόλαια, συμφιλιώνομαι ότι όλα αυτά τα χρόνια ίσως στάθηκα τυχερός, αφού μου αφέθηκε όσο γίνεται πιο ελεύθερος ο χρόνος της φαντασίας, που
είναι ένα ζωτικός χρόνος, ένας δημιουργικός χρόνος, ο οποίος δεν έβαζε σχήματα στον χώρο και στον χρόνο και μου στάθηκε βοηθητικός σχεδόν παρηγορητικός και με οδήγησε να ξετυλίγονται τα χρόνια μπροστά μου και φαντάζομαι την παρουσία μου μέσα στα 28 αυτά χρόνια λες και ήμουν παρών και δεν έλειψα μέρα.

Από μικρο παιδί δεν τα πήγαινα καλα με την πραγματικότητα, δεν έγινα εραστής ή υπηρέτης αυτής της πραγματικότητας.

Πάντα έψαχνα στο φαντασιακό, μέχρι τα όρια του ψεύδους. Δεν είχα επενδύσει στην πραγματικότητα.

Μου αναπλήρωσε όλα όσα έχασα.
Σαν μια ελεύθερη δύναμη που με ενώνει με τους ανθρώπους μου μέσα στον κόσμο και στο χρόνο, μου επίτρεψε λογής λογής παιχνίδια, να φαντάζομαι γιορτές και καλοκαίρια που δεν έζησα να παρουσιάζονται ολοζώντανες μπροστά μου:  έφηβος στο γυμνάσιο της γειτονιάς μου, παλικαράκι ο αδερφός στα γήπεδα, τους θείους εν ζωή σαραντάρηδες, τους γονείς μου για λίγες στιγμές  αγαπημένους και συμφιλιωμένους με τις αδυναμίες και εμψυχωμένους με τις  κρυφές δυνάμεις τους.

θυμάμαι μάλιστα ότι το πρώτο  καιρό, που έφυγα από την Αθήνα έβλεπα συνεχώς στον ύπνο μου: τα αγαπημένα μου πρόσωπα και την γειτονιά μου, τους φίλους μου.

Συνήθως το πρωί ξυπνούσα απογοητευμένος και με δυσκολία πήγαινα εάν τελικά πήγαινα σχολείο.

Συμφιλιώνομαι με την ιδέα, ο χρόνος είναι ταυτόχρονα και δημιουργός και καταστροφέας.
Χάρη στον χρόνο δημιουργήθηκε το σχολείο, φύτρωσαν τα δένδρα στα πάρκα που παίζαμε, δημιουργήθηκε η γειτονιά που μεγάλωσα και τώρα χάρη στον χρόνο επίσης πεθαίνουν, χάνονται, γκρεμίζονται και μετατρέπονται, σε κάτι άλλο μέσα σ' αυτόν τον κόσμο. Η αγωνία μήπως έσβησαν τα ίχνη, χάθηκαν τα σημάδια μου στο χώρο και το χρόνο τώρα δεν προκαλεί καμία αγωνία και να είναι μόνο καθησυχαστικό και ηρεμιστικό είδος σκέψης.

Ο καλύτερος τρόπος για να εκτιμήσουμε τη μετέπειτα ζωή μου, για να νιώσουμε συμπόνια για τους άλλους, για ν' αγαπήσουμε οτιδήποτε πολύ βαθιά, είναι ότι πλέον έχω επίγνωση ότι οι εμπειρίες αυτές είναι προορισμένες να χαθούν.

Γύρισα τις γειτονιές όλες, τέρμα Περισσού, Λαμπρινή, Αγία Αναστασία, σε όποιες γωνιές, πλατείες και δρομάκια έπαιξα μπάλα, κρύφτηκα και κυνηγήθηκα. Τα σπίτια των θείων και συγγενών, κάθισα στα σκαλοπάτια τους. Δεν ήταν πλέον εκεί, άλλοι μετακόμισαν, άλλοι φύγανε τόσο νωρίς από κοντά μας.

Πήγα στις 11 τη νύχτα με τον οδηγό της ψυχής μου και έφυγα στις 8 το πρωί. Καθόμουν με το χέρι σφιγμένο, όπως τότε. Περίμενα να ξυπνήσουν όλοι να δω κανέναν από τους φίλους και γείτονες, μήπως και μπορέσω να τους αναγνωρίσω.

Με καμένο το λαιμό μου από το παράπονο και τη νοσταλγία.
Όλα όσα άκουσα και είδα είναι αναμνήσεις τέλειες, βαθύτατες, αυθεντικές, ευαίσθητες, γεμάτες αναπολήσεις. Τα βάσανα της παιδικής ηλικίας, η αίσθηση με την οποία πρωτογνώριζα και πρωτοαισθανόμουν τον κόσμο, τα πρόσωπα φίλων και συγγενών που την σχηματίζουν και μια σκέψη όχι πολύ φορτωμένη, σχεδόν αθώα. 

Βλέπω έξω από το παράθυρο του τρένου την κίνηση στο δρόμο, ξημερώνει, αυτή την ώρα πέφτει δροσούλα, η γη μυρίζει λιγάκι, τα δένδρα, το χώμα, οι πρωινές φωνές, κόσμος είναι γεμάτος ομορφιά και ποικιλία, τα καταπληκτικά χρώματα της φύσης που είναι πολύ μεγαλύτερη από εμάς -και αυτό ασυνείδητα με γαληνεύει.

Στο ραδιόφωνο η Άλκηστης τραγουδάει ; “Και απορώ που μια ζωή από παιδί παρακαλάω
Μα ούτε σ’ ένα παραμύθι δε χωράω”

Αισθάνομαι ότι αυτή η βόλτα στο χρόνο με βοήθησε να ξεδιπλωθώ,  να αναγνωρίσω τον εαυτό μου, τα καλά και τα κακά σημεία μου.

Κομμάτια ζωής και θραύσματα μνήμης ξαναβρίσκουν την θέση τους με τίμημα την οδύνη.. 
Έχουν δίκιο που λένε ότι τα πρόσωπα που μας έχουν πονέσει είναι ιερά και τα οδυνηρά αισθήματα κορακοζώητα.. Ο χρόνος είναι αυτός που σκονίζει τα πράγματα στην αρχή για να έρθει να τα ξεσκονίσει στη συνέχεια..

Γνωρίζω λίγο τη φθορά μου, τις αδυναμίες μου, τους φόβους μου, αυτά που με καθόρισαν. Ποιος πραγματικά είμαι. Θεωρώ ντροπή να τα κρύψω.

Τώρα πλέον είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι δεν υπάρχει κάτι πιο υπονομευτικό της ταυτότητας ενός παιδιού από το να ζει ενοχικά, να ζει μέσα στην ντροπή.

Κρυμμένο από τον εαυτό του ως φταίχτη ενός φανταστικού εγκλήματος που πότε δεν έκανε. 

Μάκης Μάκκας 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).

Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.

Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.