τοῦ Ἀρχιμ. Αὐγουστίνου Γ. Μύρου, Δρ Θ.
Ὁ Ἀποκρυφισμός, ἕνα ἀρχαῖο, πολύμορφο, ἀνθρωποκεντρικὸ καὶ
δαιμονοκίνητο Σύστημα, ποὺ ἔχει τὶς ρίζες του στὴν πτώση τῶν
πρωτοπλάστων, χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν προσπάθεια νὰ ἱκανοποιήση τὴν
βαθύτατη ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς ἀληθινῆς καὶ
ἀπόκρυφης γνώσεως.
Ὁ μακαριστὸς πατὴρ Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος διακρίνει τὸν Ἀποκρυφισμὸ
σὲ θεωρητικὸ καὶ πρακτικό. Ὁ θεωρητικὸς Ἀποκρυφισμὸς ἐμφανίζεται νὰ
ἀπαντᾶ στὰ θεολογικὰ, κοσμοθεωριακὰ καὶ ἀνθρωπολογικὰ ἐρωτήματα, ἐνῶ ὁ
πρακτικὸς καλύπτει ὅλες τὶς ἀπόκρυφες τεχνικές, «μὲ τὶς ὁποῖες οἱ
ἀποκρυφιστὲς πιστεύουν ὅτι ἀνακαλύπτουν ἀπόκρυφες γνώσεις καὶ ὑποτάσσουν
ἀπόκρυφες δυνάμεις, ποὺ χρησιμοποιοῦν γιὰ τοὺς σκοπούς τους»[1].
Μὲ τὴν παροῦσα εἰσήγηση ἐπιχειρῶ νὰ ἐξετάσω τὸ Σύστημα τοῦ
Ἀποκρυφισμοῦ κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Θεωρῶ ἐξ ἀρχῆς ἀπαραίτητο
νὰ προσδιορίσω ἐν πάσῃ συντομίᾳ καὶ ὅσον εἶναι δυνατὸν τὴν πραγματικὴ
θέση τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Ἡ Ἁγία Γραφή, ἕνα σῶμα 76 βιβλίων, τὰ ὁποῖα ἔχουν γραφῆ κατὰ τὴν διάρκεια μιᾶς περιόδου δεκατριῶν καὶ πλέον αἰώνων, μὲ μία
διήκουσα γραμμή, τὴν πρόρρηση, τὴν ἔλευση, τὴ ζωὴ καὶ τὴν διδασκαλία,
ἀλλὰ καὶ τὴν προσδοκία γιὰ δευτέρα ἔλευση τοῦ θεανθρώπου Κυρίου ὡς
Μεσσίου τοῦ κόσμου, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία ἀπὸ τὶς ὄψεις τῆς
Ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἡ γραπτή της μορφή. Ἡ Ἁγία Γραφὴ
δὲν ἀποτελεῖ μία συλλογικὴ συγγραφὴ ἀπὸ μία ὁμάδα αὐτονομημένων
συγγραφέων, ὅπως συμβαίνει μὲ τὰ γνωστά μας σύγχρονα συλλογικὰ
συγγράμματα. Εἶναι ἡ καταγεγραμμένη ἐμπειρία δεκάδων ἀνθρώπων ποὺ ἔζησαν
σὲ διαφορετικὲς ἐποχές, ὑπῆρξαν μέλη τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἡ ἐμπειρία τους
ἔχει σχέση μὲ τὸν ἴδιο Θεό, τὴν ἴδια ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια καὶ τὶς
ἴδιες ἀπαντήσεις σὲ ὑπαρξιακὰ ἐρωτήματα τοῦ ἀνθρώπου. Εὔκολα γίνεται
κατανοητὸ ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀποτελεῖ ἀποκλειστικὴ περιουσία τῆς
Ἐκκλησίας. Μὲ τὴν συναίσθηση αὐτῆς τῆς ἀλήθειας ὁ ἐκκλησιαστικὸς
συγγραφέας Τερτυλλιανός στὶς ἀρχὲς τοῦ τρίτου αἰῶνος ἀναφερόταν στοὺς
αἱρετικοὺς τῆς ἐποχῆς του, ποὺ χρησιμοποιοῦσαν τὴν ἁγία Γραφή, καὶ τοὺς
ἤλεγχε μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο: «Ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν εἶναι χριστιανοί, γι᾿
αὐτὸ δὲν ἔχουν κανένα δικαίωμα στὴ χριστιανικὴ Γραμματεία καὶ θὰ
μποροῦσε νὰ λεχθῆ σ᾿αὐτούς: Ποιοὶ εἶσθε ἐσεῖς; Πότε καὶ ἀπὸ ποῦ ἤλθατε;
Ἐφ᾿ ὅσον δὲν εἶσθε ἀπὸ μᾶς, τὶ δουλειὰ ἔχετε μὲ ὅ,τι εἶναι δικό μας;»[2].
Ὑπάρχουν δύο καίρια ζητήματα, τὰ ὁποῖα σχετίζονται μὲ τὴν προσέγγιση
καὶ μὲ τὴν χρήση τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὡς πρὸς τὸ πρῶτο, γιὰ τὴν προσέγγισή
της ἀπαιτεῖται ὁ ὀρθὸς προσδιορισμὸς τῆς θεοπνευστίας της. Ὁ μακαριστὸς
π. Ἱωάννης Ρωμανίδης παρατηρεῖ ὅτι «θεόπνευστο καὶ (ἑπομένως)
ἀληθινὸ εἶναι ὅ,τι στηρίζεται στὴν ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία (τῶν θεωμένων
ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας), ἐνῶ ὅ,τι εἶναι στοχαστικὸ καὶ ὄχι ἐμπειρικὸ
εἶναι ψευδές. Αὐτὴ εἶναι ἡ διαχωριστικὴ γραμμὴ μεταξὺ ἀληθείας καὶ
αἱρέσεως»[3]. Ὡς πρὸς τὸ δεύτερο, γιὰ τὴν χρήση τῆς Ἁγίας Γραφῆς
εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ὀρθὴ της ἑρμηνεία, ἡ ὁποία διασφαλίζεται ἀπὸ τὴν μία,
τὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία. Ὅπως ὀρθὰ ἐπισημαίνει ὁ μακαριστὸς π. Γεώργιος
Φλορόφσκυ, «Ἡ ἀποκάλυψη διατηρεῖται μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἑπομένως ἡ
Ἐκκλησία εἶναι ὁ κατάλληλος καὶ πρώτιστος ἑρμηνευτὴς τῆς ἀποκάλυψης. ...
Οἱ ἀνθρώπινες λέξεις δὲν εἶναι παρὰ σύμβολα. Ἡ μαρτυρία τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος ζωογονεῖ τὶ γραπτὲς λέξεις. Οἱ Γραφὲς χρειάζονται ἑρμηνεία.
Ὄχι ἡ ἔκφραση, ἀλλὰ τὸ μήνυμά τους ἀποτελεῖ τὸν πυρήνα»[4]. Τόσον ἡ
θεοπνευστία, ὅσο καὶ ἡ ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς κατανοοῦνται μόνον
μέσα στὸ πλαίσιο τῆς μιᾶς, ἁγίας καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ
ὁποία, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, εἶναι «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας»[5].
Ἐδῶ ἀκριβῶς τίθενται τὰ καίρια καὶ σημαντικὰ ἐρωτήματα γιὰ τὴν
εἰσήγησή μας. Ποιὰ ἡ σχέση τοῦ Ἀποκρυφισμοῦ μὲ τὴν ἁγία Γραφή; Καὶ,
ἀκόμη, πῶς κρίνονται οἱ ἀποκρυφιστικὲς πρακτικές ἀπὸ τὴν ἀποκαλυπτικὴ
διδαχὴ, ποὺ εἶναι καταγεγραμμένη στὴν Ἁγία Γραφή;
Ἐν πρώτοις καὶ ἀπὸ μία ἁπλῆ ἀνάγνωση τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς
Διαθήκης μποροῦμε νὰ διαπιστώσουμε ὅτι στὰ κείμενά τους γίνεται κατ᾿
ἐπανάληψιν ἀναφορὰ σὲ μία σειρὰ ἀποκρυφιστικῶν πρακτικῶν. Τέτοιου εἴδους
πρακτικὲς εἶναι ἡ ψευδοπροφητεία
(πρόβλεψη ἀπατηλὴ γιὰ τὸ μέλλον ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι ὅσα
λέγουν τοὺς τὰ ἀποκάλυψε ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος καὶ τοὺς ἀπέστειλε νὰ τὰ
μεταφέρουν στοὺς ἀνθρώπους, χωρὶς ὅμως αὐτὸς νὰ τοὺς ἔχει
ἀποστείλει)[6], ἡ μαντεία (τρόπος διεισδύσεως στὸν χῶρο τοῦ κεκρυμμένου καὶ τοῦ μέλλοντος)[7], ἡ οἰωνοσκοπία ἤ ὀρνιθοσκοπία (πρόβλεψη τῶν μελλόντων ἀπὸ τὴν παρατήρηση τοῦ πετάγματος ἤ τῶν κραυγῶν τῶν πτηνῶν)[8], ἡ ἡπατοσκοπία (μαντεία ἀπὸ τὴν ἐξέταση τοῦ ἥπατος θυσιαζομένου ζώου)[9], ἡ ὀνειρομαντεία (ἐνημέρωση ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία ὀνείρων)[10], ἡ νεκρομαντεία (ἀπόκτηση γνώσεως μελλοντικῶν γεγονότων ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μὲ πνεύματα τῶν νεκρῶν)[11], ἡ τερατοσκοπία (πρόβλεψη τοῦ μέλλοντος ἀπὸ τὴν παρατήρηση ἐκτάκτων σημείων στὸν οὐρανό)[12], ἡ ἀστρολογία (πρόβλεψη μελλοντικῶν γεγονότων ἀπὸ τὴν παρατήρηση τῆς κινήσεως τῶν ἄστρων)[13], ὁ κληδονισμός (γνώση μελλοντικῶν γεγονότων ἀπὸ τὸ ἄκουσμα τυχαίων λόγων)[14], ἡ μαγεία (τεχνικὴ μὲ ἀπόκρυφες, δαιμονικὲς δυνάμεις, γιὰ νὰ ἀποφευχθῆ τὸ κακό, ἤ νὰ ἐπιπέση σὲ ἐχθρούς)[15], ἡ φαρμακεία (εἶδος μαγείας, τὴν ὁποία ἐπιτελοῦν οἱ ἐπαοιδοί προφέροντας χαμηλόφωνα ἐξορκισμούς γιὰ τιμωρία)[16], ἡ γοητεία (ἄσκηση τῆς μαγείας μὲ γοερὲς κραυγές)[17], ἡ βασκανία (μεταφορὰ κακοῦ διὰ τοῦ βλέμματος ἐξ αἰτίας κυρίως ζηλοφθονίας)[18], ἡ ἐγγαστριμυθία
(ἀποκάλυψη μυστικῶν καὶ μελλοντικῶν γεγονότων ἀπὸ μάγον, ὁ ὁποῖος
ὁμιλεῖ μὲ κλεισμένο τὸ στόμα καὶ φαίνεται ὅτι ὁμιλεῖ διὰ τῆς
κοιλίας)[19], ὁ περικαθαρισμὸς μὲ φωτιά
(ἀναζήτηση μυστικῶν καὶ μελλοντικῶν γεγονότων μὲ τὴν καύση μικρῶν
τέκνων καὶ τὴν βρώση τῶν σπλάχνων τους)[20]. Ὅλες αὐτὲς οἱ μορφὲς
Ἀποκρυφισμοῦ μποροῦν νὰ καταταγοῦν στὶς τρεῖς βασικὲς κατηγορίες, στὴν
ψευδοπροφητεία, στὴν μαντεία καὶ στὴν μαγεία, χωρὶς νὰ ὑπάρχουν σαφῆ
ὅρια διαχωρισμοῦ.
Ἐὰν θέλαμε νὰ ἀναζητήσουμε κάποιο κοινὸ στοιχεῖο στὴν καταγεγραμμένη
ἐμπειρικὴ ἀποκάλυψη τῶν Ἁγίων Γραφῶν καὶ στὴ στοχαστικὴ ἀναζήτηση τοῦ
Ἀποκρυφισμοῦ, αὐτὸ σίγουρα εἶναι ἡ προβολὴ τῆς ἀναγκαιότητας ποὺ ὑπάρχει
στὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴν γνώση τῆς ἀποκεκρυμμένης ἀληθείας. Ἐπὶ πλέον,
κοινὸς τόπος εἶναι καὶ ἡ διαπίστωση ὅτι ὑπάρχει ἡ «ἀπόκρυφη γνώση», στὴν
ὁποία ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἔχη πρόσβαση μὲ διαφόρους τρόπους.
Εἶναι γνωστὸ ὅτι βασικὴ θέση τοῦ Ἀποκρυφισμοῦ εἶναι ἡ παραδοχὴ ὅτι
ὑπάρχει «ἀπόκρυφη γνώση», καθὼς καὶ «ἀπόκρυφες δυνάμεις», τὰ ὁποῖα οἱ
ἀποκρυφισταὶ ὑποστηρίζουν ὅτι μὲ δικούς τους τρόπους μποροῦν νὰ
οἰκειοποιηθοῦν[21]. Ἀλλὰ καὶ στὴν Ἁγία Γραφὴ γίνεται λόγος γιὰ μυστήρια,
γιὰ ἀπόκρυφη γνώση καὶ σοφία.
Ὁ προφήτης Ἠσαῒας ὁμιλεῖ γιὰ «θησαυροὺς σκοτεινούς, ἀποκρύφους καὶ ἀοράτους»[22]. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος κάνει λόγο γιὰ «Θεοῦ σοφίαν ἐν μυστηρίῳ ἀποκεκρυμμένην»[23] καὶ γιὰ «ἐπίγνωσιν τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καὶ τοῦ Χριστοῦ, ἐν ὦ εἰσί πάντες οἱ θησαυροὶ τῆς γνώσεως ἀπόκρυφοι»[24]. Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος παρομοιάζει ὁλόκληρη τὴν Ἁγία Γραφὴ μὲ «κιβώτιον», στὸ ὁποῖο εἶναι «ἐγκεκρυμμένα θεῖα μυστήρια»[25].
Ἡ διαφοροποίηση ἀνάμεσα στὸ Σύστημα τοῦ Ἀποκρυφισμοῦ καὶ στὴν
θεόπνευστη Ἁγία Γραφὴ γιὰ τὴν ἀπόκρυφη γνώση ἀρχίζει ἀπὸ τὸ σημεῖο
ἐκεῖνο, ποὺ τίθεται τὸ ζήτημα τῆς προσεγγίσεώς της.
Τὸ πρῶτο ἐρώτημα ποὺ τίθεται εἶναι: Ποῦ εὑρίσκονται ἀποθησαυρισμένες
οἱ ἀπόκρυφες ἀλήθειες; Ποῦ πρέπει, δηλαδή, νὰ τὶς ἀναζητήση ὁ ἄνθρωπος
ποὺ διψᾶ γι᾿ αὐτές;
Οἱ Ἀποκρυφισταὶ ἀνάγουν τὴν ἀρχὴ τῶν πάντων σὲ κάποια ἀπροσδιόριστη
συμπαντικὴ θεότητα, ἡ ὁποία κατέχει καὶ τὴν ἀληθινὴ γνώση τῆς
ἀληθείας[26]. Συγχρόνως θεοποιοῦν τὴν κτίση καὶ τὸν ἄνθρωπο. Οὐσιαστικὰ
ταυτίζουν τὸν ἄκτιστο Θεὸ μὲ τὴν κτιστὴ δημιουργία. Ἔτσι στὸ σημεῖο αὐτὸ
ταυτίζονται μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες. Γι᾿ αὐτοὺς, ἑπομένως, ἡ «ἀπόκρυφη
γνώση» εὑρίσκεται εἴτε στὴν ἀπρόσωπη καὶ ἀπροσδιόριστη θεότητα, εἴτε
μέσα στὸν θεοποιημένο ἄνθρωπο.
Οἱ θεωμένοι συγγραφεῖς τῶν ἁγίων Γραφῶν μᾶς παραδίδουν τὴν ἐμπειρία τους γιὰ συγκεκριμένο προσωπικὸ ἄκτιστο Θεό, «ἐν ὦ εἰσί πάντες οἱ θησαυροὶ τῆς γνώσεως ἀπόκρυφοι»[27].
Γι᾿ αὐτὸ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀποδεχόμαστε τὶς Ἅγιες Γραφὲς ὡς
δικά της βιβλία, δὲν γνωρίζουμε κανένα Θεὸ τῆς Μεταφυσικῆς, ἤ τῆς
στοχαστικῆς φιλοσοφίας, ἤ τῆς ὁποιασδήποτε Θρησκείας. Γιὰ μᾶς ὁ ἀληθινὸς
Θεὸς εἶναι ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ καὶ τοῦ Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος ὄχι
ἁπλῶς κατέχει τὴν καθολικὴ καὶ ἀληθινὴ γνώση τῆς κεκρυμμένης ἀληθείας,
ἀλλὰ εἶναι αὐτὸς ὅ ἴδιος ἡ αὐτοαλήθεια, ὅπως τὸ διακηρύττει ὁ ἴδιος ὁ
Ἰησοῦς Χριστός[28].
Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἀρχὴ τῆς προσευχῆς τοῦ προφήτου Δανιὴλ πρὸς
τὸν ἀληθινὸ Θεό, στὸν ὁποῖο ἀμέσως ἀπευθύνθηκε, ὅταν τοῦ ζητήθηκε νὰ
ἐξηγήση τὸ ὄνειρο τοῦ Ναβουχοδονόσορα: «Εἴη τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ εὐλογημένον ἀπὸ τοῦ αἰῶνος ἕως τοῦ αἰῶνος, ὅτι ἡ σοφία καὶ ἡ σύνεσις αὐτοῦ ἐστί»[29]. Στὴν ἀπάντησή του πάλι στὸν Ναβουχοδονόσορα ὁ ἴδιος προφήτης ξεκαθαρίζει ὅτι «Τὸ μυστήριο ποὺ ζήτησες νὰ μάθης, βασιλιά, δὲν μποροῦν νὰ σοῦ τὸ φανερώσουν οἱ σοφοί, οἱ μάντεις, οἱ μάγοι καὶ οἱ ἀστρολόγοι. Ὑπάρχει ὅμως Θεός στὸν οὐρανό, ποὺ φανερώνει τὰ μυστήρια. Αὐτὸς θέλει νὰ σοῦ κάνει γνωστὸ, βασιλιὰ Ναβουχοδονόσορ, τὶ θὰ συμβῆ στὸ τέλος τῶν καιρῶν»[30].
Οἱ ἀποκρυφισταὶ πιστεύουν ὅτι μποροῦν νὰ ὁδηγηθοῦν στὴν «ἄμεση γνώση»
μὲ τὴν «ἀπόκρυφη ἐπιστήμη» τοῦ Ἀποκρυφισμοῦ ἀντλῶντας τὴν αὐθεντία τους
ἀπὸ τὴν ταύτισή τους μὲ τὸ ἀκαθόριστο ὑπερβατικὸ Ὄν[31]. Στὴν
πραγματικότητα μὲ τὶς θεοποιημένες ἀπὸ τοὺς ἴδιους ἀνθρώπινες δυνάμεις.
Κι ὅταν ἐπικαλοῦνται κάποιον «Θεὸ» ἤ κάποια «πνεύματα», αὐτὸς ὁ «Θεὸς»
δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ τῆς γνήσιας ἐμπειρικῆς
ἀποκαλύψεως καὶ αὐτὰ τὰ «πνεύματα» εἶναι τελείως ἄσχετα μὲ Ἅγιο Πνεῦμα.
Γιὰ τοὺς θεοπνεύστους συγγραφεῖς τῶν Ἁγίων Γραφῶν ἡ ἀπόκρυφη γνώση
τῶν ἀληθειῶν ἀποκαλύπτεται στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἀληθινὸ Θεό,
τὸν δημιουργὸ καὶ κάτοχο αὐτῆς τῆς γνώσεως. Ὁ προφητάναξ Δαυῒδ,
ἀπευθυνόμενος στὸν Θεὸ, ὁμολογεῖ: «ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας· τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς σοφίας σου ἐδήλωσάς με»[32]. Καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μαρτυρεῖ ὅτι «ἡμῖν δὲ ὁ Θεὸς ἀπεκάλυψεν διὰ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ»[33].
Ὁ ἀληθινὸς Θεὸς τῶν προφητῶν καὶ τῶν Ἀποστόλων ἀποκαλύπτει τὴν
ἀπόκρυφη γνώση καὶ σοφία του, ὅταν ἐκεῖνος ἀποφασίση καὶ σὲ ὅσους
ἐκεῖνος θέλει, ὅπως τὸ φανερώνει ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος: «Ἐξομολογοῦμαι σε, πάτερ, κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὅτι ἀπέκρυψας αὐτὰ ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις»[34].
Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Χριστοῦ μᾶς εἰσάγει καὶ σὲ ἕνα ἄλλον προβληματισμό: Ποιοὶ εἶναι οἱ «σοφοὶ καὶ συνετοί», οἱ ὁποῖοι κρίνονται ἀκατάλληλοι νὰ δεχθοῦν τὴν ἀπόκρυφη γνώση τῆς ἀληθείας, καὶ ποιοὶ εἶναι οἱ «νήπιοι»,
οἱ ὁποῖοι θεωροῦνται κατάλληλοι ἀποδέκτες τῆς ἀποκαλύψεως αὐτῆς τῆς
γνώσεως; Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἑρμηνεία πολλῶν σχετικῶν ἁγιογραφικῶν περικοπῶν
μᾶς δίνει τὴν δυνατότητα νὰ διακρίνουμε ἐκείνους ποὺ ἐμφανίζονται ὡς
ἀποδέκτες τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀποκρύφου γνώσεως σὲ γνησίους καὶ
πλανεμένους. Πιὸ συγκεκριμένα, νὰ διακρίνουμε τοὺς προφῆτες ἀπὸ τοὺς
ψευδοπροφῆτες, τοὺς θαυματουργοὺς καὶ προορατικοὺς ἁγίους τοῦ Θεοῦ ἀπὸ
τοὺς ποικίλους μάγους καὶ μάντεις, καὶ γενικὰ τοὺς ἀληθινοὺς
χαρισματούχους τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς γόητες καὶ ἀποκρυφιστὲς τοῦ
κόσμου. Ἀξίζει στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ ἀναφέρω τὴν συμβολὴ, στὸ ζήτημα αὐτὸ,
τῆς πρόσφατης, πολὺ ἀξιόλογης ἐργασίας τοῦ προέδρου τοῦ Δ.Σ. τῆς Π.Ε.Γ.
Κωνσταντίνου Παπαχριστοδούλου, μὲ τίτλο Προφῆτες καὶ Ψευδοπροφῆτες. Ἄλλωστε εἶναι κατηγορηματικὴ ἡ προτροπὴ τοῦ εὐαγγελιστοῦ καὶ ἀποστόλου Ἰωάννου, «Μὴ
παντὶ πνεύματι πιστεύετε, ἀλλὰ δοκιμάζετε τὰ πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ
εἰσί, ὅτι πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασι εἰς τὸν κόσμον»[35].
Οἱ ἀληθινοὶ χαρισματοῦχοι τῆς Ἐκκλησίας ἀποδίδουν στὸν ἀληθινὸ Θεὸ
καὶ ὄχι στὸν ἑαυτό τους τὴν δυνατότητα νὰ γνωρίσουν ἀπόκρυφες γιὰ τοὺς
πολλοὺς ἀλήθειες, ἀλλὰ καὶ γεγονότα ποὺ πρόκειται νὰ συμβοῦν. Κι αὐτὸ
ἐπειδὴ ἔχουν τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Ἡ ἐμπειρία αὐτὴ εἶναι ἡ «ἐμπειρία
τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ»[36], αὐτὴ ποὺ τοὺς καθιστᾶ καταλλήλους νὰ
δεχθοῦν τὴν ἀποκάλυψη τῆς ἀποκρύφου γνώσεως.
Σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτούς, οἱ ψευδοπροφῆτες ὁμιλοῦν «ἀπὸ καρδίας»[37],
δηλαδὴ στηρίζονται στὸν ἑαυτό τους, κρίνουν μὲ τὴν λογικὴ τοῦ
πεπτωκότος καὶ ἐμπαθοῦς ἀνθρώπου, προφητεύουν ἀπὸ μόνοι τους, χωρὶς
ἐντολὴ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ ἔχουν ίδῆ κανένα πραγματικὸ ὅραμα,
ὅπως οἱ ἀληθινοὶ προφῆτες. Παρομοίως καὶ οἱ μάντεις καὶ οἱ μάγοι
ἐνεργοῦν μὲ τὴν ἐπήρεια καὶ τὴν καθοδήγηση τοῦ πονηροῦ πνεύματος καὶ ὄχι
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ περίπτωση τοῦ
μάγου καὶ ψευδοπροφήτη Ἐλύμα τῆς Πάφου, ὁ ὁποῖος προσπαθοῦσε νὰ
ἐμποδίση τὸν ἀνθύπατο Σέργιο Παῦλο νὰ πιστέψη καὶ ἀποκλήθηκε ἀπὸ τὸν
ἀπόστολο Παῦλο «υἱὸς διαβόλου»[38]. Ἐπίσης, ἄλλο παρόμοιο παράδειγμα ἀποτελεῖ « ἡ μαντευομένη παιδίσκη» τῶν Φιλίππων, ἡ ὁποία μαρτυρεῖται ὅτι εἶχε «πνεῦμα πύθωνος»[39].
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ (του 1ου μέρους)
[1]. Ἀλεβιζοπούλου π. Ἀντωνίου, Ὁ ἀποκρυφισμὸς στὸ φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας, τεῦχος πρῶτο, σ. 29.
[2]. Tertullian, Against Heretics, 297- 298, The faith of the early fathers, τ. 1, σ. 123.
[3]. Μητροπολίτου Ἱεροθέου, Ἐμπειρικὴ Δογματική, τ. Α΄, σ. 179.
[4]. Π. Γεωργίου Φλορόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία Παράδοσις, σ. 22-23.
[5]. Α΄ Τιμ. 3, 15.
[6]. Ἰεζ. 13.
[7]. Ἀριθμ. 23, 23· Δευτ. 18, 10.
[8]. Λευϊτ. 19, 26· Δευτ. 18, 10.
[9]. Δ΄ Βασ. 21· «γνώστας δὲ οἶμαι τοὺς δι᾿ ἥπατος μαντευομένους» (Θεοδωρήτου ἑρμηνευτικὰ σχόλια στὸ χωρίο).
[10]. Ἰερ. 34· Σοφ. Σειρ. 34.
[11]. Α΄ Βασ. 27-28· Δευτ. 18,11.
[12]. Δευτ. 18,11.
[13]. Ἠσ. 47,13.
[14]. Δευτ. 18,10· Δ΄ Βασ. 21,6.
[15]. Ἐξ. 7,10-12· Πράξ. 8,9-13.
[16]. Ἐξ. 7,11· Σοφ. Σολ. 12,4· Μαλαχ. 3,5· Γαλ. 5,20.
[17]. Β΄ Τιμ. 3,13.
[18]. Δευτ. 27,56· Σοφ. Σολ. 4,12· Σοφ. Σειρ. 14,6-8.
[19]. Δευτ. 18,11· Α΄ Παρ. 10,13.
[20]. Δ΄ Βασ. 17,17.
[21]. Ἀλεβιζοπούλου π. Ἀντωνίου, Ὁ ἀποκρυφισμὸς στὸ φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας, τεῦχος πρῶτο, σ. 12.
[22]. Ἠσ. 45,3.
[23]. Α΄ Κορ. 2,7.
[24]. Κολ. 2,2-4.
[25]. Ἁγ. Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, Λόγος ΚΔ΄.
[26]. Ἀλεβιζοπούλου π. Ἀντωνίου, Ὁ ἀποκρυφισμὸς στὸ φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας, τεῦχος πρῶτο, σ. 11-12.
[27]. Κολ. 2,2-4.
[28]. Ἰω. 14,6.
[29]. Δαν. 2,20.
[30]. Δαν. 2,27-28.
[31]. Ἀλεβιζοπούλου π. Ἀντωνίου, Ὁ ἀποκρυφισμὸς στὸ φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας, σ. 30.
[32]. Ψαλ. 50,8.
[33]. Α΄ Κορ. 2,10.
[34]. Λουκ. 10,21.
[35]. Α΄ Ἰω. 4,1.
[36]. Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ἐμπειρικὴ Δογματική, σ. 175.
[37]. Ἠσ. 44,25.
[38]. Πράξ. 13,10.
[39]. Πράξ. 16,16.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.