συνέχεια από το 1ο μέρος
Οι μάχες αρχίζουν
Η πολιορκία άρχισε στις 6 Απριλίου, μετά την απόρριψη πρότασης του Μωάμεθ Β' για παράδοση της Πόλης.
«Ο πόλεμος δεν σταματούσε ούτε την ημέρα ούτε τη νύχτα, οι συμπλοκές,
οι συρράξεις, οι ακροβολισμοί, καθώς ο αμηράς έλπιζε ότι εφόσον εμείς
ήμασταν λίγοι και πολύ αποκαμωμένοι, εύκολα θα καταλάμβανε την Πόλη,
οπότε δεν μας άφησε καθόλου να ξεκουραστούμε» γράφει ο Σφραντζής.
Όπως αναφέρει ωστόσο, «ήταν αξιοθαύμαστο το ότι, όντας χωρίς πολεμική
εμπειρία, νικούσαμε, ενώ καταφέρναμε πράγματα υπεράνω των δυνάμεών μας,
εξαιτίας της μεγαλοψυχίας και της γενναιότητάς μας. Εκείνοι γέμιζαν τις
τάφρους καθ'όλη την ημέρα, ενώ εμείς ανεβάζαμε από μέσα τους τα υλικά
και τα ξύλα καθ'όλη τη νύχτα, οπότε τα ορύγματα των τάφρων παρέμεναν
όπως ήταν και πρωτύτερα. Τους πύργους που χαλούσαν τους επισκευάζαμε
αμέσως, χρησιμοποιώντας καλάθια και ξύλινα δοχεία οίνου και άλλα ξύλινα
αντικείμενα γεμάτα με χώμα».
Παράλληλα, ήταν σε εξέλιξη εργασίες
υπονόμευσης των τμημάτων των τειχών στα σημεία όπου το έδαφος
προσφερόταν για κάτι τέτοιο, ενώ πραγματοποιήθηκαν και οι πρώτες –
ανεπιτυχείς- επιθετικές ενέργειες του οθωμανικού στόλου. Ο κύριος
βομβαρδισμός φαίνεται ότι άρχισε κατά τις 11 με 12 Απριλίου, αρχίζοντας
με βολή του «τέρατος» του Ουρβανού.
Όσον αφορά στις επιχειρήσεις
υπονόμευσης των τειχών, ο Σφραντζής αναφέρει ότι «κάποιος Ιωάννης
Γερμανός» (μάλλον αναφερόμενος στον Γιοχάνες Γκραντ), έμπειρος στις
πολεμικές τεχνικές και στη χρήση του υγρού πυρός, αντιλήφθηκε τις
επιχειρήσεις και έσκαψε άλλη τρύπα, αντίθετης φοράς, την οποία γέμισε με
υγρό πυρ, κατακαίοντας τους Οθωμανούς σκαπανείς. Παράλληλα, ο Μωάμεθ
προέβαινε και σε άλλες ενέργειες, όπως η κατασκευή ενός μεγάλου
πολιορκητικού πύργου (ελέπολις) κ.α., ενώ παράλληλα διεξάγονταν
επιχειρήσεις περιμετρικά της πόλης, όπως η κατάληψη δύο φρουρίων εκτός
της Κωνσταντινούπολης (Θεράπειο και Στουδίου), καθώς και των
Πριγκιπονησίων.
Ο Σφραντζής δίνει μια ιδιαίτερα ζωντανή εικόνα της μάχης.
«Πρώτα λοιπόν με εκείνο το φοβερό τηλεβόλο χτύπησαν σφοδρά και έριξαν
στο έδαφος τον πύργο που βρισκόταν δίπλα στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, κι
ευθύς έσυραν το ίδιο τηλεβόλο και το έστησαν επάνω από το όρυγμα, οπότε
η μάχη και η συμπλοκή έγινε φοβερή και φρικαλέα. Ξεκίνησε πριν από την
ανατολή του ήλιου και κράτησε για ολόκληρη την ημέρα. Πότε λοιπόν
αγωνίζονταν δυνατά στη συμπλοκή και στη σύρραξη, πότε έριχναν στην τάφρο
τα ξύλα, τα άλλα υλικά και τα χώματα που υπήρχαν μέσα στην ελέπολη...οι
δικοί μας τους παρεμπόδιζαν γενναία και πολλές φορές τους κατακρήμνιζαν
από τις κλίμακες και κατέκοψαν μερικές ξύλινες κλίμακες και καρτερικά
οι εχθροί αποκρούστηκαν πολλές φορές μέσα σ'εκείνη την ημέρα».
Άξιον αναφοράς ήταν το ότι, ενώ το οθωμανικό πυροβολικό σφυροκοπούσε
τα τείχη, οι Βυζαντινοί δεν ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσουν
αποτελεσματικά τα δικά τους κανόνια- ούτως ή άλλως κατά πολύ μικρότερα
των οθωμανικών, καθώς διαπιστώθηκε ότι προκαλούνταν ζημιές στα ίδια τα
τείχη (Νίκος Νικολούδης, «Η άλωση της Κωνσταντινούπολης»).
Στις 12
Απριλίου κατέφθασε ο οθωμανικός στόλος από την Καλλίπολη,
αγκυροβολώντας στο Διπλοκιόνιο. Όπως γράφει ο Μιγιάτοβιτς, ανάμεσα στις
12 και τις 18 του μήνα δεν έγινε κάτι το αξιοσημείωτο, αν και ο
βομβαρδισμός συνεχιζόταν ασταμάτητος (σημειώνεται πως σοβαρές ζημιές
υπέστη και το κανόνι του Ουρβανού). Ωστόσο, είχε μειωθεί η
αποτελεσματικότητά του, λόγω ελλιπούς στόχευσης.
«Και τα δύο μέρη εκτόξευαν βέλη και πυροβολούσαν με μακριά και βαριά
αρκεβούζια. Αυτά τα αρκεβούζια ήταν σπάνιο είδος και ούτε οι Τούρκοι
ούτε οι Έλληνες είχαν αρκετά. Και πάλι όμως, οπως κατηγορηματικά
αναφέρει ο Μπάρμπαρο, οι Έλληνες είχαν περισσότερα από τους Τούρκους. Οι
περισσότεροι από τους στρατιώτες που τα χειρίζονταν ήταν τοποθετημένοι
στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου είχαν συγκεντρωθεί επίλεκτοι άνδρες
υπό τις διαταγές του Ιουστινιάνη, για να πολεμήσουν κάτω από το βλέμμα
του αυτοκράτορα».
Σε γενικές γραμμές, το πρώτο διάστημα η άμυνα διεξαγόταν με επιτυχία.
Στις 18 Απριλίου έλαβε χώρα μεγάλη επίθεση στο Μεσοτείχιο- ωστόσο, όπως
γράφει ο Στίβεν Ράνσιμαν στο «Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης 1453», η
αριθμητική υπεροχή των Οθωμανών δεν μέτρησε καθόλου, καθώς το σημείο
ήταν στενό, ενώ οι Βυζαντινοί στρατιώτες διέθεταν ανώτερη θωράκιση και
πάνω από όλα τις ηγετικές ικανότητες του Ιουστινιάνη. Η επίθεση
αποκρούστηκε επιτυχώς, με βαριές απώλειες για τους επιτιθέμενους. Ακόμη,
στις 20 Απριλίου έλαβε χώρα ένα από τα πιο αξιοθαύμαστα επεισόδια της
πολιορκίας:
Η διάσπαση του κλοιού από μικρή δύναμη πλοίων υπό τον
Φλαντανελά.
Ο Σφραντζής περιγράφει: «Ενώ γίνονταν αυτά και η Πόλη πολιορκούνταν,
τρία πλοία της Λιγουρίας (Γένοβας) φορτώθηκαν στην Χίο, έπεσαν σε βολικό
άνεμο και κατέπλευσαν προς εμάς. Καθώς έρχονταν, συνάντησαν καθ'οδόν
και ένα άλλο βασιλικό πλοίο, από τη Σικελία, που ερχόταν φορτωμένο με
σιτάρι. Κάποια νύχτα έφτασαν κοντά στην Πόλη. Το πρωί, όταν οι τριήρεις
του αμηρά, που φύλαγαν την περιοχή, αντιλήφθηκαν τα πλοία, όρμησαν με
χαρά εναντίον τους...αφού πλησίασαν και και άρχισε η ναυμαχία...αρχικά
έπλευσαν με αλαζονεία εναντίον του βασιλικού πλοίου, το οποίο τα
υποδέχτηκε πολύ άσχημα, προσβάλλοντάς τα εξαρχής με τηλεβόλα και βέλη
και πέτρες....ο αμηράς, θεωρώντας ότι ένας τόσο καλά εξοπλισμένος και
τόσο μεγάλος στόλος δεν κατάφερνε τίποτα αξιόλογο, αλλά μάλλον
υστερούσε, έτριζε τα δόντια του, έβριζε τους δικούς του και τους
αποκαλούσε δειλούς στην καρδιά».
Το βράδυ, τα βυζαντινά πλοία μπόρεσαν να μπουν στο λιμάνι, γεγονός ιδιαίτερα ενθαρρυντικό για τους πολιορκημένους.
Ο κλοιός στενεύει
Το
περιστατικό εξόργισε ιδιαίτερα τον Μωάμεθ Β' (ο Μπαλτόγλου δέχτηκε 100
ραβδισμούς και έχασε το ένα του μάτι- επρόκειτο για την ποινή που του
επιβλήθηκε για την ταπείνωση, αφού ο σουλτάνος ανακάλεσε την αρχική
απόφαση θανάτωσής του) η απάντηση του οποίου ήταν άμεση: Μέσω της
κατασκευής ξύλινης εξέδρας και της χρήσης τροχών, τα οθωμανικά πλοία
προσπέρασαν από την στεριά την αλυσίδα, διεισδύοντας στον Κεράτιο Κόλπο.
Ο αριθμός των πλοίων που πέρασαν με αυτόν τον τρόπο κυμαίνεται από 20
μέχρι 80, με τον Μιγιάτοβιτς να καταλήγει στα 30. Σε κάθε περίπτωση,
επρόκειτο για ένα ιδιαίτερα αποκαρδιωτικό γεγονός για τους
πολιορκημένους, ειδικά μετά την αναπτέρωση του ηθικού από το κατόρθωμα
του Φλαντανελά. «Όμως ο αυτοκράτορας δεν απελπίστηκε. Αυτό που τον
απασχολούσε περισσότερο ήταν η ανάγκη να σταλούν κι άλλοι άντρες στο
βορειοανατολικό τείχος, για να το υπερασπιστούν σε μια ενδεχόμενη
επίθεση σε εκείνο το σημείο».
Οι βομβαρδισμοί συνεχίστηκαν τις επόμενες ημέρες, ενώ στο εσωτερικό
της πόλης γινόταν όλο και πιο αισθητή η έλλειψη τροφίμων και οι
υπερασπιστές κουράζονταν από την έλλειψη τροφίμων. Ακόμη, διαμάχες
σημειώνονταν μεταξύ Ενετών και Γενουατών, καθώς οι πρώτοι κατηγορούσαν
τους δεύτερους για συνεργασία με τον εχθρό, λόγω της στάσης των
Γενουατών στον Γαλατά. Πολλοί ήταν αυτοί που συμβούλευαν τον αυτοκράτορα
να διαφύγει, πρόταση που ο Παλαιολόγος απέρριπτε. Ένα σχέδιο για την
πυρπόληση των οθωμανικών πλοίων που βρίσκονταν πλέον μέσα στον Κεράτιο
απέτυχε, καθώς προδόθηκε στο στρατόπεδο των πολιορκητών, από κάποιον
Φαγιούτσο.
Η επόμενη μεγάλη επίθεση έλαβε χώρα, όπως γράφει ο
Μιγιάτοβιτς, επικαλούμενος Σλάβο χρονικογράφο της πολιορκίας (Σλαβικό
Χρονικό), την 1η Μαΐου, μετά από επικέντρωση πυρών πυροβολικού σε
συγκεκριμένο σημείο των τειχών, στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, η οποία εν
τέλει αποκρούστηκε μετά από σκληρή μάχη. Οι επόμενες ημέρες
χαρακτηρίστηκαν από ανταλλαγές πυρών, χωρίς να λαμβάνει χώρα κάποια
γενικευμένη επίθεση. Σημειώνεται ότι, στο μεταξύ, κυκλοφορούσε στο
εσωτερικό της Πόλης η φήμη περί ενισχύσεων από τη Δύση, και ειδικότερα
από τη Νάπολη και τη Βενετία, που ο αυτοκράτορας φρόντισε να ενισχύσει
αποστέλλοντας μικρό πλοίο για να ζητήσει βοήθεια.
Τη νύχτα της 4ης προς
την 5η Μαΐου έλαβε χώρα μια ακόμα ανεπιτυχής προσπάθεια καταστροφής των
οθωμανικών πλοίων στον Κεράτιο και στις 6 Μαΐου έλαβε χώρα σκληρότατο
σφυροκόπημα των θέσεων στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, η οποία διήρκεσε και
τη νύχτα και την επόμενη ημέρα, και ακολουθήθηκε από έφοδο το βράδυ της
7ης Μαΐου. Στην απόκρουση της επίθεσης πρωτοστάτησε ο Ιουστινιάνης,
καθώς και ένας φημισμένος στρατιωτικός, ο Ραγκαβής, επικεφαλής ελληνικού
σώματος. Ο Ραγκαβής, αναφέρει ο Σλάβος χρονικογράφος τον οποίο
επικαλείται ο Μιγιάτοβιτς, απώθησε τους Οθωμανούς από ρήγμαμ και ήρθε
αντιμέτωπος με τον Αμίρ Μπέη, τον οποίο και «έκοψε στα δύο», για να
σκοτωθεί όμως από τους υπόλοιπους Οθωμανούς στρατιώτες.
Στις 8, 9, 10 και 11 Μαΐου συνεχίστηκαν οι βομβαρδισμοί, ενώ στην
Πόλη η απογοήτευση αυξανόταν. Στις 12 του μήνα, τα οθωμανικά κανόνια
άνοιξαν ρήγμα στα τείχη της συνοικίας των Βλαχερνών, που ακολουθήθηκε
από επίθεση που αποκρούστηκε με δυσκολία. Ακολούθησε πρόταση για έξοδο
υπό την αρχηγία του αυτοκράτορα, με σκοπό την αναπτέρωση του ηθικού αλλά
και τη συγκέντρωση προμηθειών. Όσο ήταν υπό συζήτηση η συγκεκριμένη
πρόταση, στην οποία αντιτάχθηκαν ο Λουκάς Νοταράς και ο έπαρχος της
Πόλης, Νικόλαος Γουδέλης, κατέφθασε αγγελιοφόρος ο οποίος ενημέρωσε το
πολεμικό συμβούλιο ότι οι Οθωμανοί βρίσκονταν στα τείχη πίσω από τη
συνοικία των Βλαχερνών. Για την απόκρουση της επίθεσης έσπευσε επί
σκηνής ο ίδιος ο αυτοκράτορας, ο οποίος και απέκρουσε τους εισβολείς, οι
οποίοι είχαν καταφέρει να μπουν στο εσωτερικό της πόλης. «Αν δεν είχε
φτάσει ο αυτοκράτορας με βοήθεια, εκείνη τη νύχτα θα βλέπαμε την τελική
καταστροφή μας» σημειώνει ο Σλάβος χρονικογράφος.
Ο βομβαρδισμός
συνεχίστηκε και τις επόμενες ημέρες. Στις 18 Μαΐου έλαβε χώρα επίθεση με
πολιορκητικό πύργο (ελέπολη) στη Χαρσία Πύλη. Το βράδυ της ημέρας
εκείνης, ο αυτοκράτορας και ο Ιουστινιάνης κατάφεραν, με μια παράτολμη
επιχείρηση, να πυρπολήσουν τον πύργο, προκαλώντας- σύμφωνα με τον
Μιγιάτοβιτς- ακόμα και τον θαυμασμό του ίδιου του Μωάμεθ του Β', ο
οποίος στις 21 Μαΐου (ή στις 23) έστειλε πρέσβη στην Πόλη, ζητώντας την
παράδοσή της και υποσχόμενος ότι θα επέτρεπε στον αυτοκράτορα να
αποχωρήσει με τα υπάρχοντά του, αναγνωρίζοντάς τον ως ηγεμόνα της
Πελοποννήσου. Εκεί ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έδωσε την απάντηση η οποία
έμελλε να μείνει στην ιστορία:
«Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ' ἐμὸν ἐστίν οὔτ' ἄλλου τῶν κατοικούντων
ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ
φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».
Ακολούθησε πολεμικό συμβούλιο στο οθωμανικό στρατόπεδο και ορίστηκε μεγάλη επίθεση για τη νύχτα της 29ης Μαΐου.
συνεχίζεται
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.