Σελίδες

20 Φεβρουαρίου 2016

Οι ένορκοι.

Γράφει ο +Niko Spiridakis
 
Το παγωμένο πρωινό έκανε το κρύο να διαπερνάει το δέρμα και να φτάνει ως τα κόκκαλα και μια ψιλή βροχή έπεφτε καθώς βήματα πλατσούριζαν στις μικρές λιμνούλες πάνω στο πεζοδρόμιο. Σοβαρά κι ανέκφραστα τα πρόσωπα όλων που βιαστικά στριμωχνόντουσαν κάτω από τη σκέπη που υπήρχε στην μπροστινή πόρτα, η οποία ήταν ακόμα κλειστή κι ο φύλακας από πίσω έπινε ασυγκίνητος τον καφέ του. 
 
Το κτήριο υψωνόταν από πάνω τους σαν ένας θεόρατος καθεδρικός ναός με ένα κράμα αρχιτεκτονικής που συνδύαζε τη μεγάλη ροτόντα του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό πλαισιωμένη από αναρίθμητες κολώνες με κιονόκρανα Ιονικού ρυθμού που έστεκαν σαν κορνίζες ανάμεσα στα στενόμακρα παράθυρα. 
 
Στα αετώματα κάποια αγάλματα κλασικού Ρωμαϊκού ρυθμού κοιτούσαν χλωμά το αόριστο της γκρίζας μέρας. Και η χρυσή γυναίκα με τον υψωμένο δαυλό στο αριστερό και το κατεβασμένο σπαθί στο δεξί της χέρι ήταν σχεδόν κρυμμένη από την ομίχλη, εκεί ψηλά στο βάθρο της στην κορυφή του πράσινου τρούλου του κτηρίου. Κι ο συνωστισμός μπροστά από την πόρτα του δικαστηρίου όλο και πλήθαινε όπως και οι σταγόνες της βροχής.

Η πόρτα άνοιξε ακριβώς στις οκτώ και κάπου πενήντα άτομα στριμωχτήκαν να περάσουν από τον έλεγχο τύπου αεροδρομίου και κατόπιν άλλη αναμονή στο φαρδύ διάδρομο του δικαστηρίου. Με την απαλλαγή της ψύχρας από τις πλάτες τους τώρα, άρχισαν να ανταλλάζουν ματιές περιέργειας και μερικά πηγαδάκια συνομιλίας είχαν αρχίσει κυρίως από γυναίκες. Αφού πια όλοι είχαν περάσει από τον έλεγχο ο αστυνομικός τους οδήγησε στο δωμάτιο 404 όπου και ήταν ο χώρος συγκέντρωσης των νεοσύλλεκτων ενόρκων.
 
Ήταν ένα παλιομοδίτικο δωμάτιο με μια άσχημη καφέ μοκέτα πιθανόν της δεκαετίας του εβδομήντα, γεμάτο από μεταλλικές καρέκλες και μερικά στρογγυλά τραπέζια εδώ κι εκεί. Τα μεγάλα παράθυρα ήταν πλαισιωμένα με χοντρά κάγκελα και η βροχερή μέρα τα έκανε να φαίνονται ακόμα πιο καταθλιπτικά και μέσα στο δωμάτιο οι λάμπες φθορίου έδιναν το ψυχρό τους φως. Όλοι τώρα είχαν καθίσει νευρικά στις καρέκλες και γύρω από τα τραπέζια και κοιτούσαν εκνευρισμένοι τα κινητά τους. Ήταν καθαρό ότι κανείς δεν ήθελε να είναι εκεί αυτό το παγερό πρωινό. Η υπάλληλος του δικαστηρίου έδωσε ένα καλωσόρισμα και τους ευχαρίστησε για τη συμμετοχή τους αν και ήταν φανερό πως δεν ήταν εθελοντική αλλά το καθήκον τους σαν πολίτες. Τους πληροφόρησε πως θα πρέπει να περιμένουν έως ότου οι δικαστές τους καλέσουν για την επιλογή τους.

Κι έτσι ξεκίνησε μια ατελείωτη αναμονή, ξένοι ανάμεσα σε ξένους, όλοι εκεί ένα δείγμα της κοινωνίας, νέοι και μεσήλικοι, άσπροι και μαύροι, Ασιάτες, πλούσιοι και φτωχοί. Η κοπέλα δίπλα στο παράθυρο έβγαζε το πουλόβερ της κι έφτιαχνε τα μαλλιά της με νευρικές κινήσεις. Ένας αξύριστος κακοντυμένος σαραντάρης την κοίταζε με ειρωνεία ενώ ο διπλανός κύριος με το κοστούμι φάνηκε ενοχλημένος από τις κινήσεις της. Κάποια παχιά κυρία άρχισε να εξιστορείται την περασμένη της εμπειρία και δυο νέες κοπέλες την άκουγαν με προσποιημένη προσοχή. 
 
Άλλος έβγαλε βιβλίο να διαβάσει κι άλλος είχε ανοίξει τον φορητό υπολογιστή του. Κάποιοι μασουλούσαν κι άλλοι είχαν κλειστά τα μάτια τους με την ελπίδα πως θα πάρουν ένα καθιστό ύπνο. Και μέσα στην αμηχανία του δωματίου οι ώρες κυλήσαν γι’ άλλους γρήγορα και γι’ άλλους απίστευτα αργά, ώσπου ήρθε η ώρα του μεσημεριανού, χωρίς κανείς τους να κληθεί σε δικαστική αίθουσα. Η υπάλληλος τους είπε πως είχαν μια ώρα για μεσημεριανό και ήταν ελεύθεροι να βγουν έξω ή να χρησιμοποιήσουν το κυλικείο του δικαστηρίου. 
 
Πολλοί έφυγαν αμέσως λες και κάποιος τους είχε χαρίσει αναπάντεχα την ελευθερία μέσα από εκείνη την αποπνικτική φυλακή. Άλλοι πάλι αποφάσισαν να μείνουν και να περπατήσουν τους διαδρόμους του μεγάλου δικαστηρίου που έμοιαζαν σαν λαβύρινθος. Μερικές πόρτες είχαν αριθμούς κι έγραφαν τα ονόματα των δικαστών, άλλες ήταν κλειστές χωρίς ετικέτα, και κάποιες είχαν ένα μικρό παράθυρο από χοντρό γυαλί. Μέσα σ’ αυτές μπορούσε να δει κανείς κρατούμενους να περιμένουν καθισμένοι σε πάγκους.
 
Ξαφνικά στο βάθος του διαδρόμου ένας αστυνομικός φώναζε δυνατά στους επερχόμενους να παραμερίσουν στα δεξιά. Πίσω του δεμένη με χειροπέδες στα χέρια και στα πόδια έσερνε τα πόδια της μια χλωμή γυναίκα περίπου τριάντα χρονών με κόκκινα μαλλιά ντυμένη σε μια πορτοκαλί φόρμα. Τα γκρίζα μάτια της ήταν θολά και κοιτούσαν μπροστά αλλά θαρρείς πως δεν έβλεπαν τίποτα. Στο λαιμό της είχε ένα μπλε τατουάζ και τα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε κότσο. Για μια στιγμή μόνο μια απόλυτη σιωπή έπεσε στον πολυσύχναστο διάδρομο και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο μεταλλικός ήχος της αλυσίδας που έσερνε η γυναίκα με τα πόδια της. 
 
Το σκηνικό έκλεισε με τη γυναίκα αστυνόμο που την ακολουθούσε με το γκλομπ στο χέρι. Μια θλιβερή σκηνή που έκανε πολλούς να ανατριχιάσουν αλλά ξαφνικά έδωσε μια δόση πραγματικότητας σ’ αυτούς που είχαν έρθει να υπηρετήσουν ως ένορκοι. Ίσως τελικά αυτό το καθήκον δεν ήταν μια καταναγκαστική αγγαρεία, αλλά είχε κάποιο αληθινό σκοπό από τον οποίο ανθρώπινες ζωές κρεμόντουσαν…

+Niko Spiridakis 
πηγή yannidakis.net/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).

Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.

Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.