|
Αντώνιος Φωστερίδης |
Γράφει ο Χρίστος Γούδης
Μην ψάχνετε να ερμηνεύσετε την
ανθελληνικότητα των αριστερών θέσεων, όπως για παράδειγμα τις πρόσφατες
τοποθετήσεις Φίλη για τους Ποντίους, έξω από το πρόσφατο ιστορικό μας πλαίσιο,
στο οποίο οι εαμίτες-ελασίτες-αντάρτες του 1943-1949 κινήθηκαν όπως κινήθηκαν και έπραξαν ότι έπραξαν. Αν
συμβαίνει κάποιοι από εμάς να μην γνωρίζουν την πρόσφατη ιστορία μας, δεν
συμβαίνει το ίδιο και με τους επιγόνους μιας αριστεράς που δεν λέει να ξεχάσει
την ήττα της. Όσο για τους Ποντίους, όντως μιλάμε για μια διαφορετική φυλή.
Αυτοί είναι Έλληνες, έχουν ρίζες βαθειές στην πατρώα γη, την ποτισμένη με το
αίμα τους. Εμείς είμαστε απλά ελλαδίτες. Πόσοι και ποιοί από εμάς τους
ελλαδίτες είναι Έλληνες παραμένει ένα ανοικτό προς έρευνα ζήτημα...
Εν πάση περιπτώσει, στην
παρούσα δυσάρεστη συγκυρία, για να απαλύνω το απρόκλητο «φτύσιμο» που δέχτηκαν,
σαν ένα μικρό έστω «αντίδωρο» στους Πόντιους ακρίτες του επικού «Ο Μάραντον» -
όσοι δεν το έπιασαν είναι το ελληνικότατο ποντιακό έπος «Ο Αμάραντος», ο
αμάραντος Πόντος και οι αμάραντοι Πόντιοι -
δημοσιοποιώ ένα μικρό απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του πατέρα μου,
που πρόκειται σύντομα να εκδώσω υπό τον τίτλο «Αίμα και Χώμα», το οποίο
αναφέρεται στην ελληνική ψυχή τους, μέσα
από τα δικά του βιώματα:
«Στην
Ανατολική Μακεδονία οργανώθηκαν οι Πόντιοι με τον Τσαούς Αντών – Αντώνιος
Φωστερίδης λεγότανε – τον θυμάσαι τον Τσαούς Αντών, ερχότανε στη Χρυσούπολη, το
Σαρή Σαμπάν όπως την λέγανε τούρκικα, όταν ήμουν διοικητής Υποδιοικήσεως
Χωροφυλακής Νέστου, το 1955 με ’61, και τα λέγαμε καλά μαζί... Άκουγαν Τσαούς
Αντών οι Βούλγαροι και έτρεμαν. Βγήκε στο κλαρί αμέσως μετά την άφιξη των
Βουλγάρων στην Ανατολική Μακεδονία το 1941. Τους την παρεχώρησαν δώρο οι
Γερμανοί μαζί με την Θράκη, πλην Αλεξανδρούπολης και την παραμεθόριο με την Τουρκία
που την κράτησαν οι ίδιοι. Ήτανε σύμμαχοί τους οι Βούλγαροι και άφησαν τον
γερμανικό στρατό να επιτεθεί στην Ελλάδα από τα εδάφη τους.
»Βγήκαν και άλλοι εθνικιστές
αντάρτες, πολλοί, κυρίως Πόντιοι. Ο Μπαρμπαθόδωρος, Θεόδωρο Τσακιρίδη τον
λέγανε, στο Παγγαίο, ο Καπετάν Βαγγέλης στο Κοτζά Ορμάν στο Νέστο, ο Αναστάς
Αγάς – Αναστάσιος Αβραμίδης ήταν το πραγματικό του όνομα – στο Καρά Ντερέ, στο
δάσος της Ελατιάς δηλαδή προς τη Δράμα, και ο Καπετάν Λαζίκ, ο Λάζαρος
Αβραμίδης δηλαδή, κι άλλοι πολλοί αντάρτες,
κάποιοι ήταν Σαρακατσαναίοι και βγαίναν στο αντάρτικο οικογενειακά, με τις
πατριές τους, όλοι τους εθνικιστές. Γνώριζα πολλούς από αυτούς όταν ήμουν
αστυνόμος εκεί στη Μουσθένη το 1939 και γύριζα στην περιοχή, πριν από την
γερμανική εισβολή.
»Ο Τσαούς Αντών ήτανε πολύ
θαρραλέος, έκανε καταδρομές και μέσα στην Βουλγαρία. Το 1943, τον Σεπτέμβριο,
αν θυμάμαι καλά από αυτά που μου έλεγε, ένωσε όλους τους καπετάνιους, από το
Παγγαίο, από το Μποζ Νταγ, το όρος Φαλακρό δηλαδή, έτσι το έλεγαν στα τούρκικα,
από το Μπαϊράμ Τεπέ της Δράμας, από την Ξάνθη, από την Χαϊδού και το Καρά
Ντερέ, από τα δικά μας τα δάση στην επαρχία Νέστου της Χρυσουπόλεως, από το
Τσαλ Νταγ δηλαδή, στα βουνά της Λεκάνης του Νέστου, και από το Κοτζά Ορμάν που
σημαίνει Μεγάλο Δάσος, στις εκβολές του Νέστου, τον ανακήρυξαν γενικό αρχηγό.
Έφτιαξαν την ΕΑΟ, Εθνικές Ανταρτικές Ομάδες. Είχαν επαφές και με το στρατηγείο
της Μέσης Ανατολής, τους είχαν στείλει και Άγγλο σύνδεσμο, ειδικό στα
εκρηκτικά. Στο Τσαλ Νταγ ήταν τα λημέρια του. Αλλά οι εθνικιστές κυριαρχούσαν
παντού, σε όλη την περιοχή από Στρυμόνα μέχρι Έβρο, 12.000 αντάρτες είχανε.
»Ο Τσαούς Αντών ήτανε περίπου
συνομήλικός μου. Ήτανε αγροφύλακας προπολεμικά και στο στρατό υπηρέτησε στο
πυροβολικό. Ήμασταν λοχίες, γι’ αυτό τον έλεγαν τσαούς. Τσαούς στα τούρκικα
είναι ο λοχίας, κι οι συμπατριώτες του οι Πόντιοι, οι Μπαφραλήδες, που είχανε
έρθει μετά την καταστροφή της Σμύρνης, μιλούσαν όλοι τούρκικα και τον έλεγαν
Τσαούς Αντών ή και Αντών Τσαούς. Φωστηρίδης ήταν το επώνυμό του, επικράτησε να
τον λένε Φωστερίδη, αλλά Φωστηρίδης είναι το σωστό. Στη Χρυσούπολη, θυμάσαι,
είχαμε όλο Ποντίους, ο δήμαρχος που είχαμε όσα χρόνια ήμουν διοικητής, τον
θυμάσαι, ο Ιωάννης Δελληκάρης, με τα μεγάλα μουστάκια, ήταν Πόντιος. «Δελληκάρης-Διγενής»
τον λέγανε οι Πόντιοι της Χρυσούπολης. Έστειλε μάλιστα και ευχαριστήριο γράμμα
στο υπουργείο Εσωτερικών και στο Αρχηγείο Χωροφυλακής όταν εξάρθρωσα μια
ληστοσυμμορία τουρκόγυφτων που είχαν διαπράξει ένα σωρό διαρρήξεις σε περιοχές
της Ξάνθης, εκτός της αρμοδιότητάς μου. Μόλις το απετόλμησαν και στη Χρυσούπολη
συγκρότησα ένα απόσπασμα καταδίωξης από χωροφύλακες και πολίτες, τους
παγιδεύσαμε και τους πιάσαμε, σκοτώσαμε κι έναν από δαύτους γιατί αντιστάθηκαν,
είχανε όπλα. Έγινε μάχη, αυτοί έρριξαν πρώτοι, γράφανε τότε οι εφημερίδες για
μέρες, ανάσανε ο κόσμος όταν τους πιάσαμε…
»Οι Πόντιοι είναι μεγάλη
ιστορία. Δύσκολα βρίσκεις τόσο αυθεντικούς Έλληνες, όχι στα λόγια, ψυχωμένοι,
με καρδιά. «Εγώ για την πατρίδα» λέγανε οι Πόντιοι με την χαρακτηριστική
προφορά τους, «ρίχνω και τα παιδία μου στην φωτιά», και το εννοούσαν. Και ήθελε
να τους πάρει η Τράπεζα τότε τα σπίτια τους, η Αγροτική. Χρωστούσαν οι
φουκαράδες κάτι δάνεια και μου ζήτησαν από την Διοίκηση Χωροφυλακής Καβάλας να
στείλω δύναμη χωροφυλακής στα προσφυγικά, στην Ποντιάδα, εκεί κοντά στο σπίτι
μας, τα θυμάσαι, που είχαν όλα πανομοιότυπα σπιτάκια, και να τους κάνουμε
έξωση, να κατάσχει η Τράπεζα τα σπίτια τους, να τους τα πάρει και να τα βγάλει
σε πληστηριασμό.
Είπα στους χωροφύλακες, θα πάμε αλλά θα τους αφήσουμε να μας
απωθήσουν, ας φάτε και μερικές τους είπα, για να μη φανεί ότι είχαμε
προσυνεννοηθεί. Πού ακούστηκε να τους αρπάξει τα σπίτια των φτωχών ανθρώπων η
Τράπεζα, να πάει να γαμηθεί… «των πατεράδων σας τα σπίτια θα αφήσετε να
πάρουνε;» είπα στους χωροφύλακες, όλοι συμφώνησαν. Ειδοποίησα την Διοίκηση ότι
μας απέκρουσαν και δεν έχουμε επαρκή δύναμη, ούτε μπορούμε να πυροβολήσουμε τον
κόσμο. Μου έστειλαν ενισχύσεις από την Καβάλα, η ίδια ιστορία επαναλήφθηκε. Οι
δικοί μου συνεννοήθηκαν με τους καινουργιοφερμένους χωροφύλακες,
γρατζουνίστηκαν και μεταξύ τους, είπαμε ότι έχουμε τραυματίες και αν θέλουν ας
στείλουν στρατό, εμεί δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Έ το καταλάβαιναν και στη
Διοίκηση, ήταν φίλος μου ο διοικητής, ούτε στρατό στείλανε, ούτε τίποτε,
κράτησαν τα σπίτια τους οι άνθρωποι, έγινε κάποια διευθέτηση υποτίθεται, κι
όταν ήρθε η δικτατορία το ’67, ο Παπαδόπουλος τους χάρισε τα δάνεια, κι έληξε
οριστικά το θέμα. Αλλά ξεφύγαμε..
»Ξαναγυρίζουμε σ’ αυτά που
λέγαμε. Τους Πόντιους εθνικιστές τους επετέθησαν οι Βούλγαροι και στο Μπαϊράμ
Τεπέ, εκεί προς τη Δράμα, ανήμερα του Ευαγγελισμού στις 25 Μαρτίου του 1944.
Νόμιζαν ότι θα τους πιάσουν στον ύπνο, επειδή γιόρταζαν την εθνική επέτειο,
αλλά δεν κατάφεραν τίποτε, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Εκεί πάντως που έπαθαν
πραγματική πανωλεθρία οι Βούλγαροι ήτανε στο Καρά Ντερέ, στη γέφυρα του Νέστου
στους Παπάδες, προς Δράμα μεριά. Ένα ολόκληρο βουλγαρικό σύνταγμα προσπάθησε να
την περάσει για να επιτεθεί στους δικούς μας, αλλά παγίδευσαν ένα λόχο του, τον
εξολόθρευσαν. Οι Βούλγαροι αντεπετέθησαν. Τέσσερις μέρες μάχες, έφεραν και
πυροβολικό, τίποτε. Έσπασαν τα μούτρα τους για τα καλά. Αρχές Μαΐου του 1944
έγιναν αυτά.
»Μετά, τον Ιούλιο του ’44
χτυπήθηκαν στη Χαϊντού, στα σύνορα του νομού Δράμας με τον νομό Ξάνθης και την
Βουλγαρία, και τον Αύγουστο στον Στρυμόνα. Τραυματίσθηκε ο Τσαούς Αντών και
πολλοί δικοί του. Κάποιους τους μετέφεραν σ’ ένα φυλάκιο του ΕΛΑΣ και οι
ελασίτες αντί να τους περιθάλψουν, τους δολοφόνησαν. Δεν είχε το δικαίωμα,
βλέπεις, κανείς άλλος εκτός από αυτούς να κάνει αντίσταση. Όλοι οι άλλοι ηταν
φασίστες και ταγματασφαλίτες… πέραν του ότι θεωρούσαν τους Βούλγαρους τρόπον
τινά νόμιμους κληρονόμους της Μακεδονίας. Ακούγεται εξωφρενικό, αλλά το έλεγαν
δημόσια! Τα γράφανε και στις εφημερίδες τους. Υπάρχουν και επίσημα έγγραφα.
Πολλοί στο ΚΚΕ και στο ΕΛΑΣ ήταν σλαβομακεδόνες, γι’ αυτό και τους ελασίτες οι
εθνικιστές τους έλεγαν “εαμοβούλγαρους”...
»Κόκκινο πανί ήταν ο Τσαούς
Αντών για Βούλγαρους και κομμουνιστές. Αφρούς έβγαζαν όταν άκουγαν το όνομά
του… Τον ξαναβρήκαν μπροστά τους, πολέμησε μαζί με τους χωροφύλακες στο
Σύνταγμα Μακρυγιάννη τον Δεκέμβριο του ’44, και στον εμφύλιο το 1946-1949. Ήταν
τότε έφεδρος συνταγματάρχης του πυροβολικού και διοικούσε δική του μονάδα…
Κανείς δεν τον ξέρει όλον αυτόν τον αγώνα σήμερα. Όσοι αγωνίσθηκαν τότε
θεωρούνται από την “καλή κοινωνία” οι ηλίθιοι της υποθέσεως…».
Χρίστος Γούδης
Δημοτικός Σύμβουλος
με την «Ελληνική Αυγή»
στο Δήμο Αθηναίων
Έτσι είναι όπως ορθά αναφέρει το άρθρο . Αυτοί οι άδολοι Πατριώτες Αντάρτες
ΑπάντησηΔιαγραφήτου Αντώνη Φωστηρίδη μετά τις υπηρεσίες που προσέφεραν στην Πατρίδα γύρισαν
στις αγροτοκτηνοτροφικές εργασίες τους κ οι περισσότεροι πέθαναν ξεχασμένοι,
σίγουρα φτωχοί κ ελάχιστοι κατόρθωσαν να επιβιώσουν αξιοπρεπώς καθόσον
ο αγώνας των βουνών είχε επιπτώσεις στην υγεία τους . Ας είναι Αθάνατοι
κ σίγουρα όταν τα πάθη ηρεμήσουν σε αυτό τον τόπο θα γίνει κ η αναγνώριση
του αγώνα τους.Δυστυχώς ακόμη κάποιοι επιζητούν εμφυλιακούς διχασμούς .
Η επιθετικότητα της Τουρκίας ίσως μας συνετίσει προ του κοινού κινδύνου.
Οι Τάφοι των Αγνών Ηρώων θα μας θυμίζουν πάντοτε την αξία της Εθνικής
Ενότητας .