Της Κατερίνας Νικολάου και της Ειρήνης Χρήστου
Οι ανακινητές της Εικονομαχίας κατηγόρησαν στη σύνοδο της Αγίας Σοφίας το 815 την αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία, ότι το 787 αναστήλωσε τις εικόνες παρασυρμένη από γυναικεία «αφελότητα» (σ.1). Υποστήριξαν, δηλαδή, ότι η ενέργεια της αυτή οφειλόταν αποκλειστικά στην πνευματική αδυναμία των γυναικών να αντιληφθούν και να κατανοήσουν σημαντικά προβλήματα, όπως τα θεολογικά, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό να αφαιρέσουν από την πράξη της Ειρήνης κάθε κύρος.
Στη διάρκεια, όμως, της ιστορικής πορείας του Βυζαντίου, και ιδιαίτερα κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο, οι περιστάσεις οδήγησαν στο ύψιστο αξίωμα της αυτοκρατορίας αρκετές γυναίκες, οι οποίες είχαν εξ ορισμού το δικαίωμα και την υποχρέωση να αποφασίζουν όχι μόνο για πολιτικά, αλλά και για εκκλησιαστικά ζητήματα. Η κριτική των χαρακτηριστικών του φύλου των αυτοκρατειρών που διοίκησαν το βυζαντινό κράτος από το 780 ως το τέλος της μακεδόνικης δυναστείας, η άνοδος τους στο θρόνο, ο τρόπος που διαχειρίστηκαν την εξουσία και, κυρίως, οι αντιδράσεις των Βυζαντινών στην άσκηση της εξουσίας από γυναίκες, όπως αυτές εκφράστηκαν στα κείμενα, είναι τα θέματα που θα μας απασχολήσουν.
Στο διάστημα αυτό οι χήρες —ή και κόρες— αυτοκρατόρων, που είτε έγιναν συμβασιλείς με τους ανήλικους γιους τους, διαδόχους του θρόνου, είτε κατείχαν μόνες τους το θρόνο, είναι:
- η Ειρήνη η Αθηναία (780-802), σύζυγος του Λέοντα Δ’, μητέρα του Κωνσταντίνου ΣΤ’·
- η Θεοδώρα (842-856), σύζυγος του Θεοφίλου, μητέρα του Μιχαήλ Γ’·
- η Ζωή Καρβονοψίνα (914-920), τέταρτη σύζυγος του Λέοντα Ç’, μητέρα του Κωνσταντίνου Ζ’ του Πορφυρογέννητου·
- η Θεοφανώ (963), σύζυγος του Ρωμανού Β’, μητέρα των Βασιλείου Β’ και Κωνσταντίνου Η’·
- οι πορφυρογέννητες αδελφές Ζωή και Θεοδώρα (1042, 1055-1056).
***
Η Ειρήνη η Αθηναία, ως συμβασιλεύς αρχικά του ανήλικου γιου της Κωνσταντίνου Ç’ (780-790, 792-797), έθεσε προσωρινό τέλος, γυναίκα αυτή, στο θέμα της Εικονομαχίας, είç αίσχύνην των προκρατησάντων αιρετικών άνδραρίων την βασιλείαν (σ.3). Αρκετό χρόνο μετά την ενηλικίωση του Κωνσταντίνου η Ειρήνη θέλησε να παραμερίσει το γιο της και να γίνει η ίδια μόνη κυρία της εξουσίας.
Εκμεταλλεύτηκε τη δυσαρέσκεια που προκάλεσε στους μοναστικούς κύκλους ο αθέμιτος δεύτερος γάμος του Κωνσταντίνου και, προκειμένου να τον αποκλείσει από το θρόνο, επέβαλε την τύφλωση του (Αύγουστος 797). Ακολουθώντας ευνοϊκή πολιτική απέναντι στην Εκκλησία και με χαριστικές πράξεις προς το λαό, κατόρθωσε να βασιλεύσει για πέντε χρόνια ως η πρώτη γυναίκα απόλυτος μονάρχης.
Το 802 αξιωματούχοι με επικεφαλής το λογοθέτη του γενικού Νικηφόρο, εκμεταλλευόμενοι τη γενικότερη δυσαρέσκεια των εν τέλει αρχόντων, έγιναν με ευκολία κύριοι της κατάστασης και —παρά την αποδοκιμασία των πολιτών— ανακήρυξαν το Νικηφόρο αυτοκράτορα.
Η Ειρήνη με περηφάνια και αξιοπρέπεια δέχθηκε την αιφνίδια μεταστροφή της μοίρας (σ.4) και οδηγήθηκε στην εξορία και το μοναστήρι, όπου λίγους μήνες αργότερα πέθανε.
***
Η Θεοδώρα, μετά το θάνατο του Θεοφίλου, ανέβηκε στο θρόνο μαζί με τον ανήλικο γιο της Μιχαήλ Γ’ (842) σε πλήρη ισοτιμία από άποψη πολιτειακού δικαίου με αυτόν (σ.5). Φρόντισε για την αποκατάσταση του συζύγου της στους κύκλους της Εκκλησίας (σ.6), και με την προτροπή και τη συνδρομή ικανών συμβούλων προχώρησε στην αντικατάσταση του εικονομάχου πατριάρχη Ιωάννη Γραμματικού από το Μεθόδιο και στην πανηγυρική αναστήλωση των εικόνων (843). Συνέβαλε στην επιτυχή διαχείριση των οικονομικών της αυτοκρατορίας, η οποία απέφερε τεράστια ποσά στο βασιλικό ταμείο.
Μετά τη δολοφονία του ευνοουμένου της, Θεοκτίστου, από τον αδελφό της Βάρδα, ο οποίος την κατηγόρησε ότι επιθυμούσε να απομονώσει από την εξουσία το νόμιμο μονάρχη μετά την ενηλικίωση του, απομακρύνθηκε από τα ανάκτορα και οδηγήθηκε σε μοναστήρι.
***
Η Ζωή Καρβονοψίνα, αφού πέτυχε να περιορίσει τον παλαιό της αντίπαλο, πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό, στα ιεραρχικά του καθήκοντα και να απομακρύνει τους υπόλοιπους επιτρόπους του ανήλικου γιου της Κωνσταντίνου Ζ’, ανέλαβε την εξουσία ως συμβασιλεύς (σ.7) (Φεβρουάριος 914). Με έμπιστους της ανθρώπους σε καίριες θέσεις διοίκησε την αυτοκρατορία και έλαβε ουσιαστικές αποφάσεις για θέματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής (σ.8). Μετά από εσωτερικές ταραχές ο δρουγγάριος του πλωίμου Ρωμανός Λακαπηνός κατόρθωσε να επικρατήσει, πέτυχε την απομόνωση της αυτοκράτειρας και, με την κατηγορία ότι επιδίωξε τη δολοφονία του, την έστειλε σε μοναστήρι (Αύγουστος 920).
***
Η Θεοφανώ αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση αυτοκράτειρας που έδρασε από το παρασκήνιο κατά σκοτεινό και αμφιλεγόμενο τρόπο. Το πεντάμηνο που μεσολάβησε ανάμεσα στο θάνατο του Ρωμανού Β’ και στην ανάδειξη του Νικηφόρου Φωκά σε αυτοκράτορα (Μάρτιος-Αύγουστος 963), η Θεοφανώ, ως επίτροπος των ανήλικων γιων της, δεν επέδειξε σημαντική πολιτική δραστηριότητα (σ.9). Πρέπει να της αναγνωρισθεί ότι, επειδή, ίσως, είχε συνείδηση της αδυναμίας της να διαχειρισθεί την αρχή, και επειδή αντιλαμβανόταν πόσο ασθενής ήταν η θέση της λόγω της υποβόσκουσας πάλης για την εξουσία, επέλεξε τους κατάλληλους ανθρώπους για αυτοκράτορες, είτε κινούμενη από προσωπικό και πολιτικό συμφέρον (περίπτωση Νικηφόρου Φωκά) είτε παρασυρμένη από τα αισθήματα της (περίπτωση Ιωάννη Τζιμισκή).
Το τέλος της δραστηριότητας της ήταν αναπάντεχο. Ο νέος αυτοκράτορας Ιωάννης Τζιμισκής, υπό την πίεση του πατριάρχη και υπολογίζοντας τις πολιτικές επιπτώσεις από έναν ενδεχόμενο γάμο μαζί της, αθέτησε τις υποσχέσεις του και εξόρισε την αυτοκράτειρα (969), η οποία επανήλθε αργότερα στα ανάκτορα, μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους γιους της (976).
***
Η έλλειψη πρόνοιας του θείου της Βασιλείου Β’ για τη διαδοχή του και η ως λίγο πριν από το θάνατο του αδιαφορία του πατέρα της Κωνσταντίνου Η’ έφεραν, το 1028, στο θρόνο την ήδη πενηντάχρονη πρωτότοκη Ζωή, η οποία μοιράστηκε την εξουσία με τέσσερις άνδρες, τρεις συζύγους και ένα θετό γιο.
Μετά τη λαϊκή επανάσταση που ξέσπασε υπέρ της νόμιμης δυναστείας, με αφορμή την ενέργεια του Μιχαήλ Ε’ Καλαφάτη να την απομακρύνει από το παλάτι και να διατάξει να καρεί μοναχή, και αφού μεσολάβησε ένα σύντομο διάστημα συμβασιλείας με την αδελφή της Θεοδώρα (Απρίλιος-Ιούνιος 1042), τα ηνία του κράτους ανέλαβε ο τρίτος σύζυγος της, Κωνσταντίνος Μονομάχος.
Ο θάνατος βρήκε τη Ζωή αποτραβηγμένη στο γυναικωνίτη, αδιάφορη για τις κρατικές υποθέσεις (σ.10) και για την προσωπική της αξιοπρέπεια, αμέτοχη της εξουσίας που απλόχερα της προσφέρθηκε, αλλά η ίδια δεν είχε τη ικανότητα να ασκήσει.
***
Η αδελφή της Θεοδώρα, μετά το θάνατο του Μονομάχου (1055), έμεινε στο θρόνο για ενάμιση χρόνο και προτίμησε, άρρενώσασα καί μη δεηθείσα παραπετάσματος (σ.11), να βασιλεύσει μόνη της.
***
Κοινή κατάληξη της βασιλείας των γυναικών αυτών, με την εξαίρεση των πορφυρογέννητων αδελφών, ήταν η απομάκρυνση τους από τα ανάκτορα και ο αναγκαστικός εγκλεισμός τους σε μοναστήρι. Και ήταν συνηθισμένο μεν το φαινόμενο να αποσύρεται με τη θέληση της σε μοναστήρι η βασιλομήτωρ, όταν ο ενήλικας γιος της αναλάμβανε την εξουσία και εφόσον ήταν παντρεμένος, αλλά στις παραπάνω περιπτώσεις οι αυτοκράτειρες απομακρύνθηκαν παρά τη θέληση τους, από φόβο μήπως αναμειχθούν ξανά στην εξουσία(σ.12).
***
Σε όλη τη διάρκεια της μέσης βυζαντινής περιόδου (610-1081), και αφού η συνείδηση της δυναστικής συνέχειας είχε στο μεταξύ εδραιωθεί, σε διάστημα 471 ετών προΐσταντο της αυτοκρατορίας γυναίκες σε ποσοστό χρόνου 9,3%. Στο σύνολο των 276 χρόνων, που μεσολάβησαν από το θάνατο του Λέοντα Δ’, το 780, ως το τέλος της μακεδόνικης δυναστείας (1056), άσκησαν την εξουσία έξι αυτοκράτειρες με διάρκεια βασιλείας 42 χρόνια και μερικούς μήνες (σ.13), σε ποσοστό χρόνου δηλαδή 15,3%.
Στη μακρά περίοδο των τριών αιώνων που εξετάζονται επήλθαν αλλαγές στη βυζαντινή ιδεολογία. Οι συγγραφείς, αποτυπώνοντας στα κείμενα τους τις σύγχρονες κάθε φορά αντιλήψεις σχετικά με το γυναικείο φύλο, αντιμετώπισαν τις αυτοκράτειρες —που αντιπροσώπευαν κάθε γυναικείο τύπο— άλλοτε με αυστηρότητα, υποδεικνύοντας τα λάθη και τις αδυναμίες τους, και άλλοτε με επιείκεια και κατανόηση, ανάλογα με τις σκοπιμότητες που εξυπηρετούσαν και την εκκλησιαστική ή πολιτική παράταξη στην οποία οι ίδιοι ανήκαν. Απηχώντας την επίσημη άποψη αλλά και το λαϊκό αίσθημα, δεν αντιδρούσαν φανερά στο φαινόμενο να είναι γυναίκα επικεφαλής του κράτους, παρόλο που κατά τα ισχύοντα ο αυτοκράτορας ήταν εκπρόσωπος του Θεού επί της γης, ανώτατος κριτής, πηδαλιούχος της Εκκλησίας, αρχηγός του κράτους και του στρατού, ο κατέχων και εκδίδων τους νόμους· αντίθετα, η αυτοκράτειρα, σύζυγος του άνδρα ηγεμόνα, υπέκειτο σε αυτούς (σ.14).
Οι συγγραφείς παρουσιάζουν τη δράση των αυτοκρατειρών, κατά τον ίδιο τρόπο που διηγούνται και τις πράξεις των αυτοκρατόρων, είχαν όμως ένα λόγο παραπάνω να σημειώνουν με έμφαση τα προτερήματα ή τα ελαττώματα τους (σ.15), όταν το έκριναν σκόπιμο, γιατί αυτές είχαν την ιδιότητα της γυναίκας.
Τα αγιολογικά κείμενα, όπως είναι φυσικό, υμνούν τις δύο αναστηλώτριες των εικόνων για τη βαθιά πίστη και τις συνετές αποφάσεις τους. Παρατηρείται, ωστόσο, ότι από τα κείμενα των ιστορικών της περιόδου, με εξαίρεση τη Χρονογραφία του Ψελλού, απουσιάζουν η περιγραφή της εξωτερικής εμφάνισης των γυναικών αυτοκρατόρων και οι αναφορές στις ασχολίες (σ.16) ή στην προσωπική τους ζωή. Αντίθετα, από τα ίδια κείμενα γίνονται γνωστές πολλές λεπτομέρειες γύρω από την προσωπικότητα των αυτοκρατόρων και την ιδιωτική τους ζωή.
Οι απλές αναφορές στο σωματικό κάλλος και στο ήθος των αυτοκρατειρών —όπου αυτές υπάρχουν (σ.17)— αποτελούν κοινό τόπο και απαραίτητη προϋπόθεση για την επιλογή των βασιλικών συζύγων (σ.18).
***
Η δυναμική άσκηση της εξουσίας από την Ειρήνη κατά τα χρόνια της συμβασιλείας της με τον Κωνσταντίνο και η απροθυμία της να αποχωρήσει από την αρχή ασφαλώς ξένισαν τους συγχρόνους, γιατί ήταν η πρώτη γυναίκα που άσκησε την εξουσία (σ.19). Τα κείμενα που έχουμε στη διάθεση μας προέρχονται κυρίως από μοναστικούς κύκλους, ευνοϊκά διακείμενους προς την αυτοκράτειρα, και προσπαθούν να δικαιολογήσουν την παρουσία της στο θρόνο. Υποστηρίζουν, λοιπόν, ότι η εξουσία που άσκησε ήταν θέλημα Θεού για να επιτευχθεί ο ύψιστος σκοπός, η ειρήνευση της Εκκλησίας (σ.20).
Όταν ο Θεοφάνης, αναφερόμενος στην ανάληψη της εξουσίας από την Ειρήνη και τον ανήλικο Κωνσταντίνο, χρησιμοποιούσε το επίρρημα «παραδόξως» (σ.21), ήταν, όχι γιατί αυτή κατόρθωσε να πετύχει ό,τι δεν είχε πετύχει η Μαρτίνα 141 χρόνια νωρίτερα (σ.22), αλλά, γιατί συνδέει το γεγονός με τη μελλοντική κάθαρση της Εκκλησίας από τις πράξεις των εικονομάχων διά γυναικός χήρας καί παιδος ορφανού.
***
Οι σκοπιμότητες που εξυπηρέτησαν οι συγγραφείς της μακεδόνικης δυναστείας, αλλά και οι ικανότητες που επέδειξε η Θεοδώρα κατά την άσκηση των καθηκόντων της δικαιολογούν τον έπαινο των Βυζαντινών για την αυτοκράτειρα (σ.23), καθώς και το ότι αποδόθηκαν στην ίδια ενέργειες που έγιναν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του γιου της, όπως ο εκχριστιανισμός των Βουλγάρων (σ.24), και αυτό προκειμένου να μειωθεί η αξία του δολοφονηθέντος από το Βασίλειο αυτοκράτορα.
Επίσης, ο νοσηρός, όπως παρουσιάζεται στα κείμενα, χαρακτήρας του Μιχαήλ δικαιολογούσε την άσκηση της εξουσίας από τη Θεοδώρα και θα αποτελούσε το άλλοθι για την ενδεχόμενη παράταση της βασιλείας της και μετά την ενηλικίωση του Μιχαήλ Γ’. Κατά τους υποστηρικτές της μακεδόνικης δυναστείας, ο Βάρδας, με τη δολοφονία του Θεοκτίστου και την απομάκρυνση της Θεοδώρας που ακολούθησε, στέρησε την αυτοκρατορία από τη χρηστή διοίκηση και την παρέδωσε στον ανίκανο Μιχαήλ (σ.25).
Κατά την άποψη των Βυζαντινών οι γυναίκες, προκειμένου να γίνουν αποδεκτές στην εξουσία, όφειλαν να αποβάλουν την αιδώ και την αδυναμία, ιδιότητες χαρακτηριστικές του φύλου τους, και να συμπεριφερθούν ως άνδρες. Έτσι, παρά τη φύση της, η Ειρήνη, αποθεμένη τήν γυναικείαν άσθένειαν (σ.26), έδρασε ως άνδρας στο θέμα της αναστήλωσης των εικόνων (σ.27), της αναγνωρίστηκ ανανδρικά προτερήματα, όταν σημείωσε επιτυχίες ή απέδειξε το θάρρος της, και αποχώρησε περήφανα από την αρχή (σ.28).
Ανδροπρεπώς αντιμετώπισε και η Θεοδώρα τη βουλγαρική απειλή (σ.29), ο γυναικωνίτης την εποχή των πορφυρογέννητων μετατράπηκε σε χώρο λήψης αποφάσεων (σ.30), ενώ ο λαός έπεισε τη Θεοδώρα Πορφυρογέννητη να εγκατελείψει τη γυναικεία αδυναμία της προκειμένου να αναλάβει την εξουσία (σ.31). Αντίθετα, όταν οι Βυζαντινοί αδυνατούσαν να ερμηνεύσουν πράξεις των βασιλισσών ή στις περιπτώσεις που ενέργειες κατά τη διάρκεια της βασιλείας τους είχαν δυσμενείς για την αυτοκρατορία επιπτώσεις, τότε τις απέδιδαν αποκλειστικά σε ελαττώματα του φύλου τους, που δεν είχαν τη δυνατότητα να ελέγξουν.
***
Η Ειρήνη ώς γυνή έξαπατηθείσα δεν μπόρεσε να αντιληφθεί ότι κακόβουλοι σύμβουλοι, που ήθελαν να ελέγχουν την εξουσία, της υπέβαλαν την ιδέα ότι ο Θεός είχε επιλέξει εκείνη να βασιλεύσει και όχι το γιο της· έχουσα δέ καί το φίλαρχον υπέκυψε στη γοητεία της εξουσίας (σ.32).
Η Θεοδώρα, επειδή καθυστέρησε την απόφαση της για την αναστήλωση των εικόνων, κατηγορήθηκε ότι αγαπούσε υπερβολικά το σύζυγο της, και ότι η αγάπη αυτή την εμπόδιζε να δώσει το προβάδισμα στα θεϊκά πράγματα έναντι των ανθρωπίνων (σ.33). Μόνο υπό την απειλή της απώλειας του λαϊκού ερείσματος και του θρόνου της (σ.34) και με τις υποδείξεις των συνεργατών της πήρε την τελική απόφαση. Αν αποδεχθεί κανείς ως κατά γράμμα αληθινές τις αντιδράσεις της στη δολοφονία του Θεοκτίστου, τότε η επιλογή του ως συμβούλου της είναι δυνατόν να εκληφθεί ως επίμεμπτα μεροληπτική. Ο θυμός της, που την οδήγησε στο σημείο να καταραστεί το γιο και τον αδελφό της (σ.35), οφειλόταν όχι μόνο στην αντίθεση της στον άδικο θάνατο του λογοθέτη αλλά και στη δυσαρέσκεια της για την πιθανή απομάκρυνση της από την εξουσία.
Μόνο, ίσως, η εύνοια ορισμένων χρονογράφων προς τη μακεδόνικη δυναστεία ή ο φόβος, επειδή έγραφαν την εποχή που ζούσε η Θεοφανώ, εμπόδισαν τη μελανότερη σκιαγράφηση του χαρακτήρα και των πράξεων της αυγούστας, για την οποία, εκτός από την αναμφισβήτητη συμμετοχή της στην έμπνευση και στο σχεδιασμό της δολοφονίας του Νικηφόρου Φωκά, μερικοί ιστορικοί υπονοούν συμμετοχή της και σε άλλες απόπειρες δολοφονιών (σ.36).
Η λεπτομερειακή εξιστόρηση της βασιλείας της Ζωής Πορφυρογέννητης από το σύγχρονο της Μιχαήλ Ψελλό, κατά την οποία η αυτοκράτειρα εμφανίζει όλα τα συμπτώματα γυναικείας αδυναμίας, αποτυπώνει ανάγλυφα την εικόνα που οι σύγχρονοι της είχαν για την ίδια προσωπικά, αλλά μαρτυρεί εξίσου την άποψη των Βυζαντινών για τις γυναίκες ως φορείς της εξουσίας.
Η γνώμη του Ψελλού τόσο για τη Ζωή όσο και για τη Θεοδώρα εκφράζεται, μεταξύ άλλων, και με τις φράσεις: ουδεμιςί το φρόνημα προς αρχήν αϋταρκες’ ούτε γαρ οίκονομέϊν ηδεσαν ούτε στερροτέροις λογισμοϊς χρήσθαι περί τά πράγματα, τά πλείστα δέ τά τής γυναικωνίτιδος παίγνια τοϊς βασιλικοϊς κατεκίρνων σπουδάσμασι (σ.37). Παρόλο που, όπως η ίδια η Ζωή ισχυριζόταν, ο θείος της Βασίλειος στήριζε πολλές ελπίδες σε αυτήν (σ.38), δεν είχε ληφθεί καμία μέριμνα, ώστε η μελλοντική αυγούστα να κατανοήσει το σκοπό της ανόδου της στο θρόνο και το ρόλο που όφειλε να διαδραματίσει, με αποτέλεσμα, η αφελής αυτή γυναίκα να κληθεί να αποφασίσει για τις τύχες της αυτοκρατορίαςχωρίς να έχει επίγνωση των καθηκόντων της.
Κατά τα 22 χρόνια που βρέθηκε στο ύψιστο αξίωμα του κράτους η Ζωή δεν κινήθηκε με γνώμονα το συμφέρον του, αλλά υπέκυψε στα πάθη και στις αδυναμίες της (σ.39) και εξαπατήθηκε από ισχυρούς συμβούλους. Αργόσχολη (σ.40), αισθανόμενη δέος μπροστά στο φόρτο των βασιλικών καθηκόντων, μοιράστηκε τα κληρονομικά της δικαιώματα.
Εξέπληττε η συμπεριφορά της μέσα στα ανάκτορα, αφού φερόταν ανάρμοστα για γυναίκα και αυγούστα, και δεν τιμούσε το γάμο της ούτε σεβόταν τα σύμβολα της εξουσίας. Δεν μπόρεσε να αντισταθεί στο πάθος της και προχώρησε στη δηλητηρίαση ή ακόμη και στο φόνο του Ρωμανού Γ’ (σ.41). Αποπειράθηκε επίσης να δηλητηριάσει τον Ιωάννη Ορφανοτρόφο, ενώ δε στάθηκε ικανή να τιμήσει το λαό της πρωτεύουσας που επαναστάτησε για χάρη της.
Ο λαός φοβούμενος ότι η Ζωή θα υπαναχωρούσε και θα συγχωρούσε το Μιχαήλ οδήγησε τη Θεοδώρα στην εξουσία. Η σύγκρουση συντηρητικής και προοδευτικής παράταξης στα ταραγμένα χρόνια της βασιλείας των Πορφυρογέννητων αποσιωπήθηκε από τον Ψελλό και η διαμάχη μεταξύ των δύο αδελφών αποδόθηκε στη ζήλεια, στη φιλαρχία και στην αδυναμία τους να κυβερνήσουν.
Τέλος, η αλόγιστη σπατάλη δημοσίου χρήματος επί Κωνσταντίνου Μονομάχου αποδόθηκε από τον ευμενώς προς τον αυτοκράτορα διακείμενο ιστορικό στην ιδιαίτερη σχέση που είχαν με το χρήμα οι τρεις γυναίκες που τον πλαισίωναν (σ.42). Έφθασε, μάλιστα, να καταλογίσει την αρχή της οικονομικής παρακμής της αυτοκρατορίας, συνάρτηση ποικίλων παραγόντων, στην αυγούστα Ζωή (σ.43).
Ο ίδιος, υποστηρίζοντας τη νόμιμη κατοχή του θρόνου από τη Θεοδώρα, ισχυρίζεται ότι κατά τη διάρκεια της βασιλείας της, παρόλο που η ρωμαϊκή εξουσία έχασε το αρρενωπό της φρόνημα (σ.44), με μόνη εξαίρεση τον πατριάρχη Κηρουλάριο (σ.45), κανείς δεν αντέδρασε, καμία παράταξη δε συνωμότησε κατά του θρόνου, ούτε κανείς δυσανασχέτησε με τα διατάγματα που εξέδωσε η αυτοκράτειρα (σ.46). Και αυτό έρχεται σε αντίθεση με το φόβο των κρατικών λειτουργών, λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα, όταν οι δύο αδελφές βρίσκονταν μόνες στο θρόνο. Τότε, οι κρατικοί λειτουργοί ανησυχούσαν μήπως, υπακούοντας στα κελεύσματα των βασιλισσών, κατηγορηθούν για καινοτομίες και αθέμιτες πράξεις, ακριβώς επειδή γυναίκες ασκούσαν την εξουσία (σ.47).
Οι περιπτώσεις της Ζωής Καρβονοψίνας και της Θεοφανούς διέφεραν από τις υπόλοιπες, γιατί αυτές απλώς διαχειρίστηκαν την εξουσία, όσο διάστημα δεν υπήρχε ενήλικας αυτοκράτορας και δεν πρόλαβαν να εκδηλώσουν μεγαλύτερες φιλοδοξίες. Η Θεοφανώ μάλιστα φρόντισε γρήγορα να καλύψει το κενό με το γάμο της με έναν ισχυρό και δημοφιλή άνδρα. Ο χαρακτήρας της δεν απασχόλησε τους συγχρόνους της —σε αντίθεση με την καταγωγή της στην οποία αναφέρονται οι περισσότεροι— και μόνο οι μεταγενέστεροι την έκριναν δυσμενώς με βαρείς χαρακτηρισμούς, όπως άλλωστε και την Ειρήνη, όταν απαλλαγμένοι από σκοπιμότητα ή φόβο είχαν την ελευθερία να εκφρασθούν (σ.48).
Τέλος, οι εχθροί της αυτοκρατορίας θεώρησαν ως ευκαιρία για επίθεση τη χρονική στιγμή κατά την οποία στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης βρισκόταν γυναίκα, εκτιμώντας ότι τότε το κράτος ήταν σε αδυναμία και εκμεταλλευόμενοι ένα ασυνήθιστο φαινόμενο. Ο Βόγορις ό άρχων Βουλγαρίας, γυναίκα τής τών ‘Ρωμαίων βασιλείας άκουσας κρατεϊν, επιχείρησε να καταπατήσει συνθήκες, να κερδίσει περισσότερα εδάφη και να απειλήσει την πρωτεύουσα (σ.49). Οι Άραβες επίσης αντιμετώπισαν την ίδια αυτοκράτειρα περιφρονητικά και υποτιμητικά: Γυνή γαρ τής ‘Ρωμανίας σήμερον βασιλεύει, η ού δυνήσεται άντειπεΐν τη κελεύσει τοΰ μεγάλου πρωτοσυμβούλου (σ.50).
Στη διάρκεια της αντιβασιλείας της Ζωής Καρβονοψίνας οι Βούλγαροι πάλι, με αρχηγό το Συμεών, λεηλατούσαν τη Θράκη, ενθαρρυμένοι από το γεγονός της επισφαλούς εξουσίας του παιδος Κωνσταντίνου και της μητέρας του (σ.51). Δεν πρέπει, όμως, να παραβλέπεται το γεγονός ότι οι εχθροί της αυτοκρατορίας ανέμεναν γενικότερα εύκολη επικράτηση σε περιπτώσεις που ο βυζαντινός θρόνος τελούσε υπό επιτροπεία (σ.52).
***
Το εντυπωσιακότερο δείγμα αμφισβήτησης της ρωμαϊκής αρχής ήταν την εποχή της μονοκρατορίας της Ειρήνης, όταν ο Κάρολος ο Μέγας με τη στέψη του διεκδίκησε για λογαριασμό του τον τίτλο του αυτοκράτορα Ρωμαίων ως συνεχιστής της ρωμαϊκής παράδοσης.
Όμως, συνέβαινε συχνά αναταραχές και αμφισβητήσεις στη βυζαντινή αυλή να θεωρούνται ευκαιρία για δράση από όσους επιβουλεύονταν βυζαντινά εδάφη ή το θρόνο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Επομένως η ύπαρξη ανήλικου ηγεμόνα στην Κωνσταντινούπολη και η διαμάχη ή αστάθεια, που αυτή συνεπαγόταν, αποτελούσε ιδανική ευκαιρία για παρόμοιες απαιτήσεις.
***
Το θέμα που ενδιαφέρει είναι αν οι ίδιοι οι Βυζαντινοί αισθάνονταν αμηχανία και αδυναμία, όταν τις υποθέσεις του κράτους διαχειριζόταν η αυτοκράτειρα —είτε μόνη είτε περιβαλλόμενη από επιτρόπους— ή αν αντίθετα οι περιπτώσεις αυτές αντιμετωπίζονταν στο εσωτερικό σχεδόν φυσικά, όπως και όταν στο θρόνο βρισκόταν άνδρας ηγεμόνας. Την απάντηση δίνουν τα κείμενα, από όπου διαφαίνεται ότι οι Βυζαντινοί στην πλειονότητα τους και στην πορεία του χρόνου αντιμετώπισαν με ψυχραιμία την παρουσία των γυναικών στην εξουσία και τις αποδέχθηκαν παρόλο που η εξουσία γι’ αυτούς ήταν συνυφασμένη με την ανδρική φύση. Εκείνες που την άσκησαν με δυναμισμό και πρωτοβουλία (Ειρήνη, Θεοδώρα) σχολιάστηκαν θετικά (σ.53) και τους αναγνωρίστηκαν ανδρικά προτερήματα.
Παρατηρείται ότι κυρίως η Ειρήνη, πρώτη γυναίκα βασιλεύς, δεν εμφανίζει κανένα συμβατικό γυναικείο χαρακτηριστικό. Η Θεοδώρα ήταν δυνατή στη σκέψη, διέθετε δηλαδή μιαν αποκλειστικά ανδρική ιδιότητα. Η Ζωή Καρβονοψίνα δεν έγινε αντικείμενο ιδιαίτερου σχολιασμού και οι συγγραφείς αρκέστηκαν στην απλή αναφορά των γεγονότων που την αφορούν. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ήταν η τέταρτη σύζυγος του Λέοντα Ç» και ότι η τεταρτογαμία του αυτοκράτορα προκάλεσε μείζονα πολιτικά και εκκλησιαστικά ζητήματα και αποτέλεσε μελανό σημείο στην ιστορία της μακεδόνικης δυναστείας.
Η Θεοφανώ, η οποία δεν ανέλαβε καμία σημαντική πρωτοβουλία αλλά ενεργούσε κυρίως στο παρασκήνιο, δεν αντιμετωπίζεται από τους ιστορικούς ως γυναίκα που κυριάρχησε στην πολιτική δράση, επομένως είναι φυσικό που της αναγνωρίζεται μόνο η φυσική ομορφιά, προκειμένου να δικαιολογηθεί ο γάμος της με τον αυτοκράτορα Ρωμανό Β’. Οι περιπτώσεις των πορφυρογέννητων αδελφών ξεχωρίζουν γιατί η θέση τους στο θρόνο ήταν διαφορετική —ήταν νόμιμες διάδοχοι του θρόνου και όχι επίτροποι γιων ή χήρες αυτοκρατόρων— και οι αντιλήψεις των Βυζαντινών του 11ου αι. σχετικά με τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία είχαν αλλάξει.
Θα έλεγε κανείς ότι οι βυζαντινοί συγγραφείς ανέχθηκαν την ύπαρξη γυναικών αυτοκρατόρων ως αναγκαιότητα. Αισθάνθηκαν την υποχρέωση να δικαιολογήσουν τη θέση τους στο ύψιστο αξίωμα, όταν το όφελος που απέρρεε ήταν μεγάλο (π.χ. η αναστήλωση των εικόνων) και απέφευγαν να αναφερθούν διεξοδικότερα σε αυτήν όταν δεν υπήρχε αποχρών λόγος (π.χ. Ζωή Καρβονοψίνα). Η ανεκτική στάση τους είναι αποτέλεσμα της προϊούσας αντίληψης για την αναγκαιότητα της δυναστικής συνέχειας (σ.54). Ο θεσμός της αντιβασιλείας, που διαμορφώθηκε κατά τη μέση περίοδο με συμμετοχή της βασιλομήτορος ως μοναδικής εκπροσώπου του ή ως μέλους της επιτροπείας του ανήλικου ηγεμόνα, συνέβαλε στην αποδοχή των γυναικών στην εξουσία.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας τους οι στάσεις και οι αναταραχές που προκλήθηκαν από φιλόδοξους σφετεριστές που διεκδικούσαν την εξουσία δεν έλειψαν. Αυτό όμως ήταν κοινό φαινόμενο και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η εξουσία βρισκόταν στα χέρια άνδρα αυτοκράτορα. Οι ενέργειες των ανώτερων αξιωματούχων και μέρους του στρατού κατά την περίοδο της κυριαρχίας της Ειρήνης είχαν ως στόχο να υπερασπιστούν το δικαίωμα του ενήλικα πλέον Κωνσταντίνου Ç» να βασιλεύσει μόνος του (σ.55).
Ο λαός την ίδια εποχή, ευνοημένος από τις παροχές της Ειρήνης, δε φαίνεται να συμμετείχε ενεργά στην αμφισβήτηση της εξουσίας της αυτοκράτειρας, αντίθετα επισημαίνεται από το Θεοφάνη η αντίδραση του στη στέψη του Νικηφόρου (σ.56).
Στο τέλος της περιόδου που εξετάζεται, ο λαός της Βασιλεύουσας διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στη στάση που ξέσπασε υπέρ της νόμιμης δυναστείας, όταν ο Μιχαήλ Ε’ Καλαφάτης επιχείρησε να απομακρύνει τη Ζωή από το παλάτι και να την αναγκάσει να καρεί μοναχή. Διεκδίκησε τις Πορφυρογέννητες ως ηγεμόνες του, αφού ήταν απόλυτα πεπεισμένος για το δικαίωμα τους να βασιλεύσουν, από τη στιγμή που δεν υπήρχε άνδρας διάδοχος (σ.57).
Γενικότερα, στη βυζαντινή κοινωνία το φαινόμενο της άσκησης της εξουσίας από γυναίκες έγινε βαθμιαία αποδεκτό, κυρίως για λόγους νομιμότητας. Η ανοχή που έδειξαν οι Βυζαντινοί στο φαινόμενο καθαυτό, όχι όμως πάντοτε και στους εκφραστές του, έρχεται σε αντίθεση με τη στάση των άλλων σύγχρονων λαών. Οι Βούλγαροι και οι Άραβες αντέδρασαν έντονα και προσπάθησαν να αποκομίσουν οφέλη, όταν στο βυζαντινό θρόνο βρισκόταν γυναίκα, επειδή θεωρούσαν τη βασιλεία της αδύναμη. Ο Κάρολος Α’ αξίωσε και πέτυχε να στεφθεί το έτος 800 αυτοκράτωρ Ρωμαίων, προβάλλοντας έτσι τον εαυτό του ως νόμιμο συνεχιστή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
***
Το κείμενο αυτό αποτελεί αναπτυγμένη μορφή της ανακοίνωσης με θέμα Les conceptions des Byzantins sur l’exercice du pouvoir par des femmes (780-1056), που έγινε στο Συνέδριο «Curiosité, Savoir et Pouvoir» στη Σόφια (16-19 Μαΐου 1996).
Πηγή: Βυζαντινά Σύμμεικτα (αρχείο σε μορφή .pdf)
Εικόνα: Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα (σύζυγος του Ιουστινιανού του 6ου) και οι αυλικοί της απεικονίζονται σε ψηφιδωτό στο San Vitale της Ραβέννα, από τη Wiki
από το Αβέρωφ
το είδαμε ΕΔΩ
Σημείωση: Διαβάστε τις αριθμημένες σημειώσεις του κειμένου ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.