Σελίδες

3 Ιουνίου 2015

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟ-ΡΩΣΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ (μέρος 1ο)

Γράφει ο Χρίστος Γούδης

Η περιορισμένη και πολλές φορές στρεβλή γνώση πολλών εκπροσώπων των ημετέρων μέσων μαζικής ενημέρωσης σχετικά με την ιστορική διαδρομή των ελληνο-ρωσικών σχέσεων, που ήρθαν ξανά στο επίκεντρο τη επικαιρότητας με αφορμή το πρόσφατο ταξίδι του Έλληνα πρωθυπουργού στην Μόσχα του Πούτιν, στις 8 Απριλίου 2015, το οποίο έθεσε σε κίνηση μία σειρά επαφών υψηλού επιπέδου που συνεχίζονται μέχρι σήμερα, καθιστά χρήσιμη μια σύντομη σκιαγραφία ορισμένων σημαντικών ιστορικών πτυχών τους, εμπλεκόμενων πάντοτε με τις σχέσεις μας και με άλλες ευρωπαϊκές (και όχι μόνον) δυνάμεις, χωρίς αυτή να επεκτείνεται στα πρόσφατα γεγονότα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και πέραν αυτού, τα οποία θα αναλυθούν σε βάθος στο εκτενές έργο μου «Τοτέμ και Ταμπού της Νεώτερης Ιστορίας μας» που πρόκειται να δημοσιευθεί συντόμως.

Α΄. Η ΡΩΣΙΚΗ ΑΡΜΑΔΑ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

Οι Ρώσοι, μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, θεωρούν πάντοτε τους εαυτούς τους νόμιμους κληρονόμους του Βυζαντίου, λόγω του ότι η ανεψιά του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, Σοφία, παντρεύτηκε τον πρώτο τους τσάρο και δημιουργό του Μοσχοβίτικου κράτους που συγκροτήθηκε δια συνενώσεως ρωσικών περιοχών, Ιβάν Γ΄ (1462-1505), γεγονός που δημιούργησε έκτοτε έναν ιδιαίτερο δεσμό μεταξύ Ελλάδος και Ρωσίας.

Στις αρχές του 18ου αιώνα η ανερχόμενη δύναμη της Ρωσίας στο διεθνές γίγνεσθαι καθιστά σαφή την παρουσία της, μετά την άνοδο στον τσαρικό θρόνο του Μεγάλου Πέτρου, ο οποίος το 1711 εκδίδει προκήρυξη προς τους ομόδοξους λαούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, καλώντας τους να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό. Ο Μεγάλος Πέτρος διακατέχονταν από ειλικρινή φιλελληνικά αισθήματα, τονίζοντας σε επίσημες ομιλίες του ότι «η επιστήμη διαδόθηκε παντού από την Ελλάδα», και ότι μεταξύ Ρωσίας και Βυζαντίου υπήρχε ιδιαίτερη σχέση, ενώ σε χαλκογραφία του, που φιλοτεχνήθηκε στο Άμστερνταμ το 1710, αναγράφονταν ως «Πέτρος, αυτοκράτωρ Ρωσογραικών».

Οι Έλληνες, μεγάλος αριθμός των οποίων είχε καταφύγει και συμμετείχε δυναμικά στη ζωή της Ρωσίας, απογοητευμένοι από τις δυτικές δυνάμεις, εναποθέτουν, μετά την προκήρυξη του Πέτρου, τις ελπίδες απελευθέρωσής τους στην βοήθεια των ομόδοξων Ρώσων. Ήταν η εποχή που ο μοναχός Θεόκλητος Πολυειδής γράφει το προφητικό του βιβλίο «Αγαθάγγελος» που αναφέρεται στην ανάσταση των Ελλήνων με την βοήθεια του Ξανθού Γένους, υπονοώντας τους Ρώσους. Η προσδοκία της απελευθέρωσης του Γένους από τους «Μόσκοβους» (Ρώσους) οι οποίοι θα κατέβουν από τον Βορρά με το «σεφέρι» (στρατό), φθάνει μέχρι του σημείου να γίνει δημοτικό τραγούδι: «Ακόμα τούτ’ η άνοιξη, ραγιάδες-ραγιάδες, τούτο το καλοκαίρι, καϋμένη Ρούμελη, όσο νά ’ρθει ο Μόσχοβος, ραγιάδες-ραγιάδες, να φέρει το σεφέρι, Μοριά και Ρούμελη».

Αυτά τα αισθήματα  ενισχύονται όταν η τσαρίνα Μεγάλη Αικατερίνη, προβλέπουσα την έκρηξη ρωσοτουρκικού πολέμου, αποστέλλει γύρω στο 1765 πράκτορες στην κατεχόμενη Ελλάδα, κυριότερος των οποίων ήταν ο Μακεδόνας (από τη Σιάτιστα) αξιωματικός του ρωσικού στρατού Γεώργιος Παπάζωλης, για αποτίμηση της επαναστατικής διαθέσεως των Ελλήνων και ενίσχυση των προοπτικών εξέγερσής τους. Αυτός προλειαίνει το έδαφος για την εξέγερση των Ελλήνων, ερχόμενος σε επαφή το 1766 με την άρχουσα οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων της Μάνης, τον Μανιάτη προύχοντα της Καλαμάτας Παναγιώτη Μπενάκη (εγγονό του Μανιάτη αρχιπειρατή Λυμπεράκη Γερακάρη), και πολλούς άλλους Πελοποννήσιους προεστούς. Ο Παπάζω(γ)λης (ή αλλιώς Παπάζογλου) κυκλοφορεί μάλιστα και στρατιωτικό εγχειρίδιο στα ελληνικά, με τίτλο «Διδασκαλία, ήγουν ερμηνεία  της πολεμικής τάξεως και τέχνης» για να προετοιμάσει τους Έλληνες στις πολεμικές τέχνες.

Με την κήρυξη του πολέμου κατά της Ρωσίας από τους Τούρκους, επί σουλτάνου Μουσταφά Γ΄ το 1768, η Μεγάλη Αικατερίνη, κατόπιν εισηγήσεως του ευνοουμένου της κόμη Γρηγορίου Ορλώφ, θέτει σε εφαρμογή, ως κίνηση αντιπερισπασμού, το «Ελληνικόν Σχέδιον», στέλνοντας για πρώτη φορά στην ιστορία της Ρωσίας την ρωσική αρμάδα (στόλο) στην Μεσόγειο. Στην Ελλάδα αποστέλλει μοίρα ρωσικού στόλου, η οποία ξεκινώντας από την Κρονστάνδη της Βαλτικής περί τα τέλη Ιουνίου 1769, ως μέρος της ρώσικης αρμάδας υπό τον ναύαρχο Γκριγκόρι Αντρέγιεβιτς Σπυριδώφ, και περιπλέοντας τον Ατλαντικό, καταπλέει  τον Φεβρουάριο του 1770 υπό τον Θεόδωρο Ορλώφ (αδελφό του Γρηγορίου) στον όρμο του Οιτύλου, έδρα των Μαυρομιχαλαίων, ηγεμόνων της Μάνης, και ξεσηκώνει τους Μανιάτες σε επανάσταση.

Οι Μανιάτες, οι αποκαλούμενοι από τους απεσταλμένους της Μεγάλης Αικατερίνης ως το «Σπαρτιατικόν Έθνος το πρεσβεύον το χριστιανικόν δόγμα», χωρίζουν τις δυνάμεις τους σε δύο «σπαρτιατικές λεγεώνες» οι οποίες, κινούμενες η μια ανατολικά (υπό τους Μπαρκώφ, Ψαρό, και Γρηγοράκη, με 1.200 Μανιάτες ενδεδυμένους με ρωσικές στολές για να πανικοβάλλουν τον εχθρό) και η άλλη δυτικά (υπό τους Δολγορούκωφ, Ιωάννη Μαυρομιχάλη, και Κουμουνδούρο, με 200 Μανιάτες και 12 Ρώσους), καταλαμβάνουν τον Μάρτιο του 1770, η πρώτη τον Μυστρά και την Σπάρτη, και η δεύτερη την Καλαμάτα και την Κυπαρισσία.

Εν τω μεταξύ τον Απρίλιο του 1770 καταπλέει και δεύτερη μοίρα ρωσικού στόλου, υπό τον έτερο αδελφό του Γρηγορίου, Αλέξιο Ορλώφ, ο οποίος καταλαμβάνει την Πύλο και πολιορκεί την Μεθώνη. Μετά την κατάληψη του Μυστρά οι Μανιάτες ενισχυμένοι με Ζακυνθινούς και Κεφαλλονίτες, υπό τον Ελληνορώσο Μυκονιάτη Αντώνιο Ψαρό, προελαύνουν βορειότερα και πολιορκούν την Τρίπολη, που έχει όμως ήδη ενισχυθεί με Τουρκαλβανούς από τον σουλτάνο. Η πολιορκία της Τρίπολης, αποτυγχάνει, και οι Τούρκοι επιδίδονται στην σφαγή 3.000 Ελλήνων αμάχων, κατοίκων της πόλεως. Οι ούτως ή αλλιώς μικρές ρωσικές δυνάμεις αποσύρονται στα πλοία τους κατά τα τέλη Μαϊου του 1770, εγκαταλείποντας τους Έλληνες έκθετους στην εκδικητική μανία των Τούρκων. Στις συγκρούσεις με τους Τουρκαλβανούς του Χατζή Οσμάν, που επελαύνει από την Τρίπολη για να τιμωρήσει τους εξεγερμένους Μανιάτες, διακρίνεται ιδιαίτερα ο Ιωάννης Μαυρομιχάλης, γνωστός λόγω της ανδρείας του ως Σκυλόγιαννης, ο οποίος με 400 Μανιάτες υπερασπίζεται το Νησί (Μεσσήνη) μέχρι τελικής πτώσεως αυτού του ιδίου, του «γενναιότερου Μανιάτη», και των συμπολεμιστών του, στον Μελίπυργο της Μικρομάνης (κοντά στη Μεσσήνη).

Την ίδια εποχή ανάστατη είναι και η Κρήτη, η οποία  βιώνει  την πρώτη μεγάλη της εξέγερση στα Σφακιά υπό τον Δασκαλογιάννη (Ιωάννη Δάσκαλο, του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Ιωάννης Βλάχος). Ο ρομαντικός αρχικαπετάνιος της Κρήτης, «Ιωάννης υιός Ανδρέου», όπως είναι γνωστός στους Τούρκους, ναυτικός, καραβοκύρης, πολυταξιδεμένος και αληθινός άρχοντας, ζούσε στην «χώρα Σφακίων», στον Ομπρός Γιαλό «με τσ’ εκατόν τις εκκλησιές, τα πλούσια τα σεράγια». Ήτανε υπερήφανος, ονειροπόλος, γενναίος, πλούσιος, και τολμηρός, και σύμφωνα με τον Κωστή Παλαμά αποτέλεσε την «κορυφή της κρητικής θυσίας». Ο Δασκαλογιάννης, με την ελπίδα ότι από στιγμή σε στιγμή θα καταπλεύσει στην Κρήτη ο ρωσικός στόλος, ξεσηκώνει τα Σφακιά αρνούμενος να συνδιαλλαγεί με τους Τούρκους, στους οποίους απαντά με το λακωνικό: «Κατ’ ουδένα τρόπον ησυχάζομεν!». 

Οι Τούρκοι εισβάλλουν με ισχυρές δυνάμεις στα Σφακιά τον Μάϊο του 1770, και μετά από ομηρικές πολύνεκρες μάχες που διαρκούν μέχρι και το φθινόπωρο του 1770, οι Σφακιανοί καταφεύγουν σε ανταρτοπόλεμο. Ο Δασκαλογιάννης, αναμένοντας μάταια την ρωσική επέμβαση και απογοητευμένος από την διάψευση των ελπίδων του, για να σώσει τους αμάχους, παραδίδεται στους Τούρκους έναντι χορήγησης γενικής αμνηστίας στους Σφακιανούς (Οι Τούρκοι στις 17 Ιουνίου 1771 τον εκτελούν δημόσια, γδέρνοντάς τον επί ώρες ζωντανό, μαρτύριο το οποίο υπέμεινε μέχρι τέλους χωρίς να λυγίσει, κάνοντας τους να λυσσάξουν κυριολεκτικά. Ένας Τούρκος αυτόπτης μάρτυρας, ο Χασάν Μαράζης, δήλωνε μέχρι τα βαθιά του γεράματα: «Αυτός δεν ήταν άνθρωπος, μα την πίστη μου»).


Πάντως, ο ρωσικός στόλος παραμένει στο Αιγαίο και στις 25 προς 26 Ιουνίου του 1770 καταναυμαχεί στον Τσεσμέ (σημαίνει «Κρήνη» και βρίσκεται επί των Μικρασιατικών παραλίων, ακριβώς απέναντι από την Χίο) τον εκεί ναυλοχούντα τουρκικό στόλο, μετά από την επιτυχή δράση πολλών ελληνικών (Ψαριανών) πυρπολικών, καταγάγοντας περιφανή νίκη εναντίον του. Η νίκη αυτή αναπτερώνει τις ελπίδες των Ελλήνων, όμως η εξέγερσή τους, που έμεινε γνωστή ως τα Ορλωφικά, πνίγεται στο αίμα. Οι Τούρκοι προβαίνουν σε άγριες σφαγές στη Σμύρνη, Έφεσο, Λήμνο, Τρίκαλα, Λάρισα, Αιτωλικό, ενώ ιδιαίτερα καταστροφικές είναι οι συνέπειες για την Πελοπόννησο, άντρο της εξέγερσης, στην οποία οι Τούρκοι αποστέλλουν αλβανικό στρατό από 60.000 άνδρες, ο οποίος σφάζει, λεηλατεί, βιάζει, και κακουργεί. Η Ελλάδα βυθίζεται στο πένθος, ενώ μόνο στην Πελοπόννησο, που κυριολεκτικά ερημώθηκε, χάθηκαν 100.000 ανθρώπινες ζωές. 

Την εγκατάλειψη των Ελλήνων από τους Ρώσους την οποία τους επεφύλαξε η Μεγάλη Αικατερίνη, η αποκαλούμενη και «Σεμίραμις του Βορρά», στιγμάτισε σε γράμμα του προς αυτήν ο Γάλλος φιλόσοφος Βολταίρος, αναφερόμενος «στην προδοσία που διέπραξε μια κραταιοτάτη αυτοκρατορία λησμονώντας υποσχέσεις και υποχρεώσεις σε ένα ομόδοξο δυστυχισμένο έθνος».

Απόρροια πάντως της νίκης των Ρώσων στην ναυμαχία του Τσεσμέ ήταν η κατάληψη από αυτούς πολλών νησιών του Αιγαίου και ο εξαναγκασμός της Τουρκίας να υπογράψει συνθήκη ειρήνης με τους Ρώσους στο Κιουτσούκ Καϊναρτζή τον Οκτώβριο του 1774. Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης, στην διαμόρφωση της οποίας συνέβαλε τα μέγιστα ο Φαναριώτης Μέγας Διερμηνεύς της Υψηλής Πύλης το 1774 Αλέξανδρος Ιωάννη Υψηλάντης (παππούς του Αλέξανδρου Υψηλάντη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821), αλλά και με τους όρους των αμέσως μεταγενέστερων συνθηκών το 1779 και το 1789, η Ρωσία αναγνωρίζεται ως προστάτιδα δύναμη των δικαιωμάτων των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ενώ σε όλα τα πλοία που υψώνουν ρωσική σημαία (και συνακόλουθα και στα ελληνικά υπό ρωσική σημαία την οποία πολλά υψώνουν ως «σημαία ευκαιρίας») διασφαλίζεται ο ελεύθερος διάπλους από τα στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων. Επίσης διασφαλίζεται το δικαίωμα των τριών νησιών (Ύδρα, Σπέτσες, και Ψαρά) να ναυπηγούν μεγάλα πλοία, προνόμιο που επετεύχθη λόγω των ενεργειών των Φαναριωτών και μετέπειτα Μεγάλων Διερμηνέων του Στόλου Κωνσταντίνου Γ. Χατζερή (1790-1797) και Παναγιώτη Κ.  Μουρούζη (1803-1806).

Η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, η αποκληθείσα και «θαύμα της φαναριώτικης διπλωματίας», επέτρεψε την αλματώδη ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας (ελληνικά πλοία υπό ρωσική σημαία), και κατά συνέπεια και του ελληνικού εμπορίου, με αποτέλεσμα την οικονομική ευμάρεια των ναυτικών νήσων του Αιγαίου (Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά, Σκιάθος, Σκόπελος, Άνδρος, Μύκονος, Πάτμος, Καστελόριζο, Κάσος) αλλά και λιμανιών όπως η Κύμη και το Γαλαξίδι. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι μεταφορές εμπορευμάτων σε μεγάλες αποστάσεις δια της θαλασσίας οδού ήταν κυρίαρχες, όπου υπήρχε δυνατότητα θαλάσσιας προσέγγισης του τόπου προορισμού τους, σε σχέση με την ποταμοπλοΐα ή την μεταφορά τους δια ξηράς κατά την εποχή εκείνη, κατά την οποία δεν υπήρχαν ακόμα οι σιδηρόδρομοι. Η σχέση κόστους μεταφοράς μεταξύ της θαλασσίας, της ποταμιαίας και της κατά ξηράν οδού ήταν τότε 1:5:40  αντιστοίχως.

Εξάλλου, με την αποχώρηση των Ρώσων από τα νησιά του Αιγαίου, πολλοί νησιώτες τούς ακολούθησαν και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Ρωσία, ενισχύοντας τις υπάρχουσες ή ιδρύοντας νέες παροικίες, και ισχυροποιώντας τους εμπορικούς δεσμούς με τη Ρωσία. Πάντως η συνεχιζόμενη ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας στους χρόνους της οθωμανικής κατοχής έφτασε στο απόγειό της λίγα χρόνια μετά, κατά την διάρκεια  του ναυτικού αποκλεισμού (εμπάργκο) που επέβαλε η Αγγλία εναντίον της Γαλλίας του Μεγάλου Ναπολέοντος, τον οποίον τα ελληνικά πλοία, παρά την παρουσία του βρετανικού στόλου, κατάφερναν να διασπούν συνεχώς.

Απόηχος του επαναστατικού πνεύματος που διαμορφώθηκε στην Ελλάδα από την κάθοδο των Ρώσων στο Αιγαίο ήταν η κίνηση του Λάμπρου Κατσώνη, αξιωματικού του ρωσικού ναυτικού (από την Λιβαδειά), να συγκροτήσει με την διπλωματική υποστήριξη της Ρωσίας, το 1788, αυτόνομο ελληνικό καταδρομικό στολίσκο («πειρατικό» κατά τους Τούρκους), με δαπάνες των Ελλήνων της Τεργέστης, με τον οποίο επί σειρά ετών διέπλεε τις ελληνικές θάλασσες, με ορμητήρια την Κέα και την Ιθάκη, επιτιθέμενος συστηματικά κατά τουρκικών πλοίων. Ο Κατσώνης καταναυμαχεί το 1788 τον τουρκικό στόλο στην Κάρπαθο, και το επόμενο έτος 1789 στο Δυρράχιο στην Αδριατική, και στον μεταξύ Μυκόνου και Σύρου θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου. Στον στόλο του επιβιβάζει τον διάσημο οπλαρχηγό Γεώργιο «Ανδρούτσο» Βερούση (πατέρα του Οδυσσέα) με 500 αντάρτες του, και επιδίδεται σε επιδρομές στα παράλια της Μικράς Ασίας.

Τα καταπληκτικά του κατορθώματα εξάπτουν τον ελληνικό λαό και προκαλούν το θαυμασμό της Μεγάλης Αικατερίνης, η οποία όμως, μετά τη σύναψη ρωσοτουρκικής συνθήκης ειρήνης το 1789, του ζητά να παύσει τη δράση του. Ο Λάμπρος Κατσώνης συνεχίζει απτόητος λέγοντας: «Εάν η Μεγάλη  Αικατερίνη συνομολόγησε την ειρήνη της, ο Λάμπρος δεν συνομολόγησε ακόμη τη δική του». Το 1790 χάνει την ναυαρχίδα του, «Αθηνά της  Άρκτου», σε σύγκρουση  των 7 σκαφών του με τουρκικό στόλο 37 πλοίων έξω από την Άνδρο, και καταφεύγει στο ακροταινάριο ορμητήριο της  Μάνης Πόρτο Κάγιο, όπου το 1792 αποκλείεται από τουρκικό και γαλλικό στόλο, και δραπετεύει με ένα του πλοίο στα Κύθηρα και από εκεί στην Ιθάκη. Αμέσως μετά μεταβαίνει στη Ρωσία, όπου και πέθανε το 1804 σε ηλικία 52 χρονών, στην Κριμαία, σε μια τοποθεσία που οι Ρώσοι προς τιμήν του έδωσαν το όνομα της ιδιαιτέρας πατρίδας του Λιβαδειάς (Λιβάντια), εκεί που το 1945 έλαβε χώρα η γνωστή διάσκεψη της Γιάλτας.

Η δεύτερη εμφάνιση της ρωσικής αρμάδας στις ελληνικές θάλασσες λαμβάνει χώρα επί τσάρου Παύλου Α΄, με αφορμή την γαλλική εκστρατεία του Ναπολέοντος στην Αίγυπτο (1798) η οποία γίνεται με στρατηγικό σκοπό να στερήσει από την Αγγλία τις δυνατότητες επικοινωνίας της με την μεγάλη αποικία της των Ινδιών. 

Μετά την νίκη των Άγγλων υπό τον Νέλσωνα επί του γαλλικού στόλου το 1798, στην ναυμαχία του Αβουκίρ, λιμένος σε απόσταση 20 χιλιομέτρων από την Αλεξάνδρεια, η Ρωσία συνάπτει συμμαχία εναντίον της Γαλλίας, μαζί με την Αγγλία, την Τουρκία, την Αυστρία και το Βασίλειο της Νεαπόλεως, και το φθινόπωρο του 1798 η ρωσική αρμάδα υπό τον ναύαρχο Φιοντόρ Φιοντόροβιτς Ουσακώφ εξέρχεται στην Μεσόγειο, πρώτη φορά δια των Στενών. Ο Ουσακώφ με 6 πλοία της γραμμής (ιστιοφόρα με 120 τηλεβόλα) και 7 φρεγάτες (ιστιοφόρα με 60 τηλεβόλα) διασχίζει το Αιγαίο, περιπλέει την Πελοπόννησο και κατευθύνεται στο Ιόνιο όπου το 1799 καταλαμβάνει τα Επτάνησα τα οποία ευρίσκοντο υπό γαλλική κατοχή. Τα μέχρι το 1797 ενετοκρατούμενα Επτάνησα είχαν περάσει στην κατοχή της Γαλλίας από τις 17 Ιουνίου 1797, όταν ο Γάλλος στρατηγός Ζεντιγί αποβιβάσθηκε στην Κέρκυρα. 

Μετά την κατάληψή τους από τον Ουσακώφ το 1799, και μετά από μακρές συζητήσεις, τα Επτάνησα, δια της συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως της 21ης Μαρτίου 1800 αναγνωρίζονται ως ανεξάρτητη ελληνική  Πολιτεία των Ιονίων Νήσων, υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου και υπό ρωσική προστασία.

Η τρίτη και τελευταία προ της ελληνικής Επαναστάσεως εμφάνιση της ρωσικής αρμάδας στη Μεσόγειο λαμβάνει χώρα το 1806, όταν η Ρωσία συμμαχεί με την Αγγλία διεξάγοντας πόλεμο κατά της Τουρκίας που υποστηρίζεται αυτή την φορά από τον Ναπολέοντα. Η ρωσική αρμάδα υπό τον ναύαρχο Ντμίτρι Νικολάγιεβιτς Σινιάβιν, η οποία έχει αποπλεύσει από την Κρονστάνδη της Βαλτικής  με 10 πλοία της γραμμής και 5 φρεγάτες, παρουσιάζεται προ του λιμένος της Κερκύρας τον Ιανουάριο του 1806. Με τον Σινιάβιν, κατά την διάρκεια της παρουσίας του ρωσικού στόλου στο Αιγαίο το 1807, συνεργάζεται  ο αρματολός του Ολύμπου Γιάννης Σταθάς, γαμπρός του διάσημου κλεφταρματολού Μπουκουβάλα (συνεπικουρούμενος από τον Νικοτσάρα), ο οποίος συγκροτεί με βάση την Σκιάθο τον περίφημο «πειρατικό» καταδρομικό στολίσκο, γνωστό ως «μαύρα καράβια» (από το χρώμα των μικρών πλοίων του, των ιστίων τους, αλλά και την περιβολή των ανδρών του) με τα οποία υπερασπίζεται τα ελληνικά δίκαια. 

Όμως, κατά το ίδιο έτος (1807) μετά την σύναψη της συνθήκης του Τίλσιτ μεταξύ Γαλλίας και Ρωσίας, τα Επτάνησα περιέρχονται εκ νέου στην γαλλική κατοχή, ο δε  ρωσικός στόλος του Σινιάβιν διαφεύγει δια του Γιβραλτάρ από την Μεσόγειο, ανησυχώντας για τις βρετανικές αντιδράσεις, αλλά αποκλείεται από αγγλική ναυτική δύναμη στις εκβολές του Τάγου ποταμού στις ιβηρικές ακτές του Ατλαντικού, η οποία και κατάσχει τα ρωσικά πλοία, επιτρέποντας  στους αξιωματικούς και τα πληρώματα του Σινιάβιν να επιστρέψουν δια ξηράς στην Ρωσία. 

Η Αγγλία είναι αποφασισμένη να μην επιτρέψει την δημιουργία ρωσικών ναυτικών βάσεων στην Μεσόγειο, την κυριαρχία της οποίας προσπαθεί να ελέγξει δια της κατοχής του Γιβραλτάρ, της Μάλτας και της Κέρκυρας. Την κατοχή της τελευταίας επιτυγχάνει  μετά την οριστική ήττα του Ναπολέοντος, όταν στο Συνέδριο της Βιέννης το 1815 της εκχωρούνται τα Επτάνησα, τα οποία από το 1807 είχαν περιέλθει εκ νέου υπό γαλλική κατοχή.

συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).

Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.

Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.