Το Πάθος και η
Ανάσταση του Κυρίου αποτελούν το κέντρο της σωτηριολογικής διδασκαλίας
της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στη βυζαντινή εκκλησιαστική παράδοση, το
απολυτρωτικό Πάθος του Χριστού υπογραμμίζει την άπειρη αγάπη του Θεού
για τον άνθρωπο και προσδιορίζει το μέγεθος της οφειλόμενης αγάπης του
ανθρώπου προς το Δημιουργό του. Πρόκειται γι’ αυτήν την ίδια τη σταύρωση
και νέκρωση του σαρκικού φρονήματος του ανθρώπου, προκειμένου να ενωθεί
με την πηγή της ζωής.
Ο Χριστός, ως
τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, με τη σταυρική Του θυσία δεν
αποκάλυψε μόνο την αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο, αλλά φανέρωσε την
πίστη, την υπακοή και την αγάπη του ανθρώπου Ιησού προς το Θεό Πατέρα. Ο
Λόγος σαρκώθηκε, για να μπορέσει ως άνθρωπος να πάθει, να πεθάνει, αλλά
και να νεκρώσει τα πάθη της σάρκας. Μέσα σ’ αυτήν την προοπτική, η
σωτηριο- λογία της ανατολικής Εκκλησίας αποκτά έναν έντονο ασκητικό
χαρακτήρα, ο οποίος παρουσιάζεται ήδη στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς
των πρώτων αιώνων, όπως για παράδειγμα στο Μελίτωνα Σάρδεων και τον
Ωριγένη. Ειδικότερα, τα πασχάλια κείμενα του Μελίτωνα Σάρδεων
άσκησαν σημαντική επίδραση στην υμνολογία των Παθών, όπου υμνείται η
σωτηριολογική προοπτική του Πάθους του Θεανθρώπου. Έτσι, ο θεανθρώπινος
χαρακτήρας της σταυρικής θυσίας του Κυρίου όχι μόνο νοηματοδοτεί, αλλά
και συνδέει τη σωτηριολογία με την ανθρωπολογική και εκκλησιολογική
διδασκαλία.
Μέχρι και τον
τέταρτο αιώνα, οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς και Πατέρες επιμένουν στα
κείμενά τους να τονίζουν την πραγματικότητα του Πάθους και του θανάτου
του Κυρίου5.
Ο απολογητικός χαρακτήρας των κειμένων τους υπογραμμίζει τη
βεβαιωμένη πίστη της Εκκλησίας για το Θεάνθρωπο, κατοχυρώνει το σωτήριο
Πάθος Του και αποστομώνει τους αιρετικούς Γνωστικούς, Δοκήτες,
Υιοθετιστές και Αρειανούς, που αμφισβητούσαν την αλήθεια του Σταυρού και
την πραγματικότητα του θανάτου του Κυρίου. Έτσι, ο Σταυρός γίνεται το
θεμέλιο της Εκκλησίας, η ελπίδα των Χριστιανών κι όλων των απελπισμένων,
η δύναμη των αδυνάτων, το σύμβολο της νίκης κατά των δαιμόνων, ο ιατρός
των αρ- ρώστων και η ασφάλεια της οικουμένης.
Ο ζωοποιός Σταυρός
αποκτά ένα βαθύ ασκητικό συμβολισμό και γίνεται όχι μόνο το μέσο για την
ανύψωση του ανθρώπου και την αποκατάσταση των σχέσεών του με το Θεό,
αλλά και το ουσιαστικό στοιχείο της μίμησης του Κυρίου8. Μέσα απ’ αυτήν
την οπτική, στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, το μαρτύριο θεωρήθηκε ως
ο πλέον αυθεντικός τρόπος μίμησης του Πάθους του Κυρίου. Στα
μεταγενέστερα χρόνια, η βυζαντινή ασκητική γραμματεία θα συνδέσει τον
ασκητικό βίο με το Πάθος κι έτσι, η ζωή του μοναχού, θα αποκτήσει τη
σταυρική της διάσταση και θα αποτελέσει αυθεντικό στοιχείο μίμησης του
Πάθους του Κυρίου.
Οι μοναχοί,
αποδεχόμενοι τη σωτήρια κλήση, αφήνουν την πολυκύμαντη θάλασσα των παθών
και ακολουθούν το Σωτήρα Χριστό. Τον ακολουθούν στην ατίμωση και την
οδύνη του Σταυρού, σταυρώνοντας τη σάρκα με τα πάθη και τις επιθυμίες
της. Συνοδεύουν στον τάφο τον Κύριο, θάβοντας τις γήινες επιδιώξεις του
παλαιού ανθρώπου και νεκρώνοντας το προσωπικό τους θέλημα στην υπακοή,
σ’ εκείνη δηλαδή τη θεληματική δουλεία, που οδηγεί στην αληθινή ελευθε-
ρία. Μετέχουν στην Ανάσταση, ανασταίνοντας μέσα τους την εκπεσμένη θεία
εικόνα και, μέσω της πνευματικής τελείωσης, ενδύονται τη δόξα του
αρχέγονου κάλλους. Η αυτοπροαίρετη αγάπη του μοναχού προς το Νυμφίο των
ψυχών, μιμητική της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο, είναι το θεμέλιο
της μοναχικής ζωής. Θυσία, μέσα από το θυσιαστήριο της καρδιάς, είναι η
προσευχή του μοναχού, όπου θυσιάζεται το θέλημα, συντρίβεται το εγώ,
καταπνίγονται τα πάθη, φονεύονται οι κακίες.
Οι Πατέρες και οι
εκκλησιαστικοί συγγραφείς του Βυζαντίου, στις Ομιλίες ή στα ερμηνευτικά
τους συγγράμματα ή και στους Ύμνους τους, όταν αναφέρονται στη σταυρική
θυσία του Κυρίου, τονίζουν με έμφαση την ελεύθερη και εκούσια πορεία του
Ιησού προς το Πάθος, το οποίο ερμηνεύεται δοξολογικά και σωτηριο-
λογικά. Οι πειρασμοί, η αγωνία του Κυρίου, το πάθος και ο θάνατος,
μολονότι παρουσιάζονται ως φυσικά στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης, δεν
κυριαρχούν καταθλιπτικά, αλλά εντάσσονται δοξολογικά στο χαρμόσυνο
μήνυμα της Ανάστασης.
Η θυσία του Χριστού
ήταν πράξη ελεύθερη της αγάπης του Θεού για τη σωτηρία του αμαρτωλού
κόσμου. Ήταν πράξη αυτοπροαίρετη, η οποία δεν υπαγορευόταν από καμία
ανάγκη και κανέναν εξαναγκασμό Ο Λόγος θέλησε ο Ίδιος να γίνει άνθρωπος
και να θυσιαστεί για τον άνθρωπο, αφού και ο άνθρωπος με τη θέλησή του
υποδουλώθηκε στο ζυγό της αμαρτίας. Ο Κύριος, μολονότι προ- γνώριζε αυτά
που θα συνέβαιναν κατά το Πάθος Του, προσήλθε σ’ αυτό, για να διδάξει
στον κόσμο ότι εκούσια έπαθε, με μοναδικό σκοπό την απελευθέρωση του
ανθρώπου από τη δουλεία του σατανά. Αποκλειστικό κίνητρο αυτής της
πράξης Του ήταν η αγάπη προς τον άνθρωπο, αφού πάνω στο Σταυρό δε
στάθηκε ως κριτής της οικουμένης, αλλά ως λυτρωτής των παλαιών μας
οφειλών. Ο Χριστός θυσιάστηκε, για να έχει ο κόσμος ζωή και να επανέρθει
στο αρχαίον κάλλος. Ο Θεός Πατέρας, που υπεραγαπά τον Υιό Του αλλά και
τον άνθρωπο, δέχτηκε αυτήν την αγνή και ελεύθερη θυσία, συγχωρώντας τον
αμαρτωλό και αποστατημένο κόσμο.
Αν θα σχολίαζε
κανείς τις δύο θεολογικές τάσεις, που αναδύονται μέσα από την ανατολική
θεολογική παράδοση σχετικά με τον αποδέκτη του λύτρου, θα διαπίστωνε πως
είτε στη μία τάση - όπου το λύτρο θεωρείται ως θυσία και ως αποδέκτης
εκλαμβάνεται ο Θεός Πατέρας ή δεν αναφέρεται καθόλου αποδέκτης, γιατί η
απολύτρωση νοείται ως αποδέσμευση από την αμαρτία και επανασύνδε- ση του
ανθρώπου με το Θεό - είτε στην άλλη τάση- όπου αποδέκτης του λύτρου
θεωρείται ο διάβολος, επειδή το κακό προσωποποιείται στην ύπαρξη αυτού –
οι Πατέρες της Ανατολής είδαν στο προσφερόμενο λύτρο την αγάπη του Θεού
για τον άνθρωπο και μέσα από το Πάθος του Θεανθρώπου την ανατολή της
Ανάστασης και της θέωσης του ανθρώπινου προσώπου. Απ’ αυτήν τη
φιλάνθρωπη σχέση, τη γεμάτη από το άπειρο έλεος του Θεού, δεν απορρέει
καμία νομική θεώρηση του απολυτρωτικού έργου του Θεανθρώπου.
Ο θάνατος, ως
εχθρός του παλαιού Αδάμ, νικιέται από το νέο Αδάμ. Πάνω στο Σταυρό, ο
Χριστός δεν πέθανε τον εχθρό θάνατο, το θάνατο της αμαρτίας και της
υποταγής στο κράτος του διαβόλου, αλλά πέθανε το φίλο και μακάριο
θάνατο, αφού μ’ αυτόν θανατώθηκε η αμαρτία. Με το θάνατό Του ο Χριστός
κατάργησε τον εχθρό θάνατο. Το θάνατο, που ήρθε εξαιτίας της πτώσης του
ανθρώπου και ο οποίος καταλύθηκε από την Ανάσταση. Ο θάνατος καταργείται
μ’ αυτόν τον ίδιο το θάνατο και ο διάβολος νικιέται με το ίδιο του το
όπλο. Έτσι, τα Πάθη του Σωτήρα αναδεικνύουν
την αγάπη του Θεού για το δημιούργημά Του και γίνονται χαρμόσυνο μήνυμα
για την Εκκλησία, αφού καταδεικνύουν το μέγεθος και τη δύναμη της
παρεχόμενης χάρης του Θεού. Αυτής της χάρης, που έκανε τον άν- θρωπο όχι
μόνο μέτοχο του ένδοξου και σωτήριου θανάτου του Κυρίου, αλλά και
μέτοχο της ανάστασής Του. Η Ανάσταση του Χριστού είναι η Ανάσταση του
Χριστιανού. Ανήκει σε ολόκληρη την ανθρωπότητα και διατηρεί τον πιστό
στη ζωή ως προσώπου εν Χριστώ. Η Ανάσταση είναι η μετοχή του ανθρώπου
στην αιώνια και ακατάλυτη ζωή. Η Εκκλησία βιώνει το ήθος της Ανάστασης
ως νέο ήθος, ως ήθος αληθινής αγάπης και αληθινής ελευθερίας.
Η βυζαντινή
υμνογραφία ύμνησε την ιστόρηση του Πάθους, του θανάτου, της ταφής, της
καθόδου στον Άδη και της Ανάστασης του Σωτήρα.
Η ιστορική
πραγματικότητα και η δογματική αλήθεια έγινε το καθημερινό τραγούδι της
Εκκλησίας, που υμνεί το θείο Πάθος, αγάλλεται για τη νίκη του Σταυρού
και δοξολογεί το Θεό για την εκδήλωση της άπειρης φιλανθρωπίας Του προς
τον άνθρωπο. Στην υμνολογία της Αγίας και Μεγάλης Εβδομάδας
σκιαγραφούνται με απαράμιλλη ψυχολογική βαθύτητα όλα τα ιστορικά πρόσωπα
που έλαβαν μέρος στο θείο δράμα, ενώ παράλληλα δένεται με μοναδικό
τρόπο ο συμβολισμός των σωτήριων γεγονότων με τη δογματική διδασκαλία
της Εκκλησίας. Η δογματική αλήθεια της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου για την
αδιαχώριστη ένωση των δύο φύσεων του Χριστού ψάλλεται με σύντομο, απλό
και κατανοητό τρόπο, γεγονός που υπογραμμίζει πως η θεολογία της
Εκκλησίας είναι για τα μέλη της βιωματική εμπειρία.
Στα Τροπάρια του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου ψάλλεται για το Χριστό:
Ἀνῃρέθης, ἀλλ’ οὐ διῃρέθης, Λόγε, ἧς μετέσχες σαρκός·
εἰ γάρ καί λέλυταί σου ὁ ναός ἐν τῷ καιρῷ τοῦ πάθους,
ἀλλά καί οὕτω μία ἦν ὑπόστασις τῆς Θεότητος καί τῆς σαρκός σου·
ἐν ἀμφοτέροις γάρ εἷς ὑπάρχεις Υἱός, Λόγος τοῦ Θεοῦ, Θεός καί ἄνθρωπος.
Βροτοκτόνον, ἀλλ’ οὐ θεοκτόνον ἔφυ τό πταῖσμα τοῦ Ἀδάμ·
εἰ γάρ καί πέπονθέ σου τῆς σαρκός ἡ χοϊκή οὐσία, ἀλλ’ ἡ Θεότης ἀπαθής διέμεινε·
τό φθαρτόν δέ σου πρός ἀφθαρσίαν μετεστοιχειώσας.
πηγή Πατερική Θεολογία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.