Σελίδες

14 Ιανουαρίου 2013

Ελλάδος και Ελλήνων έπαινος.

Γράφει ο Φραγκίσκος Σκούφος 

Τί γελᾷς, ὧ φθονερὲ τῆς ἑλληνὶκῆς  δόξης; 
Ναί, καὶ εἶναι ἀλήθεια πὼς καὶ ἡ φήμη καὶ ὁ νοῦς τῶν ἀνθρώπων  κουράζονται, ἐκείνη νὰ διηγᾶται,  τοῦτος νὰ θαυμάζῃ τῆς ῞Ελλάδος τὰ ἔνδοξα μεγαλεῖα.

Εἰπέ, ἂν ὁ φθόνος δὲν σοῦ πνίγῃ  μέσα εἰς τὸν λάρυγγα τὴν φωνὴν καὶ  τὸν  λόγον,  πόθεν  ἀνέτειλαν  τόσοι  ἥλιοι  τῆς  σοφίας, μὲ  τὲς ἀκτῖνες  τῶν  ὁποίων στολισμένοι  οἱ ἄλλοι φαίνονται ἀστέρες, ὁποὺ τάχα  ἤθελαν  εἶσται  σκότος καὶ κάρβουνα; Δὲν ἄστραψαν ἀπὸ τὴν Ἀνατολήν,  ἀπὸ τὴν ῾Ελλάδα, τόσοι φιλόσοφοι καὶ ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἄλλους οἱ Ἀριστοτέλεις καὶ Πλάτωνες, τῶν ὁποίων τὰ λόγια δέχεται καὶ προσκυνᾷ ὀ κόσμος τῶν  ἐναρέτων ὡς, τὰ ἐκ τρίποδος; Τοῦτοι, λέγω, καὶ ἄλλοι μύριοι δὲν εἶναι ῾Ελληνες; 

Ποῖον  γένος  ὡσὰν  τὸ  ἑλληνικὸν   ἐμπορεῖ  νὰ  δείξῃ  εἰς  τὴν ποιητικὴν τέχνην  ἕνα ῟Ομηρον, ὀπού, τυφλὸς εἰς τὰ ὄμματα, ἦτον ἡ κόρη καὶ τὸ φῶς τῶν Μουσῶν; Ἕνα Πίνδαρον, ὁποὺ χύνοντας ἀπὸ τὲ στόμα ὅσους στίχους, τόσα ρόδα καὶ ἄνθη,  τοῦ ἔτρεχαν εἰς τὴν γλῶσσαν οἱ μέλισσες διὰ νὰ πιπιλίσουν  τὸ μέλι καὶ τὴν γλυκύτητα; 

῞Ενα Ἀριστοφάνη, ἕνα Εὐριπίδην,  ἕνα ῞Ησίοδον, καὶ τόσους ἄλλοις ποιητάς,  ὁποὺ διὰ νὰ τοὺς στεφανώσῃ  ἐμάδησεν  ὁ Ἀπόλλων  τὲς δάφνες ὅλες τοῦ ῾Ελικῶνος; Ὁ Δημοσθένης,  ὁποὺ εἰς τὴν  εὐγλωττίαν εἶναι  ὁ ἀρχηγὸς  καὶ ἡ στολὴ* τῶν ρητόρων; Ὁ Εὐκλείδης*, ὁποὺ εἰς τὴν μαθηματικὴν ἔπλεξε τῆς ἰδίας του κεφαλῆς τόσους στεφάνους, ὅσους ἔκαμε κύκλοις, καὶ ὕψωσεν εἰς ἀθανασίαν τοῦ ὀνόματος τόσες πυραμίδες, ὅσα εὕρηκε τρίγωνα  καὶ τετράγωνα  σχήματα;  

Ὁ ᾽Ιπποκράτης; ὁ Γαληνός; Θεοὶ τῆς ἰατρικῆς  τέχνης,  ὁπού, χωρὶς νὰ κλέψουν ὡς ὁ Προμηθεὺς τὴν φωτιὰν ἀπὸ τὴν ἡλιακὴν  σφαῖραν, ἐμψύχωναν τοὺς νεκρούς, καὶ μὲ ποτὰ θαυμαστότερα ἀπὸ τὸν κρατῆρα τῆς ῾Ελένης τῶν ἐπότιζαι τὴν ζωήν; 

Ὁ ᾽Αλέξανδρος, ὁποὺ διὰ τὴν  στρατηγικὴν ἀνδρείαν ἐφάνη εἰς τοὺς  πολέμους  ἄλλος  Ἄρης,  καὶ  σφίγγοντας   ὄχι  μάχαιραν,  ἀμὴ  ἀστροπελέκι,  επροσκυνᾶτο ἀπὸ τὸν κόσμον ὡς παιδὶ  τοῦ μεγάλου Διός; Καὶ τέλος ὁ Θουκυδίδης εἰς τὰς ἱστορίας, ὁ Ξενοφῶν, ὁ Πλούταρχος, εἰς τὸν ὁποῖον βλέπομεν θησαυρισμένα τὰ πλούτη κάθε μαθήσεως καὶ σοφίας (διὰ νὰ ἀφήσω τοὺς ἄλλους εἰς κάθε ἐπιστήμην καὶ ἀρετήν, ὄχι ςπλῶς ἐναρέτους ἄνδρας, ἀλλὰ ἥρωας καὶ ἡμιθέους), τοῦτοι ὅλοι δὲν εἶναι τῆς σοφῆς ῾Ελλάδος γόνοι καὶ τέκνα; 

Ποῦ ἄνθησαν  οἱ Ἀκαδημίες  τοῦ θείου Πλάτωνος;  Ποῦ οἱ Περίπατοι*  τοῦ  μεγάλου   Ἀριστοτέλους; 
Ποῦ οἱ ᾽Αρειοπάγοι τῶν σοφῶν Ἀθηναίων; Ποῦ οἱ στοὲς τῶν  Στωϊκῶν φιλοσόφων; Πόθεν οἱ Λυκοῦργοι, οἱ Σόλωνες καὶ οἱ ἄλλοι νομοθέται  τῆς οἰκουμένης; Πόθεν οἱ νόμοι ὁποὺ ως τὴν σήμερον κυβερνοῦσι τὸν κόσμον, ὡσὰν νὰ μὴν ἔφθανε ἄλλη  σοφία διὰ νὰ τὸν κυβερνήσῃ παρ’ ἐκείνη τῶν ῾Ελλήνων; 

Διατί   λοιπόν,  ἂν  δὲν ἔχῃς  ὄμματα  νὰ  ἴδῇς  τόσον φῶς,  ἔχεις γλῶσσαν  νὰ γαβγίζῃς  ὡς ἄλλος Κέρβερος; Ἀλλ’  ἀκούω τί  λέγεις; 

῞Υστερον, ὁποὺ τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου  ἔδιωξε τὰ σκότη τῆς πλάνης καὶ ἔλαμψεν εἰς τὸν κόσμον ἡ πίστις, ἐσβήσθη καὶ τῶν ῾Ελλήνων ἡ δόξα, Σφαίνεις, πονηρέ, διατὶ ποτὲ δὲν ἄστραψε περισσότερον, παρὰ ἀνάμεσα εἰς τὲς ἀκτῖνες τῆς πίστεως. Μάρτυρας ὅλη ἡ χριστώνυμος πολιτεία. Τούτη ἂς εἰπῇ πόσους διδασκάλους τῆς ἔδωκεν ἡ ῾Ελλάδα, ὁποὺ μὲ τοὺς ἵδρωτας τοῦ προσώπου, μὲ ἐξορκισμούς, μὲ κινδύνους καὶ μὲ χίλιες ἄλλες ταλαιπωρίες  ὑπερμάχησαν διὰ τὴν ᾽Εκκλησίαν. Πόσους ποιμένας,  ὁποὺ μὲ τὸ γάλα  τῆς  εὐσεβείας ἔθρεψαν λαούς, χῶρες, βασίλεια, καὶ μὲ τὴν ποιμαντορικὴν  ράβδον ἔδιωξαν μακρὰν τοὺς σατανικοὺς λύκους. Πόσους ἐμπείρους ναύτας, ὁποὺ ἀνάμεσα εἰς τὲς τρικυμίες τῶν αἱρέσεων, εἰς τοὺς σκληροὺς ἀνέμους τῶν δὶωγμῶν, εἰς  τὲς  ἀστραπὲς  τῶν  ἠκονισμένων   μαχαιριῶν,   εἰς  τὲς  βροντὲς τῶν  τυράννων ὁποὺ ἐφοβέριζαν χίλιους  θανάτους,  ἐκυβέρνησαν τὸ σκαφίδιον τοῦ Πέτρου, διὰ νὰ μὴν μακρύνῃ ποτὲ ἀπὸ τὸν λιμένα τῆς ἀληθείας. Πόσους γεωργούς, ὁποὺ ξεριζώνοντας ἀπὸ τὲς καρδίες τῶν ἀνθρώπων τὲς ἀκάνθες τῆς πλάνης, ἐφύτευσαν τὸ δένδρον τῆς ζωῆς, ὁποὺ εἶναι ἡ ᾀληθινὴ  καὶ καθολικὴ πίστις. 

῞Η πορφύρα ὁποὺ στολίζει τὴν ᾽Εκκλησίαν δὲν ἐβάφη εἰς τὰ αἵματα τῶν γενναίων καὶ ἀθλοφόρων μαρτύρων ὁποὺ ἐγέννησεν ἡ ῾Ελλάδα; 

῾Ο στέφανος ὁποὺ τῆς στεφανώνει τὴν κορυφὴν δὲν ἐπλέχθη μὲ τοῦτα τὰ ρόδα καὶ μὲ τοὺς κρίνους ὁποὺ ἐβλάστησαν εἰς τοὺς ἐλληνικοὺς κήπους. Τὸ σκῆπτρον  ὁποὺ ἔχει ὅχι εἰς μίαν ἤ ἅλλην  χώραν, ἀλλ’ εἰς ὅλην τὴν  οἰκουμένην, δὲν τῆς  τὸ ἀπόκτησαν  οἱ Ἀθανάσιοι,  οἱ Γρηγόριοι, οἱ Βασίλειοι, οἱ Χρυσόστομοι καὶ τόσοι ἄλλοι. Πατέρες καὶ  ὑπέρμαχοι  τῆς  ἀληθείας,  ἀρπάζοντες ἀπὸ  τὴν  τυραννίδα  τοῦ σατανικοῦ Κοσμοκράτορος τὰ βασίλεια, καὶ ὑποτάζοντας ταῦτα εἰς τὸν γλυκὺν ζυγὸν τοῦ Σταυροῦ; Τοῦτοι δὲν ἐκήρυξαν μὲ τὴν γλῶσσαν, δὲν ἐβεβαίωσαν μὲ τὸν κάλαμον, δὲν ἐλάμπρυναν μὲ τὰ βιβλία, δὲν ἐμαρτύρησαν μὲ τὰ θαύματα  (ὁποὺ ἐθαύμασαν καὶ θαυμάζουσιν οἱ αἰῶνες) τὴν πίστιν,  τὰ δόγματα ὁποὺ ἐκείνη ὁμολογᾷ καὶ κηρύττει; Μίλησε  καὶ  ᾽Εσύ, ὦ  Οὐρανέ! Εἰπὲ  καὶ  ᾽Εσὺ μὲ  ἀκτινοβόλον γλῶσσαν   τῆς   χριστωνύμου  ῾Ελλάδος  τὲς  δόξες. Ποῦ  εἶδες  τὴν πρώτην  φορὰν ἀνθρώπους νὰ περνοῦσι μέσα εἰς τὰς ἐρήμους ζωὴν τῶν  ἀγγέλων,  καὶ  νὰ ἀντιλαλοῦσι  τοὺς θεϊκοὺς ὕμνους ἐκεῖνα τὰ δάση, εἰς τὰ ὁποῖα δὲν ἀκούοντο παρὰ οἱ ἄγριες φωνὲς τῶν θηρίων; Ποῦ εἶδες τὰ ὅρη πετρώδη καὶ ἄκαρπα νὰ βλαστάνουσιν ἄνθη τῶν ἀρετῶν  καὶ  κάθε  πλέα*  θαυμαστῆς  ἁγιότητος;  Ποῦ εἶδες τόσους παραδείσους, ὅσα κοινόβια, καὶ τόσους νέους Ἀδὰμ χωρὶς ἁμαρτίαν  καὶ πταῖσμα,  ὅσους μονάζοντας;

Πόθεν  ἐξερίζωσας τόσους κρίνους διὰ νὰ στολίσῃς  τοὺς ἱδίους σου κήπους; Πόθεν  ἐτρύγησας  τόσα ρόδα διὰ νὰ μυρίσῃ μὲ ἐκεῖνα ὁ  Παράδεισος;  Πόθεν  ἐμάζωξας  τόσους  φοίνικας,  τόσες  δάφνες, γιὰ  νὰ ραντίσῃς  μὲ τοῦτες, καὶ  νὰ στεφανώσῃς  μετ’ ἐκείνους τοῦ μεγάλου Βασιλέως τὸν θρόνον; Ποῖος παρὰ ἡ ῾Ελλάδα σοῦ ἐχάρισε τὰ πλέα ὑπέρφωτα ἄστρα, ὁποὺ νὰ σοῦ ἀστράπτουσι εἰς τὸ στερέωμα; Ποῖοι παρὰ οἱ ῞Ελληνες ἐστάθησαν ἐκεῖνοι ὁποὺ σοῦ ἐλεύκαναν τὸν εὔμορφον Γαλαξίαν μὲ τὸ γάλα τῆς Παρθενίας, ὁποὺ σοῦ ἐζωγράφισαν τὴν θαυμαστὴν  ῏Ιριν* μὲ τὸ αἶμα ὁποὺ ἔχυσαν διὰ τὴν πίστιν,  καὶ μὲ τὲς ἀρετές, ὡς μὲ τίμιες  πέτρες, σοῦ ἔκτισαν  τὴν  μακαρίαν καὶ ἀστραπηφόρον σου πόλιν; Καὶ  εἰς βραχυλογίαν, ἄν ὁ Ἑωσφόρος σὲ ἔγδυσεν ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους,  τὸ ἑλληνικὸν  γένος τόσους καὶ τόσους ἁγίους  σοῦ ἔδωκεν,  ὁποὺ δὲν φαίνεσαι  πλέα  οὐρανός, ἀμή,  χωρὶς καμίαν ὑπερβολήν, ὅλος - ὅλος, φαίνεσαι μία ῾Ελλάδα.

«Τέχνη Ρητορικῆς», ῾Ενετίησι, 1681,  σ. 54 κ. ἐξ.
Φραγκίσκος Σκοῦφος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).

Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.

Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.