Αγνή και μεγάλη μορφή ο Μάρκος Δράκος, κράτησε περήφανα τα ελληνοχριστιανικά ιδανικά που του μεταλαμπάδευσε η οικογένειά του, αψηφούσε κάθε κίνδυνο ακόμη και το θάνατο, και ριχνόταν μέσα στη φωτιά με πάθος για την ιδέα της Ένωσης με την Ελλάδα. Δεν πτοήθηκε από φυλακίσεις και βασανιστήρια, αντίθετα έζησε ώρες απόλυτης λευτεριάς στο αντάρτικο, στήνοντας ενέδρες, περιγελώντας το θάνατο ως την ημέρα που η προδοσία στάθηκε αφορμή της θυσίας του. Aπό μικρό παιδί διακρινόταν την αρετή του και για την πίστη του στο Θεό και την Ελλάδα. Πριν και μετά από κάθε μάχη έκανε την προσευχή του, διάβαζε και ανέλυε στους συναγωνιστές του την Αγία Γραφή.
Ο Μάρκος Δράκος με το ψευδώνυμο «Λυκούργος» ήταν η προσευχόμενη προσωπικότητα του Αγώνα. Κατά τις δύσκολες στιγμές της Οργάνωσης, γονάτιζε σε μια σκοτεινή γωνιά του κρησφύγετου και προσευχόταν στο Θεό. Τα παλικάρια του τον λάτρευαν. Τον είχαν για πρότυπό τους. Σαν τον καλό Σπορέα έσπερνε στις ψυχές τους τον καλό σπόρο, την Αλήθεια του Χριστού. Αγωνιζόταν με την προσευχή και με το άψογο παράδειγμά του βοηθούσε τα παλικάρια του να γίνουν ηθικές προσωπικότητες.
Ο Μάρκος Δράκος γεννήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1932 στη Λεύκα. Τελείωσε το Δημοτικό σχολείο της Λεύκας και ήταν πρώτος σε όλα τα μαθήματα. Το 1950 αποφοίτησε από την Εμπορική Σχολή Σαμουήλ. Στη ψυχή του φώλιαζε πάντα το όραμα της ελευθερίας, χαρακτηριστικό δε τούτου ήταν και το ποίημα που έγραψε όταν ήταν στην Δ΄ τάξη, με τίτλο «Κύπρος», στο οποίο πρόβλεπε το ξεσηκωμό του 1955 για αποτίναξη του αποικιακού ζυγού. Όπως τόνιζε:
Μια λαμπρόφωτη όμως ημέρα,
που κι αυτή για πολύ δεν αργεί,
θα χυμήξουμε όλοι αντάμα
και θα πούμε το ζειν ή θανείν.
Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο, ο Δράκος προσλήφθηκε ως λογιστής στην Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία και το 1952 έγινε μέλος της Παγκύπριας Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας, που λόγω των εθνικών της προσανατολισμών, ο τότε Βρετανός Κυβερνήτης της Κύπρου Ρόναλντ Άρμιτεϊτζ, έκλεισε τα κεντρικά της γραφεία. Αυτό, όμως, δε στάθηκε εμπόδιο για συνέχιση της δράσης της οργάνωσης, με μπροστάρη το Δράκο. Το 1953 ο ήρωας έγινε μέλος της ΣΕΚ, γεγονός που οδήγησε στην παραίτησή του από την ΕΜΕ. Την ίδια χρονιά, έγιναν πολλές αντιβρετανικές εκδηλώσεις απ’ αφορμή τη στέψη της βασίλισσας Ελισάβετ. Πιο εντυπωσιακή ενέργεια, ήταν η πρόκληση βλάβης στον ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό Δεκέλειας, εξαιτίας της οποίας η Λευκωσία βυθίστηκε για ώρες στο σκοτάδι. Επικεφαλής της ομάδας που έκανε το σαμποτάζ ήταν ο Δράκος.
Τον επόμενο χρόνο, ο Μάρκος Δράκος μυήθηκε στην ΕΟΚΑ, μαζί με άλλα στελέχη της ΣΕΚ, η οποία, στη συνέχεια, απετέλεσε φυτώριο αγωνιστών. Τη συμμετοχή του στην Οργάνωση, ο ήρωας την κράτησε μυστική από την οικογένειά του, μέχρι που αναγκάστηκε να αποκαλυφθεί στη μητέρα του Δέσποινα, η οποία, μετά από αρκετή προσπάθεια, συγκατάνευσε και του έδωσε την ευχή της.
Ο Διγενής επιλέγει τον Μάρκο ως τον πρώτο που θα έδινε το σύνθημα για την έναρξη του Αγώνα της ΕΟΚΑ. Ο Δράκος ηγήθηκε τη νύκτα της 31ης Μαρτίου 1955 ομάδας της ΕΟΚΑ, με την επωνυμία «Αστραπή», η οποία ανατίναξε με απόλυτη επιτυχία την Κυπριακή Ραδιοφωνική Υπηρεσία, το μετέπειτα ΡΙΚ, που ήταν το μοναδικό ραδιόφωνο στην Κύπρο. Μαζί του, οι αγωνιστές Μίκης Φυρίλλας, Παναγιώτης Παπαναστασίου, Αρέστης Χειλίδης και Παύλος Ευτυχίου και οδηγός του αυτοκινήτου που τους μετέφερε ο Γεώργιος Ζεβεδαίος.
Στις
24 Μαΐου 1955, με προεργασία από το Δράκο, ο αγωνιστής
Χαρίλαος Ξενοφώντος τοποθέτησε βόμβα στο σινεμά
«Παλλάς», με σκοπό το θάνατο του Κυβερνήτη Άρμιτεϊτζ. Η βόμβα είχε τοποθετηθεί κάτω από το κάθισμα του Κυβερνήτη, λόγω όμως κακής λειτουργία του ωρολογιακού μηχανισμού, η έκρηξη έγινε μετά τη λήξη της παράστασης και την αποχώρηση του Κυβερνήτη.
Τον Ιούνιο ακολούθησε προδοσία από μέλος των ομάδων της Λευκωσίας, με αποτέλεσμα πολλά μέλη των ομάδων της ΕΟΚΑ να συλληφθούν. Ο Δράκος συνελήφθη από τους Άγγλους στις 30 Ιουνίου 1955, με την κατηγορία της κατοχής σφαιρών, κρατήθηκε στις κεντρικές φυλακές Λευκωσίας μέχρι τις 15 Ιουλίου και μεταφέρθηκε στο Φρούριο της Κερύνειας, βάσει του νέου νόμου περί κρατήσεως προσώπων άνευ δίκης. Δραπέτευσε μαζί με άλλους 15 συναγωνιστές του στις 23 Σεπτεμβρίου αφού είχαν κόψει τα σίδερα του “κελιού” του Φρουρίου και αφού είχαν δέσει τις κουβέρτες και τις χρησιμοποίησαν ως σχοινί για να κατεβούν από το μεγάλο ύψος του “κελιού” τους. Με την δραπέτευση του επικηρύχθηκε με το ποσό των πέντε χιλιάδων λιρών.
Μετά την δραπέτευση έλαβε διαταγή από τον Γρίβα να προωθηθεί στην ανταρτική ομάδα του Κύκκου, μαζί με τους Μίκη Φυρίλλα, Λεύκιο Ροδοσθένους, Ανδρέα Πολυβίου, Παύλο Νικήτα και Χριστάκη Ελευθερίου. Προωθήθηκαν στην περιοχή «Βασιλικής», όπου υπήρχαν και άλλοι αγωνιστές, κατασκεύασαν κρησφύγετα και άρχισαν εντατική εκπαίδευση.
Η ομάδα του Δράκου, που αριθμούσε τότε 15 άτομα, ανέπτυξε στο επόμενο διάστημα πλούσια δράση εναντίον των Άγγλων, στην περιοχή
Ξερού – Λεύκας – Μαραθάσας. Στις
15 Δεκεμβρίου 1955, μέλη της ομάδας Δράκου με την επωνυμία
«Ουρανός», έστησαν ενέδρα στο δρόμο Ξερού-Κάτω Πύργου, όπου, μετά από μάχη, έπεσε μαχόμενος ο ήρωας
Χαράλαμπος Μούσκοςκαι τραυματίστηκε στο κεφάλι ο Δράκος, ο οποίος, όμως, κατόρθωσε να διαφύγει. Κατά τη μάχη στο
«Μερσινάκι», όπως είναι γνωστή, συνελήφθησαν επίσης οι αγωνιστές
Ανδρέας Ζάκος και
Χαρίλαος Μιχαήλ, οι οποίο μαρτύρησαν αργότερα στην αγχόνη, τον Αύγουστο του
1956.
Ο Δράκος έτυχε μυστικά περίθαλψης από το γιατρό Διομήδη Ησαΐα και, με άλλα μέλη της ομάδας του, επέστρεψε και πάλι στην περιοχή Κύκκου.
Αρχές του 1956, προωθήθηκε στην περιοχή και ο Αρχηγός Διγενής, ο οποίος χώρισε την ομάδα του Δράκου σε μικρότερες, για λόγους καλύτερης απόκρυψης, διοίκησης και τροφοδοσίας. Έτσι, με τον ήρωα –στο κρησφύγετο στην περιοχή «Καστανιές», κάτω από το Θρονί της Παναγίας- έμειναν οι αντάρτες Νίκος Ιωάνου, Στέλιος Ξαπόλυτος, Γιάγκος Θωμά, Μίκης Φυρίλλας και Νίκος Παστελλόπουλος, ενώ, λίγο αργότερα, προστέθηκαν και οι Χαράλαμπος Ευσταθίου και Ανδρέας Γαστριώτης, οι οποίοι κατέφυγαν στον Κύκκο, μετά που κηρύχτηκαν καταζητούμενοι στη Λευκωσία. Στην ομάδα εντάχθηκε τον Απρίλιο ’56 και ο Νεόφυτος Σοφοκλέους, ο οποίος εργαζόταν στο Κυβερνείο και τοποθέτησε βόμβα κάτω από το κρεβάτι του νέου Κυβερνήτη Σερ Τζον Χάρντιγκ. Η βόμβα δεν εξερράγη, αλλά ο Σοφοκλέους, με την τοποθέτησή της κατέφυγε στα βουνά, καθότι όλες οι υποψίες θα στρέφονταν εναντίον του, αφού ήταν ο θαλαμηπόλος του Κυβερνήτη.
Το Μάιο-Ιούνιο το 1956, οι Άγγλοι διεξήγαγαν στην περιοχή Κύκκου σαρωτικές έρευνες, με χιλιάδες στρατιώτες, ελικόπτερα και μικρά αεροπλάνα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, τόσο οι ομάδες του Διγενή και του Δράκου, όσο και οι άλλες ομάδες, που κρύβονταν στην περιοχή Τσακκίστρας – Κάμπου – Κύκκου να αναγκάζονται να μετακινούνται συνέχεια, για να μη συλληφθούν. Ο ίδιος ο Αρχηγός, μετά από μύριες ταλαιπωρίες και κινδύνους πολλών ημερών, κατόρθωσε να βγει από τον κλοιό και να φτάσει στο Σαϊττά, απ’ όπου προωθήθηκε στη Λεμεσό.
Ο Δράκος υπεραγαπούσε τον Αρχηγό του. Να τι αφηγήθηκε χαρακτηριστικά, ο συναγωνιστής του ήρωα
Χαράλαμπος Ευσταθίου, που είχε το ψευδώνυμο
«Βράχος»:
«Τον Αρχηγό Διγενή τον υπεραγαπούσε. Θυμούμαι, για παράδειγμα, ότι στις προσευχές που έκανε ο Δράκος, παρακαλούσε πάντα το Θεό να φυλάει τον Αρχηγό, κι εμείς ας χάναμε τη ζωή μας. Μια νύκτα στο λιμέρι της «Βασιλικής» Κύκκου, ο δικός μας φρουρός στο λιμέρι του Δράκου αντιλήφθηκε μεγάλη αυτοκινητοπομπή αγγλικών στρατευμάτων να έρχεται από τον Πεδουλά προς το μοναστήρι. Ο φρουρός έσπευσε αμέσως να ειδοποιήσει το Δράκο, ο οποίος μας ξύπνησε αμέσως όλους. Στη συνέχεια πήρε εμένα και πήγαμε στο λιμέρι του Αρχηγού, που βρισκόταν σε κάποια απόσταση, για να σιγουρευτεί ότι ο Διγενής έλαβε γνώση της αυτοκινητοπομπής. Εκεί, διαπιστώσαμε ότι ο σκοπός δεν είχε αντιληφθεί τα αυτοκίνητα, οπότε αφυπνίσαμε τον Αρχηγό και τους άλλους και πήραν τα μέτρα τους. Ευτυχώς, οι έρευνες που ακολούθησαν τις επόμενες μέρες δεν κάλυψαν την περιοχή των λιμεριών».
Ο Δράκος, που είχε τότε το ψευδώνυμο «Λυκούργος», προχώρησε με την ομάδα του προς τις Γερακιές και από εκεί προς τη Λινού Σολέας. Το Σεπτέμβριο ’56 προωθήθηκαν στον Καλοπαναγιώτη, όπου κρύβονταν σε κρησφύγετο στην τοποθεσία «Τρουλλινός», στ’ ανατολικά του χωριού. Στο μέρος αυτό η ομάδα έμεινε αρκετό καιρό, στη διάρκεια του οποίου εκτέλεσε σειρά επιχειρήσεων εναντίον των Άγγλων.
Στις 12 Νοεμβρίου 1956, μαζί με τον
Πολύκαρπο Γιωρκάτζη, ηγήθηκε επίθεσης στην Ξεραρκάκα, εναντίον φάλαγγας στρατιωτικών οχημάτων στο δρόμο Λεύκας-Καλοπαναγιώτη.
Το Γενάρη του 1957 υπήρξε μεγάλη προδοσία στην περιοχή, ως αποτέλεσμα της οποίας συνελήφθησαν οι ομάδες του Νίκου Ιωάννου και Πολύκαρπου Γιωρκάτζη, κοντά στις Γερακιές. Ο Δράκος θεώρησε τότε αναγκαίο να μετακινηθεί προς Σολέα και πάλι. Έτσι, κάποια βροχερή νύκτα βρέθηκαν στην Τεμπριά, με σκοπό να έρθουν σε επαφή με τον τομεάρχη Φρίξο Δημητριάδη και να κατασκευάσουν κρησφύγετο, για να μείνουν στην περιοχή. Το κρησφύγετο άρχισε να ετοιμάζεται νύκτα μέσα σε χαλαζοθύελλα πάνω από χωριό Σινά Όρος, ενώ χιλιάδες Άγγλοι στρατιώτες κατέφθαναν στην περιοχή της Σολιάς. Μπροστά σ’ αυτό το γεγονός, ο Δράκος έκρινε ότι έπρεπε να μετακινηθούν αμέσως στα Κατύδατα, όπου υπήρχε κρησφύγετο στο σπίτι του Δημοσθένη Σχίζα.
Το Γενάρη του 1957 καταδιωκόμενος από τους Άγγλους κατέληξε μαζί με την ομάδα του στην περιοχή Ευρύχου-Σινά Όρους, όπου άρχισαν τη δημιουργία νέου λημεριού. Πλησίαζαν τα μεσάνυκτα της 18ης του Γενάρη, όταν η ομάδα του Δράκου, από τους
Νεόφυτο Σοφοκλέους, Σάββα Ταλιαδώρο, Κώστα Λοΐζου και Τεύκρο Λοΐζου, μέσα σε φοβερή κακοκαιρία, πήρε το δρόμο, μέσω των βουνών ανατολικά της Ευρύχου, προς τα Κατύδατα, μέσω του μεταλλείου της
«Φουκάσας». Ο σύντροφός του
Τεύκρος Λοίζου από τη Λεύκα αφηγήθηκε για τις τελευταίες στιγμές του
Μάρκου Δράκου:
«Την 7.30 μ.μ. υπό βροχήν και χάλαζαν, εν μέσω κεραυνών, αστραπών και βροντών, ξεκίνησαν ίνα συναντήσωσιν τον τροφοδότην των εις ορισμένον σημείον, όστις θα παρέδιδεν εις αυτούς τσίγγους τους οποίους είχεν ζητήσει δια στέγασιν του λημεριού. Μετά οδοιπορίαν 20 λεπτών ήκουσαν να βάλλουν εναντίον των αυτόματα. Εκτυπώντο αγρίως υπό ενεδρευόντων Άγγλων. Οι 4 άνδρες έπεσαν κατά γης ίνα προφυλαχθώσιν και λάβωσι θέσεις μάχης. Ο πέμπτος παρέμεινε εις το λημέρι προς φύλαξιν αυτού. Μετ’ ολίγον απηγκιστρώθησαν έρποντες και με πολλάς προφυλάξεις κατόρθωσαν να επιστρέψωσιν εις το λημέρι κατόπιν πορείας 2 περίπου ωρών. Εκεί τη συστάσει του Δράκου, εκάμαμεν την προσευχήν μας και εφάγαμεν κάτι πρόχειρον. Μετά αφού προσηυχήθημεν εξεκινήσαμεν προπορευομένου του Δράκου. ‘Ολίγα λεπτά μετά την εκκίνησιν ο Δράκος με παρεκάλεσεν να του τραγουδήσω έναν ύμνο που τον ηγάπα υπερβολικά. Και ενώ εβαδίζαμεν υπό βροχήν ετραγουδούσα χαμηλή τη φωνή, συνοδευόμενος και υπό του Δράκου:
Όπου κι αν στρέψω τη ματιά μου
πάντα εσέ, Θεέ, θα ιδώ,
και με τον νου και την καρδιά μου
στέκομαι κι όλο Σ’ ευλογώ.
Σε βλέπω πέρα μες στα δάση
με τα πουλιά που κελαϊδούν
που στα κλαδιά μέσα κρυμμένα
κάθε αυγούλα Σε υμνούν.
‘Ή εκκίνησις από το λημέρι είχε γίνει την 10ην μ.μ. Την 11ην εσταματήσαμεν ίνα αναπαυθώμεν ολίγον. Η βροχή εξηκολούθει. Μετά 5 λεπτά της ώρας ξεκινήσαμε με κατεύθυνσιν προς την περιοχήν του ποταμού όστις διέρχεται κάτωθι του χωρίου Ευρύχου. Τότε ο Κωνσταντίνος Λοϊζου συνέστησε ν’ αλλάξη η πορεία και να διέλθωμεν άνω της Ευρύχου. Πράγματι ο Δράκος επέτρεψεν και ηκολούθησε την υποδειχθείσαν νέαν γραμμήν.
“Προπορευομένου του Δράκου, η ομάς εβάδιζε προς την νέα κατεύθυνσιν. Μόλις όμως είχομεν προχωρήση περί τα 30 μέτρα, Άγγλοι ενεδρεύοντες ήρχισαν να βάλλωσιν εξ επαφής. Όλοι επέσαμεν κατά γης και ο Δράκος ήρχισε βάλλων κατά των Άγγλων. Οι υπόλοιποι, επειδή έμπροσθέν μας κι υψηλότερον ευρίσκετο ο Δράκος, δεν ηδυνάμεθα να πυροβολήσωμεν. Εις μίαν στιγμήν ο Δράκος έπαυσε να βάλλη. Τον είδαμε να ξαπλώνεται και ηκούσαμεν βαρύν ρόγχον, όστις επανελήφθη δυο έως τρεις φοράς και αμέσως κατόπιν είδαμεν τον Δράκον τελείως ακίνητον. Το λαμπρό παληκάρι ήτο νεκρόν”.
Ο Δράκος είχε δεχθεί 40 σφαίρες σε όλο του το σώμα. Από τα πυρά των Άγγλων τραυματίστηκε, επίσης, σοβαρά στο πόδι ο
Κώστας Λοΐζου. Οι υπόλοιποι αντάρτες πήραν στον ώμο το Λοΐζου και, μετά από πολύωρη ταλαιπωρία, έφτασαν στα Κατύδατα.
Ξημέρωνε Σάββατο, 19 Ιανουαρίου 1957. Πίσω από τα βουνά, στην περιοχή ανάμεσα στα χωριά Ευρύχου – Σινά Όρους βρίσκεται ένα λαγκάδι που οι παλιοί το ονομάζουν “το αρκάτζιν του Δράκου”. Κατά σύμπτωση στο χώρο αυτό θυσιάστηκε ο Δράκος – το 25χρονο παλικάρι από τη Λεύκα …
Το βράδυ της 18ης Ιανουαρίου 1957, ο Μάρκος Δράκος πέρασε στην αιωνιότητα. Εκείνο το βροχερό βράδυ ο Μάρκος Δράκος πέρασε από τα πρόσκαιρα ανθρώπινα στα δώματα της αθανασίας. Το αγνό του αίμα πότισε το δέντρο της ελευθερίας και η θυσία του χαλύβδωσε τη θέληση των παλληκαριών να συνεχίσουν των Αγώνα. Το άψυχο του σώμα τάφηκε κρυφά στα Φυλακισμένα Μνήματα από τους αποικιοκράτες, γιατί φοβούνταν τις εκδηλώσεις εναντίον τους, που ανέμεναν να γίνουν στη διάρκεια της κηδείας του στη γενέτειρά του Λεύκα.
Ο Διγενής έπλεξε το εγκώμιο του Μάρκου Δράκου με αυτά τα λόγια:
«Υπήρξεν αγνός, τίμιος, ανιδιοτελής και γενναίος μαχητής. Εκ των πρώτων προσέτρεξεν εις τας τάξεις της Οργανώσεως. Ο θάνατός του με απεστέρησε ενός αρίστου συμπολεμιστού, την δε Κύπρον ενός τέκνου της, το οποίον θα της ήτο λίαν χρήσιμον, όχι μόνον εις τον απελευθερωτικόν αγώνα, αλλά και εις την μετ’ αυτόν δημιουργικήν εργασίαν διά την πρόοδον και ευημερίαν της. Η θλίψις μου διά τούτο ήτο μέγιστη. Αλλά και όλη η Κύπρος εθλίβη και τον εθρήνησε δικαίως. Ήρωες, ως ο Δράκος, και θνήσκοντες δεν παύουν να ζουν. Παραμένουν φωτεινοί οδηγοί των επιζώντων, διά την εκπλήρωσιν της αποστολής των εις ωραίους ευγενείς αγώνας».
Σήμερα, το άγαλμα του
Μάρκου Δράκου βρίσκεται σε ένα πολύ σημαδιακό σημείο της Λευκωσίας. Στον δρόμο που οδηγεί στο Λήδρα Πάλας, ελάχιστα μέτρα κάτω από τον προμαχώνα της Ρόκκας, όπου κυμματίζει η εμετική ημισέλινος. Ο
Μάρκος Δράκος, με το χέρι υψωμένο δείχνει με το δάχτυλό του κάπου μακριά. Δείχνει το δρόμο του αγώνα για την τελική δικαίωση των πόθων του λαού μας. Αυτό ζητά σήμερα το νεκρό παλικάρι από όλους εμάς. Να αγωνιστούμε ενωμένοι για να απαλλάξουμε τα Ελληνικά χώματα της Κύπρου μας από τον ξένο κατακτητή. Για να ανατείλει και πάλι ο Ελληνικός ήλιος σε μια ελεύθερη πατρίδα. Στη βάση του ανδριάντα γράφει:
“Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία”. Στον Δράκο υπήρχαν και περίσσευαν και τα δύο.
Τιμή καί δόξα σέ τέτοιους ἥρωες. Ἄραγε ὁ ἑλληνισμός θά ξαναβγάλει τέτοια παληκάρια;
ΑπάντησηΔιαγραφή