Τα κομμάτια είναι προσωπικά επιλεγμένα και ασύνδετα γι αυτό να μου συγχωρήσετε την "άσχετη" επικόλληση.....
Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ
Ζήτησα συνέντευξη εκ του πλησίον, και μου αντέτειναν συνέντευξη εξ αποστάσεως. Ερωτήσεις δικές μου. Τις στέλνω με e-mail. Απαντήσεις δικές τους, με τον ίδιο τρόπο. Ψύχρα, σκέφτομαι. Πάντα απέρριπτα τέτοιες συνεντεύξεις. Αλλά ετούτη τη φορά, είπα να μπω στον πειρασμό «κι ας μου βγει και σε κακό». Ενα βράδυ ολόκληρο με πήρε η διατύπωση των ερωτήσεων. Προσπάθησα να κάνω εξομοίωση μιας πραγματικής συνάντησης. Συνέντευξης simulator! Μου άρεσε. Περίμενα μια εβδομάδα μέχρι να έρθουν οι απαντήσεις. Ανοιξα το attachment με μισή καρδιά. Μόλις άρχισα να διαβάζω, έγινε τριαντάφυλλο, και άνοιξε ολάκερη. «Συζήτηση» χωρίς διακοπές. Απαντήσεις που πολύ όμορφα έμειναν χωρίς follow-up. Εκφράσεις προσώπων, που τις άφησα στη φαντασία μου. Μια γνωριμία που δεν έχει γίνει ποτέ από κοντά κι όμως μοιάζει να υπάρχει ζωντανή, εδώ και χρόνια. Κυρίες και κύριοι, οι αδελφοί Κατσιμίχα, σίγουρα όπως δεν τους έχετε ακούσει ποτέ!
Πώς σας φαίνεται που κάνουμε αυτήν τη συνέντευξη εξ αποστάσεως, με γραπτές ερωτήσεις και απαντήσεις;
ΠΑΝΟΣ: Σαν να μιλάμε από το τηλέφωνο, και μάλιστα χωρίς να διακόπτει ο ένας τον άλλον. Πολύ cool.
ΠΑΝΟΣ: Εμείς είμαστε συνηθισμένοι σ' αυτή τη μοναξιά. Δεν γράφεται αλλιώς ένας στίχος ή ένα τραγούδι. Πρέπει να είσαι μόνος σου. Οταν είσαι μόνος, είσαι πιο υπεύθυνος, γιατί έχεις να κάνεις μόνο με τον εαυτό σου. Και κανένας δεν μπορεί να κρυφτεί από τον εαυτό του. Πιστεύω ότι δεν χάσαμε τίποτα. Απλά, είναι άλλες εποχές. Η εποχή μας δεν είναι καθόλου μοναχική. Ισα ίσα, το αντίθετο. Μέσα από το Ιντερνετ, όλος ο κόσμος έχει γίνει μια τεράστια παρέα. Δεν είναι κάτι καινούριο αυτό;
.............................
Πώς ζείτε; Πού; Οικογένεια; Γειτονιά; Καθημερινότητα; Εφημερίδα; Καφενείο; Μπαρ; Βιβλιοπωλείο; Τηλεόραση; Βόλτα; Παιδιά; Αγωνία; Φόβος; Φίλοι; Λιγόστεψαν; Γίναν πιο πολλοί; Πού συναντιέστε; Τι λέτε; Τι τραγούδια ακούτε, αν ακούτε; Τα καλοκαίρια σας; ΧΑΡΗΣ: Ζω ήρεμα κι ευτυχισμένα, στη συνοικία που γεννήθηκα. Τους ξέρω όλους, με ξέρουν όλοι. Δεν έχω (ούτε είχα ποτέ άλλωστε) παράλογες απαιτήσεις από τη ζωή ή μουρλές φαντασιώσεις. Βγαίνω καθημερινά, πίνω το καφεδάκι μου, λέω πέντε καλημέρες, αγοράζω την εφημερίδα μου, γυρίζω σπίτι να δουλέψω τη μουσική μου. Οι μεγάλες μου απολαύσεις είναι ακόμα, ένα καλό βιβλίο, ένα καλό CD, ένας περίπατος στον αρχαίο ελαιώνα του Φιλοπάππου, μετά κάτω, στην παλιά αγορά, στο Θησείο, στο Μοναστηράκι, να χαζέψω τα παλαιοπωλεία με τους παλιούς δίσκους, τα παλιά αντικείμενα, παλιά βιβλία, με το πολύχρωμο πλήθος να βουίζει γύρω μου. Με δυο λόγια, δεν κάνω τίποτα το διαφορετικό από ό,τι έκανα στην εφηβεία μου ή αργότερα σαν φοιτητής. Τίποτα δεν έχει αλλάξει... κι ας μην είναι τίποτα όπως παλιά... Οσο για τους φίλους, οι πραγματικοί γίνονται όλο και περισσότεροι και οι ψεύτικοι έχουν σχεδόν εξαφανιστεί από τη ζωή μου. Οι μουσικές που ακούω είναι πια πάρα πολύ επιλεγμένες και δεν υπάρχει ύφος και στυλ συγκεκριμένο. Τα καλοκαίρια, όπως παλιά. Θα πάω σε κανένα νησάκι των Κυκλάδων ή του Αργοσαρωνικού, θα επισκεφθώ τους γέρους μου στο Βραχάτι, όπου περνάνε τα καλοκαίρια τους, ή όπως τώρα, καλή ώρα, στην περιοδεία. Αυτά.
............................
Τι συμβαίνει στην Ελλάδα; ΠΑΝΟΣ: Ο,τι συνέβη στο Περλ Χάρμπορ, το 1941. Ενα ηλιόλουστο πρωί Κυριακής και ενώ όλοι χαλαρώνανε στον ήλιο και έκαναν «διακοπές», ενώ ο πλανήτης καιγόταν μέσα στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ξαφνικά τους ήρθαν ουρανοκατέβατες στο κεφάλι η παράνοια και η λύσσα της πραγματικότητας. Μπαμ εδώ, μπουμ εκεί.
........................
Τα πρόσωπα που μας περιβάλλουν, πολιτικά και μη, τι σας «λένε»; ΠΑΝΟΣ: Τα πολιτικά πρόσωπα δεν μου λένε πλέον τίποτα. Σχεδόν κανένας. Τι να μου πούνε αυτοί οι τύποι, που αρχίζουν μπάνια στη θάλασσα το Πάσχα και στα μέσα Ιουνίου είναι όλοι σαν λατίνοι εραστές; Δεν ξέρω. Δεν τους βλέπετε που είναι όλοι ηλιοψημένοι ήδη; Υπάρχει περίπτωση αυτοί να αγωνιούν για τις υποχρεώσεις τους, για το κράτος, ή για τους «ιθαγενείς» που τρέχουν μες στο λιοπύρι για το μεροκάματο; Οσο για τα «μη πολιτικά πρόσωπα», τι να σου πω; Δεν είναι το ίδιο. Εξαρτάται για ποιον μιλάμε. Είναι τεράστια συζήτηση.
...........................
Σε ποιον, ή ποιους, θα φωνάζατε σήμερα «άξιος»; ΠΑΝΟΣ: Θα το φώναζα, ας πούμε, σε έναν έλληνα πιλότο που αυτή τη στιγμή πετάει χαράματα, μόνος του, περιπολώντας πάνω από το Αιγαίο. Αυτός, το καθήκον του και ο Θεός. «Αξιος»!
ΠΑΝΟΣ: Τον Νοέμβριο του 1979, παρουσιάστηκα στο Χαϊδάρι, στο στρατόπεδο ΚΕΒΟΠ. Φτάσαμε εκεί βράδυ, μας πέταξαν σε έναν θάλαμο με σπασμένα τζάμια, από το βουνό δεξιά κατέβαζε κρύο-δηλητήριο. Στο κρεβάτι μου, υπήρχε μόνο ένα στρώμα. Οποιοι πρόλαβαν, πήραν μια δυο κουβέρτες και τους πήρε ο ύπνος. Εγώ στάθηκα άτυχος, δεν πρόλαβα, δεν βρήκα κουβέρτα, προσπάθησα να κοιμηθώ με τα ρούχα, αλλά τουρτούριζα. Σηκώθηκα, κάθησα στο κρεβάτι και περίμενα να ξημερώσει. Ξαφνικά, κάποιος απέναντί μου άναψε έναν αναπτήρα. Πήγα δίπλα του και τον ρώτησα «τι τρέχει;» «Κρυώνεις, ρε φίλε;» με ρώτησε. «Ναι», του είπα, «δεν πειράζει όμως, σε λίγο θα ξημερώσει». Ψάχνει κάτω από το μαξιλάρι του, βγάζει μια κουβέρτα και μου τη δίνει. Ετσι κοιμήθηκα καμιά ώρα. Το πρωί, μετά την αναφορά του λόχου, τον είδα στη διάρκεια της ημέρας, να σκουπίζει όλες τις τουαλέτες του συντάγματος. Ηταν το απόβλητο, το κατακάθι του στρατοπέδου. Ο «πρεζάκιας». Είχε (όπως έμαθα) κάνει 2,5 χρόνια στις φυλακές Αυλώνας, γιατί είχε χτυπήσει κάποιον αξιωματικό και έβγαζε εκεί το τελευταίο εξάμηνο της ποινής του. Ενας βρέθηκε να προσέξει ότι κρύωνα. Ο «πρεζάκιας», ο φυλακόβιος, το κατακάθι. Αυτός με ρώτησε «κρυώνεις, ρε φίλε;» και μου έδωσε μια κουβέρτα να κοιμηθώ. Δεν ξέρω, γιατί από όλες, τις πολλές και διάφορες, ιστορίες που μου έχουν τύχει θυμήθηκα αυτήν. Αν, φίλε Χρήστο, σου φαίνεται μαλακία, μην τη χρησιμοποιήσεις. Εντελώς αυθόρμητα, όμως, αυτή μου ήρθε στο μυαλό.
ΠΑΝΟΣ: Μεγαλώσαμε στη γειτονιά που μεγάλωσαν ο «Μάρκος και η Αννα» του Lucio Dalla. Στον Αγ. Δημήτριο, το Μπραχάμι του 1960. «Μην περιμένεις πια» στα ραδιόφωνα, Γ. Οικονομίδης και Ρένα Ντορ, Charms, Aphrodites Child, Sergeant Pepper's Lonely Heart Club Band, Honky Tonk Woman, Bob Dylan, Δομάζος, Σιδέρης, Σαββόπουλος, Hendrix, Χούντα, Θεοδωράκης, Πολυτεχνείο και ξαφνικά 1975, δύο μέρες ταξίδι με το τρένο, η χιονισμένη Γιουγκοσλαβία, τα κίτρινα φαναράκια του Σάλτσμπουργκ. «Fire and Rain», το Δυτικό Βερολίνο. Είκοσι δύο χρόνων εμείς, πίσω ο πατέρας, η μάνα, οι φίλοι, πίσω το Καλαμάκι, σούρουπο, τα φώτα της Αίγινας. Η ζωή στο Βερολίνο, ένα μακροβούτι κάθε βράδυ, σε άγνωστο, κρύο, σκοτεινό ποτάμι. Για να επιζήσεις εκεί, έπρεπε να κάνεις σύντομα (ει δυνατόν και μέσα στην εβδομάδα από την άφιξή σου), την πρώτη σοβαρή συζήτηση με τον εαυτό σου. Αν δεν την είχες κάνει ήδη, έπρεπε επειγόντως να κάνεις αυτή την άγρια συζήτηση γνωριμίας. Τα βασικά. Τι; Πώς; Γιατί; Χωρίς αυτή τη μετάλλαξη-προσαρμογή, έφευγες πάνω στον ενάμιση μήνα, έντρομος. Πάντως για μένα, ήταν υπέροχα. Ομως, από όλα, περισσότερο βάραινε ο βαθύς καθημερινός νόστος της μητρικής γλώσσας μας. Γι' αυτή γυρίσαμε πίσω. Θέλαμε να γυρίσουμε σ' αυτήν, την πατρίδα της γλώσσας μας. Τον Σεπτέμβριο του 1982, «Μουσικοί Αγώνες της Κέρκυρας», «Μια βραδιά στο Λούκι», τα μάτια του Μ. Χατζιδάκι και τελικά, ξαφνικά μετά από τρία χρόνια, τα «Ζεστά Ποτά» και τα υπόλοιπα τα ξέρετε...
Ακούω ένα τραγούδι σας στο οποίο απευθύνεστε σε κάποιον που «αν είναι θεός». Θα θέλατε να είναι; Σε ποιον θεό πιστεύετε; ΠΑΝΟΣ: Οσο για το θεό του τραγουδιού μας, αυτός ο θεός είναι ο Χριστός. Αν το ανθρώπινο είδος είχε βαδίσει στον δρόμο που έδειξε αυτός, σήμερα η ανθρωπότητα θα ζούσε στο 7ο επίπεδο συνείδησης και ο πλανήτης μας θα ήταν ο Παράδεισος. Δεν θα χρειάζονταν ούτε οι επαναστάσεις, ούτε ο Μαρξ, ούτε ο Λένιν. Ομως υπερισχύσανε ουσιαστικά «του δαίμονα τα κτήνη», όπως λέει και το τραγούδι, και ειδικά ο Μαμωνάς, ο δαίμονας -χρήμα. Ιδεαλιστικές μαλακίες, θα μου πεις. Το ξέρω. Τα ίδια λέει και το «Imagine», αλλά με άλλα λόγια. Δεν βαριέσαι.
ΧΑΡΗΣ: Ποιος αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω; Δεν έχω ιδέα από πού έρχομαι, κι ακόμα περισσότερο δεν έχω ιδέα πού θα πάω. Ελα, όμως.
Ευχαριστώ πολύ. Θα 'ρθω.
ΧΑΡΗΣ και ΠΑΝΟΣ: Παρακαλούμε. Θα σε περιμένουμε.
(ευχαριστώ τον φίλο Αντώνη Π)
Eίναι από τους λίγους μουσικούς που διακρίνεις "ουσία" και φυσικά απέχουν παρασάγγας από την εμπορική και ελεεινή Ελληνική πραγματικότητα, η οποία μεταφράζεται με γυφτοκασιλαμάδες, ντισκοτσιφτετέλια, οικονομόπουλους, ρέμους, πλούταρχους και λοιπούς "γκομενοφύλακες". Αυτή η τρισάθλια μουσική πραγματικότητα, υπαγορεύει ότι ο καλιτέχνης θα πρέπει να θεοποιήσει την γυναίκα και ο κάθε άντρας θα πρέπει να τρέχει πίσω από τα αυτά τα "ερπετά", σαν σκύλος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι ανωτέρω ουδέποτε υπέπεσαν σε τέτοιο σφάλμα.
...μου αρέσει το καμμάτι τους "η μοναξιά του σχοινοβάτη".