Σελίδες

27 Μαΐου 2011

Τουρκικός εξοπλιστικός εφιάλτης για το 2011. Ποιοτική και ποσοτική υπεροχή.

Ιωάννης Σ. Θεοδωράτος

Δημοσιογράφος – Αμυντικός Αναλυτής

Ιστορικά έχει αποδειχθεί και καταδειχθεί ότι όταν υφίσταται ένας ανταγωνισμός εξοπλισμών μεταξύ δύο δυνάμεων, οι οποίες στοχεύουν στον έλεγχο ή στη διατήρηση μιας γεωγραφικής περιοχής, η μεταξύ τους ισορροπία δυνάμεων ισχύει μέχρις ότου παρουσιαστεί κόπωση. Στην περίπτωση του ελληνο-τουρκικού ανταγωνισμού η πλάστιγγα έχει αρχίσει και κλείνει υπέρ της Άγκυρας, προοιωνίζοντας δυσμενές μέλλον για τα εθνικά συμφέροντα. Ολοκληρώνοντας το πρώτο τρίμηνο του 2011 η οικονομική κρίση που συγκλονίζει όλα τα επίπεδα της ελληνικής κοινωνίας, έχει ήδη πλήξει σοβαρότατα τους εθνικούς αμυντικούς σχεδιασμούς που συνδέονται με τη διατήρηση και την επαύξηση της στρατιωτικής ισχύος. Στην άλλη πλευρά του Αιγαίου η Τουρκία εκμεταλλεύεται μεθοδικά την ευνοϊκή συγκυρία προχωρώντας εντός του 2011 στην υλοποίηση μιας σειράς εξοπλιστικών προγραμμάτων, τα οποία θα μεγαλώσουν ακόμη περισσότερο το χάσμα στον τομέα της ένταξης νέων σύγχρονων οπλικών συστημάτων, που ήδη διευρύνεται ανησυχητικά. Το πιο επικίνδυνο στοιχείο αυτών των δράσεων εντοπίζεται στην απόκτηση υπεροχής στους τομείς της αερομεταφοράς δυνάμεων, στην αντιαεροπορική άμυνα και στη ναυπήγηση νέων μονάδων. Το συμπέρασμα που συνάγεται είναι σαφές: Οι τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις συμπληρώνουν τον απαραίτητο εξοπλισμό που θα τους επιτρέψει εντός της τρέχουσας δεκαετίας να εντείνουν τις στρατιωτικές πιέσεις κατά της χώρας μας και αν απαιτηθεί να υλοποιήσουν τους κεντρικούς άξονες της νέο-οθωμανικής πολιτικής στο Αιγαίο.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1991-2000 η Τουρκία σχεδίασε ένα εξαιρετικά φιλόδοξο μεσο-μακροπρόθεσμο σχεδιασμό ριζικού εκσυγχρονισμού των Ενόπλων Δυνάμεών της. Η Άγκυρα εκτιμούσε ότι θα έπρεπε να αποκτήσει πλήρη υπεροχή σε ξηρά, θάλασσα και αέρα έχοντας εστιάσει στην υλοποίηση του δόγματος των 2 ½ πολέμων (κατά Ελλάδας, Συρίας και ΡΚΚ). Τα οικονομικά προβλήματα που έπληξαν την τουρκική οικονομία και την οδήγησαν στις πύλες του ΔΝΤ απλά ανέβαλλαν κάποια από τα προγράμματα που είχαν εξαγγελθεί, δίνοντας στην ελληνική πλευρά μια πολύτιμη πίστωση χρόνου, την οποία τελικώς δεν αξιοποιήσαμε. Μάλιστα τον Φεβρουάριο του 2002 το τουρκικό Υπουργείο Εθνικής Άμυνας είχε προβεί στη δημοσιοποίηση καταλόγου 88 (!) προγραμμάτων, η υλοποίηση των οποίων είχε αναβληθεί. Ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό σημείο της πολιτικοστρατιωτικής ικανότητας της Άγκυρας ήταν ότι αναγνωρίστηκε μεν η επίδραση της οικονομικής κρίσης στην απόφαση, αλλά τονίστηκε ότι η χώρα είχε μεταβάλλει τις μέχρι τότε υφιστάμενες απειλές. Δηλαδή η δήθεν μεταβολή του καταλόγου με τις θεωρούμενες εχθρικές χώρες, χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα για να δικαιολογηθεί η αδυναμία ολοκλήρωσης του γιγαντιαίου εξοπλιστικού προγράμματος που θα καθιστούσε την Τουρκία περιφερειακή υπερδύναμη. Η κατάσταση αυτή δεν διατηρήθηκε και ήδη στις αρχές του 2005 ανακοινώθηκαν οι πρώτες προμήθειες ύψους 2 δις δολαρίων, ενώ τρία χρόνια αργότερα πάλι με επιδέξιους χειρισμούς επιχειρήθηκε να «πειστεί» η κοινή γνώμη (ιδιαίτερα της Ελλάδας…) ότι οι εξοπλισμοί θα περικόπτονταν ξανά λόγω της νέας οικονομικής κρίσης στις διεθνείς αγορές. Η τουρκική εξωτερική πολιτική ουδέποτε αποποιήθηκε το αναθεωρητικό της πρόσωπο και για αυτό ανέκαθεν η εφαρμογή της συνδεόταν με τους εξοπλισμούς.

Μετά από την άνοδο του AKP στην εξουσία (2002) και μέχρι σήμερα (2011) η κυβέρνηση Ερντογάν καλύφθηκε πίσω από τις εσωτερικές μεταρρυθμιστικές της ενέργειες, οι οποίες στόχευαν τους πυλώνες του Κεμαλισμού (προεδρεία Δημοκρατίας, Δικαιοσύνη, Στρατός), αποκρύπτοντας για όσο καιρό χρειαζόταν τον πραγματικό της στόχο. Ο νέο-οθωμανισμός των Ερντογάν-Νταβούτογλου κινείται στην ίδια σιδηροτροχιά με τον Κεμαλισμό των στρατηγών, όσον αφορά τους εξοπλισμούς, καθώς επιδιώκεται η ενίσχυση της τουρκικής στρατιωτικής ισχύος και η απεξάρτησή της από τις πηγές του εξωτερικού.

Στην οκταετία (2002-2010) καταγράφηκαν εντυπωσιακές εξελίξεις στους τουρκικούς εξοπλισμούς, ένα σημαντικό και διαρκώς αυξημένο βάσει προγράμματος μερίδιο των οποίων ανήκει στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία. Οι προμήθειες οπλικών συστημάτων αν μελετηθούν στην πορεία της οκταετίας παρουσιάζουν μιαν ασάφεια ως προς τις διακηρυγμένες στρατηγικές απειλές που αντιμετωπίζει η χώρα. Η κυβέρνηση Ερντογάν κινήθηκε πολύ έξυπνα και επιτήδεια, προωθώντας αλλά και επικρίνοντας ταυτόχρονα τους εξοπλισμούς, χωρίς ωστόσο να ακυρώσει κανένα μεγάλο και ζωτικό πρόγραμμα. Η στόχευση ήταν από την αρχή σαφής και καλά σχεδιασμένη, καθώς αφορούσε την ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανίας, με παράλληλη εμπλοκή των τεχνολογικών ιδρυμάτων με αιχμή το TUBITAK. Κάθε φορά που σημειωνόταν εμπλοκή ή προβληματισμός στην εξέλιξη ενός μεγάλου ή μικρού προγράμματος, η τουρκική στάση (συνεχής διαπραγμάτευση) οδηγούσε στην άσκηση πίεση στους προμηθευτές του εξωτερικού, απαιτώντας τη μέγιστη δυνατή μεταφορά τεχνογνωσίας. Στην οκταετία που πέρασε η Τουρκία κατόρθωσε να επιτύχει όλους σχεδόν τους σημαντικούς στόχους που είχε θέσει, υλοποιώντας εκείνες τις προτεραιότητες που θα της εξασφάλιζαν την ισορροπία στο Θέατρο Επιχειρήσεων του Αιγαίου, διατηρώντας ακέραιες για το μέλλον τις δυνάμεις της για την μεγάλη εξοπλιστική επίθεση…

2011 χρονιά γενικής εξοπλιστικής επίθεσης

Οι Τούρκοι στρατιωτικοί και διπλωματικοί επιτελείς σχεδίασαν το πλαίσιο των εξοπλισμών έχοντας υπόψη την αντιπαράθεση στο Αιγαίο, δημιουργώντας ωστόσο ένα προπέτασμα «διπλωματικού καπνού». Από τη δεκαετία του 1960 γνώριζαν ότι η διεκδίκηση και αμφισβήτηση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας θα τους έδινε μελλοντικά, πρόσβαση σε ενεργειακά αποθέματα και θα καθιστούσε την Τουρκία εταίρο στη συνδιαχείριση του Αιγαίου. Στη συνέχεια – όπως απεδείχθη – η επιμονή τους δικαιώθηκε, καθώς κατάφεραν παρά την ύπαρξη θετικών για τα ελληνικά συμφέροντα διεθνών συνθηκών, μέσω της άσκησης στρατιωτικής πίεσης να «γκριζάρουν» την περιοχή και κυρίως να εκφοβήσουν την ελληνική κυβέρνηση αλλά και την κοινή γνώμη. Το προπέτασμα που δημιουργήθηκε αφορούσε στο να πειστούν οι Έλληνες, ότι οι τουρκικές προθέσεις είχαν πλέον αλλάξει, η χώρα μας δεν ήταν απειλή και ότι όλα θα επιλύονταν μέσω του ειλικρινούς διαλόγου…

Πίσω από το προπέτασμα απόκρυψης των πραγματικών προθέσεων και σε συνδυασμό με μια σειρά άριστα εκπονημένων ψυχολογικών επιχειρήσεων που είχαν ως αποδέκτη τα ελληνικά ΜΜΕ και επέφεραν σύγχυση ακόμη και στα στρατιωτικά επιτελεία (!) η Τουρκία υλοποιούσε τη μεσομακροπρόθεσμη εξοπλιστική στρατηγική της σε τρία επίπεδα:

α) αρχικά έπρεπε να εξασφαλιστεί η διατήρηση της ισορροπίας έναντι της Ελλάδας, η οποία είχε ολοκληρώσει το μεγαλύτερο εξοπλιστικό πρόγραμμα της ιστορίας της, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να αποκτήσει την υπεροχή στον αεροναυτικό τομέα,

β) στη συνέχεια θα οδηγούσε την εγχώρια αμυντική βιομηχανία στο νέο της ρόλο, ως βασικού προμηθευτού κύριου και δευτερεύοντος υλικού για τις ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων, επιτυγχάνοντας βάσει χρονοδιαγράμματος αυτάρκεια έως και 100% και

γ) θα ανέπτυσσε εγχώρια νέες τεχνολογίες και θα προχωρούσε στην κατασκευή όλων των οπλικών πλατφορμών σε ξηρά, θάλασσα και αέρα, καθώς και όλων των συναφών οπλικών συστημάτων, δίνοντας επίσης έμφαση στον δικτυοκεντρικό πόλεμο, στην στρατιωτική εκμετάλλευση του διαστήματος και στα μη επανδρωμένα συστήματα.

Σε επίπεδο υψηλής στρατηγικής η Τουρκία αξιοποίησε: α) την οικονομία της που την κατέταξε στην ομάδα των G-20 πλουσιότερων χωρών του πλανήτη (για το 2010 η τουρκική οικονομία παρουσία σε ανάπτυξη ρεκόρ της τάξης του 9,8% όταν η αντίστοιχη ελληνική κατρακύλησε στο -6,6% ως ποσοστό επί του ΑΕΠ), β) τη γεωπολιτική της θέση, προωθώντας πρωτοφανείς συμφωνίες σε πολλαπλά επίπεδα με την Ρωσία, προσεγγίζοντας το Ιράν και γ) τον ισλαμικό της χαρακτήρα επιχειρώντας να τεθεί επικεφαλής των Αράβων και επιλέγοντας την σκληρή αντιπαράθεση με το Ισραήλ. Ευρισκόμενη στον κολοφώνα της νέο-οθωμανικής της ακμής με όρεξη για νέες νίκες και κατακτήσεις, η Τουρκία «απολαμβάνει» την οικονομική κατάρρευση του αιώνιου αντιπάλου της γνωρίζοντας ότι ο χρόνος που θα της δώσει την ευκαιρία να δράσει κατά της Αθήνας, πλησιάζει με μεγάλη ταχύτητα.

Στην «άλλη πλευρά του λόφου» η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας έστρεψε όλες τις προσπάθειες των Ελλήνων επιτελών από την ενίσχυση της εξοπλιστικής ισορροπίας, στη διατήρηση της υφιστάμενης ισχύος των Ενόπλων Δυνάμεων. Η οικονομική κρίση ενταφίασε για την επόμενη δεκαετία (τουλάχιστον) τους εξοπλισμούς, αφήνοντας το ΓΕΕΘΑ και τα οικεία επιτελεία να εκλιπαρούν την κυβέρνηση να μην προχωρήσει σε ακόμη μεγαλύτερες περικοπές των… λειτουργικών τους δαπανών. Με την εγχώρια αμυντική βιομηχανία υπερχρεωμένη, χωρίς σχέδιο και μέλλον με μόνη ελπίδα την πώληση σε κάποιον «φιλέλληνα» αγοραστή, η ελληνική εθνική άμυνα μοιάζει με φάσμα (φάντασμα) αρχαίας τραγωδίας, που αναπολεί παλαιές δοξασμένες εποχές.

Ένα από τα βασικότερα αξιώματα της στρατηγικής σχετίζεται με την εκμετάλλευση των αδυναμιών του αντιπάλου και την ενέργεια εναντίον του όταν αυτός βρίσκεται σε κατάσταση σύγχυσης, πτώσης ηθικού και μειωμένης ικανότητας αντίστασης. Στο επίπεδο των εξοπλισμών η Άγκυρα σαφώς και δεν άφησε την μεγάλη ευκαιρία να περάσει αβρόχοις ποσί και ήδη ετοιμάζεται για την υλοποίηση σειρά προγραμμάτων, μέσω των οποίων θα ολοκληρώσει τον μεγαλεπήβολο εθνικό της σχεδιασμό. Τα εξοπλιστικά αυτά σχέδια αφορούν την ολοκλήρωση των αποφάσεων για την προμήθεια μεταφορικών ελικοπτέρων γενικής χρήσης και αντιαεροπορικών συστημάτων μεγάλου ύψους και την υλοποίηση: α) του προγράμματος ALTAY, β) του νέου εθνικού μαχητικού, γ) του προγράμματος F-35 καθώς και την πρόοδο εγχώριων προγραμμάτων όπως του UCAV TIHA-B και διαφόρων οπλικών συστημάτων τουρκικής σχεδίασης (βλ. τεύχος 13 της «ΣΙ&Γ» Μάρτιος 2011).

Συνολικά η εγχώρια αμυντική βιομηχανία, υπό την καθοδήγηση του αρμόδιου φορέα εργάζεται σε 41 προγράμματα έρευνας και ανάπτυξης τα οποία έχουν κατηγοριοποιηθεί σε τομείς όπως: α) δικτυοκεντρικός πόλεμος, πληροφορίες, δορυφορικά και αισθητήρες (ποσοστό 63%), β) ολοκλήρωση συστημάτων (20%), γ) ηλεκτρονικός πόλεμος (15%), δ) καθοδήγηση και κατεύθυνση πυραύλων (2%).

Οι αποφάσεις που θα ληφθούν εντός του 2011, από το αρμόδιο όργανο που είναι η Εκτελεστική Επιτροπή Αμυντικής Βιομηχανίας (SSIK) είναι ιδιαίτερα σημαντικές καθώς από αυτές όχι μόνο θα καθοριστεί η πρόσκτηση νέων οπλικών συστημάτων, αλλά γιατί μέσω αυτών θα αναδειχθεί το νέο πλαίσιο σύναψης στρατηγικών συμμαχιών ή αποχώρησης από υπάρχουσες, γεγονός που ίσως να επανακαθορίσει και τις γεωπολιτικές εξισώσεις στην περιοχή.

Το πρώτο πρόγραμμα που κατακυρώθηκε μετά από συνεχείς αναβολές, καθυστερήσεις και σκληρότατες διαπραγματεύσεις αφορά την επιλογή του νέου μεταφορικού ελικοπτέρου για τις ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων και άλλων κυβερνητικών φορέων. Το ύψος 4 δις δολαρίων πρόγραμμα για την αγορά 109 (με δικαίωμα προαίρεσης άλλων 12) ελικοπτέρων γενικής χρήσης, έφερε αντιμέτωπους Ευρώπη και ΗΠΑ μέσω της ιταλοβρετανικής κοινοπραξίας AgustaWestland και της αμερικανικής Sikorsky, οι οποίες διασταύρωσαν τα ξίφη τους προσφέροντας γη και ύδωρ στον Μουράτ Μπαγιάρ υφυπουργό Αμυντικής Βιομηχανίας και αρχιτέκτονα των τουρκικών εξοπλισμών. Η απόφαση τελικά ελήφθη τον Απρίλιο μετά από την άκαρπη συνεδρίαση του προηγούμενου Δεκεμβρίου όπου διαπιστώθηκε από τουρκικής πλευράς η «ανεπάρκεια» των προσφορών. Έκτοτε το Υφυπουργείο Αμυντικής Βιομηχανίας κέρδισε ένα δωρεάν S70Β Seahawk από την Sikorsky ως πρόστιμο για καθυστερήσεις και από την ιταλοβρετανική εταιρεία καλές τιμές και συντομότερους χρόνους παράδοσης για τα επιθετικά ελικόπτερα Τ129 που παραγγέλθηκαν με σκοπό την ενίσχυση του αγώνα κατά του ΡΚΚ. H AgustaWestland (μέλος του ομίλου Finmeccanica) προσέφερε το TUHP149 την έκδοση του Α149 (επιμηκυμένη έκδοση του Α139) προσαρμοσμένη στις τουρκικές απαιτήσεις, ένα νέο ελικόπτερο γενικής χρήσης που θα μπορεί να καλύψει πολλαπλές ανάγκες των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων. Η νικήτρια αμερικανική πρόταση αφορούσε το Τ-70 που είναι η έκδοση του γνωστού ελικοπτέρου S-70 Blackhawk το οποίο ήδη υπηρετεί σε μεγάλους αριθμούς στη Στρατοχωροφυλακή και στον Τουρκικό Στρατό.

Το ζητούμενο με τη νέα αυτή γιγαντιαία αγορά ελικοπτέρων δεν είναι το κόστος της αλλά η χρησιμότητά της στο Θέατρο Επιχειρήσεων Αιγαίου. Για παράδειγμα χρησιμοποιώντας μόλις 60 ελικόπτερα θα μπορεί να μεταφερθεί (60x12=720) σε μια διαδρομή ένας πολύ σημαντικός αριθμός στρατιωτών, δίνοντας την ευκαιρία στον αντίπαλο να χρησιμοποιήσει τον στόλο των μεταφορικών ελικοπτέρων – στα οποία εκτός της υπάρχουσας δύναμης θα προστεθούν και τα 14 βαρέα μεταφορικά ελικόπτερα τύπου CH-47F Chinook – επιχειρώντας κατά ενός τουλάχιστον νησιού. Η απόφαση που έλαβε η τουρκική κυβέρνηση έχει και μια άλλη μη στρατιωτική συνέπεια, αναδεικνύοντας τις νέες στρατηγικές συμμαχίες της Άγκυρας. Η προμήθεια των 121 T-70 αποτελεί τη δεύτερη θετική προσέγγιση με αμερικανο-βιομηχανικό συγκρότημα μετά την επιλογή της Boeing, η οποία θα λειάνει ακόμη περισσότερο τις ακμές που έχουν δημιουργηθεί με τις ΗΠΑ. Η Τουρκία σε επίπεδο μακροστρατηγικής βαδίζει πάνω σε σταθερές, τις οποίες δεν θα εγκαταλείψει εκτός και αν συμβούν ευρύτερες γεωπολιτικές εξελίξεις, που θα υπαγορεύουν αλλαγή προσανατολισμού. Η επικράτηση της Sikorsky στέλνει ένα δεύτερο μήνυμα προς την Ουάσιγκτον, από την οποία ζητείται να αρθούν οι περιορισμοί και οι όποιες επιφυλάξεις, αναφορικά με την εξασφάλιση άδειας εξαγωγής των πολύτιμων UAV Predator και Reaper. Πέραν αυτών η Τουρκία έχει επιτύχει ένα σημαντικό βήμα, θεμελιώνοντας ακόμη ένα πρόγραμμα συμπαραγωγής που μελλοντικά θα της επιτρέψει να αποκτήσει πρόσβαση σε υψηλή τεχνολογία ελικοπτέρων και να επωφεληθεί οικονομικά από τις πωλήσεις σε τρίτους. Εκείνο που αξίζει να επισημανθεί είναι ότι η Άγκυρα ομογενοποίησε τον στόλο σε τέτοιο βαθμό, ώστε μεσοπρόθεσμα όλα τα μέσα μεταφορικά ελικόπτερα να ανήκουν σε ένα τύπο, καλύπτοντας τις ανάγκες πλέον σε εθνικό επίπεδο. Η σκληρή διαπραγμάτευση απέδωσε πολλά σημαντικά ανταλλάγματα, όπως την ανάδειξη της χώρας σε κέντρο υποστήριξης των Blackhawk της ευρύτερης περιοχής, ενέργεια που θα συμβάλει στην εισροή κεφαλαίων στη γείτονα. Σε επιχειρησιακό επίπεδο η Στρατοχωροφυλακή μαζί με τον Στρατό θα αποκτήσουν ένα αξιόπιστο εναέριο μεταφορικό μέσο που θα προσδώσει ακόμη μεγαλύτερες ικανότητες στην αερομεταφορά δυνάμεων. Οι αεραποβατικές επιχειρησιακές δυνατότητες όχι απλά ενισχύονται, αλλά πλέον αριθμητικά τα τουρκικά ελικόπτερα θα μπορούν να ενεργήσουν κατά τουλάχιστον δύο αντικειμενικών σκοπών. Στον τομέα της έρευνας και διάσωσης μάλιστα, οι αντίστοιχες ικανότητες της Τουρκίας θα είναι κατά πολύ πιο αποτελεσματικές, καθώς το πρόβλημα της διαθεσιμότητας και της υποστήριξης των εναέριων μέσων στρατηγικά έχει λυθεί υπέρ της για την επόμενη εικοσαετία. Συμπερασματικά η ελληνική εθνική άμυνα με ορίζοντα την δεκαετία 2020-2030 θα έχει να αντιμετωπίσει ακόμη μια μείζονα απειλή, στο θέατρο επιχειρήσεων του Αιγαίου, από την ενδυνάμωση των αεροκίνητων και αεραποβατικών δυνατοτήτων των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων. Σε βάθος τριακονταετίας ο «επιτήδειος ουδέτερος» θα έχει εξασφαλίσει ένα ακόμη αποφασιστικό πλεονέκτημα, έναν αξιομνημόνευτο πολλαπλασιαστή βιομηχανικής και διπλωματικής ισχύος, καθώς θα αποτελεί τη μοναδική χώρα από την Βαλκανική μέχρι την Ινδία και από τον Καύκασο μέχρι την Αφρική, την Αραβία και τον Ινδικό Ωκεανό, στην οποία θα παράγονται ελικόπτερα και θα συντηρούνται οι στόλοι της συντριπτικής πλειοψηφίας των χωρών χρηστών των Blackhawk. Εκεί βρίσκεται η σπουδαιότητα της – γεωστρατηγικού επιπέδου – επιτυχίας της Άγκυρας και όχι απλά στην επιλογή τύπου. Αυτή είναι η πεμπτουσία της καλοσχεδιασμένης πολιτικής του Μ. Μπαγιάρ και των επιτελών του, που στοχεύουν στην εξασφάλιση αυτάρκειας και στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερου βαθμού απεξάρτηση της Τουρκίας από το εξωτερικό. Μεσοπρόθεσμα οι παραγγελίες των 121 μονάδων θα αυξηθούν σε συνδυασμό με την εμπορική προώθηση του προϊόντος (Τ-70) σε τρίτες χώρες. Η Τουρκία δικαίως ετοιμάζεται να δρέψει τους καρπούς της πρόβλεψής της να επενδύσει στην αγορά ελικοπτέρων, αξιοποιώντας στο έπακρο τη δυναμική της «εποχής Blackhawk».

Το δεύτερο μεγάλο πρόγραμμα με πολύ ξεκάθαρες γεωπολιτικές προεκτάσεις είναι εκείνο που αφορά την προμήθεια αντιαεροπορικών συστημάτων μεγάλου ύψους και έχει κωδικοποιηθεί ως T-LORAMIDS. Η επιλογή του νικητή αναμένεται να πραγματοποιηθεί ίσως στην ίδια συνεδρίαση του SSIK στην οποία θα κριθεί ο διαγωνισμός των ελικοπτέρων. Πίσω από το φιλόδοξο πρόγραμμα αντιαεροπορικής-αντιβαλλιστικής προστασίας υποκρύπτεται ένας σκληρός ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, από τον οποίο θα αποκαλυφθούν οι τουρκικές προθέσεις. Η αμερικανική κοινοπραξία της Raytheon με την Lockheed Martin προσφέρει το σύστημα PAC-3 (Patriot Advanced Capability), ενώ η ρωσική Rosoboronexport την βελτιωμένη εξαγωγική έκδοση του S-300. Στο διαγωνισμό μετέχουν επίσης η ιταλογαλλική κοινοπραξία Eurosam με το SAMP/T Aster-30 και η κινεζική CPMEI με το HQ-9. H τουρκική πλευρά έχει προχωρήσει σε σκόπιμες διαρροές πληροφοριών μέσω των οποίων θεωρεί ότι επικρατέστερο σύστημα για να επιλεγεί είναι το PAC-3, με δεύτερη επιλογή το SAMP/T λόγω συμβατότητας με το ΝΑΤΟ. Ωστόσο η Άγκυρα έχει συνδέσει την όποια επιλογή με πολιτικά κριτήρια, τα οποία θα φέρουν τη σφραγίδα του πρωθυπουργού Ερντογάν, γεγονός που δεν αποκλείει την ρωσική έκπληξη. Πέραν αυτού τόσο ο Τούρκος υπουργός Άμυνας, όσο και αξιωματικοί είχαν ζητήσει από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ είτε την δωρεάν παραχώρηση μονάδων PAC-3, ή την πώληση σε πολύ χαμηλές τιμές, στο πλαίσιο της τουρκικής συμμετοχής στο πρόγραμμα αντιβαλλιστικής προστασίας της συμμαχίας, όπου η Άγκυρα ενήργησε σχεδόν ως πρόξενος των συμφερόντων του Ιράν και της Ρωσίας.

Μια επίσης σοβαρή απόφαση που θα ληφθεί εντός του 2011 αφορά το εντυπωσιακό πρόγραμμα εκκίνησης των διαδικασιών σχεδίασης και ανάπτυξης για το εθνικό μαχητικό και το εθνικό εκπαιδευτικό αεροσκάφος, τα οποία θα ενταχθούν σε παραγωγή τη δεκαετία 2021-2030. Ήδη το Υφυπουργείο Αμυντικής Βιομηχανίας πραγματοποιεί διερευνητικές επαφές με διαφόρους αεροδιαστημικούς οίκους σε Ασία και Ευρώπη, βολιδοσκοπώντας προθέσεις συνεργασίας σε ισότιμη βάση. Εντός του έτους θα αποκαλυφθεί εάν η Άγκυρα θα προχωρήσει στην υλοποίηση επιλέγοντας μια σχεδίαση που θα ενσωματώσει εθνικές επιχειρησιακές απαιτήσεις ή θα στραφεί στην πολύ πιο δαπανηρή και αμφίβολης υλοποίησης εγχώρια σχεδίαση μαχητικού. Στο μεταξύ η πρόσφατη απόφαση παγώματος της προμήθειας των F-35 αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον πολλών αεροδιαστημικών εταιρειών, οι οποίες ελπίζουν – μέχρι νεωτέρας – ότι η Τουρκική Αεροπορία μπορεί να αναζητήσει την προμήθεια μαχητικών ως ενδιάμεση λύση στο πρόβλημα καθυστέρησης των F-35. Οι ίδιες εταιρείες από την Ευρώπη εκτιμούν ότι είναι έτοιμες να ανταποκριθούν στις τουρκικές ανάγκες, παρότι η Άγκυρα δεν φαίνεται διατεθειμένη να συζητήσει για την απόκτηση Rafale, Gripen ή Eurofighter. Εάν τελικά δεν ικανοποιηθούν οι τουρκικές ενστάσεις και απαιτήσεις, τότε πιθανότερο είναι η πρόσκτηση και άλλων μαχητικών F-16 Advanced (ίσως 20-30 μαχητικών). Κάθε άλλη επιλογή θα δημιουργούσε νέους ακόμη πιο σοβαρούς τριγμούς στην αμερικανοτουρκική στρατιωτική συνεργασία. Υπάρχει όμως και ένα παράθυρο, το οποίο άφησε να διαφανεί στις δηλώσεις του Τούρκου υπουργού Άμυνας όταν διευκρίνισε ότι τα μαχητικά F-16 και F-35 προσανατολίζονται κυρίως σε επιθέσεις κατά στόχων εδάφους, ενώ η Τουρκική Αεροπορία αναζητά ένα μαχητικό αεροπορικής επικράτησης…

Στον τομέα του Ναυτικού συνεχίζονται οι παραδόσεις του προγράμματος Milgem, των ταχέων αρματαγωγών, των περιπολικών νέου τύπου (Ρ-1200), ενώ ξεκινά ο εκσυγχρονισμός δύο υποβρυχίων Type 209/1200 στο Γκολτσούκ και η τοποθέτηση εκτοξευτών Mk41 VLS σε φρεγάτες τύπου O.H. Perry (έναρξη με τη φρεγάτα «Gediz» F495). Εντός του 2011 προγραμματίζεται η έναρξη του επίσης πολλά υποσχόμενου προγράμματος TF-2000, ενώ δεν θα πρέπει να αποκλειστεί συνεργασία με τη Βρετανία, όπως άφησε σκόπιμα να διαρρεύσει στον Τύπο, μετά την πρόσφατη επίσκεψη (18 Απριλίου) στην Τουρκία του Βρετανού Α/ΓΕΝ ναυάρχου σερ Μαρκ Στάνχοουπ.

Επίλογος

Εντός του 2011 η Τουρκία θα δαπανήσει τουλάχιστον 4,5 δις δολάρια σε νέους εξοπλισμούς (500 εκατομμύρια περισσότερα από το 2010) όταν η Ελλάδα είναι ζήτημα αν θα υλοποιήσει τις στοιχειώδες προμήθειες ανταλλακτικών και πυρομαχικών, τις οποίες εσχάτως έχει βαπτίσει ως εξοπλισμούς! Σε απόλυτα νούμερα η αγορά αντιστοιχεί σε αύξηση άνω του 10% σε σύγκριση με τις αντίστοιχες δαπάνες του 2010. Σε αυτά θα προστεθούν τα 15 δις δολάρια για την προμήθεια των 100+ F-35, τα 7 δις δολάρια που θα στοιχίσει η αγορά μεταφορικών και επιθετικών ελικοπτέρων και τα 3 δις δολάρια (η τελευταία εκτίμηση προβλέπει ακόμη μεγαλύτερο τελικό κόστος) για την προμήθεια των έξι υποβρυχίων Type 214. Σήμερα η Τουρκία φιγουράρει μεταξύ των 10 πιο ισχυρών στρατιωτικά χωρών του κόσμου.

Το 2011 θα δαπανηθεί για εξοπλισμούς το 1,4% του συνεχώς αυξανόμενου τουρκικού ΑΕΠ ή το 5,45 του συνολικού εθνικού προϋπολογισμού. Για το 2011 ο προϋπολογισμός του Υπουργείου Άμυνας ανέρχεται στα 11,3 δις δολάρια αυξημένος κατά 800 εκατομμύρια από τον προηγούμενο του 2010 (10,8 δις δολάρια) εντός του οποίου περιλαμβάνονται δαπάνες για νέες προμήθειες όπλων συν τα λειτουργικά έξοδα. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι ο προϋπολογισμός που αφορά την Στρατοχωροφυλακή και της Ακτοφυλακής είναι ξεχωριστός καθώς υπάγεται σε άλλον φορέα (Υπουργείο Εσωτερικών) και είναι για το 2011 της τάξης των τριών δις δολαρίων (έναντι 2,7 δις το 2010) και της Ακτοφυλακής στα 210 εκατομμύρια δολάρια (έναντι 198 εκατομμυρίων το 2010). Οποιαδήποτε σύγκριση με την αντίστοιχη ελληνική πραγματικότητα είναι τουλάχιστον θλιβερή…

Δημοσιεύθηκε στο «Στρατιωτική Ισορροπία και Γεωπολιτική», τ.15, σ.70, Μάιος 2011, Αιγίς Εκδοτική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).

Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.

Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.