Σελίδες

Η ΘΕΙΚΗ ΜΑΣ ΓΛΩΣΣΑ

Γράφει ο Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης: 
 
Ταυτότητα μας η θεϊκή μας γλώσσα
αυτή μιλούσαν οι πρόγονοι μας από
τα πανάρχαια χρόνια τα πρώτα
κάθε ανάμιξη φέρνει την εξαφάνιση της
ξενόφερτα στοιχεία βοηθούν τους εχθρούς της
 
Τα παιδιά μας στερούνται της γλώσσας μας
της θείας
δεν την εμπεδώνουν στα σχολεία
ξενόφερτο λεξιλόγιο χρησιμοποιεί σαν αχθοφόρος
τώρα κλωτσιούνται και γρυλίζουνε στο σχολικό τους χώρο
στη γλώσσα μας πολυεθνικά έμπασαν σκουπίδια
της δημοσιογραφίας τα αναχαράζουν τ’ αμόρφωτα «λουλούδια»
τα επαναλαμβάνουν των καναλιών οι παπαγάλοι
(να κάνουμε «μπρέικ» να «προμοτάρουμε» λένε κάτι άλλοι)
τη γλώσσα μας καίνε στην πυρά και στο μαγκάλι
για να δείξουν ότι ομιλούν με περισσή χάρη
και οι αρμόδιοι σιωπούν μπρος στο απαράδεκτο τούτο χάλι  
 
Τις ωραίες λησμόνησαν λέξεις και εκφράσεις τις δικές μας
συνεχώς επαναλαμβάνουν τις «αγγλικούρες» τις γνωστές μας
το ΕΡΣ δεν του πέφτει κάποιος λόγος;
η Ακαδημία Αθηνών δεν διαθέτει γλωσσολόγο;
ο κ. Χαραλαμπάκης παρότι μόνος ενεργεί αξιολόγως
και η κ. Κεραμέως στις ΗΠΑ τυγχάνει γυρολόγος
 
Τούτη η γλώσσα έργα ευποιίας και ευκοσμίας έχει δημιουργήσει
η αρχαιότερη γλώσσα σαν διεθνής
επί μακρόν τον πλούτο της έχει δωρίσει
οι άλλες γλώσσες δανείστηκαν σαν ζητιάνοι
όλες έκλεψαν όρους και λέξεις-κλειδιά από το ελληνικό «μποστάνι»
οι νέοι λόγω λεξιπενίας ξένες δανείζονται λέξεις στο μάνι μάνι
 
Τα παιδιά μας στερούμε παιδείας ολοκληρωμένης
τη γλώσσα μας παραμελούν και την έχουν πεταμένη
και αντί πρωτοπόροι στα οράματα και στην τεχνολογία προηγμένοι
το νου τους στη φυγή να πάνε στην ξένη
και η Ελλάδα φέουδο των λαθρομεταναστών «μιλιούνια οι ξένοι»
Σαν νέοι Αργοναύτες τον πολιτισμό μας να εξάγουν
ερευνητές να γίνουν και την πατρίδα να προάγουν
αφήσαμε να τους απασχολούν οι μπαχαλάκηδες
οι ναρκέμποροι και οι πρεζάκηδες
και οι αναρχικοί να τους ενοχλούν με καταλήψεις
τα κόμματα να τους διχάζουν και να τους θεωρούν τσιφλίκι
οι δάσκαλοι ένεκα κρατικο-συνδικαλισμού τα μαθήματα τους
να μη κοιτάζουν
ανίκανοι ταγοί ταλαιπώρησαν την παιδεία για να την εξουσιάζουν
ο κ. Συρίγος ξέρει, ευταξία σύντομα θα φέρει
και το γόρδιο δεσμό θα κόψει με μαχαίρι
 
Νέο ξεκίνημα η νεολαία μας να αρχίσει
μακριά από την κομματική μέγγενη και τα φέουδα
να ορθοποδήσει
αντάξια να συναγωνιστεί Ανατολή και Δύση
ιδιωτικά πανεπίστημια τώρα η Πολιτεία να δημιουργήσει
χωρίς ισχυρή παιδεία η χώρα μας έχει λυγίσει
 
Βγάλτε τη νεολαία μας στης γνώσης το ξέφωτο λιβάδι
να μάθει γράμματα να βγει από το σημερινό σκοτάδι
ο Έλληνας για την παιδεία διπλά ποσά καταβάλλει
οι νέοι θέλουν οράματα όχι κατέβασμα στον Αδη
Αμόρφωτοι εξουσιαστές και ακατάλληλοι δάσκαλοι
ανίκανοι την κυβερνούν χωρίς οράματα και άτσαλοι
αφήστε τη νεολαία μας ελεύθερη να σπουδάσει
να μορφωθεί και ερευνητικά σε νέους ορίζοντες να αποδράσει
 
Ενιαία η Ελληνική γλώσσα όπως ήταν πρώτα
Ομηρική, Αρχαία, Αλεξανδρινή,
Βυζαντινή, Καθαρεύουσα και Μαλλιαρή
μη την διαμελίζετε με την κόσα
 
Διδάξτε στα παιδιά μας Κλασική Παιδεία
ανοίξτε τις πόρτες και σε ξένη μαθητεία
ο τουρίστας θα παραληρούσε αν του προσφέραμε
στοιχεία Μυθολογίας
έτσι στον κόσμο η ελληνική θα ταξίδευε Προϊστορία
αλλά ελλείπει ο πολιτισμός και η φαντασία
 
Η Τουρκία έτοιμη να μας επιτεθεί και στο τραπέζει να μας στρέψει
ο Ελληνο-τουρκικός πόλεμος έχει από τους Τούρκους
ήδη δρομολογηθεί και τρέχει
και η χώρα μας πολεμικό προσκλητήριο ακόμη δεν έχει εκπέμψει
τις γυναίκες όπως το Ισραήλ στα όπλα να εκπαιδεύσει
οι «σύμμαχοι» -αναλώμασι της Ελλάδος –παίρνουν της Τουρκίας το μέρος
μονίμως την ικανοποιούν χωρίς να δείχνουν για μας ενδιαφέρον
είναι καιρός και εμείς το δικό μας να κοιτάξουμε υπαρξιακό συμφέρον
διδάξτε την Αρχαία Ελληνική τη γλώσσα που ύμνησε ο Κικέρων
 
Αμφικτύων
31/5/ 22
 
*Αμφικτύων είναι ο Υποστράτηγος ε. α Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης
Συγγραφεύς, Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
amphiktyon@gmail.com
http://amphiktyon.blogspot.com/
http://amphiktyon.org

ΕΝΔΟΞΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΘΥΜΟΣΟΦΙΑ (Β Μέρος)

(συνέχεια από το Α μέρος)
Β΄Μέρος
 
Επιμέλεια από Αντώνη Αντωνά.
 
Παιδιά της Σαμαρίνας 
 
Εσείς μωρέ παιδιά κλεφτόπουλα
παιδιά της Σαμαρίνας
μωρέ παιδιά καημένα
παιδιά της Σαμαρίνας
κι ας είστε λερωμένα. 
 
Αν πάτε πάνω μωρέ στα βουνά
κατά τη Σαμαρίνα
μωρέ παιδιά καημένα
κατά τη Σαμαρίνα
κι ας είστε λερωμένα. 
 
Τουφέκια μωρέ να μη ρίξετε
τραγούδια να μη πείτε
μωρέ παιδιά καημένα
τραγούδια να μη πείτε
κι ας είστε λερωμένα. 
 
Κι αν σας ρωτήσει μωρ’ η μάνα μου
κι η δόλια η αδερφή μου
μωρέ παιδιά καημένα
κι η δόλια η αδερφή μου
κι ας είστε λερωμένα. 
 
Μη πείτε πως μωρέ εχάθηκα
πως είμαι σκοτωμένος
μωρέ παιδιά καημένα
πως είμαι σκοτωμένος
κι ας είστε λερωμένα. 
 
Πείτε τους μωρέ πως παντρεύτηκα
τη μαύρη γη πως πήρα
μωρέ παιδιά καημένα
τη μαύρη γη πως πήρα
κι ας είστε λερωμένα. 
 
Όλες οι καπετάνισσες 
 
Όλες οι καπετάνισσες από το Κακοσούλι,
όλες την Αρτα πέρασαν, στα Γιάννενα τις πάνε,
σκλαβώθηκαν οι ορφανές, σκλαβώθηκαν οι μαύρες.
Κι η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα,
μόν’ πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια.
Σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια,
έχει και στη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι.
«Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου!
Σέρνω τουφέκια στην ποδιά και βόλια στις μπαλάσκες».
«Κόρη για ρίξε τ’ άρματα, γλίτωσε τη ζωή σου».
«Τι λέτε, μωρ’ παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια;
εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδερφή του Γιάννη,
και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα χέρια». 
 
Τι έχεις, καημένε κόρακα 
 
Τι έχεις, καημένε κόρακα, που σκούζεις και φωνάζεις;
Μήπως διψάς για αίματα, για τούρκικα κεφάλια;
Πέρασε από τα Τρίκορφα και σύρε στο Βαλτέτσι,
όπου είν’ ο τόπος δυνατός και δυνατά ταμπούρια,
εκεί θα βρεις τα αίματα, τα τούρκικα κεφάλια,
Τρία μπαϊράκια κίνησαν από μέσα από τη χώρα,
το ένα πάει στα Τρίκορφα, τ’ άλλο στους Αραχαμίτες,
κι αυτός ο Κεχαγιάμπεης πηγαίνει στο Βαλτέτσι.
Ο Κυριακούλης του μιλάει κι ο Μπεζαντές του λέει:
“Πού πας, βρε Κεχαγιάμπεη, τ’ Αλή πασά κοπέλι;
Εδώ δεν είναι Κόρινθος, δεν είναι Πέρα Χώρα,
δεν είναι τ’ αργίτικα κρασιά, του Μπέλεση τα κριάρια.
Εδώ είν’ ορδή Καρύταινας, μανιάτικο ντουφέκι,
Κολοκοτρώνης αρχηγός με το Μαυρομιχάλη”.
Αφήστε τα ντουφέκια σας και βγάλτε τα σπαθιά σας
βάλτε τους Τούρκους εμπροστά, σαν πρόβατα, σαν γίδια. 
 
Τα χιόνια στα βουνά 
 
Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια
έτσι λάμπει κι η κλεφτουριά οι Κολοκοτρωναίοι
πόχουν τα ασήμια τα πολλά τις ασημένιες πάλες
καβάλα παν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε
νοπού δεν καταδέχονται τη γη να την πατήσουν
καβάλα παίρν’ αντίδερο απ’ του παπά το χέρι
καβάλα βγήκαν κι έκατσαν στης εκκλησιάς την πόρτα
κι εκεί τους ήρθε η γραφή πικρή φαρμακωμένη
κι απόξω λέει τ’ απόγραμμα και μέσα λέει το γράμμα
τ’ αδέρφια σας σκοτώθηκαν στης Αιμιαλούς τ’ αμπέλι
τους πρόδωσ’ ο καλόγερος από το μοναστήρι.
Αστέ παιδιά να φύγουμε στον τόπο μας να πάμε
γιατί μας πλάκωσε η Τουρκιά, οι Αρβανιταράδες. 
 
Ο χορός του Ζαλόγγου 
 
Έχε γεια καημένε κόσμε
έχε γεια γλυκιά ζωή
κι εσύ δύστυχη πατρίδα
έχε γεια παντοτινή 
Έχετε γεια βρυσούλες, 
λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες 
κι εσείς Σουλιωτοπούλες 
 
Στη στεριά δε ζει το ψάρι
ούτ’ ανθός στην αμμουδιά
κι οι Σουλιώτισσες δε ζούνε
δίχως την ελευθεριά 
 
Έχετε γεια βρυσούλες, 
λόγγοι βουνά ραχούλες 
έχετε γεια βρυσούλες 
κι εσείς Σουλιωτοπούλες. 
 
Ο γεροκλέφτης 
 
Παιδιά μ’ σαν θέλτε λεβεντιά και κλέφτες να γενείτε
εμένα να, μωρέ παιδιά, εμένα να ρωτήσετε 
Εμένα να ρωτήσετε πώς τα περνούν οι κλέφτες
σαράντα χρο, μωρέ παιδιά σαράντα χρόνους έκαμα 
Σαράντα χρόνους έκαμα στους κλέφτες καπετάνιος
ζεστό ψωμί μωρέ παιδιά, ζεστό ψωμί δεν έφαγα 
 Ζεστό ψωμί δεν έφαγα γλυκό κρασί δεν ήπια
τον ύπνο δε, μωρέ παιδιά, τον ύπνο δεν εχόρτασα 
Τον ύπνο δεν εχόρτασα του ύπνου τη γλυκάδα
σε στρώμα δε, μωρέ παιδιά, σε στρώμα δεν επλάγιασα 
Σε στρώμα δεν επλάγιασα μηδέ σε μαξιλάρι
το χέρι μου, μωρέ παιδιά, το χέρι μου προσκέφαλο
Το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα
και το ντουφέ, μωρέ παιδιά, και το ντουφέκι μου αγκαλιά 
Και το ντουφέκι μου αγκαλιά 
σαν το παιδί η μάνα Πιδιά μ’ σαν θέ μαύρα πιδιά,
πιδιά μ’ σαν θέλτι λιβιντιά
πιδιά μ’ σαν θέλτι λιβιντιά κι κλέφτις να γινείτι,
ιμένα να ρουτήσιτι του τι τραβούν οι κλέφτις.
Δώδικα χρόνους έκανα στους κλέφτις καπιτάνιους.
ν Όλη μιρούλα πόλιμου, του βράδυ καραούλι1. 
Ζιστό ψουμί δεν έφαγα, γλυκό κρασί δεν ήπια.
Το χέρι μου προυσκέφαλου κι του σπαθί μου στρώμα,
του έρημου καριόφιλου κόρη στην αγκαλιά μου.

 
Τα κλεφτόπουλα 
 
Μάνα μου τα, μάνα μου
τα κλεφτόπουλα τρώνε
και τραγουδάνε, άιντε
πίνουν και γλεντάνε. 
 
Μα ένα μικρό μα ένα μικρό 
κλεφτόπουλο δεν τρώει,
δεν τραγουδάει, βάι
δεν πίνει δε γλεντάει. 
 
Μόν’ τ’ άρματα,
μόν τ’ άρματά του κοίταζε,
του τουφεκιού του λέει:
Γεια σου Κίτσο μου λεβέντη,
πόσες φορές, πόσες φορές
με γλίτωσες απ’ των εχθρών
τα χέρια κι απ’ των Τούρκων
τα μαχαίρια.  
 
Μαύρη μωρέ πικρή είν’ η ζωή 
που κάνουμε εμείς οι μαύροι 
κλέφτες, εμείς οι μαύροι κλέφτες. 
Όλη μωρέ, όλη μερούλα πόλεμο. 
Όλη μερούλα πόλεμο
το βράδυ καραούλι. 
 
Με φό μωρέ με φόβο τρώμε
το ψωμί. Με φόβο τρώμε το
ψωμί, με φόβο περπατάμε. 
 
Ποτέ μωρέ, ποτέ μας δεν αλλάζουμε.
Ποτέ μας δεν αλλάζουμε
και δεν ασπροφορούμε.

 
Τα ευζωνάκια. 
 
Στην Αγιά Σοφιά αγνάντια βλέπω τα ευζωνάκια
Στην Αγιά Σοφιά αγνάντια βλέπω τα ευζωνάκια 
στους πολέμους μαυρισμένα τα ευζωνάκια τα καημένα
κλέφτικο χορό χορεύουν και τ’ αντίπερα αγναντεύουν. 
Κι αγναντεύοντας την πόλη τραγουδούν και λένε
Κι αγναντεύοντας την πόλη τραγουδούν και λένε 
Τούτ’ είν’ οι χρυσοί της θόλοι, αχ κατακαημένη πόλη
να η μεγάλη εκκλησιά μας, πάλι θα γενούν δικά μας. 
Στην κυρά τη Δέσποινά μας πες να μη λυπάται
Στην κυρά τη Δέσποινά μας πες να μη λυπάται 
στις εικόνες να μην κλαίνε, τα Ευζωνάκια μας το λένε
στις εικόνες να μην κλαίνε, τα Ευζωνάκια μας το λένε 
Κι ο παπάς που ‘ναι κρυμμένος μέσα στ’ Άγιο Βήμα
Κι ο παπάς που ‘ναι κρυμμένος μέσα στ’ Άγιο Βήμα
Τά Ευζωνάκια δε θ’ αργήσει, νά ‘βγει να τα κοινωνήσει
και σε λίγο βγαίνουν τ’ Άγια μέσα σε μυρτιές και βάγια 
 
Του Μπραϊμη 
 
Ο κούκος φέτο δε λαλεί, ούτε και θα λαλήσει,
παρά η τρυγόνα η χλιβερή το λέει το μοιρολόγι.
Φέτο μας ήρθεν Αραπιά και κόβει και σκλαβώνει.
Εσκλάβωσε μικρά παιδιά, γυναίκες με τους άντρες,
κι εσκλάβωσε λεβεντουριά και καπεταναραίους.

 
Του Δράμαλη 
 
Φύσα, μαΐστρο δροσερέ κι αέρα του πελάγου,
να πας τα χαιρετίσματα στου Δράμαλη τη μάννα. 
Της Ρούμελης οι μπέηδες, του Δράμαλη οι αγάδες
στο Δερβενάκι κείτονται, στο χώμα ξαπλωμένοι.
Στρωμά’χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλο λιθάρια 
και γι’απανωσκεπάσματα του φεγγαριού τη λάμψη. 
Κ’ένα πουλάκι πέρασε και το συχνορωτάνε:
«Πουλί, πως πάει ο πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι;
Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης,
και παραπίσω οι Ελληνες με τα σπαθιά στα χέρια». 
Γράμματα πάνε κι έρχονται στων μπέηδων τα σπίτια. 
Κλαίνε τ’αχούρια γι’άλογα και τα τζαμιά για Τούρκους,
Κλαίνε μαννούλες για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες. 
 
Του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη 
 
Πετρόμπεης καθότανε ψηλά στο Πετροβούνι
κι εσφούγγιζε τα μάτια του μ’ ένα χρυσό μαντίλι.
«Τι έχεις, Μπέη, που χλίβεσαι και χύνεις μαύρα δάκρυα;»
«Σα μ’ ερωτάς, Κυριάκαινα, και θέλεις για να μάθεις,
απόψε μου ‘ρθαν γράμματα από το Μεσολόγγι.
Τον Κυριακούλη σκότωσαν, τον πρώτο καπετάνιο,
και στάζουνε τα μάτια μου και τρέχουν μαύρα δάκρυα». 
 
Ο Ζήδρος 
 
Αφήνω γεια στον Όλυμπο, σ’ όλα τα κορφοβούνια
κι εσείς λημέρια μου έρημα, πλατάνια με τους ίσκιους. 
Ζήδρο μου, καπετάνιε μου, του Μαχαιρά ξεφτέρι,
Ζήδρο μου, η θυσία σου τη λευτεριά θα φέρει. 
Βρυσούλες με κρύα νερά και χαμηλά λημέρια,
αφήνω γειά στους σταυραετούς και σ’ όλα τα ξεφτέρια. 
Ζήδρο μου, καπετάνιε μου, του Μαχαιρά ξεφτέρι,
Ζήδρο μου, η θυσία σου τη λευτεριά θα φέρει. 
Αφήνω γεια στον ήλιο μου και στο χρυσό φεγγάρι
που μου ‘φεγγε να περπατώ σαν άξιο παλληκάρι. 
Ζήδρο μου, καπετάνιε μου, του Μαχαιρά ξεφτέρι,
Ζήδρο μου, η θυσία σου τη λευτεριά θα φέρει. 
 
Ο γέρος του Μοριά 
 
Ένα τραγούδι θα σας πω για τον λεβέντη,
τον ασπρομάλλη μου το γέρο τον Μοριά
και βάλτε αδέρφια μου για να στηθεί το γλέντι
Τριπολιτσιώτικο κρασί και ψησταριά. 
 
Στήσε χορό ξενητεμένε Μοραΐτη,  
απόψε ας παίξουνε λαγούτα και βιολιά
και πες πως γύρισες στο πατρικό σου σπίτι
και πως σε πήρανε οι γέροι σου αγκαλιά.
 
Γεια και χαρά σας Μοραΐτες αδερφοί  
και σεις κοπέλες γεια σας,
τη λευτεριά η Ελλάδα μας
χρωστάει στη λεβεντιά σας.   
 
Τώρα που αίμα αδερφικό το χώμα ιδρώνει
κι η Ελλάδα πνίγει την Ελλάδα στα βουνά,
έβγα απ’ τον τάφο Θοδωρή Κολοκοτρώνη
κι αδέρφια κάνε όλους τους Έλληνες ξανά.  
 
Τα όμορφα χρόνια τα παλιά να ξαναζήσουν
και στου Ταΰγετου την πιο ψηλή κορφή,
των πρόγονών μας οι σκιές χορό να στήσουν
και να τους λέει τ’ αγέρι ετούτη τη στροφή.  
 
Γεια και χαρά σας Μοραΐτες αδερφοί
και σεις κοπέλες γεια σας,
τη λευτεριά η Ελλάδα μας
χρωστάει στη λεβεντιά σας.  
 
Γεια και χαρά σας Μοραΐτες αδερφοί,
που η μάνα αν δε σας γέννα,
ούτ’ Άγια Λαύρα θα `χαμε, 
ουτέ Εικοσιένα. 
 
Γλυκοχαράζει η χαραυγή 
 
Γλυκοχαράζει η χαραυγή
και λάμπ’ ο ουρανός κι η γη.
Φέρνει την ελευθεριά μας
και το τέλος της σκλαβιάς μας. 
 
Στα Βέρβαινα στα Δολιανά
γεια σου χαρά σου κλεφτουριά.
Στο Βαλτέτσι στο Λεβίδι
πέφτει αδιάκοπο λεπίδι  
 
Κι από του Διάκου το σουβλί
φτιάχνει ο Κανάρης το δαυλί
κι ο Μιαούλης το τιμόνι
πες το κότσυφα κι αηδόνι 
 
Του Δήμου
 
Σήμερα, Δήμο μ’, Πασκαλιά, σήμερα πανηγύρι.
τα παλικάρια χαίρονται και ρίχνουν στο σημάδι,
κι εσύ, Δήμο μ’, στα Γιάννινα, στην πόρτα του βιζίρη,
στον άλυσο, στο κούτσουρο, στο έρημο τουμρούκι.
Και όλος ο κόσμος τόλεγαν, και Τούρκοι και Ρωμαίοι.
«Δήμο μου, κάτσε φρόνιμα, νά’ χης τ’ αρματολίκι.»
– «Και τι κακό σας έκαμα και κλαίετε από μένα;
Να δώκη ο Θεός κι η Παναγιά, και αφέντης Άγι-Γιώργης,
να γιάνη το χεράκι μου,να ζώσω το σπαθί μου… 
 
Τρεις περδικούλες 
 
Τρεις περδικούλες κάθονται,
στον Όλυμπο στη ράχη μοιρολογούσαν κι έκλαιγαν,
μοιρολογάν και λένε.
Εσείς πουλιά πετούμενα που πάτε στον αέρα
να πάτε και στη Τζόρτζαινα, Ναούμη τη γυναίκα.
Να μην τα πλέξει τα μαλλιά, κοσί να μην τα φτιάξει.
Να μην τα βάλει τα φλουριά, να μην τα καμαρώνει.
Ναούμη τον βαρέσανε στου Διάκου το νταβούρι. 
 
Θρήνος των Ηπειρωτών
 
Σ όλον τον κόσμο ξαστεριά, σ’ όλον τον κόσμο ήλιος
και ‘ς τα καϊμένα Γιάννενα μαύρο, παχύ σκοτάδι,
τι φέτο εκάμαν τη βουλή οχτώ βασίλεια ανθρώποι
κ’ εβάλανε τα σύνορα ‘ς της Άρτας το ποτάμi
κι’ αφήκανε τα Γιάννενα και πήρανε την Πούντα,
κι’ αφήκανε τα Γιάννενα και πήρανε την Άρτα,
κι’ αφήκανε το Μέτσοβο με τα χωριά του γύρα. 
 
Όλυμπος κι ο Κίσαβος 
 
Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν,
το ποιο να ρίξει την βροχή, το ποιο να ρίξει χιόνι.
Ο Κίσσαβος ρίχνει βροχή κι ο Όλυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τότ’ ο Όλυμπος και λέει του Κισσάβου.
“Μη με μαλώνεις, Κίσαβε, βρε τουρκοπατημένε,
που σε πατάει η Κονιαριά κι οι Λαρσινοί αγάδες.
Εγώ είμ’ ο γέρος Όλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος,
έχω σαράντα δυο κορφές κι εξήντα δυο βρυσούλες,
κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι όταν το παίρν’ η άνοιξη κι ανοίγουν τα κλαδάκια,
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.
Έχω και το χρυσόν αϊτό, το χρυσοπλουμισμένο,
πάνω στην πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει:
-”Ήλιε μ’, δεν κρους τ’ από ταχύ, μόν’ κρους το μεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου;” 
 
Του Κίτσου η μάνα
 
Του Κίτσου η μάνα κάθουνταν στην άκρη στο ποτάμι
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
«Ποτάμι, για λιγόστεψε, ποτάμι, γύρνα πίσω,
για να περάσω αντίπερα, στα κλέφτικα λημέρια,
πο’ ‘χουν οι κλέφτες σύνοδο κι όλοι οι καπεταναίοι».
Τον Κίτσο τόνε πιάσανε και παν’ να τον κρεμάσουν.
Χίλιοι τον παν’ από μπροστά και δυό χιλιάδες πίσω,
κι ολοξοπίσω πάγαινεν η δόλια του η μανούλα.
«Κίτσο μου, πού είναι τ’ άρματα, πού τα ‘χεις τα τσαπράζια,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;»
«Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη,
μάνα, δεν κλαίς τα νιάτα μου, δεν κλαίς τη λεβεντιά μου,
μον’ κλαίς τα ‘ρημα τ’ άρματα, τα ‘ρημα τα τσαπράζια;» 
 
Τέλος αν μπορεί να υπάρξει τέλος στην ανεξάντλητη Ελληνική λαογραφία, προσθέτω τιμής ένεκεν και ένα ενδεικτικό λυρικό και επικό ποίημα αριστούργημα σε κυπριακή διάλεκτο του λαογράφου μας ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη. 
 
Αποσπάσματα. 
9η Ιουλίου 1821. 
 
Το Σάββατο, 9 Ιουλίου 1821, θανατώθηκαν ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός και οι Μητροπολίτες Πάφου, Κιτίου και Κηρυνείας. Μια ομάδα κληρικών, έθαψε τις σορούς του Αρχιμανδρίτη και των Μητροπολιτών την επόμενη ημέρα (Κυριακή, 10 Ιουλίου), στον περίβολο του ναού της Παναγίας Φανερωμένης (Λευκωσία), όπου κτίστηκε μαυσωλείο το οποίο υπάρχει έως σήμερα. Οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν ως τις 14 Ιουλίου και είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο εκατοντάδων Ελλήνων της Κύπρου από τους βαρβάρους Τούρκους κατακτητές. 
 
Τα τελευταία λόγια του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, προς τον Τούρκο δήμιο του …
 
(Απόσπασμα) 
 
Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου, 
κανένας δεν εβρέθηκεν για να την ι-ξηλείψη,
κανένας, γιατί σιέπει την που τα 'ψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψει![16]
Σφάξε μας ούλους κι ας γενεί το γαίμαν μας αυλάκιν,
κάμε τον κόσμον μακελλειόν και τους Ρωμιούς τραούλλια,
αμμά ξερε πως ίλαντρον όντας κοπεί καβάκιν
τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.
Το ’νιν αντάν να τρώ’ την γην, τρώει την γην θαρκέται,
μα πάντα κείνον τρώεται και κείνον καταλυέται.[30]
 
Μεν μάχεσαι την θάλασσαν να την-ι ’ξηντιλήσεις·
άδικα λόγια μεν χάννεις κι αρκείς εις την δουλειάν σου.
Τον ήλιον με φύσημαν μπορείς να τον-ι σβήσεις;
Φώναξε του τζελλάττη σου, σάσ’ την κρεμμασταρκάν σου!
Θεέ, που νάκραν δεν έχεις ποττέ στην καλωσύνην,
λυπήθου μας και δώσε πκιον χαράν στην Ρωμιοσύνην.  
 
Παράλειψη θα ήταν να μην αναφερθεί ότι οι λαϊκοί μας άγνωστοι λαογράφοι ποιητές και συγγραφείς εκτός από τα πατριωτικά τους ποιήματα κατέγραψαν και ερωτικά από θρύλους και μύθους της Ελληνικής ιστορίας και παράδοσης …. 
 
Ενδεικτικά ολίγα από τα μύρια …..
 
Ξύπνα Ραγιά … 
 
Ραγιά καημένε μου ραγιά για σήκω το κεφάλι, 
τη δόξα πού ‘χες μια φορά απόκτησέ την πάλι. 
Ξύπνα καημένε μου ραγιά, ξύπνα να δεις τη λευτεριά. 
 Διψούν οι κάμποι για νερό και τα βουνά για χιόνια 
διψούνε και για λευτεριά οι σκλάβοι τόσα χρόνια. 
Κοιμούμαι μ’ ένα όνειρο, ξυπνώ με μιαν ελπίδα 
να ιδώ κι εγώ μια μέρα φως ελεύθερη πατρίδα. 
Ξύπνα καημένε μου ραγιά, ξύπνα να δεις τη Λευτεριά. 
 
Αντώνης Αντωνάς.

ΕΝΔΟΞΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΘΥΜΟΣΟΦΙΑ (Α Μέρος)

Α΄ Μέρος.
 
Επιμέλεια από Αντώνη Αντωνά.
 
Σήμερα θα επιμεληθώ ενός αποσπασματικού τιμητικού αφιερώματος, αλλιώτικου από άλλα, τιμής ένεκεν σε αυτούς όλους τους άγνωστους μας σοφούς «αγράμματους» λαϊκούς ποιητές και συγγραφείς, που με τις απλές τους γνώσεις και φτωχή παιδεία κατέγραψαν αριστουργήματα λαογραφικά, που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα, από άλλα διαπρεπών συγγραφέων και ποιητών …Έμφυτο είχαν το συγγραφικό ταλέντο και λαλούσαν και έγραφαν μέσα από τα βάθη της ψυχής τους  
 
Θα ξεκινήσω με τα σοφά λόγια του Μεγάλου Γιάννη Μακρυγιάννη … 
 
Ιωάννης Μακρυγιάννης, ο «αγράμματος δάσκαλος» 
 
O Κωστής Παλαμάς μίλησε για το έργο του: «ασύγκριτο στο είδος του, αριστούργημα του αγράμματου, μα γερού και αυτόνομου μυαλού»,ο Γιώργος Σεφέρης τoν αναδεικνύει ως έναν από τους κορυφαίους νεοέλληνες πεζογράφους, ενώ ο Λίνος Πολίτης θα σημειώσει: «Ο λόγος του είναι ολότελα λαϊκός, δίχως ίχνος λόγιας επίδρασης, με τη ζωντάνια της προφορικής ομιλίας και με τη θέρμη ενός ανθρώπου που δεν είναι μονάχα αυτόπτης αλλά και πρωταγωνιστής των γεγονότων που ιστορεί. Το ζωηρά προσωπικό αυτό ύφος ταιριάζει απόλυτα με την έντονη και ιδιόρρυθμη προσωπικότητά του, που αγανακτεί και αντιτάσσεται σε κάθε πράξη αυθαιρεσίας ή συμβιβαστικού καιροσκοπισμού. Τα Απομνημονεύματα είναι η πιο έγκυρη αποτύπωση του ήθους των αγωνιστών του Εικοσιένα· είναι συνάμα και το μοναδικό ίσως κείμενο που δίνει, σε τόσο συνθετική μορφή, ανόθευτη τη λαϊκή γλώσσα.» (Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 169-170.) 
 
Ακολουθεί απόσπασμα από τα «Απομνημονεύματα»: 
 
«Ο περίφημος Ναπολέων, ο βασιλέας της Γαλλίας, οπού τίμησε την αντρεία και την σοφία του πολέμου κι᾿ από μικρός άνθρωπος έγινε αυτοκράτορας, βασιλέας απολέμηστος ο Χάρος τον σκότωσε με χωρίς ντουφέκι και σπαθί, και κατέβηκε εις τον Άδη με φόρεμα εννιά πήχες πανί. Όλος ο κόσμος δεν τον χώραγε, όλα τα πλούτη του κόσμου δεν του φτάναν, εννιά πήχες πανί του έφτασε και του περίσσεψε. Εις τον Άδη κατέβηκε με το ίδιον φόρεμα κι᾿ ο βασιλέας της Ρουσσίας ο Αλέξανδρος και χαιρετιώνται οι δυο βασιλείς «Τι έλεγες, βασιλέα Αλέξαντρε, δεν θα πέθαινες και να ᾿ρθης εδώ σε τούτην την ζωήν ντυμένος μ᾿ αυτό το φόρεμα; Πού ᾿ναι τα παράσημά σου; Πού ᾿ναι η μεγάλη σου στολή; Πού οι καναπέδες οι χρυσοί; Πού οι κόλακες να μας λένε μυθολογίες και να τους πιστεύωμεν και να χάνωμεν την δικαιοσύνην εις την ανθρωπότη και να τρώμεν τους τίμιους ανθρώπους ζωντανούς και τους άτιμους να τους πιστεύωμεν και να τους δοξάζωμεν; Και να μας τυφλώνουν αυτείνοι οι απατεώνες, να χάνωμεν την δικαιοσύνη και να μας αναθεματούν όλοι οι αθώοι ότι τους φάγαμεν ζωντανούς και ότι τους αφίναμεν νηστικούς, ξυπόλυτους και γυμνούς; 
 
Κ᾿ εδώ οι δίκαιοι βασιλείς, οι αληθινοί φιλόσοφοι είναι ντυμένοι λαμπρά και οι άδικοι γυμνοί από τον Θεόν, τον δίκαιον βασιλέα του παντός, οργισμένοι κι᾿ από τους ανθρώπους κι᾿ αναθεματισμένοι. Ότι όποιον αδικάς τιμή, ζωή και λευτεριά και δεν τον αφίνεις ᾿σ την προσωρινή ζωή να ζήση ως άνθρωπος, αυτός σ᾿ αναθεματάγει, δεν σε συχωράγει. Όσο τα θυμήθης εσύ, Ναπολέων, αυτά οπού μου τα λες και με συνβουλεύεις τώρα, άλλη τόση προσοχή είχα κ᾿ εγώ κι᾿ όλοι οι όμοιοί μας. Όσο πιστεύουν τους κόλακες κι᾿ απατεώνες, τους γλυκόγλωσσους, οι βασιλείς κ᾿ οι άλλοι σημαντικοί, του διαβόλου το φόρεμα θα φορέσουν κ᾿ εκείνοι. Πάμε, Ναπολέων, να ιδούμεν τους παλιούς τους Έλληνες εις το μέρος οπού κατοικούνε, να ᾿βρούμε τον γέρο Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Θεμιστοκλή, τον λεβέντη Λεωνίδα και να τους ειπούμεν τις χαροποιές είδησες, ότι αναστήθηκαν οι απόγονοί τους, οπού ήταν χαμένοι και σβυσμένοι από τον κατάλογον της ανθρωπότης. Αυτείνοι οι αγαθοί και οι δίκαιγοι, το φως της αλήθειας, οι γενναίγοι ᾿περασπισταί της λευτεριάς, με πατριωτισμόν, με καθαρή αντρεία, μ᾿ αρετή κι᾿ όχι δόλον κι᾿ απάτη επλούτηναν την ανθρωπότη από αυτά κι᾿ αν ήταν αυτείνοι φτωχοί εις τα προσωρινά και μάταια, είναι πλούσιοι πολύ εις τα ᾿στορικά του κόσμου. 
 
Δι᾿ αυτούς ήταν τα έργα τους αγώνες της αρετής. Δια τούτο θέλησε ο Θεός ο δίκιος κι᾿ ανάστησε και τους απογόνους τους, οπού ήταν χαμένη τόσους αιώνες η πατρίδα τους, Και δια να θυμώνται πίστη, ο Θεός ο αληθινός τους ανάστησε ξυπόλυτους γυμνούς, νηστικούς, δεμένα τα ντουφέκια τους με σκοινιά, τα καλά τους τα σύναζε ο Τούρκος κάθε καιρόν οι περισσότεροι πολεμούσαν με τα ξύλα και χωρίς τ᾿ αναγκαία οι Τούρκοι ήταν πλήθος και γυμνασμένοι οι δυστυχείς Έλληνες ολίγοι κι᾿ αγύμναστοι νίκησαν τον δικόνε μας τον σύντροφον, τον Γκραν Σινιόρε. Τους κατάτρεξαν οι Ευρωπαίγοι τους δυστυχείς Έλληνες. Εις τις πρώτες χρονιές εφόδιαζαν τα κάστρα των Τούρκων τους κατάτρεχαν και τους κατατρέχουν ολοένα δια να μην υπάρξουν. Η Αγγλία τους θέλει να τους κάμη Άγγλους με την δικαιοσύνην την αγγλική, καθώς οι Μαλτέζοι ξυπόλυτους και νηστικούς, οι Γάλλοι Γάλλους, οι Ρούσσοι Ρούσσους κι᾿ ο Μετερνίκ της Αούστριας Αουστριακούς κι᾿ όποιος τους φάγη από τους τέσσερους. Και τους λευτερώνουν χερότερα κι᾿ από τους Τούρκους. Και οι τέσσεροι καλά φρονούν, όμως να ιδούμεν τι λέγει κι᾿ αυτός ο μάστορης ο Γερόθεος Δια να βγούνε εις την κοινωνία του κόσμου δεν εβήκαν μόνοι τους, τους προστατεύει αυτός ο δίκιος και παντοτινός βασιλέας. 
 
Αυτός, ο δίκιος Θεός όποιος τους κιντυνέψη, θα τον φάγη το δικέφαλον αυτός είναι ο ᾿περασπιστής των αθώων και των αδύνατων. Εσύ, Κύριε, θ᾿ αναστήσης τους πεθαμένους Έλληνες, τους απογόνους αυτεινών των περίφημων ανθρώπων, οπού στόλισαν την ανθρωπότη μ᾿ αρετή. Και με την δύναμή σου και την δικαιοσύνη σου θέλεις να ξαναζωντανέψης τους πεθαμένους και η απόφασή σου η δίκια είναι να ματαειπωθή Ελλάς, να λαμπρυθή αυτείνη και η θρησκεία του Χριστού και να υπάρξουν οι τίμιοι και οι αγαθοί άνθρωποι, εκείνοι οπού ᾿περασπίζονται το δίκιον και οι ανθρωποφάγοι ο Άδης θα τους ρουφήση και οι άνθρωποι οι τίμιοι θα τους αναθεματούν κατά τα έργα τους και οι προδότες της πατρίδος και οι αγορασμένοι κακόν μπελά να τους δώσης και συντρόφους του Κάγην να τους κάμης. Με την βοήθεια του Θεού, αυτό κ᾿ έγινε. Οι ξυπόλυτοι και οι γυμνοί τα σπαθιά των Τούρκων τα ντιμισκιά τα πήραν αυτείνοι οι ολίγοι με τις μαχαιρούλες, τα φλωροκαπνισμένα τους ντουφέκια τα πήραν μ᾿ εκείνα οπού ᾿ταν δεμένα με σκοινιά, τους πήραν και τους ζαϊρέδες κι᾿ όλα τ᾿ αναγκαία του πολέμου. Οι ανθρωποφάγοι φτόνησαν αυτό και μας έσπειραν την αρετή τους, διχόνοια, φατρία, κατασκοπεία, τις ακαθαρσίες τις δικές τους, κ᾿ έφκειασαν την πατρίδα μας παλιόψαθα με τα φώτα του Φαναργιού, με την αρετή της Κεφαλλωνιάς, με τον μαθητή του Αλήπασσα, με τον μέγα φιλόσοφον των Κορφών. 
 
Τώρα, αφού μας γύμνωσαν από την αρετή και πατριωτισμόν και ταλαιπωρούνε όλους τους αγωνιστάς και χήρες των σκοτωμένων κι᾿ αρφανά τους κι᾿ όσους θυσιάσαν το δικόν τους δια την λευτεριά της πατρίδας, μας λένε ανάξιους της λευτεριάς, κι᾿ ο ψευτογιατρός των Καλαβρύτων ο Ζωγράφος λέγει εις την προκήρυξή του ότι οι αγωνισταί είναι λησταί. Αυτός είναι σωτήρας! Τοιούτως συσταίνουν τους αγωνιστάς. Γενναίγοι προπατέρες, Μιλτιάδη, Θεμιστοκλή, Αριστείδη, Λεωνίδα κ᾿ επίλοιποι γενναίγοι άντρες, μην περηφανεύεστε οπού κάμετε τόσα μεγάλα και γενναία κατορθώματα και σας εγκωμιάζουν όλος ο κόσμος δεν τα κάμετε εσείς μόνοι σας οι στρατιωτικοί και οι πολιτικοί σας βοηθούσαν, σας βοηθούσαν οι φιλόσοφοι μ᾿ αρετή, με φώτα πατριωτικά. Εκείνοι είχαν αρετή και φώτα, εσείς γενναιότητα και καθαρόν πατριωτισμόν. Και δι᾿ αυτό δοξαστήκετε. 
 
Να είχετε πολιτικόν τον Μαυροκορδάτο, να είχετε τον Κωλέτη, να είχετε τον Ζαϊμη, τον Μεταξά κι᾿ άλλους τοιούτους, να θέλουν άλλος την Αγγλία, άλλος την Γαλλία, άλλος την Ρουσσία, άλλος την Αούστρια κι᾿ άλλος την Μπαυαρία και να κάνουν χιλιάδες αντενέργειες και συχνούς εφύλιους πολέμους, κι᾿ όσους θέλαν να βαστήξουν την πατρίδα, όταν οι Τούρκοι την κιντύνευαν, ζητούσαν να τους σκοτώσουν με τις αντενέργειές τους και τους σκότωσαν και χάθη όλο τ᾿ άνθος των Ελλήνων εις τους εφύλιους πολέμους. Σήμερα ξαναγεννιέται η πατρίδα κι᾿ αναστένεται, οπού ήταν τόσον καιρό χαμένη και σβυσμένη. Σήμερα αναστένονται οι αγωνισταί, πολιτικοί, θρησκευτικοί και στρατιωτικοί, ότι ήρθε η λευτεριά μας, οπού αποχτήσαμεν με την δύναμη του Θεού. Δόξα να ᾿χη το πανάγαθό σου όνομα, Κύριε, παντοδύναμε, πολυέλεγε, πολυέσπλαχνε!» 
 
Έγραψε και λάλησε λοιπόν ο Μέγας Στρατηγός μας  
 
«Κι όσα σημειώνω τα σημειώνω γιατί δεν υποφέρνω να βλέπω το άδικο να πνίγει το δίκιο. Για κείνο έμαθα γράμματα στα γεράματα και κάνω αυτό το γράψιμο το απελέκητο, ότι δεν είχα τον τρόπον όντας παιδί να σπουδάξω: ήμουν φτωχός κι έκανα τον υπηρέτη και τιμάρευα άλογα, κι άλλες πλήθος δουλειές έκανα, να βγάλω το πατρικό μου χρέος που μας χρέωσαν οι χαραμήδες, και να ζήσω κι εγώ σε τούτη την κοινωνία, όσο έχω τ᾿ αμανέτι του Θεού στο σώμα μου. Κι αφού ο Θεός θέλησε να κάμει νεκρανάσταση στην Πατρίδα μου, να τη λευτερώσει από την τυραγνία των Τούρκων, αξίωσε κι εμένα να δουλέψω κατά δύναμη, λιγότερον από τον χερότερο πατριώτη μου Έλληνα. Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι, και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα.Ένα πράμα μόνο με παρακίνησε κι εμένα να γράψω: ότι τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. 
 
Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί να τη φυλάμε κι όλοι μαζί, και να μη λέγει ούτε ο δυνατός εγώ, ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς εγώ; όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει εγώ· όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε εμείς. Είμαστε στο εμείς κι όχι στο εγώ. Και στο εξής να μάθομε γνώση, αν θέλομε να φκιάσομε χωριό να ζήσομε όλοι μαζί. Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ιδούνε όλοι οι Έλληνες ν᾿ αγωνίζονται για την πατρίδα τους, για τη θρησκεία τους· να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε: Έχομε αγώνες πατρικούς, έχομε θυσίες — αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να μπαίνουν σε φιλοτιμία και να εργάζονται στο καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας τους και της κοινωνίας — ότι θα είναι καλά δικά τους. Όχι όμως να φαντάζονται για τα κατορθώματα τα πατρικά, όχι να πορνεύουν την αρετή και να καταπατούν το νόμο, και να ᾿χουν την επιρροή για ικανότη» (Β´ 463). 
 
Τάδε έγραψε και λάλησε λοιπόν ο Στρατηγός μας ...Ο αγράμματος Μακρυγιάννης, μια από τις πιο μορφωμένες ψυχές του ελληνισμού ... Και ο Μέγας Μακρυγιάννης δεν είχε υπόβαθρο μεν αλλά κοινωνική παιδεία και όμως άφησε πίσω του ιερό ευαγγέλιο ιστορίας ....  
 
Ιωάννης Μακρυγιάννης: Η συνείδηση ενός ολόκληρου λαού 
 
Αυτός ο μεγάλος Έλληνας κληροδότησε στις νεότερες γενιές ένα αθάνατο μνημείο ύφους, ήθους, λόγου και περιεχομένου, στα Απομνημονεύματά του. 
 
Είναι μια ιστορία των συναισθημάτων του λαού του. Αυτός ο αγράμματος και ταπεινός για την αμάθειά του μέσα από αυτό το απελέκητο γράψιμο αναδεικνύει μια σπάνια καλλιέργεια και ευαισθησία όπως και όλοι οι υπόλοιποι αγράμματοι Έλληνες λαογράφοι μας που λησμονήσαμε σήμερα …. 
 
Καταθέτω σε τυχαία σειρά μερικά ενδεικτικά αριστουργήματα άγνωστων Ελλήνων λαογράφων τα οποία άλλα μεν είναι λυρικά, άλλα δεν επικά και εκφράζουν τον πόνο και τις ελπίδες της τότε σκλαβωμένης τους πατρίδας … 
 
Άχος βαρύς ακούγεται.
 
Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
-Ούδε σε γάμο ρίχνονται ούδε σε χαροκόπι.
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια.
Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο:
«Γιώργαινα, ρίξε τ’ άρματα, δεν είναι εδώ το Σούλι.
Εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων».
«Το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε, δεν κάνει».
Δαυλί στο χέριν άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει:
«Σκλάβες Τούρκων μη ζήσωμε, παιδιά μ’, μαζί μου ελάτε»
και τα φυσέκια ανάψανε, κι όλοι φωτιά γενήκαν. 
 
Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες
 
Μαύρη, μωρέ, πικρή ζωή που κάνουμε 
Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες, εμείς
οι μαύροι κλέφτες 
Ποτέ, μωρέ, ποτέ μας δεν αλλάζουμε, ποτέ μας δεν αλλάζουμε
και δεν ασπροφορούμε
Όλη, μωρέ, όλη μερούλα πόλεμο
Όλη μερούλα πόλεμο το βράδυ καραούλι, το βράδυ καραούλι
Κοντά, μωρέ, κοντά, στα ξημερώματα
Κοντά στα ξημερώματα γυρίζω να πλαγιάσω, γυρίζω να πλαγιάσω
Το χε- μωρέ, το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα, και το σπαθί μου στρώμα
Το κα’μωρέ, καριοφίλι μ΄αγκαλιά
Τι καριοφίλι μ΄ αγκαλιά σαν το παιδί την μάνα, σαν το παιδί τη μάνα.

 
Του Διάκου (22 Απριλίου 1821) 
 
Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκουμάτα. 
Το ‘να τηράει τη Λειβαδιά και τ’ άλλο το Ζητούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
-Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα. 
Μην’ ο Καλύβας έρχεται, μην’ ο Λεβεντογιάννης;
-Νουδ’ ο Καλύβας έρχεται νουδ’ ο Λεβεντογιάννης. 
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες. 
Ο Διάκος σαν τ’ αγροίκησε πολύ του κακοφάνη.
Ψηλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
«Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,
δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα για να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που ‘ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια». 
Παίρνουνε τ’ αλαφριά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
«Καρδιά, παιδιά μου» φώναξε, «παιδιά μη φοβηθείτε,
σταθείτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε». 
Ψιλή βροχούλαν έπιασε κι ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσιαν έκαμαν, τα τρία αράδα αράδα.
Eμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια,
κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει.
Ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες,
και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ’ τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν.
Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι. 
Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
«Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξεις,
να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσεις;»
Κι εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
«Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν’ αποθάνω.
Α, θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βόγιας»
Σαν τ’ άκουσε ο Χαλίλμπεης, αφρίζει και φωνάζει:
«Χίλια πουγκιά σας δίνω γω κι ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήσει τη Τουρκιά κι όλο μας το ντοβλέτι». 
Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν.
Ολόρτο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε,
την πίστη τους τούς ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες:
«Σκυλιά, κι α’ με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη.
Ας είναι ο Οδυσσεύς καλά και ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι.

 
Τι έχεις καημένε πλάτανε 
 
Τι έχεις καημένε πλάτανε
και στέκεις μαραμένος,
με τις ριζούλες στο νερό
με τη δροσιά στα φύλλα; Παιδιά μ’ , σαν με ρωτήσατε,
να σας το μολογήσω. Αλή Πασάς
επέρασε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Κι όλοι στον ίσκιο μ’ έκατσαν
και κάτω απ’ τη δροσιά μου
κι όλοι σημάδι μ’ έβαλαν
κι όλοι με τουφεκίσαν. Άλλοι βαρούν τους κλώνους μου
κι άλλοι βαρούν τα φύλλα
κι ο σκύλος ο Αλή Πασάς
βαρεί μες στην καρδιά μου.
Μαράθηκαν τα φύλλα μου,
μαράθηκε η καρδιά μου.

 
Ήταν η μέρα βροχερή 
 
Μα ήταν η μέρα βρο- μουρτάτη, βροχερή
Και η νύχτα πο- μωρέ, ποντισμένη
Που κίνησ΄ ο ‘Μπραήμ, άιντε, ρε Παπαφλέσσα, ‘Μπραήμ, ο Ιμπραήμ πασάς
’ιντε, που κίνησ΄ ο ‘Μπραήμ, ‘Μπραήμ πασάς από την Α- από την Αλεξάνδρεια
Νύχτα σε νύχτα πε- άιντε, ρε Παπαφλέσα μου, πε- ωρέ, περπατεί
’ιντε, νύχτα σε νύχτα πε- μουρτάτη, περπατεί
Λιμάνι σε- μωρέ, σε λιμάνι φέρνει τ’ ασκέρι δια- άιντε, 
ρε Παπαφλέσσα μου, δια- ωρέ, διαλεχτό
Φέρνει τ’ ασκέρι διαλεχτό, ούλο στραβαραπάδες
Και στη Μεθώνη άραξε μέσα στο Ναυαρίνο (το τραγούδι αναφέρεται στην εκστρατεία του Ιμπραήμ, ο οποίος το 1825 ξεκινώντας από την Αλεξάνδρεια έφτασε ως το Ναυαρίνο) 
 
Μωρ’ περδικούλα του Μοριά
 
Ωρέ, μωρ’ περδικούλα, μωρ’ περδικούλα του Μοριά
Μωρ’ περδικούλα του Μοριά κοσμοπερπατημένη
Αυτού ψηλά, γειά σου, πέρδικα, αυτού ψηλά-να που πέτεσαι
Αυτού ψηλά που πέτεσαι και χαμηλά ‘γναντεύεις
Μην είδες κλέ, γεια σου, πέρδικα, μην είδες κλέ-νε-φτες πουθενά
Μην είδες κλέφτες πουθενά, τους Κολοκοτρωναίους; 
 
Εσείς βουνά ψηλά 
 
Εσείς βουνά, ψηλά βουνά, με τα δασιά κλαριά σας,
με τα δασιά τα έλατα, το εν’ απάνω ‘ς τάλλο,
και πύργε της Καστάνιτσας, οπού βαστάτε κλέφταις,
τους κλέφταις τί τους κάματε, τους Κολοκοτρωναίους;
οπού φορούν χρυσά σπαθιά, μπαλάσκαις ασημένιαις,
χρυσά ‘ν’ και τα ντουφέκια τους, χρυσά μαλαματένια,
και τα τσαπράζια που φορούν, ούλο μαργαριτάρια.
Κείνοι το Μάρτη εδώ ήσανε και τον μισόν Απρίλη,
και την ημέρα τ’ άη Γιωργιού, που είναι το πανηγύρι,
φίλοι τους επροσκάλεσαν, τους είχανε τραπέζι.
Πάνω ποβάλαν τα φαγιά, κ’ έκαμαν το σταυρό τους,
ψιλή φωνίτσα νάκουσαν, ψιλή φωνή νακούνε.
«Γι’ αφήστε τα καλά φαγιά και πάρτε τα ντουφέκια,
τι οι Τούρκοι σας επλάκωσαν, τι οι Τούρκοι σας επήραν.»
Και τα ντουφέκια πήρανε, και τα σπαθιά τραυήξαν,
τους Τούρκους εκυνήγησαν, τους κάμαν ένα ένα. 
 
Σαράντα παλικάρια 
 
Σαράντα παλλικάρια από τη Λιβαδειά
πάνε για να πατήσουνε την Ντροπολιτσά.
Στον δρόμο που πηγαίναν γέροντ΄ απαντούν
-Γειά σου, χαρά σου, γέρο -Καλώς τα τα παιδία
Πού πάτε παλικάρια, που πάτε ρε παιδιά;
-Πάμε για να πατήσουμε τη Ντροπολιτσά
-Ώρα καλή παιδιά μου να πάτε στο καλό
-Έλα μαζί μας, γέρο, γεροντόκλεφτα.
-Δεν ημπορώ παιδιά μου, γιάτί γέρασα,
-μόν΄πάρτε τον υγιό μου το μικρότερο,
πόχει λαγού ποδάρια και πέρδικας φτερά,
που ξέρει τα λημέρια που λημέριαζα,
που ξέρει και τις βρύσες πόπινα νερό…. 
 
Συνέχεια στο Β΄Μέρος. 
 
Αντώνης Αντωνάς.